Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Φραγκιάς Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Φραγκιάς Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Αντρέας Φραγκιάς - Λοιμός (απόσπασμα)

 Αφού τον χτυπήσανε στα βράχια, του πατήσανε το κεφάλι στις πέτρες, τον βρόντησαν και τον τάραξαν σα χταπόδι, νόμισαν πια πως ξεμπέρδεψαν. Ο αρχηγός τον άρπαξε και με το ένα χέρι του τον στερέωσε σ' έναν όρθιο βράχο. Γύρισε και είπε στους άλλους κατάπληκτος: 

«Ζει μωρέ ακόμα το θηρίο!» 

Του ρίξανε δυο-τρεις κουβάδες νερό να συνέλθει. 

Απόψε θα πεθάνεις, τώρα αμέσως.

Φαίνεται πως το ύφος του δεν τους έπεισε ότι ηταν πρόθυμος να πεθάνει τώρα αμέσως. Κάποιος ξεχώρισε από την ομάδα και του φώναξε ανοίγοντας σα βαρέλι το στόμα του: 

«Πουτάνα είμ' εγώ, ρε, που μετάνιωσα;» 

Τότε το τυχερό ανθρωπάκι κατάλαβε ότι από δω και πέρα, όπως και από την πρώτη στιγμή, αντιδικούσε προσωπικά μ' αυτα τα περίεργα πλάσματα. 

Πες μου, πουτάνα είμαι κι εγώ; ρώτησε ένας άλλος. 

Εσύ ξέρεις,  απάντησε ο μικρόσωμος άνθρωπος. 

Και κατάλαβε ακόμα ότι πέρα από τους νόμους που ορίζει ο τόπος, όλα τούτα τα περίεργα πλάσματα εκτελούν τις διαταγές εφαρμόζοντας και το δικό τους νόμο,  τον ξεστομίζουν κάποτε σαν υλακή άγριου ζώου. Είδε μέσα στα μάτια τους κάποια φλόγα που τρεμόσβηνε σαν τις τελευταίες αναλαμπές της αγωνίας από το φανάρι ενός ναυαγισμένου  πλοίου.  

O άνθρωπος αυτός, που δε λογάριαζε το μαρτύριο, βρέθηκε σε λίγο στη θάλασσα. Tον πέταξαν με τις κλοτσιές σα σακί. Ολόγυρα η φωνές περίζωναν σα φλόγες τα βράχια. Η ακτή φλεγόταν ολόκληρη. Απόψε θέλουν να ξεκαθαρίσουν πολλούς λογαριασμούς.

 Θ' αποφασίσεις τώρα αν μπορείς να μετρηθείς με τη νύχτα , με τη θάλασσα,  με όλα τα στοιχεία του πλανήτη.


Επίμετρο Δημήτρης Χριστόπουλος 

Εκδόσεις ποταμός

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

 «Ενδεχομένως, τα πράγματα που θα θέλαμε να κάνουμε στη ζωή μας, και δεν τα κάναμε τελικά, να αποτελούν μια πολύ πιο αντιπροσωπευτική βιογραφία μας». 

Ανδρέας Φραγκιάς

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Ανδρέας Φραγκιάς Άνθρωποι και σπίτια (απόσπασμα)

 Ο Αργυρης και η Γυναικα του Γεωργία είναι δύο από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος· η υπόθεσή του τοποθετείται στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η Ελλάδα μετά τον τελευταίο πόλεμο. Ύστερα από τους αγώνες και τις στερήσεις της Κατοχής, όλοι περίμεναν ένα καλύτερο μέλλον. Οι προσδοκίες τους όμως δεν επαληθεύτηκαν, γιατί στην Ελλάδα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Όλες αυτές τις δυσκολίες, που περνούσε η χώρα μας, κι έχουν ως συνέπεια την ανεργία, θέλει να δώσει και το μυθιστόρημα. Ο Αργύρης, όπως κι άλλοι πολλοί φίλοι του είναι άνεργος. Μάταια ψάχνει να βρει δουλειά. Αυτό έχει επιπτώσεις στην ψυχική του κατάσταση και στη σχέση του με τη γυναίκα του.

Διαβάζοντας το απόσπασμα να προσέξετε κυρίως α) πώς, με την αναδρομή στο παρελθόν της ζωής του Αργύρη και της Γεωργίας, περνάει συγχρόνως όλη η δυστυχία και η μιζέρια μιας συνηθισμένης εργατικής οικογένειας από την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και β) πώς ο συγγραφέας παρεμβάλλει πολλές φορές τις σκέψεις τους σε δεύτερο, συνήθως, ή, σπανιότερα, σε τρίτο πρόσωπο (λ.χ. «Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ' απ' το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος» ή «Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία;»).

— Χάνω κι αυτή τη δουλειά...

— Άκουσε Θανάση. Τα εργαλεία λογαριάζω να τα πουλήσω...

— Να πουλήσεις τα εργαλεία! Αυτά δίνουνε ψωμί...

— Σε μένα όχι. Τα 'χω άχρηστα τόσον καιρό.

— Γι' αυτό να μου τα δώσεις εμένα, για δυο τρεις βδομάδες...

Σταθήκανε κοντά στην πόρτα περιμένοντας. Ο Αργύρης ντρέπεται να τον δει κατάματα. Μήπως δεν είναι αλήθεια πως με τη Γεωργία σχεδιάζουνε να τα πουλήσουνε;

— Τι θα γίνει Αργύρη;

— Πάρ' τα. Πάρε ό,τι θες. Τα πουλάω αργότερα.

Κι έσυρε τα κασόνια απ' το κρεβάτι.

— Διάλεξε ό,τι σου κάνει.

Ο Θανάσης τ' αράδιασε όλα χάμω. Ξεχώρισε τις μανέλες, τους βιδολόγους, τα σιδεροπρίονα, τις τανάλιες για τους σωλήνες, κοπίδια, το ψαλίδι της λαμαρίνας. Μάζεψε τα δυο κασόνια απ' τα τρία κι άδειασε όσα δεν του χρειάζονταν στο άδειο. Περισσέψανε αρκετά σκόρπια χάμω και θέλησε να τα μαζέψει.

— Άστα, του 'πε ο Αργύρης, σα να 'χανε τελειώσει όλα.

Όταν ο Θανάσης φορτώθηκε τα κασόνια, ο Αργύρης νόμισε πως δεν έχει πια αίμα στο κορμί του. Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ' απ' το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος. Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι ήθελε να λιώσει τα μούτρα του στα σανίδια του. Αφού βρήκε δουλειά ο Θανάσης, πάει να πει πως δεν είναι και τόσο δύσκολο. Γατζώθηκε απ' τα κάγκελα του κρεβατιού και τανύθηκε σα να 'θελε να ξεκλειδωθεί απ' τους αρμούς, να μοιραστεί σε κομμάτια. Τα κάγκελα λυγίσανε κι όταν τα 'δε τρόμαξε. Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία; Σηκώθηκε να τα ισιώσει, μα δεν τα κατάφερε να γίνουν όπως πρώτα. Δεν είχε τώρα τόση δύναμη.

Μάζεψε τη γόπα που 'πεσε απ' το στόμα του Θανάση. Κάθισε απ' τη μεριά του παράθυρου να φουμάρει και να συλλογιστεί. Βήματα στο παράθυρο. Κοκάλιασε. Ο Γεωργιάδης*. Χτύπησε τις γρίλιες. Σφίγγει τα σαγόνια του που τρέμουνε. Δε σάλεψε. Αυτός είναι, χτύπησε το τζάμι της πόρτας. Κοίταξε να δει, ν' ακούσει και να καταλάβει.

— Αργύρη, είμαι ο τσαγκάρης.

Ο Αργύρης έσμιξε τους αγκώνες στα πλευρά και τα γόνατα μεταξύ τους. Το τσιγάρο καίει στο στόμα του. Η φωνή ήρθε πιο κοντά στο παράθυρο, μέσα στο μυαλό του. Κόλλησε το στόμα του στις γρίλιες.

— Νόμιζα πως ήσουνα τίμιος άνθρωπος, Αργύρη...

Έφυγε. Χάθηκε ξανά στο σκοτάδι της κάμαρης. Αν πουλούσε τουλάχιστον τα εργαλεία, θα τα ξόφλαγε και δε θα του έλεγε αυτό. Απόψε δεν είσαι τίμιος άνθρωπος, όπως νομίζει ο τσαγκάρης, και δεν έχεις εργαλεία. Δηλαδή δεν έχεις τίποτα.

Κι απόμεινε μόνο η Γεωργία. Τώρα όμως λείπει. Κι αυτό κάνει τον Αργύρη πιο μόνο. Άρχισε να ξυλιάζει, όχι μόνο απ' την ακινησία. Το πρωί έλεγε στη Γεωργία πως όλα τα πράματα είναι ξεβιδωμένα. Χάσανε το ρέγουλό* τους... Αυτή όμως σα να μην τον πρόσεξε κι ο Αργύρης δεν μπόρεσε να συνεχίσει το συλλογισμό του. Θα 'θελε να της πει ακόμα πως έχει μια φοβερή τύψη, γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει πώς μπλέκεται η δική του αδυναμία με τη δυσκολία του καιρού. Ίσως όμως η Γεωργία να βαριέται, γι' αυτό λείπει τώρα.

Απ' τα βήματα κατάλαβε πως είναι αυτή. Μπήκε και ρώτησε αμέσως πού βρίσκεται ο Αργύρης.

— Εδώ, τυλίχτηκα γιατί κρύωνα. Γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις;

— Έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο στη στάση. Ήτανε μέσα τούτη η διπλανή που μας χρωστάει τα ραφτικά. Ήρθε ως το τέρμα με το ταξί, κατέβηκε με δυο βαλίτσες και μπήκε στο λεωφορείο. Έτρεξα ως τη γέφυρα να την προλάβω να της πάρω τα λεφτά... Εσύ την είδες;

— Όχι, δεν την είδα.

Στο σκοτάδι λες πιο εύκολα ψέματα*.

— Αν ήμουνα δω θα την σταμάταγα κι άμα δε με πλήρωνε θα της έσκιζα το φουστάνι, είπε η Γεωργία.

— Άκουσα κάτι χαιρετούρες στις πόρτες, την απέναντι που έλεγε «στο καλό». Αν ήταν αυτή που λες, τότε πρέπει να 'χει περάσει από νωρίς.

— Ναι, ήταν πιο πριν.

— Και γιατί είσαι λαχανιασμένη;

— Έτρεχα να 'ρθω γρήγορα. Όταν γύρισα απ' τη γέφυρα βρήκα τον Κοσμά και στάθηκα, γιατί ήθελε να μου μιλήσει.

— Και τι σου 'λεγε: Μήπως βρήκε τίποτα; μήπως έμαθε;

— Όχι, δε μου 'πε τίποτα. Ούτε για δουλειές, ούτε για σένα.

— Τι σου 'λεγε;

— Για τον έρωτά του.

— Για ποιαν;

— Για μια κοπέλα, απ' το εργοστάσιο.

— Μόνο αυτό;

— Ναι, τον παράτησα κι ήρθα τρέχοντας.

Ο Αργύρης δε ρώτησε άλλο...

Το χέρι σου Γεωργία είναι ιδρωμένο. Το βρήκε όπως έψαχνε την κουβέρτα. Μην το τραβάς. Κάτσε να ξεκουραστείς και να ησυχάσεις. Ρίξε κάτι απάνω σου να μην κρυώσεις.

— Βρήκα αγοραστή για τη μηχανή.

— Όχι Γεωργία, στο ζητάω έτσι, σε παρακαλώ. Μη ράψεις ποτέ. Η μηχανή όμως πρέπει να βρίσκεται εκεί στη γωνιά σκεπασμένη με το σεντόνι. Πού είχες πάει απόψε;

— Στου Λεωνίδα.

Ο Αργύρης τυλίχτηκε μες στις κουβέρτες σα να 'θελε να πνιγεί. Κουλουριάστηκε και χτυπήθηκε. Ίσως να κοπάνησε και τα μούτρα του στα κάγκελα του κρεβατιού.

— Και τι του είπες;

— Αν ξέρει για καμιά δουλειά.

— Για μένα;

— Για σένα και για μένα.

— Γιατί να το κάνεις αυτό Γεωργία;

— Μα είναι φίλος σου ο Λεωνίδας...

— Γι' αυτό. Δεν είναι φίλος μου σαν τον Κοσμά. Δεν ήθελα ποτέ να μάθει πως είμαι χωρίς δουλειά και το χειρότερο να του ζητήσω... Τον ξέρω καλά το Λεωνίδα... Δε θέλω κανείς απ' αυτούς, που 'μαστε πρώτα μαζί, να ξέρει πως είμαι τόσον καιρό άνεργος... Δεν ήθελα ποτέ να τους ζητήσω να βρούνε σε μένα δουλειά... Και τι σου είπε;

— Ψάχνει κι αυτός, κάνει, λέει, σκόρπια μεροκάματα, όπου βρει...

Ο Αργύρης ησύχασε. Μείνανε πολύ έτσι. Το σκοτάδι έπηξε κι η Γεωργία δε σάλεψε διόλου. Κι απόψε θα πλαγιάσουμε νηστικοί. Βρήκε το χέρι της Γεωργίας σφιγμένο στην κουβέρτα. Έτσι μπορούνε να μείνουνε όλη τη νύχτα. Έσφιξε το χέρι της και σα να χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Πέρασε πολλή ώρα. Η Γεωργία:

— Δεν το 'ξερα πως δεν ήθελες να πας. Γιατί δεν τα 'λεγες, αφού είχαμε πει από μέρες να πάμε στο Λεωνίδα;

Πιο ύστερα:

— Κι ο Κοσμάς είναι φίλος σου;

— Ναι, ο Κοσμάς είναι ο πιο καλός μου φίλος. Γιατί ρωτάς;

Πάλι ησυχία και σκοτάδι.

Ο Αργύρης θέλησε να τη ρωτήσει ποιο είναι κείνο το παιδί στη φωτογραφία που 'χει το χαμόγελο και την καδένα στο πέτο του σακακιού*. Πριν από χρόνια είχε κι ο Αργύρης ένα αλυσιδάκι στο πέτο του. Το ρολόι του πατέρα με τα χρυσά καπάκια το πούλησε η μητέρα, όταν ο Αργύρης γράφτηκε στην τελευταία τάξη του «Προμηθέα»*. Όταν πήρε το χαρτί, η μάνα του 'δωσε την καδένα κι αυτός την κρέμασε χωρίς ρολόι πια στην κουμπότρυπα. Τότε όμως καμάρωνε κι έβγαινε τσάρκα με τους φίλους του τις Κυριακές. Πιάνανε σε μια σειρά όλο το δρόμο απ' τον ένα τοίχο ως τον άλλο κι η γειτονιά ήξερε πως όλοι αυτοί είναι οι καινούριοι μαστόροι. Οι περίπατοι δε βαστήξανε πολύ, γιατί ο καθένας πήγε στη δουλειά του κι ο Αργύρης στη μεγάλη φάμπρικα της γειτονιάς. Ο Αργύρης θυμήθηκε πως από μικρό παιδί είχε όλο λαδωμένα χέρια με μουτζούρες που βγάζανε τα σίδερα, γιατί ο πατέρας έφερνε ρόδες, βέργες, παλιά γρανάζια και βίδες απ' το μηχανουργείο που δούλευε. Μια μέρα όμως ο πατέρας παράτησε τη φόρμα του στο καρφί και το βράδυ γύρισε στρατιώτης. Ο Αργύρης παραξενευότανε πώς θα κάνει ο πατέρας μ' αυτό το φανταρίστικο ρούχο, που 'ταν κουμπωμένο ως το λαιμό, μ' έναν αλύγιστο όρθιο γιακά σαν από λαμαρίνα, γιατί ποτέ δεν κούμπωνε το πουκάμισό του, ούτε έδενε τα πόδια του με μάλλινες λουρίδες, όπως όταν ήρθε με το πηλήκιο και το σπαθί. Σα να πήγαινε σε κάποια σπουδαία δουλειά που θα 'δειχνε κει όλη τη μαστοριά τoυ. Την άλλη μέρα τ' απόγεμα πήγανε με τη μάνα του σ' ένα μεγάλο δρόμο, από κει που θα περνούσε το σύνταγμα του πατέρα. Περάσανε πολλοί σε ατέλειωτες σειρές, μα ήτανε όλοι ίδιοι και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο δικός του. Όταν οι μουσικές κι οι σημαίες άρχισαν να μακραίνουν, η μάνα τον τράβηξε απ' το χέρι, μα ο Αργύρης έσκυβε να δει στο τέλος του δρόμου το σύνταγμα που 'φευγε. Ο πατέρας πήγε στη Μικρασία και δεν ξαναγύρισε. Αργότερα, η μάνα του τον έστειλε στο μαγαζί του θείου που 'χε μηχανές και μαστόρους να μάθει την τέχνη κι ο Αργύρης είδε από πολύ μικρός τα γυαλιστερά σίδερα, όχι σαν παιχνίδια, μα για δουλειά. Ο θείος τον είχε για θελήματα, να σκουπίζει τη μηχανή, να μαζεύει τα εργαλεία. Όταν δεν τον έβλεπε ο θείος, ο Αργύρης θαύμαζε πώς ένα μικρό κοπίδι σκίζει το σίδερο σα να 'ναι πατάτα. Ο τόρνος με τα μηχανήματα και τις λαβές ήταν ένα μυστήριο που θαρρούσε πως ποτέ δεν θα το 'νιωθε. Και το λιωμένο σίδερο στα καλούπια; Άλλο μυστήριο. Αργότερα πήγε σ' ένα νυχτερινό σχολείο κι η μάνα τού 'βαψε μια μπλε φόρμα που την έπλενε κάθε Σαββατόβραδο να στεγνώνει την Κυριακή. Για να 'ναι καθαρός και καλός τεχνίτης. Ο θείος δεν τον άφηνε να φτιάξει τίποτα, ούτε να τρίψει με το σμυριδόπανο* το γυαλιστερό μέρος της ρόδας που 'φαγε ο τόρνος. Μια μέρα χάθηκε ένα τρυπάνι κι ο θείος τον χαστούκισε, γιατί ο Αργύρης έπρεπε να μαζεύει τα εργαλεία. Πήγε με κλάματα και μουτζουρωμένα μούτρα στο σπίτι που ξενοδούλευε κείνη τη μέρα η μάνα του. Κλαψούρισε πως δεν ξαναπηγαίνει στου θείου κι ο κύριος του σπιτιού είπε πως ξέρει έναν καλό μάστορη και θα του μιλήσει για τον Αργύρη. Πήγε σε δυο μέρες κι ο καλός μηχανικός του 'δωσε αμέσως ένα σιδεροπρίονο να κόψει ίσια, πάνω στη γραμμή της κιμωλίας, τη βέργα που 'ταν σφιγμένη στη μέγκενη*. Ο Αργύρης ίδρωσε ως το μεσημέρι και κατάλαβε πως το σίδερο δεν είναι σαν την πατάτα. Το βράδυ διηγήθηκε, όλο χαρά, το κατόρθωμα στη μάνα του κι αυτή του είπε να προσέχει τα χέρια του, γιατί έχει δει πολλούς μαστόρους με κομμένα δάχτυλα. Ύστερα τελείωσε το νυχτερινό σχολείο και πήγε στη μεγάλη φάμπρικα. Αυτό είναι όλο.

Έσφιξε το χέρι της Γεωργίας στη χούφτα του. Τα δάχτυλά του είναι ακόμα γερά. Έκλεισε μέσα τους τα δικά της, μαλακά, και της είπε:

— Όλη η ζωή μου πέρασε μέσα στα σίδερα.

— Κι η δική μου στα κουρέλια, είπε αυτή.

Η Γεωργία θυμάται όλο νυχτέρια με τη βελόνα. Έραβε κι η μάνα της. Ο πατέρας ήτανε χτίστης, μα απ' το κρασί δεν έβαζε πια ίσια τις πέτρες, τα χέρια του τρέμανε κι ο σπάγκος με το βαρίδι ποτέ δεν ακουμπούσε σ' όλο το ύψος του τοίχου. Γι' αυτό δεν τον παίρνανε πια σε δουλειά. Κι έπρεπε να ράβουνε νύχτα μέρα. Με τον καιρό όμως κι απ' τα ξενύχτια, η μάνα έχανε, νύχτα με τη νύχτα, το φως της κι η Γεωργία έπρεπε να ράβει για όλους. Ποτέ δε θυμάται να είδε τ' άστρα, όσο ήτανε κοπέλα. Πάντα σκυφτή, μπρος σε μια λάμπα του πετρελαίου, που κάπνιζε, να περνάει τη βελόνα κοντά στο γυαλί και να τσούζουνε τα μάτια της από το φως. Όταν έφυγε η μεγαλύτερη αδερφή της που παντρεύτηκε, η βελόνα της Γεωργίας έπρεπε να θρέψει και τους άλλους. Να τους ντύσει, να στείλει τα μικρά στη δουλειά, στο σκολειό. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Στέλλα, είχε τέσσερα παιδιά κι ο άντρας της μια φιλενάδα. Μια μέρα η Γεωργία είπε στον πατέρα: «Δεν θα ξαναπιείς». Κι από τότε δεν του 'δωσε ούτε δραχμή. Πήγε τη μάνα στο γιατρό, κι αυτός είπε πως λιγόστεψε το φως της. Όταν τελείωνε να ράβει για τις πελάτισσες, έραβε τα ρούχα του σπιτιού. Ύστερα ερχόντουσαν τα ρούχα της Στέλλας, των παιδιών της και της φιλενάδας του άντρα της. Ο πατέρας έκλαιγε σα μωρό για ένα κατοσταράκι κι αυτή μετρούσε αδιάφορα με τη μεζούρα το πανί, για να μη δίνει σημασία στα παρακάλια του. Όταν τελείωνε το μέτρημα, έστελνε το μικρό αδερφό να πάρει μισή οκά, και να το φέρει κρυφά, για να μη δει ο πατέρας την μπουκάλα. Αν πήγαινε στην ταβέρνα, θα 'μενε κει μεθυσμένος και θα τρέχανε να τον φέρουνε σηκωτό, όπως γινότανε πρώτα. Όταν γύριζε ο μικρός με το μπουκάλι, η Γεωργία έβαζε κρασί ως τη μέση του ποτηριού κι ο πατέρας άρχιζε να πίνει σιγά σιγά κροτώντας τα χείλια του ευχαριστημένος. Αργότερα, ο αδελφός άρχισε ν' αργεί τις νύχτες κι έπρεπε να τον μαζεύει κι αυτόν απ' τα καφενεία. Μια μέρα η μεγάλη αδελφή, η Στέλλα, ξανάρθε με τα παιδιά της στο σπίτι. Την παράτησε ο άντρας της. Η Γεωργία έραβε. Η μάνα έψαχνε τους τοίχους κι ακουμπούσε στα πράματα, για να περάσει απ' τη μια κάμαρη στην άλλη. Κι όλο το σπίτι βούιζε απ' τις φωνές των παιδιών, την γκρίνια του πατέρα, τις νευρικές στριγκλιές της Στέλλας που μάνιαζε απ' το κακό της. Η Γεωργία μίλησε σε μια κυρία, που ο άντρας της είχε κάποια θέση σ' ένα εργοστάσιο, να πάρουνε την αδελφή της στη δουλειά. Την πήγε με το ζόρι, μ' αυτή το 'σκασε και γύρισε σπίτι με ξεφωνητά. Τότε η Γεωργία έδωσε δυο γερά χαστούκια στη Στέλλα, που της άστραψε ο κόσμος. Την έδειρε γερά, κάνα δυο φορές ακόμα, κι η Στέλλα μέρεψε. Ξαναπήγε στο εργοστάσιο, μα έπαψε να μιλάει πια στη Γεωργία. Μάζεψε τα παιδιά της κι έφυγε απ' το σπίτι. Όταν έφτασε ο καιρός να παντρευτεί η Γεωργία με τον Αργύρη, η μάνα είπε πως θέλει να βγάλει τα δόντια της γιατί την πονούσαν. Είχε μια σειρά χρυσά δόντια, κι η Γεωργία είπε στο γιατρό να της φτιάξει μια κοκάλινη μασέλα, με τα λεφτά που θα 'παιρναν απ' τα χρυσά δόντια. Η μάνα όμως δεν ήθελε. Τα πούλησε κρυφά κι αγόρασε τη ραφτομηχανή της Γεωργίας. Σκέφτηκε πως θα της χρειαζότανε, πως θα 'πρεπε να 'χει κάτι για την καινούρια ζωή. Την φέρανε δω με τ' αυτοκίνητο, απ' το μαγαζί, και κανείς στο σπίτι δεν έμαθε πού βρήκε η Γεωργία τα λεφτά για τη μηχανή του ραψίματος, όταν παντρεύτηκε. Ο Αργύρης δούλευε τότε μάστορης στη φάμπρικα κι η Γεωργία τραγουδούσε κάθε πρωί. Ήταν πολύ νέα, κορίτσι. Σε λίγες μέρες ύστερα, άρχισε ο πόλεμος*.

— Θυμάσαι;*

Της έκλεισε το χέρι στις χούφτες του, όπως έπιανε το γλόμπο και χαιρότανε τη ζεστασιά του. Να ζεσταθούνε και τα χέρια της Γεωργίας, τώρα που δεν έχουνε φως, ούτε φαΐ.

— Και τι λες για τα τωρινά, Αργύρη;

— Πρώτα πρώτα δε θα πουλήσουμε τη μηχανή, έστω κι αν είναι να πεθάνουμε απ' την πείνα.

— Κι ύστερα;

— Τώρα ο κόσμος δεν πεθαίνει σαν τον Αριστείδη, γιατί ο πόλεμος τελείωσε, τώρα μπορεί να πεθάνει γι' άλλο.

— Για ποιο, Αργύρη;

— Θα μπορούσα να πεθάνω από δουλειά.

— Μπορεί όμως να πεθάνουμε απ' την πείνα. Και δεν το ανέχουμαι, είπε η Γεωργία.

Χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Το χέρι της Γεωργίας ζεστάθηκε. Έξω άναψε κάποιο φως. Οι γρίλιες γίνανε παράλληλες κίτρινες γραμμές. Η απέναντι κοπέλα που 'χε το γάτο στην αγκαλιά της, καληνυχτίζει κάποιον και γελάει. Η υφαντή κουβέρτα του κρεβατιού τους έχει μακριά κρόσια. Η Γεωργία έβαλε τα μούτρα της στο στήθος του Αργύρη. Αυτός θέλει να της πει πως σήμερα τα χάσανε όλα. Τα εργαλεία τα πήρε ο Θανάσης, κι ο τσαγκάρης της γωνίας του είπε πως δεν είναι πια τίμιος άνθρωπος. Κι εσύ λείπεις, σα να 'μαστε συγκάτοικοι. Μένει μόνο η τέχνη μου. Μπορεί να με φωνάξουνε σε καμιά δουλειά, αφού λένε πως είμαι καλός μάστορης. Είσαι κι εσύ, Γεωργία, που αν ήτανε κάπως αλλιώς, αξίζεις περισσότερο απ' όλα αυτά. Απόψε πεινάμε. Δεν υπάρχει ψίχουλο στο σπίτι μας κι ίσως γι' αυτό να 'ναι έτσι σκοτεινό. Πεινάμε πολύ. Λιμάξαμε για όλα. Η Γεωργία έφερε το μούτρο της κοντά στο δικό του και του 'σφιξε το κεφάλι. Η αναπνοή της είναι ζεστή και το κεφάλι ακολουθεί, όπως πάλλεται φουσκώνοντας, το στήθος του Αργύρη.

— Να 'χαμε κι εμείς ένα παιδί, Αργύρη...

Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά. Δίχως φως, χάσαμε το μέτρημα του χρόνου.



Γεωργιάδης: πάντοτε τον περιμένει ο Αργύρης, γιατί του είχε υποσχεθεί πως θα του βρει δουλειά.

χάσανε το ρέγουλό τους: χάσανε τον (κανονικό) ρυθμό τους.

Στο σκοτάδι... ψέματα: ο Αργύρης την είχε δει, αλλά δε βγήκε να της ζητήσει τα λεφτά.

Ο Αργύρης... σακακιού: η φωτογραφία είναι εδώ αφορμή για να θυμηθεί ο Αργύρης τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Το παιδί της φωτογραφίας είναι ο Αριστείδης, που αναφέρεται στο τέλος του αποσπάσματος.

του «Προμηθέα»: ιδιωτική τεχνική σχολή.

σμυριδόπανο: ειδικό φύλλο πανιού που το χρησιμοποιούν για το γυάλισμα των μετάλλων.

μέγκενη: μεταλλοτεχνικό ή ξυλουργικό εργαλείο, που έχει δυο σιαγόνες, για να συγκρατεί το αντικείμενο που θέλει να επεξεργαστεί ο τεχνίτης.

ο πόλεμος: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ή ο ελληνοϊταλικός.

«θυμάσαι;»: Η Γεωργία θυμάται τη ζωή της νοερά. Το ερώτημά της προϋποθέτει ότι κι ο Αργύρης παρακολούθησε νοερά τις αναμνήσεις της


Πηγή: ΚΝΛ Γ΄Λυκείου

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Ανδρέας Φραγκιάς-Λοιμός (απόσπασμα)


      Οι πέτρες γίναν πάλι ασήκωτες κι ο δρόμος ατέλειωτος από το νταμάρι ως τους υπέροχους κρεμαστούς κήπους. Κουβάλησαν καινούργια φυτά. Αυτοί που τα φέρανε μοιάζανε μ΄έναν κήπο που περπατούσε. Είπαν πως είναι δέντρα ειδικά, απ΄αυτά που αντέχουν στην έρημο, σπάνια είδη από ξωτικές χώρες, γιατί πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε οι κήποι. Τα τελειωμένα παρτέρια είναι γεμάτα φρέσκο χώμα, το φέραν κι αυτό απ΄αλλού. Φέραν ειδικούς θάμνους, λιπάσματα, σπόρους που βλασταίνουν στα βράχια, μήπως και τούτη η γη δεχτεί κάποια φύτρα.

   Μια άλλη ομάδα έφερε νερό με βαρέλια για να ποτιστούν τα καινούργια παράξενα φυτά. Η ομάδα που παράλαβε τα βαρέλια δε μπόρεσε να πιει ούτε μια γουλιά. Μερικοί αποπειράθηκαν να βρέξουν το χέρι τους για να χαρούν τη δροσιά του. Όλο το νερό χύθηκε λαγαρό και δροσερό, στο χώμα, στα καινούργια περίεργα φυτά.

Λοιμός, σ.139.

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Ανδρέας Φραγκιάς-Ο Λοιμός (απόσπασμα)


Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά, κάποιος ρώτησε: «Μπορώ να πιω νερό;» Κι' ήταν πολύ φυσικό γιατί έσκαβε από το πρωί, η άμμος έτριζε τα δόντια του και τα χείλια του είχαν ξεραθεί. Για να κάνεις όμως ο,τιδήποτε, πρέπει να σου το επιτρέψουν. Είναι νόμος.

Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε: «Τρελάθηκες; Είναι δω ο διοικητής!»

«Μα διψώ πολύ...»

«Μόνο ο διοικητής μπορεί να σου δώσει την άδεια.»

Ο διψασμένος παράτησε την αξίνα του κι έψαξε τον ορίζοντα με θολωμένα μάτια να βρει κατά πού έπρεπε να τραβήξει. Κάποιος του έδειξε προς τη γέφυρα.

«Εκεί είναι!»

Ο διοικητής παρακολουθεί το μεγάλο έργο. Κατεβαίνει συχνά να διαπιστώσει την πορεία της εργασίας. Η γέφυρα πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο! Στέκεται μόνος κι αμίλητος στο διπλανό ύψωμα, βλέπει, παρατηρεί, συμπεραίνει. Ο ρυθμός της εργασίας εντείνεται. Οι βοηθοί, λίγο πιο κάτω, σκορπίζουν με τη ματιά τους την προσταγή.

Ο διψασμένος ξεκίνησε κι όσοι κατάλαβαν πού πήγαινε θαύμασαν το κουράγιο και την απερισκεψία του. Το τρίκλισμά του έδειχνε πού φτάνει κάποιος στην παραζάλη του, όταν πια δεν ξέρει τι κάνει. Καθώς πλησίαζε, τον σταμάτησαν μερικοί της ακολουθίας.

«Θέλω να ζητήσω την άδεια...» τους εξήγησε χωρίς να έχει επίγνωση της τόλμης του. Ο διοικητής ήταν ένας κοντόχοντρος με κατακόκκινο μούτρο σαν φουσκωμένο σπυρί. Αν τον τσιμπούσε κουνούπι στο σβέρκο, το αίμα θα πεταγόταν σιντριβάνι. Όταν είδε κάποιον να πλησιάζει, νόμισε ότι είχαν να του αναγγείλουν κάτι κρίσιμο και κατέβηκε λίγο από το ύψωμά του. Ξαφνιάστηκε με το αίτημα, έδειξε ότι τον απασχόλησε σοβαρά, το σκέφτηκε - αλλιώς τι διοικητής θα ήταν - ζύγισε από κάθε πλευρά το σημαντικό αυτό ζήτημα και ύστερα ανακοίνωσε αργά και με την πρέπουσα επισημότητα: «Μπορείς, αλλά να γυρίσεις γρήγορα.»

Ο διψασμένος απάντησε: «θά γυρίσω αμέσως.»

Τότε ο διοικητής προχώρησε προς μια ομάδα εργασίας, στάθηκε μπρος σ' έναν άλλον ασήμαντο σκαφτιά, που φορούσε ένα μαύρο λερωμένο σκούφο, και τον διέταξε: «Να τον συνοδέψεις!»

Αυτός όμως που πήρε τη διαταγή παραπονέθηκε στον βοηθό ότι δεν είναι συνοδός ούτε παρακολουθητής, έπρεπε να πάει άλλος. Κι όσοι τον άκουσαν απόρησαν για την ανοησία του. Ο βοηθός πρόσταξε σιγά: «Τσακίσου!»

Κι' αυτός με τον μαύρο σκούφο έτρεξε, πρόλαβε τον διψασμένο και του είπε αμέσως: «Μ' έστειλαν να σε συνοδέψω, ίσως για να μην το σκάσεις...»

Ο άλλος, σήκωσε τους ώμους και απάντησε: «Παρακολούθα με.»

Πήγανε μαζί ως την κατοικία του διψασμένου. Ο μαύρος σκούφος στάθηκε απ' όξω και περίμενε. Να μπει μέσα να μετρήσει τις γουλιές του; Ο διψασμένος ήπιε όσο έπρεπε, γιατί θα ήταν μεγάλη σπατάλη και έλειψη πρόνοιας αν έπινε όσο ήθελε, ώσπου να ξεδιψάση. Αυτό, άλλωστε, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό. Βγαίνοντας έδειξε το μικρό σταμνί στο συνοδό του και τον ρώτησε:

«Θέλεις μια γουλιά;»

«Όχι, σ' ευχαριστώ...»

Ο διψασμένος ζωντάνεψε, αν και κάποια σκιά πλανήθηκε στο πρόσωπό του. Γύρισαν πάλι μαζί. Κάποιος όμως από αυτούς που η δουλειά τους είναι να προσέχουν και ν' αναφέρουν κάθε τι που βλέπουν - ένας αληθινός παρακολουθητής - σφύριξε στον πιο κάτω: «Αυτός με τον σκούφο διευκόλυνε εκείνον με το παλτό να τα σκάσει!» Το σφύριγμα μεταδόθηκε σ' άλλον πιο πέρα κι αυτός το έστειλε στον επόμενο, ώσπου έφτασε στον βοηθό. «Αυτός με τον σκούφο παρότρυνε εκείνον με το παλτό ν' απομακρυνθούν. Του μετέδωσε κάποιο σύνθημα. Είναι κι οι δυο τους υποκριτές και δόλιοι.»

«Φοβερό! » είπαν μ' ένα στόμα οι εμβρόντητοι βοηθοί, μαζί κι ο διοικητής που έδωσε την άδεια στον διψασμένο και την διαταγή σ' αυτόν με τον σκούφο να τον συνοδέψει.

Καθώς πλησίαζαν αμίλητοι, ο πρώην διψασμένος έδειξε στον συνοδό του μερικά πρόσωπα και τον ρώτησε:

«Τί κάνουν αυτοί πίσω από τις μάντρες; Βλέπω πολλούς κρυμμένους στις κολώνες κι άλλους στις πέτρες...»

«Καινούργιος κι' άμαθος φαίνεσαι. Είναι οι γνήσιοι παρακολουθητές. Μην το σκάσει κανείς, ποιος δεν δείχνει ζήλο... Έτσι γίνεται πάντα, να τους προσέχεις...»

«Κατάλαβα.»

«Γιατί ζήτησες, την άδεια από τον διοικητή για κάτι τόσο ασήμαντο;»

«Αφού διψούσα! Ασήμαντο το θεωρείς; Δεν αντέχω στη δίψα...»

Πριν φτάσουν εκεί που είχαν, αφήσει τα εργαλεία τους, ένας άγνωστος έτρεξε και τους ειδοποίησε: «Σας θέλει και τους δυο ο διοικητής!»

Τους οδήγησαν σ' ένα ξερακιανό με κίτρινη όψη. Πρόσωπο καινούργιο κι ανεξιχνίαστο, ένας μακρομούρης με λιανό λαιμό που ταλαντευόταν από το φύσημα του ανέμου. Θέλησαν να τον προσπεράσουν αναζητώντας εκείνον με τον χοντρό σβέρκο. Ο ξερακιανός, όμως, τους σταμάτησε και τους ρώτησε απότομα:

«Γιατί εγκαταλείψατε την εργασία σας;»

Κι' ύστερα στράφηκε στον μαύρο σκούφο:

«Γιατί τον διευκόλυνες να το σκάσει;»

«Τον συνόδεψα να πιει νερό. Έτσι με διέταξε ο διοικητής.»

«Εγώ δεν διέταξα κανέναν!» φώναξε εξοργισμένο το αδύνατο πρόσωπο.

«Και κείνος που με διέταξε διοικητής ήταν», απάντησε δυνατά αυτός με τον μαύρο σκούφο, γιατί φοβόταν ότι ο αέρας θα έπαιρνε τα λόγια του.

«Είσαι αναιδής, ένας αυθάδης!»

«Έκανα λάθος. Εσείς, μόνο εσείς και κανένας άλλος είστε ο διοικητής.»

«Ομολόγησε λοιπόν, γιατί τον βοήθησες να το σκάσει; τι είπατε μεταξύ σας;»

«Δεν το έσκασε. Γύρισε, νάτος! Ήπιε μόνο νερό», απάντησε αυτός με τον σκούφο. «Με διέταξε κάποιος ανώτερος, έτσι έπρεπε να κάνω...»

«Ανώτερος από μένα;»

« Όχι, κανένας δεν είναι ανώτερος από σας! Ήταν ανώτερος μόνο από μένα. Εγώ είμαι ο τελευταίος...»

Ο άνθρωπος που δεν αντέχει τη δίψα συλλογίστηκε ότι εδώ θα υπάρχουν πολλοί διοικητές και θ' αλλάζουν με τις ώρες. Πέσανε, φαίνεται, πάνω στην αλλαγή. Έτσι θα είναι το σύστημα. Ίσως κι' άλλοι ακόμα, άγνωστοι, να είναι κι' αυτοί διοικητές. «Τί με νοιάζει; Ας είναι και χίλιοι...», σκέφτηκε κι' άκουγε αδιάφορα τα λόγια τους που χτυπούσαν μαζί με τις ριπές του ανέμου. Νόμισε ότι ήταν απλό, μια σύγχυση στις αρμοδιότητες.

«Περιμένω ακόμα την απολογία σου», είπε στο μαύρο σκούφο τεντώνοντας τον λαιμό του τούτος ο διοικητής. «Σε διατάζω να μου αναφέρεις αμέσως το μήνυμα που μετέδωσες, το περιεχόμενο, το σκοπό και την έκταση αυτής της συνωμοσίας!...»

«Νομίζω ότι απάντησα... Εκτελούσα διαταγή ενός ανωτέρου».

«Αρνείσαι λοιπόν;»

«Τί ν' αρνηθώ;»

«Είσαι και δόλιος! Το πείσμα σου θα καμφθεί», είπε ο ξερακιανός διοικητής και στράφηκε προς τη συνοδεία του.

«Μα τί περιμένετε από έναν με κίτρινο σκούφο;»

«Ο σκούφος μου είναι μαύρος!»

Οι βοηθοί γέλασαν και ο άνεμος δυνάμωσε τα γέλια τους.

«Ο σκούφος μου είναι μαύρος!»

Γελούσε ακόμα και κείνος ο χοντρός σβέρκος που έδωσε την άδεια στον διψασμένο. Ένας, από αυτούς με τις άσπρες μπλούζες, παρουσιάστηκε με πάρα πολύ σεβασμό και του είπε:

«Διατάξτε, κύριε διοικητά!»

« Αρκετά, να φέρετε και τον άλλο συνωμότη!»

Φέρανε μπροστά του τον διψασμένο κι' ο άνθρωπος αυτός τον κοιτούσε ήρεμα, βέβαιος ότι θα τον αναγνώριζε, αφού αυτός ο κοντόχοντρος με το κόκκινο μούτρο ήταν ένας αναγνωρισμένος διοικητής και είχε ακόμα το δικαίωμα να διατάξει.

«Αυτός με τον κίτρινο σκούφο μας αποκάλυψε ότι ανταλλάξατε κάποια μυστική πληροφορία, ένα μήνυμα.»

Ο διψασμένος έριξε μια ματιά γεμάτη παράπονο σ' αυτόν με τον σκούφο, σα να του έλεγε:

«Ώστε είσαι και συ.


Λοιμός, Εκδόσεις Κέδρος 1971, Σσ.7-11, Πρώτη Έκδοση Έργου:1971

Αναδημοσίευση από: http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=1009&lan=1

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Ανδρέας Φραγκιάς- Ο Λοιμός


Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες, καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ’ ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.
Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν’ αναγγελθεί η απόφαση:
«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διετρέχουμε —για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό— πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν’ απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν’ απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις».
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ’ επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι…»
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ’ αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.
Το άλλο πρωί, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτασε ναυαγός σ’ ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα. Ύστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.
Και το παραμύθι τέλειωσε μ’ αυτά τα λόγια:
«Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κάκου, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα… θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες, τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τι να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας… Εμείς θέλουμε να εξ…ξοντώσουμε και να συντρ…ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο το δαίμονα…» […]
Οι κάτοικοι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους κι η ζωή ξαναμπήκε αμέσως στο ρυθμό της. Ομάδες για πέτρα, ομάδες για σκάψιμο, οι χτίστες στα κάστρα και στα γεφύρια, οι χαμάληδες στο λιμάνι, οι σκαφτιάδες στους δρόμους και στους τάφους, οι καλλιτέχνες στ’ αγάλματα, οι κουβαλητές στην πέτρα, στο νερό, στον ασβέστη. Από σήμερα πρέπει να μαζεύεις και μύγες, το θύμισε πάλι ο ομιλητής: ο καθένας είκοσι! Τελειώνει το ξεφόρτωμα, τρέχεις ν’ ανεβάσεις στην κορυφή το βαρέλι με το νερό, αμέσως για τσιμέντο, να μεταφέρουμε μια ειδική πέτρα σα μάρμαρο για τις προσόψεις. Στη γέφυρα! Πλάκες για να στρωθεί ο δρόμος, λάκκοι να φυτευτούν καινούρια δέντρα, αψίδες και μνημεία για να δοξάζονται τα μεγάλα κατορθώματα. Μύγες, χιλιάδες μύγες βουίζουν παντού. Θα τις πιάσεις μόλις ακουμπήσεις τούτο το αγκωνάρι που σου κόβει την αναπνοή. Ήρθε η ώρα για νερό! Τρέχα. Πήραν μόνο όσοι πρόλαβαν. Να μεταφερθούν τάχιστα η άμμος και τα σίδερα. Θα μεταφερθούν. Φαγητό. Άρχισε η ομιλία! Διδαχές ηθικού, διδακτικού, φρονημαστικού περιεχομένου. Μετάνοιες, ομολογίες αμαρτημάτων, συντριπτικές εξομολογήσεις. «Πόσες μύγες μάζεψες; Μήπως ξέχασες το χρέος σου;» λέει κάθε τόσο το μεγάφωνο. Όχι, κανένας δεν το ξέχασε, αλλά πώς ν’ ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα όταν σπάει πέτρα; Όσοι κάνουν μια παράμερη ή στεκούμενη δουλειά, κάτι θα πιάσουν. Στα μαγειρεία, στα συνεργεία, οι φρουροί και οι αποθηκάριοι είναι τυχεροί. Εκεί βράζει σύννεφο η μύγα. Κι οι άλλοι που χτίζουν, που φτυαρίζουν, θα τις πιάσουν πιο εύκολα. Όταν όμως τρέχεις με την πέτρα στον ώμο περνώντας μπροστά από τους επόπτες, πώς είναι δυνατό; Θα καθυστερήσεις και θ’ αναγκάσεις κάποιον να σε μπάσει βίαια στο ρυθμό, σα να σκοτώνει κι αυτός τη μύγα του.
Ο περιδεής ψάχνει πάλι να βρει τον νυχτερινό συγκάτοικό του. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν στον τάφο του καινούρια πρόσωπα, άγνωστοι, και μένουν μόνο μια νύχτα. Νέες φάτσες, που τις ξεχνάς. Ο τρίτος όμως σηκώνεται πολύ νωρίς και όταν ξυπνήσουν οι άλλοι αυτός λείπει. Θα κάνει, φαίνεται, κάποια δουλειά πολύ πρωινή ή μισονυχτερινή. Κι έτσι, αφού το τρίτο πρόσωπο λείπει πάντα, σημαίνει ότι εδώ και πολλές μέρες είναι το ίδιο. Τον έχει δει μόνο μια φορά για λίγο, μόλις πρόφτασε να διακρίνει το μισό πρόσωπό του καθώς έβγαινε από το άνοιγμα. Είδε καλύτερα μια τρύπα στις σόλες των παπουτσιών του, ναι στο δεξί του παπούτσι. Και μια κάλτσα μάλλινη σκισμένη στη φτέρνα. Ήταν πράσινη. Τρύπιες σόλες θα έχουν πολλοί, πώς να τον ανακαλύψεις από τη μισή όψη του που πρόλαβες να δεις για μια στιγμή τα χαράματα; Πρέπει να πιάσεις τη μύγα σου, να βρίσκεσαι πάντα μακριά από την οργή των νόμων, να μη σε ξέρει κανείς για κακό ούτε για καλό.
Μερικοί πρόλαβαν, έκλεισαν για γούστο βιαστικά τις χούφτες τους και βούτηξαν δυο τρεις. Τις φύλαξαν προσεχτικά σ’ ένα κουτάκι των σπίρτων. Άλλοι έφτιαξαν χωνάκι. Όλοι είχαν ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό για την αυστηρότητα που δόθηκε σε μια τόσο αστεία διαταγή. Έχει πάρα πολλές. Μιλιούνια βουίζουν γύρω σου, παντού υπάρχουν μύγες. Δεν έχεις παρά ν’ απλώσεις το χέρι σου. «Σε τσάκωσα! Θα σε παραδώσω το βράδυ.» Κι ένας άλλος: «Αχ, μου ξέφυγε…» — «Νόμιζες πως θα μου γλίτωνες, ε:…» Κι έτσι, παίζοντας, οι πιο προνοητικοί μάζεψαν κάμποσες, αλλά χωρίς να δώσουν και μεγάλη σημασία στ’ αποκτήματά τους.
Άλλοι, πιο πειθαρχικοί, και μερικοί που κατάλαβαν περισσότερο το νόημα του παραμυθιού, κουνούσαν αδιάκοπα τα χέρια τους, για να πιάσουν τις μύγες και να ξενοιάσουν. Δε θα πρόφτασαν όμως, ακούστηκε γρήγορα πρόσκληση για συγκέντρωση.
Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και διάφοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις, καινούρια αναταραχή.
Ήρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.
«Ν’ αρχίσει η διανομή», πρόσταξε μ’ ένα νεύμα ο ελεγκτής.
Ξεκίνησε ο πρώτος. Έπρεπε να περάσει μπροστά από αυτόν.
«Τις μύγες σου», ζήτησε ο βοηθός.
«Ποιες μύγες;»
«Αυτές που έπρεπε να πιάσεις».
«Δεν έχω».
«Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες; Λέγε».
«Δεν πρόλαβα…»
«Περίμενε στην άκρη», πρόσταξε ο βοηθός.
Ήρθε άλλος.
«Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες; Κι εσύ εκεί. Όχι μαζί με τον άλλο, χωριστά».
Ένας έδειξε έντεκα, ήταν ο καλύτερος.
«Γιατί μόνο έντεκα;»
«Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα…»
Τον έστειλε σε άλλη σειρά.
Ένας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.
«Εύγε! Εξετέλεσες το καθήκον σου!»
Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε στις τριανταδύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του και απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει —ίσως να έβαλε και τα κλάματα— κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
Καθώς φάνηκε, η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχναν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπάστηκε καλά-καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μια ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ’ όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.
Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.
Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριανταδύο. Έτρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.
«Γράψτε τα ονόματά τους κατά κατηγορία», είπε ένας βοηθός στα όργανα.
Θ’ ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ’ ακολουθούν πάντα, για να μετριέται με μύγες η κακή σου συμπεριφορά.
Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του. Άπλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.
«Τι κάνεις εσύ;»
«Μια μύγα στον ώμο σας. Να την».
Άνοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.
«Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ’ εκείνη, την καλύτερη σειρά;»
«Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ήταν ασέβεια ν’ απλώσεις πάνω μου».
«Τώρα όμως έχω έντεκα…»
«Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες… Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμιά. Ήθελε να μετρήσει την προθυμία σας…»
«Σας χτύπησε κιόλας», πρόσθεσε ένας άλλος.
«Ναι, εδώ στο μάγουλο…»
«Φοβερό. Βγήκε απ’ τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση, να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ’ αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει…»
«Και τώρα τι να κάνω;» ρώτησε ο χαμένος. «Μήπως πρέπει να πεθάνω;»
«Όχι ακόμα. Θ’ αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια», είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός, και μόνο αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.
Όταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:
«Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω».
Ένας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χαθούν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.
Η ίδια φωνή συνέχισε:
«Οι άλλοι δείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά. Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει στίγμα, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής. Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επόμενη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επιεικώς, θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής».
Έτσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.
Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.
Αποτέλεσμα εικόνας για Ανδρέας Φραγκιάς
Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002)