Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Θεοδωράκης Μίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Θεοδωράκης Μίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης-Το σπίτι μας με τους σκορπιούς


* Α
Ο καθένας θα ‘χει βρεθεί σε παρόμοιες στιγμές. Υπάρχουν δεσμίδες από ζεστές επικλήσεις. Πράσινες, κίτρινες, μωβ, που ανεβαίνουν από κάθε φυτό. Η θάλασσα φυσά θυμωμένα είτε ήρεμα, τις τυλίγει και τις διευθύνει ψηλά στο υπομονετικό μας σπίτι. Θα ‘πρεπε να σας μιλήσω γι’ αυτό το σπίτι. Η έκφρασή του αντανακλά τις πτυχές των βασανισμένων βουνών. ‘Εχει κάτι από το συρτό θρήνο.
* Β
Ευθύς εξ αρχής θα διακρίνει κανείς το τείχος των δέντρων που τυλίγονται ολόγυρά του με φροντίδα και στοργή. Υπάρχει ανάμεσά τους η απόσταση των ισοδύναμων ανθρώπων, η απόσταση ανάμεσα σε δυο όμοιες αχτίνες που κατευθύνονται από το βάθος της θάλασσας προς δύο απομονωμένους γλάρους.
* Γ
Με πέντε βήματα αγγίζεις από τη ρίζα των δέντρων τις ξασπρισμένες πέτρες που υποβαστάζουν την υπομονή και τα όνειρα του σπιτιού μας. Το χαμόγελό του είναι πάντα βεβιασμένο. Η γνώση του τροχίζεται απ’ τους σκορπιούς και το βορινό άνεμο που φοβισμένος το παρακάμπτει συχνά όταν μέσα στις νύχτες του Δεκεμβρίου αλλοιθωρίζει προς την απέραντη θάλασσα με τα μάτια πύρινα και προκλητικά.
* Δ
‘Επειτα απο ένα συγκρατημένο και ήρεμο όνειρο ξύπνησε αντικρύζοντας την καταματωμένη θάλασσα ως τις ρίζες της γης. Αναταράχτηκε από τις χιλιάδες λεπτές και φευγαλέες μυρωδιές που κυνηγιούνται με τις πεταλούδες και τις μέλισσες πάνω στο κάτασπρο σεντόνι του ‘Ηλιου. ‘Ηταν καιρός να εξακοντίσει την πρώτη του σκέψη προς το στερέωμα που το συγκρατούσε στο χώμα με συγκατάβαση και ειρωνία. ‘Ισως να μη γνώριζε που το πλοίο μας διέσχιζε ήδη το Αιγαίο κι ακόμα πως πριν γεννηθούν οι μητέρες μας είχε αποφασιστεί ο ερχομός μας εδώ ψηλά.
* Ε
Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε το βεβιασμένο του χαμόγελο καθώς και την παράξενη συνήθεια να προσκαλεί τ’ αδέσποτα σύγνεφα που τριγυρίζουν ψαχουλεύοντας στο λόγγο και τις πλαγιές του βουνού. ‘Ετσι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τα μάτια μας, δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε σ’ αυτή την απότομη και βάρβαρη μεταλλαγή ανάμεσα στο φως και την πάχνη, στο κύμα και τη συρτή φωνή που εξακοντίζεται τόσο συχνά προς το δυτικό Αιγαίο. Χάνουμε έτσι το πρόσωπό μας καθώς γινόμαστε ένα με τα παράξενα όνειρά του που ενώ έχουν αγκυροβολήσει στις σφραγισμένες εποχές προεκτείνονται προς τα μακρινά σημεία που ειρωνεύονται τους κύκλους και τις επανόδους.
* ΣΤ
Υπάρχει εν τούτοις κάτι που ενώ δεν τραβά σε δένει σφιχτά. Νομίζεις ότι προεκτείνεσαι διαρκώς προς τα μπρός ενώ τα ίχνη σου μπλέκονται μες στις ρίζες των θάμνων που σε περικυκλώνουν με θανάσιμη χαρά.
Θα ‘ρθει και για σένα η όμορφη εποχή !
* Ζ
Θα πρέπει τώρα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του. Την ήρεμη αφήγηση κάτω απ’ το θόλο των κουμαριών. Τον τελείως απόκρυφο έρωτά του για την νοτιοανατολική πηγή. Τη νοσταλγία των ξασπρισμένων του τοίχων που ήταν συνηθισμένοι ν’ αγναντεύουν προς το Αιγαίο τους κουρσάρους καθώς γύριζαν ανήσυχοι τα κεφάλια για να χαιρετήσουν με σεβασμό και φόβο. Προ παντός όμως η φροντίδα του από αιώνες ήταν αυτός ο ατέλειωτος κι ανώφελος αγώνας που γίνεται μέσα του ανάμεσα σ’ ό,τι υπήρχε και σ’ ό,τι ήρθε.
* Η
Αυτή την ώρα ο ορίζοντας εξαφανίζεται κάτω από την πίεση του ουρανού και το ανέβασμα της θάλασσας. Υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα το αίσθημα της κατανόησης. Στα μικρά σύγνεφα που ταξιδεύουν προς τον ήλιο αντιμάχονται η αγάπη με το μίσος. Σε λίγο το φως θα ισομοιραστεί εφ’ όσον ο ήλιος εξαλείψει τις σκιές και τους ενδοιασμούς που τον οδηγούν στην οδυνηρή και χιλιοτραγουδισμένη του πτώση. Η τελευταία αχτίνα οδηγείται προς τον γνώριμο δρόμο του σπιτιού μας. Τη δεχόμαστε ήρεμα δίχως φωνές. Θα συνομιλήσουμε όλη τη νύχτα μαζί της. Θα ονειρευτούμε μαζί.
* Θ
Υπάρχει μια αναγκαιότητα που διανοίγει ανάμεσα στα σύννεφα μακρύ και ανήσυχο δρόμο. Απ’ αυτόν θα περάσουν οι σκέψεις του σπιτιού μας, οι σιωπηλές του έγνοιες για κάθε τι που πιστεύει στη ζωή. Όλοι απορούν για το βάθος του βλέματός του. Ξεσκίζει κατάβαθα τους σκλάβους της Νότιας Αφρικής όπως και τα αιχμάλωτα θηρία των ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Από κει πάλι έρχονται αγκαλιασμένα τα όνειρα του κόσμου με ανοιχτά και βρώμικα τραύματα. Μπορεί κάθε στιγμή να δεις την ατέλειωτη φάλαγγα που κάνει τους σκορπιούς να αναδιπλώνονται με ανατριχίλα..
* Ι
Βλέπετε πως όλο παρασύρομαι απ’ αυτήν την αργυρή αντανάκλαση που μου δίνει την αυταπάτη πως είμαι αδερφός των σκορπιών, παιδί των τοίχων και των στοχασμών του σπιτιού μας. Σας υποσχέθηκα να σας μιλήσω για τις χαρές και τους θυμούς του.
* Κ
Σήμερα η μέρα ήρθε αθόρυβα. Το φως κλιμακώνεται στην ήρεμη θάλασσα σχηματίζοντας μια φωτεινή σκάλα που συνεχίζεται απ’ τις γραμμές του ορίζοντα. Θα μπορέσω ίσως να τοποθετήσω δίπλα δυο σκέψεις που να έχουν το θάρρος να αλληλοκοιταχτούν στιγμιαία στα μάτια; Όμως αυτή η ησυχία μου επιτρέπει ν’ ακούω τον παράξενο σάλο που γίνεται εντός μου... Όσο κι αν θέλω να το ξεφύγω είμαι παιδί των στοχασμών του, είμαι αδερφός των σκορπιών του. Δεν ανέχεται μέσα μου αυτό που υπάρχει εκείνο που έρχεται.. Πώς θέλετε λοιπόν ν’ αρνηθώ τη γενιά μου, να επιτρέψω να δώσουν τα χέρια που τρέμουν από το μίσος, να κοιταχτούνε στα μάτια που χάνονται απ’ το ακόρεστο πάθος, ν’ αγκαλιαστούνε κραυγές που ξεσκίζονται απ’ την ανατριχίλα; ΕΧΘΡΟΙ ΜΕ ΕΧΘΡΟΙ ;
* Λ
(Το βράδυ καθόμαστε κι αγναντεύουμε τη θάλασσα. Τραγουδάμε σιγά... Συχνά σιωπούμε κοιτάζοντας κάτω. Μας στεναχωρεί αυτή η συνεχής παρακολούθηση. Θέλουμε πολύ να μείνουμε μια στιγμή μόνοι με συντροφιά μας μονάχα τους σκορπιούς και τους τοίχους).
ΙΚΑΡΙΑ 1947
(17 - 21 ΙΙΧ)

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης-από συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

 Η λειτουργικότητα του αληθινού έρωτα, επειδή είναι κάτι πολύ μύχιο και εσωτερικό, αξιοί την παρασιώπηση. Καμιά προπαγάνδιση επ' αυτού. Νομίζω ότι τους φανατικά ερωτικούς ανθρώπους δεν τους ξέρει κανείς.

Δεν το δείχνουμε, γιατί ο έρωτας είναι μια φοβερή κατάδυση, αν έχει πέντε χιλιάδες βάθος ο Ειρηνικός, εκεί πρέπει να πας ‒ το να βγαίνεις στο μπαλκόνι και να λες "ερωτικό, ερωτικό" νομίζω ότι αυτό είναι αντιερωτικό.
| Μίκης Θεοδωράκης (29 Ιουλίου 1925 - 2 Σεπτεμβρίου 2021) | απόσπασμα από συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, περιοδικό Τέταρτο, 1985 |

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

Το σημείωμα του Μίκη Θεοδωράκη στον πρώτο δίσκο του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

 Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο. Λέω ''να μπούνε τζάμπα''. Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ΄τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, ''πρέπει να πληρώσουν το φόρο''. ''Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ'', τους απαντώ.

Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ΄το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
-Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.
-Ήρθε ο δίσκος του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.
-Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
-Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ΄ρθει στις Σέρρες το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το χωριό μ΄έστειλε ν΄αγοράσω το δίσκο…
-Ά! του είπα, σ΄ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή '' Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;.''
Το σημείωμα του συνθέτη στον πρώτο δίσκο του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης-Οι δρόµοι του Αρχάγγελου (απόσπασμα)

 Στην τάξη µας, οι µαθητές είχαν χωριστεί σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ήταν

αυτοί που πεινούσαν και λιποθυµούσαν πάνω στο θρανίο. Στη δεύτερη αυτοί που

πεινούσαν χωρίς να λιποθυµούν. Και στην τρίτη, αυτοί που τρώγανε όσο ποτέ στη ζωή

τους, γιατί οι πατεράδες τους ήταν αγρότες, µαυραγορίτες, ή και τα δύο. Εµείς οι

πεινασµένοι, της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αποφασίσαµε να βάλουµε τέρµα σ’

αυτήν την κατάσταση. Οργανωθήκαµε και µια µέρα ανακοινώσαµε στην τάξη ότι είναι

απαράδεκτο οι µισοί να παχαίνουν και οι µισοί να πεθαίνουν της πείνας. Οι χωριάτες

έβαλαν τις φωνές. Είχαν τον αέρα που τους έδινε η σωµατική τους ευρωστία. Όµως,

εµείς είµαστε οι περισσότεροι και οι αποφασισµένοι για όλα. Είπαµε: “∆εν µπαίνει

κανείς στην τάξη, αν δε βάλει τρόφιµα (πατάτες, αλεύρι, σταφίδα, αυγά) στο καλάθι που

θα βρίσκεται στην πόρτα”. Την άλλη µέρα, δυο τρεις έφεραν τρόφιµα. Οι άλλοι πήγαν

να περάσουν µε το ζόρι. Έπεσε ξύλο. Όταν µάθανε οι καθηγητές τα καθέκαστα, τήρησαν

ουδετερότητα για το φόβο των Ιταλών. Τελικά όλοι “πλήρωναν” τα αναγκαστικά

“διόδια”. Μοιράζαµε τα τρόφιµα στους σκελετωµένους συµµαθητές µας. Σε λίγο όλο το

γυµνάσιο έκανε το ίδιο. Έτσι, εκείνη τη χρονιά δεν είχαµε θύµατα από την πείνα. Και

όταν λέω θύµατα, δεν εννοώ µόνο το θάνατο, αλλά και τις βασικές αρρώστιες που

προκαλεί η έλλειψη τροφής.


(Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόµοι του Αρχάγγελου, τοµ.1, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, σ.111)