ΑΣΚΗΣΗ ΣΙΩΠΗΣ
Κάποια πρωινά
σαν να σε βλέπω, αιωρούμενο
για μια στιγμή, πάνω από τη γκρίζα πολιτεία•
σαν να σ’ ακούω να λες:
― Νά ’μαι! Ένας ζωντανός Κυνέγειρος. Τι κι αν
εμήδισαν οι περισσότεροι; Τα κερδισμένα,
κερδισμένα.
Έπειτα, μια κίνηση, όπως θα ’κοβες ένα λουλούδι κόκκινο
το πέτο σου για να στολίσεις.
(Αλήθεια, ποια εποχή θ’ ανθίσει από τ’αρχαίο κοντάρι
που κάποτε βαθιά μέσα στη Νύχτα φύτεψες;)
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Έδειξε τον ποταμό με τ’ αγιόνερο
κι ύστερα έστρεψε
έκανε να μιλήσει μέσ’ από την ψυχή του
μα δεν άρθρωσε λέξη
έδειξε την κορυφή ενός βουνού μακρινού
κι ύστερα στέναξε, πέταξε.
(Σαν να ’ταν άγγελος που επέστρεφε κάπου
χωρίς να ’χει αφήσει το μήνυμα.)
Μόνον αιώνες μετά είχαμε μιαν είδησή του
― πως ασκητεύει, λέει, σε τόπο απρόσιτο
συντροφιά με αγρίμια και ιερείς των σπηλαίων•
πως τότε δεν τον είχε καθόλου νοιάξει
που η φυγή του θεωρήθηκε μυστηριώδης•
είχε νιώσει, λέει, αιφνίδια μιαν επιθυμία,
να παραδοθεί στην ανία του
και να την τρέφει
με ωσαννά, αλληλούια και Κύριε ελέησον…
ΗΝΙΟΧΟΣ Ι
Ο Ηνίοχος στέκει ― το βλέμμα του, ευθυτενές.
Απουσία (το τίποτα)
πέρ’ από τα σπασμένα γκέμια που βαστάει.
Τι κύλησε στην άβυσσο;
Τα γκέμια, τι δεν συγκράτησαν;
(Ο Ηνίοχος
πίσω από το αινιγματικό προσωπείο του
χαμογελάει.
Πικραμένος.)
ΗΝΙΟΧΟΣ ΙΙ
Απόψε νύχτωσε νωρίς
και η σελήνη χλώμιασε, να σβήσει.
Σε ουράνια μαύρη θάλασσα
ένα παλλόμενο φτερό (η καρδιά σου)
περιδινεί τις μέρες τις παλιές,
τους κόπους σου εκείνους. Και ξαφνικά,
ανοίγοντας στα σκοτεινά τών τύψεών σου το κλουβί
μαύρο κομμάτι πέφτει εαυτός
πουλί νεκρό στην αγκαλιά σου.
Φεγγίζει η πληγή. Το αίμα, φεγγερό.
Τι άλλο να εναποθέσεις πια
στον βωμό των στιγμών σου;
Το παρελθόν κρατάει αντίσταση, το μέλλον
κρατάει αντίσταση ― κι εσύ, να στέκεις
τραβώντας διαρκώς προς το μέρος σου
τα δυο άψυχα γκέμια.
ΚΑΘΕ ΑΥΓΗ
Ελλάδα,
κάθε που χαράζει πάνω από το σώμα σου
καμιόνια παίρνουν τα όνειρά σου στα κρυφά
σε σκουπιδότοπους απρόσιτους για να τα πάνε.
Τα δειλινά σου στέκουν
σαν να μη βαφτίστηκαν ποτέ
σε κολυμπήθρες ποίησης
κι ευνουχισμένα τα σήμαντρα όπου στο κράμα τους
ο μέλλοντας χρόνος σου αντηχούσε.
Έρρει τα κάλα. Τα μάρμαρα μαύρισαν,
τα αγάλματα μετανάστευσαν
και το φαράγγι στροβιλίζει στο χάσμα του
τη φθίνουσα ηχώ μιας αρχαίας φωνής.
Και τώρα το άγγελμα, ποιο;
Κάτι περιστέρια απόμειναν
ραμφίζοντας τη λίγη ψίχα φως
στον δίσκο τού ήλιου
καθώς πέφτει.
(Μόνο τα δέντρα και το χόρτο ξέρουν:
Η μέρα του Ανθρώπου, η μέρα σου η αληθινή
μυρίζει χώμα. Και βροχή.)
ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Ήρωες
που δεν υπήρξατε αλλού
από τον Ύπνο σας
και τα καχεκτικά μας χρόνια
παιανίζοντας μπήκαν εκείνα τα παιδιά
στην αυλή.
Θα πάρουν τα ξεχασμένα παιχνίδια τους
κι έπειτα
θα γκρεμίσουν τον φράχτη που τα ζώνει.
*Από τη συλλογή του “ΔΥΟ ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (1972-1984)”. 1984. Επιμέλεια Χρήστος Τουμανίδης.
Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/2021/02/26/%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B7%CF%82-15-%CE%B9%CE%B1%CE%BD-1955-18-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81-2021-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE-%CE%B5/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου