''Οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες περνούσαν. Οι σφουγγαράδες ανοιχτά στο πέλαγος βουτούν ολημερίς πεινασμένοι, διψασμένοινα μη βαραίνουν την καρδιά, τα πλεμόνια, το στομάχι.
Το μόνο που τους επιτρέπεται είναι λίγη γαλέτα, σαν την μισή απαλάμη τους, που καφαρτίζουν μόλις ξυπνήσουν με τον αυγερινό
ή κανένα ωμό σκόρδο που ανοίγει τα πλεμόνια. Αλλά κόλαση τους το νερό. Πως να δροσίσουν το στεγνό, ξεγδαρμένο λαρύγγι
και το καφτό σίδερο που τσουρουφλά τα μέσα τους και το κορμί τους, σαν ολημερίς δεν έχουνε δικαίωμα να πιούνε μια γουλιά νερό.
Κι ακόμα εκείνες οι πρώτες βουτιές που τους σπάζουν τα ρουθούνια και τ' αυτιά και που το αίμα τρέχει άφθονο με πόνους μεγάλους,
ενώ από ψηλά οι κάθετες, φλογερές αχτίδες του ήλιου τους μαστιγώνουν αλύπητα.
Όμως σιγά-σιγά, με την αδάμαστη θέληση τους συνήθιζαν σ' όλα: στην πείνα, στην δίψα, στην κάψα και τ' αυτιά πια κ' η μύτη δεν πονούσαν.
Ο καπετάνιος χωμένος στην κόμιζα της βάρκας, σκυμένος ολημερίς, τσακισμένος στα δύο με το γυαλί στο χέρι, ανιχνεύει την θάλασσα.
Ένα - δύο - τρία - τέσσερα σφουγγάρια σε βάθος είκοσι, τριάντα και σαράντα οργιές. Τα δείχνει στο δύτη κι εκείνος κρατώντας το
σκαντάλι δυνατά στα δύο τεντωμένα χέρια του, παίρνει βαθιά την ανάσα του και βουτά. Σ' έξη - εφτά δευτερόλεπτα είναι κάτω.
Σφίγγει το σκαντάλι στην αμασκάλη, για να μην ανασηκώνεται από το ρέμα της θάλασσας και προχωρεί.
Κάθε σφουγγάρι που θα δει τ' αρπάζει απότομα και το ξεριζώνει, ύστερα το βάζει στην απόχη, πουναι κρεμασμένη μπροστά του
κι ολοένα προχωρεί γυρεύοντας άλλα.
Όταν θελήσει ν' ανέβει αφήνει το σκαντάλι να πέσει κι αυτός δίνοντας στον πάτο δυνατή κλωτσιά με τις πατούσες του, πετιέται απάνω
με όση γρηγοράδα κατέβηκε. Αμέσως ή σειρά του άλλου, του τρίτου, του τέταρτου και πάλι του πρώτου...
Έτσι ως την ώρα του ηλιογέρματος, που ο καπετάνιος με την ήρεμη φωνή του θα διατάξει: ''Ε! φτάνει παιδιά η δούλεψη, αύριο πάλι με το καλό''.
Τότε μονομιάς νιώθουν όλη την δύναμη να τους παρατά, τα νεύρα τους να χαλαρώνουν, τους ποντικούς τους ν' αδυνατίζουν και μόλις βρίσκουνε
την δύναμη να ξύσουν την μαύρη πέτσα των σφουγγαριών και να πατήσουνε για να βγει η μαύρη και γλιτσερή ουσία, που οι σφουγγαράδες
λένε ''γάλα'', να φάνε κουρασμένα, ανόρεχτα και να ξαπλώσουν για ύπνο...
...Και κάτω εκεί μακριά, μια κουκίδα, ένα μικρό νησάκι, η γλυκιά πατρίδα τους περιμένει: οι γυναίκες, τα παιδιά τους κι ότι γλυκό και ιερό
έχουνε στη ζωή, τους περιμένει.
Αχ! Ας είτανε μπορετό να καθίζανε, δέκα λεφτά μονάχα, έξω στο ασβεστωμένο κατώφλι του σπιτιού τους, χωρίς σκοτούρες και βάσανα,
με το μαστραπά στα χέρια γιομάτο κρύο νερό... Τα παιδιά θα παίζανε τον κούκο στο δροσιό της αλαφροίσκιωτης μουριάς κ' η γυναίκα που μόλις
σηκώθηκε απ' τον κράβατο και την αγκαλιά του άντρα, θα σουρτούφερνε ξυπόλητη ραντίζοντας με νερό το πάτωμα για ν' αποδιώξει
την καλοκαιρινή κάψα...
Μα είσανε τόσο μακριά... τόσο μακριά ολ' αυτά τα παιγνιδίσματα του νου, που μένανε τρομερές, απραγματοποίητες λαχτάρες.''
Γιάννης Μαγκλής, Οι Κολασμένοι της Θάλασσας (απόσπασμα)
Πηγή: https://forum.nautilia.gr/showthread.php?72187-%CB%EF%E3%EF%F4%E5%F7%ED%DF%E1-%D0%EF%DF%E7%F3%E7-amp-%CD%E1%F5%F4%E9%EB%DF%E1/page28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου