Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δερμάνη Βίκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δερμάνη Βίκυ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Βίκυ Δερμάνη-Η ποίηση



Σε σώματα έρμα που κάποτε αγαπήθηκαν

στων σπιτιών τους γδαρμένους τοίχους

στη βρύση που στάζει ρημαγμένη

στα παπούτσια τα λιωμένα και τρύπια

στους δρόμους των άστεγων κι άσιτων

στων τεφροδόχων τα σπασμένα στόμια

και στ’ άδεια των πουλιών κλουβιά

στον πόνο το βαθύ κι άκρατο

στης περόνης το μοιραίο τράβηγμα

ανάμεσα απ’ την κλείδα και το στέρνο

στις κακοφορμισμένες επάνω πληγές


εκεί που θεός δεν υπάρχει

η ποίηση βρίσκεται


Βίκυ Δερμάνη


Αντλήθηκε από το προφίλ της ποιήτριας στο Fb

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Βίκυ Δερμάνη-Νεκρή



Πίκρα του οικείου απόψε. απόψε σε μήτρα σπηλιά. ξενυχτούν και σήμερα τα μάτια. περπατούν αθόρυβα. παλίρροια στους παλμούς. η μνήμη λάβαρο. η μνήμη. σκαρφαλώνει μέσα μου. το δρασκέλισμα ακούω. τα σάλια μου λασπόνερα από βάλτους. με καταπίνουν. γλείφω το νερό και ολισθαίνω. αρνούμαι επικαλούμαι διαβαίνω. την μνήμη. το άγριο μελίσσι της πλάνης. στεγνή άδεια άπνους. φορώ τον θρήνο. σαν ρούχο κυριακάτικο. πέφτω. πέφτω. πέφτω. τρέχουν νευρώνες απ’ τα μάτια. τρέχουν τα μάτια στις παλάμες. τρέχουν οι παλάμες στον θώρακα. τρέχει ο θώρακας και τυλίγεται στα γόνατα. τρέχουν τα γόνατα και φιλάνε το πάτωμα. σηκώνεται το πάτωμα και γίνεται ταβάνι. μνήμες πάσσαλοι. καρφωμένοι στο μυαλό. που είσαι; που είσαι; που είσαι; που είσαι; και εγώ που; μιλάω. μιλάω πού; κάθομαι εδώ και βρέχομαι. βρέχει χωρίς να βρέχει. κάθομαι εδώ και κάθομαι. εγώ εδώ. απέναντι η σκιά μου. και πιο μακριά ο αντίλαλος. έτσι για να φαινόμαστε πολλοί. κάθε που μετράει το άδειο. φυσάει άδειο δωμάτιο. πιάνομαι γερά μη με σαρώσει ο αγέρας. βρέχει. ανεβαίνω το νερό. μόνη. το κορμί μονάχο. ούτε κουπί ούτε τίποτα. κυλούσα χρόνια. έτσι κυλούσα. χρόνια. μέχρι κάτω χαμηλά. μέχρι το μαύρο. μόνη. εγώ και το μαύρο. μόνοι μας. απόγευμα. δεν είχε δύσει ο ήλιος. είχε αραιό σκοτάδι. ανάμεσα στα φύλλα και στους μίσχους. φλογερό.



αβάσταχτο σκοτάδι. ένα σκοτάδι έτοιμο από χρόνια. ένα δέντρο σηκώνεται από το στήθος μου. με κρύβει. ένα πυκνό ανήμερο δέντρο. κλαδιά και φύλλα τυλίγονται πάνω μου. και το μαύρο σιωπηλό. σαν άδειο δωμάτιο. φοβάμαι. δεν έχω λόγια και μιλάω με φθόγγους. φοβάμαι. τα μάτια. τα μάτια στάζουν χιόνι. δεν λένε τίποτα. ούτε μια αλήθεια. τίποτα. τα μάτια τίποτα. τίποτα τα μάτια. ούτε μια αλήθεια. φοβάμαι. μη φοβάσαι. αν φοβηθείς καταδικάζομαι. καταλαβαίνεις; δεν θα μπορούσες να μ’ έχεις. καταλαβαίνεις; έχω πεθάνει πολύ πριν σε γνωρίσω. είμαι νεκρή πριν σε βρω. δεν σε πρόλαβα. δεν ήξερα ότι θα έρθεις και πήγα και πέθανα. δεν το ήξερα. συγνώμη. δεν μπορείς να με έχεις. είμαι νεκρή. δεν μπορείς. δεν ήξερα ότι θα έρθεις. δεν το ήξερα. συγνώμη. δεν ήξερα και πέθανα. αν το ήξερα θα άντεχα λίγο παραπάνω. δεν μπορείς να με έχεις. δεν μπορείς. συγνώμη. κάθε μέρα αγγίζω τα χέρια τα πόδια το κεφάλι. να μην ξεχνάω ότι υπάρχω. ύστερα μόνη μένω. με ένα ξένο σώμα. άγνωστο σώμα. σώμα μου. δεν με γνωρίζω πια. δεν υπάρχω πια. δεν θέλω πια. φοβάμαι. φοβάμαι. κρυώνω. σκέπασέ με. κρυώνω. πονάει το κορμί μου απ’ το κρύο. μη με αφήνεις μόνη. σε χρειάζομαι. χρειάζομαι τα δόντια σου. τα μάτια σου. τη φωνή σου. τη γλώσσα σου. τα νύχια σου. μην με αφήνεις να πεθάνω. φίλα με. φίλα όσο αντέχεις. φίλα με. θέλω να κατοικήσω στο στήθος σου. φίλα με. κράτα με. φίλα με. φοβάμαι. χωρίς εσένα. φοβάμαι. αγκάλιασέ με. φίλα με. κοίτα με στα μάτια. να με θυμάσαι. ακούς; να με θυμάσαι. τώρα είναι η ώρα. που οι τοίχοι άρχισαν να ξεφτίζουν. που το δωμάτιο βαριανασαίνει. που η γλώσσα γδάρθηκε. μου λείπεις. οι διαδρομές των χεριών σου. μου λείπουν. έχεις όμορφα δάχτυλα. όμορφα δάχτυλα έχεις.

έχεις δάχτυλα.δεν αγγιχτήκαμε. μαζί δεν. δεν μαζί. έχεις δόντια. δόντια όμορφα. το δάγκωμά σου. δαγκώνω. το δάγκωμά σου. μοβ λεπτομέρεια. το δάγκωμά σου ανεμώνη. μοβ πολύ. εγώ λεπτομέρεια. ύπερος κυανός. πάνω στο δάγκωμά σου. φίλα με. απόψε. μην φύγεις. σκέπασε το κορμί μου. με το βλέμμα σου. οι κουβέρτες έλιωσαν. κρυώνω. η παγωνιά. γκρέμισε τη σκεπή. οι νυχτερίδες. πετούνε χαμηλά. κρυώνω. βοριάς σαρώνει. γέμισε κι αυτό το ποτήρι. διψώ. μιαν ανάσα ζεστή κέρασέ με. μου λείπεις. κρυώνω. κενό. κρυώνω. χιονίζει παντού απουσία. σπασμένοι φράχτες. σκουριασμένα κλειδιά. φόβοι ανθοδέσμες. κίτρινα κρίνα κόβω. δακρύζει ο βλαστός. κίτρινο κλάμα. κουρνιάζει στα χέρια η σιωπή. σιωπή άσπρη. έξω αιώνια χιονίζει. έξω ερημιά. να με θυμάσαι. υποσχέσου. να με θυμάσαι. έβαλα πλώρη. φεύγω. χωρίς άνεμο. χωρίς πανιά. ξυλάρμενη. οπτικό πεδίο. πλώρη. στροφή. κίνδυνος. ακτή αφιλόξενη. φεύγω. στο γαλάζιο της ψυχής τ’ απέραντο. φεύγω. δεν. δέντρο. φύτρωσα. ξεράθηκα. είμαι. ήμουν. να με θυμάσαι. όλη μου τη ζωή. όλη μου τη ζωή ήθελα κάποιον να με θυμάται.

Πηγή:https://www.bibliotheque.gr/article/60668

Βίκυ Δερμάνη,- Ιδού κι εγώ

Ιδού κι εγώ
με του τοίχου το ρολόι
να χτυπά φθινόπωρο

με πυρετό στο αίμα
κι ανεμώνες κόκκινες
με συννεφιά στα μάτια
και πεινασμένα χέρια
να παίζουν ζάρια τη ζωή
σ’ ένα τραπέζι άδειο

ντυμένη μαύρα πάντα
το θάνατο κορόιδευα
μ’ όλο το σώμα μια πληγή
και μια φωτιά στα σπλάχνα
ο έρωτας που έπινα
ένα ποτήρι αίμα

ιδού εγώ
ιδού τα έπιπλα
η νύχτα ιδού
― μεγάλη πάντα


Πηγή:https://tokoskino.me/2019/05/24/%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CF%85-%CE%B4%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B7-%CE%B9%CE%B4%CE%BF%CF%8D-%CE%BA%CE%B9-%CE%B5%CE%B3%CF%8E/?fbclid=IwAR0eWJB_DCDpQKwV9RqX45J4RPW28s2JJ3ubbQxIYVn82ZFHe84f6W7HiJQ

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Βίκυ Δερμάνη-Ο πόνος μαύρος σκύλος π’ αλυχτά




Σ’ έναν ουρανό σκοτεινό μισοφαγωμένο φεγγάρι κρεμόντανε. Μια φεγγαριού κομμένη φέτα θυσίες περίμενε μεγάλες. Στο λιγοστό του φως η γυναίκα με το συννεφιασμένο πρόσωπο έβλεπε το θάνατο να περνάει. Μπροστά απ’ τα νεκρά παράθυρα το παγωμένο χνώτο του άφηνε. Τα μαύρα του σημάδια πάνω στα τζάμια των φαρμακωμένων σπιτιών αποτυπώθηκαν. Των κορακιών τα νύχια τα κυρτά στα κλαδιά γαντζώθηκαν των δέντρων. Λίγες ώρες πριν, είχαν πετάξει τις μαύρες φτερούγες τους στις λάσπες.
Φυσάει ένας αέρας άγριος. Η γυναίκα αρχίζει να τρέμει. Γίνονται κύματα τα χέρια. Τα βουλιαγμένα καράβια της βγαίνουνε στον αφρό. Χώνονται τα δόντια στην καρδιά. Κόβονται ένας-ένας οι κάβοι όλοι. Τα δάχτυλα δεν έχουν τίποτα πια ν’ αθροίσουν. Δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν. Πουλιά νεκρά τα δάχτυλα που νύχια ν' ακονίσουνε δεν έχουν. Αυτή, η κληρονόμος των πουλιών, δέντρο δεν έχει να σταθεί λίγο να ξαποστάσει. Όλη τη νύχτα φτύνοντας χολή στα τάρταρα θρηνητικά πετάει. Το πρωινό, κατάκοπη, στη γη τσακίζεται. Κάτω τσακίζεται απ' έναν κάτασπρο ουρανό. Ολοκαύτωμα γίνεται το άλαλον το πνεύμα. Μήτρα κενή. Μαύρη νεφέλη. Πέντε οι άρτοι οι καμένοι. Άσπλαχνου θεού υιοί γινήκανε. Πληγή μεγάλη. Θύρα προβάτων η ψυχή.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Βίκυ Δερμάνη-Η συγκατοίκηση


Απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο στο σπίτι μπήκε, αυτοστιγμεί δικαίωμα απέκτησε χρησικτησίας. Με τον καιρό εκούσια έγινε αυτή η συγκατοίκηση. Το γέρικο φίδι το σοφό, το γεννημένο από σπέρμα θεών και δαιμόνων –που των ανθρώπων το πεπρωμένο ορίζουν– μαζί της καθότανε αλλόκοτος συνδαιτυμόνας μα ωστόσο ευπρόσδεκτος γι’ αυτήν απολύτως, ευγνωμοσύνη τα πιάτα μοσκοβολούσαν στο τραπέζι.

Το φίδι το σοφό και γέρικο δάγκωνε την ουρά του, λύκους και πρόβατα και μήλ’ αμάσητα κατάπινε, λυδίες λίθους έπαιζε και μνήμες, μιας θημωνιάς πια μακρινής άκουγε το ύστατο τραγούδι, μιας καρτερίας υπόλευκης τους στρογγυλούς θερίζει τους καρπούς. Εκείνη, η εκ φωτός υπέρλαμπρου στεφανωμένη κόρη, αναστηλωμένα έβλεπεν οράματ’ ακριβά, σβόλους χώματος εύφορου στα δάχτυλά της έτριβε, με το ξυράφι της ακόνιζε της ειμαρμένης τα μολύβια, στα δύο το φεγγάρι έκοβε μ’ ατσάλινο μαχαίρι, το ένα του μισό λαίμαργα το κατάπινε, τ’ άλλο μισό στην άκρη τραπεζιού το άφηνε, προσφάι.

Εκείνες της συγκατοίκησης τις μέρες στα ρολόγια του κόσμου ανορθόδοξα κυλούσανε οι ώρες, κλαγγή καπνών σκέπαζε τις στέγες των σπιτιών, τους δρόμους τους βρώμικους

μια δυνατή σέπαλων ξέπλενε βροχή.

Βίκυ Δερμάνη / εύσαρκο κάτι σαν φως

Πηγή:https://www.facebook.com/VickyDermani/posts/2348206715503518

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Βίκυ Δερμάνη-«Πανικόβλητη Ζωή»


Σκόνη· ιδρώτας παντού. Ο ουρανός πένθιμο ένα προοίμιο. Της εποχής το τοπίο νταμάρι ξερό. Άνθρωποι στεγνοί, λυγισμένοι, βλοσυροί. Κλειστά ανήλιαγα παράθυρα. Σπίτια σαθρά. Σώματα κοκαλιασμένα στο σημείο που τα βρήκε ο εν ζωή τους θάνατος. Η καταιγίδα ξαφνική στα δίχως χαμόγελα πρόσωπα χαραγμένη. Μέσα της το αύριο κλαίει. Η σκοτεινιά δίχτυ αράχνης τεράστιο κυρίευσε τις πόλεις, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Εν τω μέσω της νυχτός θλιμμένα άστεγα φαντάσματα ψάχνουνε τόπο να κουρνιάσουν. Σαν ξημερώσει θα προχωρήσουν με σιγουριά ρακένδυτη την ατελείωτη μαρτυρική πορεία τους.


Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι και· δεν ξέρω, πόσοι πια ζούμε στη βουλιμία μιας ζωής·


πόσοι παραδοθήκαμε τροφή της πανικόβλητη.










Από τη συλλογή «εύσαρκο κάτι σαν φως», ΑΩ Εκδόσεις, 2018.