Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Ανδρέας Φραγκιάς Άνθρωποι και σπίτια (απόσπασμα)

 Ο Αργυρης και η Γυναικα του Γεωργία είναι δύο από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος· η υπόθεσή του τοποθετείται στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η Ελλάδα μετά τον τελευταίο πόλεμο. Ύστερα από τους αγώνες και τις στερήσεις της Κατοχής, όλοι περίμεναν ένα καλύτερο μέλλον. Οι προσδοκίες τους όμως δεν επαληθεύτηκαν, γιατί στην Ελλάδα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Όλες αυτές τις δυσκολίες, που περνούσε η χώρα μας, κι έχουν ως συνέπεια την ανεργία, θέλει να δώσει και το μυθιστόρημα. Ο Αργύρης, όπως κι άλλοι πολλοί φίλοι του είναι άνεργος. Μάταια ψάχνει να βρει δουλειά. Αυτό έχει επιπτώσεις στην ψυχική του κατάσταση και στη σχέση του με τη γυναίκα του.

Διαβάζοντας το απόσπασμα να προσέξετε κυρίως α) πώς, με την αναδρομή στο παρελθόν της ζωής του Αργύρη και της Γεωργίας, περνάει συγχρόνως όλη η δυστυχία και η μιζέρια μιας συνηθισμένης εργατικής οικογένειας από την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και β) πώς ο συγγραφέας παρεμβάλλει πολλές φορές τις σκέψεις τους σε δεύτερο, συνήθως, ή, σπανιότερα, σε τρίτο πρόσωπο (λ.χ. «Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ' απ' το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος» ή «Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία;»).

— Χάνω κι αυτή τη δουλειά...

— Άκουσε Θανάση. Τα εργαλεία λογαριάζω να τα πουλήσω...

— Να πουλήσεις τα εργαλεία! Αυτά δίνουνε ψωμί...

— Σε μένα όχι. Τα 'χω άχρηστα τόσον καιρό.

— Γι' αυτό να μου τα δώσεις εμένα, για δυο τρεις βδομάδες...

Σταθήκανε κοντά στην πόρτα περιμένοντας. Ο Αργύρης ντρέπεται να τον δει κατάματα. Μήπως δεν είναι αλήθεια πως με τη Γεωργία σχεδιάζουνε να τα πουλήσουνε;

— Τι θα γίνει Αργύρη;

— Πάρ' τα. Πάρε ό,τι θες. Τα πουλάω αργότερα.

Κι έσυρε τα κασόνια απ' το κρεβάτι.

— Διάλεξε ό,τι σου κάνει.

Ο Θανάσης τ' αράδιασε όλα χάμω. Ξεχώρισε τις μανέλες, τους βιδολόγους, τα σιδεροπρίονα, τις τανάλιες για τους σωλήνες, κοπίδια, το ψαλίδι της λαμαρίνας. Μάζεψε τα δυο κασόνια απ' τα τρία κι άδειασε όσα δεν του χρειάζονταν στο άδειο. Περισσέψανε αρκετά σκόρπια χάμω και θέλησε να τα μαζέψει.

— Άστα, του 'πε ο Αργύρης, σα να 'χανε τελειώσει όλα.

Όταν ο Θανάσης φορτώθηκε τα κασόνια, ο Αργύρης νόμισε πως δεν έχει πια αίμα στο κορμί του. Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ' απ' το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος. Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι ήθελε να λιώσει τα μούτρα του στα σανίδια του. Αφού βρήκε δουλειά ο Θανάσης, πάει να πει πως δεν είναι και τόσο δύσκολο. Γατζώθηκε απ' τα κάγκελα του κρεβατιού και τανύθηκε σα να 'θελε να ξεκλειδωθεί απ' τους αρμούς, να μοιραστεί σε κομμάτια. Τα κάγκελα λυγίσανε κι όταν τα 'δε τρόμαξε. Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία; Σηκώθηκε να τα ισιώσει, μα δεν τα κατάφερε να γίνουν όπως πρώτα. Δεν είχε τώρα τόση δύναμη.

Μάζεψε τη γόπα που 'πεσε απ' το στόμα του Θανάση. Κάθισε απ' τη μεριά του παράθυρου να φουμάρει και να συλλογιστεί. Βήματα στο παράθυρο. Κοκάλιασε. Ο Γεωργιάδης*. Χτύπησε τις γρίλιες. Σφίγγει τα σαγόνια του που τρέμουνε. Δε σάλεψε. Αυτός είναι, χτύπησε το τζάμι της πόρτας. Κοίταξε να δει, ν' ακούσει και να καταλάβει.

— Αργύρη, είμαι ο τσαγκάρης.

Ο Αργύρης έσμιξε τους αγκώνες στα πλευρά και τα γόνατα μεταξύ τους. Το τσιγάρο καίει στο στόμα του. Η φωνή ήρθε πιο κοντά στο παράθυρο, μέσα στο μυαλό του. Κόλλησε το στόμα του στις γρίλιες.

— Νόμιζα πως ήσουνα τίμιος άνθρωπος, Αργύρη...

Έφυγε. Χάθηκε ξανά στο σκοτάδι της κάμαρης. Αν πουλούσε τουλάχιστον τα εργαλεία, θα τα ξόφλαγε και δε θα του έλεγε αυτό. Απόψε δεν είσαι τίμιος άνθρωπος, όπως νομίζει ο τσαγκάρης, και δεν έχεις εργαλεία. Δηλαδή δεν έχεις τίποτα.

Κι απόμεινε μόνο η Γεωργία. Τώρα όμως λείπει. Κι αυτό κάνει τον Αργύρη πιο μόνο. Άρχισε να ξυλιάζει, όχι μόνο απ' την ακινησία. Το πρωί έλεγε στη Γεωργία πως όλα τα πράματα είναι ξεβιδωμένα. Χάσανε το ρέγουλό* τους... Αυτή όμως σα να μην τον πρόσεξε κι ο Αργύρης δεν μπόρεσε να συνεχίσει το συλλογισμό του. Θα 'θελε να της πει ακόμα πως έχει μια φοβερή τύψη, γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει πώς μπλέκεται η δική του αδυναμία με τη δυσκολία του καιρού. Ίσως όμως η Γεωργία να βαριέται, γι' αυτό λείπει τώρα.

Απ' τα βήματα κατάλαβε πως είναι αυτή. Μπήκε και ρώτησε αμέσως πού βρίσκεται ο Αργύρης.

— Εδώ, τυλίχτηκα γιατί κρύωνα. Γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις;

— Έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο στη στάση. Ήτανε μέσα τούτη η διπλανή που μας χρωστάει τα ραφτικά. Ήρθε ως το τέρμα με το ταξί, κατέβηκε με δυο βαλίτσες και μπήκε στο λεωφορείο. Έτρεξα ως τη γέφυρα να την προλάβω να της πάρω τα λεφτά... Εσύ την είδες;

— Όχι, δεν την είδα.

Στο σκοτάδι λες πιο εύκολα ψέματα*.

— Αν ήμουνα δω θα την σταμάταγα κι άμα δε με πλήρωνε θα της έσκιζα το φουστάνι, είπε η Γεωργία.

— Άκουσα κάτι χαιρετούρες στις πόρτες, την απέναντι που έλεγε «στο καλό». Αν ήταν αυτή που λες, τότε πρέπει να 'χει περάσει από νωρίς.

— Ναι, ήταν πιο πριν.

— Και γιατί είσαι λαχανιασμένη;

— Έτρεχα να 'ρθω γρήγορα. Όταν γύρισα απ' τη γέφυρα βρήκα τον Κοσμά και στάθηκα, γιατί ήθελε να μου μιλήσει.

— Και τι σου 'λεγε: Μήπως βρήκε τίποτα; μήπως έμαθε;

— Όχι, δε μου 'πε τίποτα. Ούτε για δουλειές, ούτε για σένα.

— Τι σου 'λεγε;

— Για τον έρωτά του.

— Για ποιαν;

— Για μια κοπέλα, απ' το εργοστάσιο.

— Μόνο αυτό;

— Ναι, τον παράτησα κι ήρθα τρέχοντας.

Ο Αργύρης δε ρώτησε άλλο...

Το χέρι σου Γεωργία είναι ιδρωμένο. Το βρήκε όπως έψαχνε την κουβέρτα. Μην το τραβάς. Κάτσε να ξεκουραστείς και να ησυχάσεις. Ρίξε κάτι απάνω σου να μην κρυώσεις.

— Βρήκα αγοραστή για τη μηχανή.

— Όχι Γεωργία, στο ζητάω έτσι, σε παρακαλώ. Μη ράψεις ποτέ. Η μηχανή όμως πρέπει να βρίσκεται εκεί στη γωνιά σκεπασμένη με το σεντόνι. Πού είχες πάει απόψε;

— Στου Λεωνίδα.

Ο Αργύρης τυλίχτηκε μες στις κουβέρτες σα να 'θελε να πνιγεί. Κουλουριάστηκε και χτυπήθηκε. Ίσως να κοπάνησε και τα μούτρα του στα κάγκελα του κρεβατιού.

— Και τι του είπες;

— Αν ξέρει για καμιά δουλειά.

— Για μένα;

— Για σένα και για μένα.

— Γιατί να το κάνεις αυτό Γεωργία;

— Μα είναι φίλος σου ο Λεωνίδας...

— Γι' αυτό. Δεν είναι φίλος μου σαν τον Κοσμά. Δεν ήθελα ποτέ να μάθει πως είμαι χωρίς δουλειά και το χειρότερο να του ζητήσω... Τον ξέρω καλά το Λεωνίδα... Δε θέλω κανείς απ' αυτούς, που 'μαστε πρώτα μαζί, να ξέρει πως είμαι τόσον καιρό άνεργος... Δεν ήθελα ποτέ να τους ζητήσω να βρούνε σε μένα δουλειά... Και τι σου είπε;

— Ψάχνει κι αυτός, κάνει, λέει, σκόρπια μεροκάματα, όπου βρει...

Ο Αργύρης ησύχασε. Μείνανε πολύ έτσι. Το σκοτάδι έπηξε κι η Γεωργία δε σάλεψε διόλου. Κι απόψε θα πλαγιάσουμε νηστικοί. Βρήκε το χέρι της Γεωργίας σφιγμένο στην κουβέρτα. Έτσι μπορούνε να μείνουνε όλη τη νύχτα. Έσφιξε το χέρι της και σα να χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Πέρασε πολλή ώρα. Η Γεωργία:

— Δεν το 'ξερα πως δεν ήθελες να πας. Γιατί δεν τα 'λεγες, αφού είχαμε πει από μέρες να πάμε στο Λεωνίδα;

Πιο ύστερα:

— Κι ο Κοσμάς είναι φίλος σου;

— Ναι, ο Κοσμάς είναι ο πιο καλός μου φίλος. Γιατί ρωτάς;

Πάλι ησυχία και σκοτάδι.

Ο Αργύρης θέλησε να τη ρωτήσει ποιο είναι κείνο το παιδί στη φωτογραφία που 'χει το χαμόγελο και την καδένα στο πέτο του σακακιού*. Πριν από χρόνια είχε κι ο Αργύρης ένα αλυσιδάκι στο πέτο του. Το ρολόι του πατέρα με τα χρυσά καπάκια το πούλησε η μητέρα, όταν ο Αργύρης γράφτηκε στην τελευταία τάξη του «Προμηθέα»*. Όταν πήρε το χαρτί, η μάνα του 'δωσε την καδένα κι αυτός την κρέμασε χωρίς ρολόι πια στην κουμπότρυπα. Τότε όμως καμάρωνε κι έβγαινε τσάρκα με τους φίλους του τις Κυριακές. Πιάνανε σε μια σειρά όλο το δρόμο απ' τον ένα τοίχο ως τον άλλο κι η γειτονιά ήξερε πως όλοι αυτοί είναι οι καινούριοι μαστόροι. Οι περίπατοι δε βαστήξανε πολύ, γιατί ο καθένας πήγε στη δουλειά του κι ο Αργύρης στη μεγάλη φάμπρικα της γειτονιάς. Ο Αργύρης θυμήθηκε πως από μικρό παιδί είχε όλο λαδωμένα χέρια με μουτζούρες που βγάζανε τα σίδερα, γιατί ο πατέρας έφερνε ρόδες, βέργες, παλιά γρανάζια και βίδες απ' το μηχανουργείο που δούλευε. Μια μέρα όμως ο πατέρας παράτησε τη φόρμα του στο καρφί και το βράδυ γύρισε στρατιώτης. Ο Αργύρης παραξενευότανε πώς θα κάνει ο πατέρας μ' αυτό το φανταρίστικο ρούχο, που 'ταν κουμπωμένο ως το λαιμό, μ' έναν αλύγιστο όρθιο γιακά σαν από λαμαρίνα, γιατί ποτέ δεν κούμπωνε το πουκάμισό του, ούτε έδενε τα πόδια του με μάλλινες λουρίδες, όπως όταν ήρθε με το πηλήκιο και το σπαθί. Σα να πήγαινε σε κάποια σπουδαία δουλειά που θα 'δειχνε κει όλη τη μαστοριά τoυ. Την άλλη μέρα τ' απόγεμα πήγανε με τη μάνα του σ' ένα μεγάλο δρόμο, από κει που θα περνούσε το σύνταγμα του πατέρα. Περάσανε πολλοί σε ατέλειωτες σειρές, μα ήτανε όλοι ίδιοι και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο δικός του. Όταν οι μουσικές κι οι σημαίες άρχισαν να μακραίνουν, η μάνα τον τράβηξε απ' το χέρι, μα ο Αργύρης έσκυβε να δει στο τέλος του δρόμου το σύνταγμα που 'φευγε. Ο πατέρας πήγε στη Μικρασία και δεν ξαναγύρισε. Αργότερα, η μάνα του τον έστειλε στο μαγαζί του θείου που 'χε μηχανές και μαστόρους να μάθει την τέχνη κι ο Αργύρης είδε από πολύ μικρός τα γυαλιστερά σίδερα, όχι σαν παιχνίδια, μα για δουλειά. Ο θείος τον είχε για θελήματα, να σκουπίζει τη μηχανή, να μαζεύει τα εργαλεία. Όταν δεν τον έβλεπε ο θείος, ο Αργύρης θαύμαζε πώς ένα μικρό κοπίδι σκίζει το σίδερο σα να 'ναι πατάτα. Ο τόρνος με τα μηχανήματα και τις λαβές ήταν ένα μυστήριο που θαρρούσε πως ποτέ δεν θα το 'νιωθε. Και το λιωμένο σίδερο στα καλούπια; Άλλο μυστήριο. Αργότερα πήγε σ' ένα νυχτερινό σχολείο κι η μάνα τού 'βαψε μια μπλε φόρμα που την έπλενε κάθε Σαββατόβραδο να στεγνώνει την Κυριακή. Για να 'ναι καθαρός και καλός τεχνίτης. Ο θείος δεν τον άφηνε να φτιάξει τίποτα, ούτε να τρίψει με το σμυριδόπανο* το γυαλιστερό μέρος της ρόδας που 'φαγε ο τόρνος. Μια μέρα χάθηκε ένα τρυπάνι κι ο θείος τον χαστούκισε, γιατί ο Αργύρης έπρεπε να μαζεύει τα εργαλεία. Πήγε με κλάματα και μουτζουρωμένα μούτρα στο σπίτι που ξενοδούλευε κείνη τη μέρα η μάνα του. Κλαψούρισε πως δεν ξαναπηγαίνει στου θείου κι ο κύριος του σπιτιού είπε πως ξέρει έναν καλό μάστορη και θα του μιλήσει για τον Αργύρη. Πήγε σε δυο μέρες κι ο καλός μηχανικός του 'δωσε αμέσως ένα σιδεροπρίονο να κόψει ίσια, πάνω στη γραμμή της κιμωλίας, τη βέργα που 'ταν σφιγμένη στη μέγκενη*. Ο Αργύρης ίδρωσε ως το μεσημέρι και κατάλαβε πως το σίδερο δεν είναι σαν την πατάτα. Το βράδυ διηγήθηκε, όλο χαρά, το κατόρθωμα στη μάνα του κι αυτή του είπε να προσέχει τα χέρια του, γιατί έχει δει πολλούς μαστόρους με κομμένα δάχτυλα. Ύστερα τελείωσε το νυχτερινό σχολείο και πήγε στη μεγάλη φάμπρικα. Αυτό είναι όλο.

Έσφιξε το χέρι της Γεωργίας στη χούφτα του. Τα δάχτυλά του είναι ακόμα γερά. Έκλεισε μέσα τους τα δικά της, μαλακά, και της είπε:

— Όλη η ζωή μου πέρασε μέσα στα σίδερα.

— Κι η δική μου στα κουρέλια, είπε αυτή.

Η Γεωργία θυμάται όλο νυχτέρια με τη βελόνα. Έραβε κι η μάνα της. Ο πατέρας ήτανε χτίστης, μα απ' το κρασί δεν έβαζε πια ίσια τις πέτρες, τα χέρια του τρέμανε κι ο σπάγκος με το βαρίδι ποτέ δεν ακουμπούσε σ' όλο το ύψος του τοίχου. Γι' αυτό δεν τον παίρνανε πια σε δουλειά. Κι έπρεπε να ράβουνε νύχτα μέρα. Με τον καιρό όμως κι απ' τα ξενύχτια, η μάνα έχανε, νύχτα με τη νύχτα, το φως της κι η Γεωργία έπρεπε να ράβει για όλους. Ποτέ δε θυμάται να είδε τ' άστρα, όσο ήτανε κοπέλα. Πάντα σκυφτή, μπρος σε μια λάμπα του πετρελαίου, που κάπνιζε, να περνάει τη βελόνα κοντά στο γυαλί και να τσούζουνε τα μάτια της από το φως. Όταν έφυγε η μεγαλύτερη αδερφή της που παντρεύτηκε, η βελόνα της Γεωργίας έπρεπε να θρέψει και τους άλλους. Να τους ντύσει, να στείλει τα μικρά στη δουλειά, στο σκολειό. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Στέλλα, είχε τέσσερα παιδιά κι ο άντρας της μια φιλενάδα. Μια μέρα η Γεωργία είπε στον πατέρα: «Δεν θα ξαναπιείς». Κι από τότε δεν του 'δωσε ούτε δραχμή. Πήγε τη μάνα στο γιατρό, κι αυτός είπε πως λιγόστεψε το φως της. Όταν τελείωνε να ράβει για τις πελάτισσες, έραβε τα ρούχα του σπιτιού. Ύστερα ερχόντουσαν τα ρούχα της Στέλλας, των παιδιών της και της φιλενάδας του άντρα της. Ο πατέρας έκλαιγε σα μωρό για ένα κατοσταράκι κι αυτή μετρούσε αδιάφορα με τη μεζούρα το πανί, για να μη δίνει σημασία στα παρακάλια του. Όταν τελείωνε το μέτρημα, έστελνε το μικρό αδερφό να πάρει μισή οκά, και να το φέρει κρυφά, για να μη δει ο πατέρας την μπουκάλα. Αν πήγαινε στην ταβέρνα, θα 'μενε κει μεθυσμένος και θα τρέχανε να τον φέρουνε σηκωτό, όπως γινότανε πρώτα. Όταν γύριζε ο μικρός με το μπουκάλι, η Γεωργία έβαζε κρασί ως τη μέση του ποτηριού κι ο πατέρας άρχιζε να πίνει σιγά σιγά κροτώντας τα χείλια του ευχαριστημένος. Αργότερα, ο αδελφός άρχισε ν' αργεί τις νύχτες κι έπρεπε να τον μαζεύει κι αυτόν απ' τα καφενεία. Μια μέρα η μεγάλη αδελφή, η Στέλλα, ξανάρθε με τα παιδιά της στο σπίτι. Την παράτησε ο άντρας της. Η Γεωργία έραβε. Η μάνα έψαχνε τους τοίχους κι ακουμπούσε στα πράματα, για να περάσει απ' τη μια κάμαρη στην άλλη. Κι όλο το σπίτι βούιζε απ' τις φωνές των παιδιών, την γκρίνια του πατέρα, τις νευρικές στριγκλιές της Στέλλας που μάνιαζε απ' το κακό της. Η Γεωργία μίλησε σε μια κυρία, που ο άντρας της είχε κάποια θέση σ' ένα εργοστάσιο, να πάρουνε την αδελφή της στη δουλειά. Την πήγε με το ζόρι, μ' αυτή το 'σκασε και γύρισε σπίτι με ξεφωνητά. Τότε η Γεωργία έδωσε δυο γερά χαστούκια στη Στέλλα, που της άστραψε ο κόσμος. Την έδειρε γερά, κάνα δυο φορές ακόμα, κι η Στέλλα μέρεψε. Ξαναπήγε στο εργοστάσιο, μα έπαψε να μιλάει πια στη Γεωργία. Μάζεψε τα παιδιά της κι έφυγε απ' το σπίτι. Όταν έφτασε ο καιρός να παντρευτεί η Γεωργία με τον Αργύρη, η μάνα είπε πως θέλει να βγάλει τα δόντια της γιατί την πονούσαν. Είχε μια σειρά χρυσά δόντια, κι η Γεωργία είπε στο γιατρό να της φτιάξει μια κοκάλινη μασέλα, με τα λεφτά που θα 'παιρναν απ' τα χρυσά δόντια. Η μάνα όμως δεν ήθελε. Τα πούλησε κρυφά κι αγόρασε τη ραφτομηχανή της Γεωργίας. Σκέφτηκε πως θα της χρειαζότανε, πως θα 'πρεπε να 'χει κάτι για την καινούρια ζωή. Την φέρανε δω με τ' αυτοκίνητο, απ' το μαγαζί, και κανείς στο σπίτι δεν έμαθε πού βρήκε η Γεωργία τα λεφτά για τη μηχανή του ραψίματος, όταν παντρεύτηκε. Ο Αργύρης δούλευε τότε μάστορης στη φάμπρικα κι η Γεωργία τραγουδούσε κάθε πρωί. Ήταν πολύ νέα, κορίτσι. Σε λίγες μέρες ύστερα, άρχισε ο πόλεμος*.

— Θυμάσαι;*

Της έκλεισε το χέρι στις χούφτες του, όπως έπιανε το γλόμπο και χαιρότανε τη ζεστασιά του. Να ζεσταθούνε και τα χέρια της Γεωργίας, τώρα που δεν έχουνε φως, ούτε φαΐ.

— Και τι λες για τα τωρινά, Αργύρη;

— Πρώτα πρώτα δε θα πουλήσουμε τη μηχανή, έστω κι αν είναι να πεθάνουμε απ' την πείνα.

— Κι ύστερα;

— Τώρα ο κόσμος δεν πεθαίνει σαν τον Αριστείδη, γιατί ο πόλεμος τελείωσε, τώρα μπορεί να πεθάνει γι' άλλο.

— Για ποιο, Αργύρη;

— Θα μπορούσα να πεθάνω από δουλειά.

— Μπορεί όμως να πεθάνουμε απ' την πείνα. Και δεν το ανέχουμαι, είπε η Γεωργία.

Χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Το χέρι της Γεωργίας ζεστάθηκε. Έξω άναψε κάποιο φως. Οι γρίλιες γίνανε παράλληλες κίτρινες γραμμές. Η απέναντι κοπέλα που 'χε το γάτο στην αγκαλιά της, καληνυχτίζει κάποιον και γελάει. Η υφαντή κουβέρτα του κρεβατιού τους έχει μακριά κρόσια. Η Γεωργία έβαλε τα μούτρα της στο στήθος του Αργύρη. Αυτός θέλει να της πει πως σήμερα τα χάσανε όλα. Τα εργαλεία τα πήρε ο Θανάσης, κι ο τσαγκάρης της γωνίας του είπε πως δεν είναι πια τίμιος άνθρωπος. Κι εσύ λείπεις, σα να 'μαστε συγκάτοικοι. Μένει μόνο η τέχνη μου. Μπορεί να με φωνάξουνε σε καμιά δουλειά, αφού λένε πως είμαι καλός μάστορης. Είσαι κι εσύ, Γεωργία, που αν ήτανε κάπως αλλιώς, αξίζεις περισσότερο απ' όλα αυτά. Απόψε πεινάμε. Δεν υπάρχει ψίχουλο στο σπίτι μας κι ίσως γι' αυτό να 'ναι έτσι σκοτεινό. Πεινάμε πολύ. Λιμάξαμε για όλα. Η Γεωργία έφερε το μούτρο της κοντά στο δικό του και του 'σφιξε το κεφάλι. Η αναπνοή της είναι ζεστή και το κεφάλι ακολουθεί, όπως πάλλεται φουσκώνοντας, το στήθος του Αργύρη.

— Να 'χαμε κι εμείς ένα παιδί, Αργύρη...

Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά. Δίχως φως, χάσαμε το μέτρημα του χρόνου.



Γεωργιάδης: πάντοτε τον περιμένει ο Αργύρης, γιατί του είχε υποσχεθεί πως θα του βρει δουλειά.

χάσανε το ρέγουλό τους: χάσανε τον (κανονικό) ρυθμό τους.

Στο σκοτάδι... ψέματα: ο Αργύρης την είχε δει, αλλά δε βγήκε να της ζητήσει τα λεφτά.

Ο Αργύρης... σακακιού: η φωτογραφία είναι εδώ αφορμή για να θυμηθεί ο Αργύρης τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Το παιδί της φωτογραφίας είναι ο Αριστείδης, που αναφέρεται στο τέλος του αποσπάσματος.

του «Προμηθέα»: ιδιωτική τεχνική σχολή.

σμυριδόπανο: ειδικό φύλλο πανιού που το χρησιμοποιούν για το γυάλισμα των μετάλλων.

μέγκενη: μεταλλοτεχνικό ή ξυλουργικό εργαλείο, που έχει δυο σιαγόνες, για να συγκρατεί το αντικείμενο που θέλει να επεξεργαστεί ο τεχνίτης.

ο πόλεμος: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ή ο ελληνοϊταλικός.

«θυμάσαι;»: Η Γεωργία θυμάται τη ζωή της νοερά. Το ερώτημά της προϋποθέτει ότι κι ο Αργύρης παρακολούθησε νοερά τις αναμνήσεις της


Πηγή: ΚΝΛ Γ΄Λυκείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου