Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Γαλλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Γαλλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Antoine Pol - Οι περαστικές

 Τούτο το ποίημα θέλω ν’ αφιερώσω

Σ’ όλες τις γυναίκες π’ αγαπάμε όσο

Μιας μύχιας στιγμής τόση δα σπιθαμή,

Σ’ εκείνες που γνωρίζουμε στο ελάχιστο,

Που σαν ακολουθούν της μοίρας τ’ άπειρο,

Ποτέ ξανά δεν θα τις βρούμε στη ζωή.


Σ’ εκείνη που το βλέμμα μας θ’ αντικρίσει

Μόλις στο παραθύρι της θ’ ανεμίσει

Κι ευθύς θα χαθεί τ’ όλο χάρη της κορμί,

Μα που η σιλουέτα της η λυγερή

Η τόσο εύθραυστη και τόσο θελκτική,

Παρασύρει σ’ άνθιση αισθηματική.


Σ’ εκείνη που τα ταξίδια συντροφεύει

Με βλέμμα, σαν τοπίο που γοητεύει,

Και τη διαδρομή μας, λες θα μηδενίσει·

Σ’ εκείνη που μόνον εμείς, ίσως, νοούμε,

Και την αποβίβαση δεν συγκρατούμε,

Κι ας μην έχουμε το χέρι της κρατήσει.


Στη λεπτεπίλεπτη του βαλς χορεύτρια,

Θλιμμένη και νευρώδη σαγηνεύτρια,

Σε μια βραδιά καλέσματος σ’ αποκριά,

Που θέλησε ξενική να παραμείνει

Και ουδέποτε ξανά να παρεκκλίνει

Σ’ άλλη μια εσπερίδα με χορευτικά.*


Σ’ εκείνες που βρίσκονται είδη σε δεσμό

Και που επιζούν μες σε φόντο γκριζωπό

Στο πλευρό κάποιου άκρα διαφορετικού,

Κι έχουν, όσο περιττά τρελό κι αν φανεί,

Τη μελαγχολία αφήσει να φανεί

Ενός μέλλοντος άκρα απελπιστικού.


Στις γυναίκες τού έρωτα τις ντροπαλές,

Που να παραμείνουν επέλεξαν βουβές,

Με το δικό σας πένθος για ενδύματα·

Στις γυναίκες που προτίμησαν τη φυγή

Μακριά σας, τη μοναξιά τη θλιβερή,

Κι ανόητης έπαρσης γίναν’ τα θύματα.*


Λατρεμένες φιγούρες διακεκριμένες,

Προσδοκίες μιας ημέρας διαψευσμένες,

Θα ’στε λησμονημένες σα ’ρθει τ’ αύριο·

Και μόλις η ευτυχία μας ορίσει,

Σπάνιο θα ’ναι θαρρώ να μας θυμίσει

Τυχαίες συναντήσεις χωρίς αύριο.


Μα σαν η ζωή κυλά στη δυστυχία,

Θα σκεφτούμε μ’ αμυδρή επιθυμία

Της χαράς όλα τα συναπαντήματα,

Τα φιλιά που όντας δειλοί δεν κλέψαμε,

Τις καρδιές π’ ανάμεναν μα δε δρέψαμε,

Τα μάτια που δε γίναν’ αποκτήματα.


Τότε, σαν έρθουν της ανίας οι βραδιές,

Κι ενόσω μοναξιάς εποικούμε στιγμές

Με πλάσματα της μνήμης μας φαντάσματα,

Πενθούμε την απούσα μορφή των χειλιών

Όλων εκείνων των όμορφων γυναικών

Που δεν συγκρατήσαμε τα περάσματα.

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Οι “Περαστικές” περιλαμβάνονται στη συλλογή, Émotions poétiques (1918), του Γάλλου ποιητή, Antoine François Pol (1888-1971). Το ποίημα μελοποιήθηκε κι ερμηνεύτηκε από τον Georges Brassens, το 1972. Η 4η και η 6η στροφή (*) δεν απαντώνται στις δικές του Passantes -παρά μόνον στον δίσκο, Brassens Inédits. Archives 1953-1980. Φημολογείται πως ο τραγουδοποιός επέλεξε να τις παραλείψει, για να δώσει μια πιο οικουμενική διάσταση στο ποίημα / τραγούδι.]


(Μετάφραση: Βίκυ Βασιλάτου)


Georges Brassens - Les Passantes

Fabrizio De André - Le passanti (Da una poesia di Antoine Pol)

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Guillaume Apollinaire - Ο λαγός


Μην είσαι λάγνος,

 ούτε φοβιτσιάρης

Σαν τον λαγό και τον ερωτευμένο.


Μα το μυαλό σου να' ναι

Σαν τον λαγό - το θηλυκό που πάντα συλλαμβάνει 

το καυμένο.


Η καραβίδα 

Αβεβαιότητα, ώ απολαύσεις μου

Εσείς και εγώ πηγαίνουμε 

όπως οι Καραβίδες,

Οπισθοχωρώντας, ολοένα οπισθοχωρώντας


Γκυγιώμ Απολλιναίρ, ποιήματα από τα Alcools

μτφρ. Βερονίκη Δαλακούρα

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Boris Vian - Ποιήματα

 ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΝOEL ARNAUD,

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ, 1992)


ΑΚΟΜΑ ΕΝΑΣ


Ακόμα ένας

Μα χωρίς αιτία

Αφού οι μισοί

Ρωτάνε ό,τι ρωτούν κι οι άλλοι μισοί

Αφού τους απαντάνε με τα λόγια των άλλων

Τι άλλο πια κι εσύ να κάνεις

Παρά να γράφεις σαν τους άλλους

Και νʼ αμφιβάλλεις

Να επαναλαμβάνεις

Να ψάχνεις

Να ζητάς

Τίποτα να μη βρίσκεις

Νʼ αηδιάζεις

Και να λες

Σε τίποτα δε βγάζει

Θα ʼταν καλύτερα να κέρδιζες τη ζωή σου

Μα τη ζωή μου εγώ την έχω, τη ζωή μου

Να την κερδίσω δεν υπάρχει ανάγκη

Πρόβλημα αυτό δεν είναι

Δεν είνʼ εκεί το πρόβλημα

Προβλήματα θαρρώ είναι τα υπόλοιπα

Όμως τα έχουν όλα επισημάνει

Για όλα έχουν ρωτηθεί

Και για τα πιο ασήμαντα

Λοιπόν τι άλλο πια μου μένει

Έχουνε πάρει όλες τις λέξεις τις κατάλληλες

Όλες τις λέξεις τις ωραίες για να μιλήσεις

Τις αφρισμένες, τις ζεστές και τις μεγάλες

Τους ουρανούς, τʼ αστέρια, τα φωτάκια,

Τις άγριες, τις μαλακές σαν κύμα

Λυσσάνε, ροκανίζουνε κόκκινα βράχια

Γεμάτες με σκοτάδι και κραυγές

Γεμάτες αίμα κι αισθησιασμό

Γεμάτες με βουντούζες και ρουμπίνια

Λοιπόν εμένα τι μου μένει

Θα πρέπει να ρωτιέμαι αθόρυβα

Δίχως να γράφω δίχως να κοιμάμαι

Πρέπει να ψάχνω για λογαριασμό δικό μου

Και δίχως να το λέω, ούτε στο θυρωρό

Στο νάνο που κινιέται κάτω από τα πόδια μου

Ή στον παπά του συρταριού μου

Πρέπει να σκύβω μέσα μου

Χωρίς να παραστέκεται καμιά καλογριά

Σα χωροφύλακας να ορμήσει να μʼ αρπάξει

Και να μου μπήξει ένα μαχαίρι αλειμμένο βαζελίνη

Πρέπει να χώσω ένα μίσχο στα ρουθούνια

Την ουραιμία να εμποδίζει του εγκεφάλου

Να βλέπω οι λέξεις μου να τρέχουν

Όλοι τους έχουν αναρωτηθεί

Δεν έχω πια δικαίωμα να μιλάω

Έχουνε πάρει τα ωραία και τα λαμπρά

Όλα τους τώρα βρίσκονται ψηλά

Εκεί που είναι θρονιασμένοι οι ποιητές

Με λύρες αυτοκίνητες

Με λύρες ατμοκίνητες

Με λύρες σαν αλέτρια

Και Πήγασους από αντιδραστήρες

Δεν έχω θέμα πια

Κι οι λέξεις που μου μένουν είναι ανούσιες

Βλακώδεις λέξεις άνοστες

Έχω το εγώ, αυτός, αυτή, αυτές

Έχω το του, ποιος, ποιο και τι

Τι να ʼναι, κείνος, κείνη, αυτοί, εμείς, εσείς και ούτε

Πώς θέλετε να γράψω ποίημα

Με τέτοιες λέξεις;

Ε, λοιπόν, ας είναι, δε θα γράψω.


ΑΝ ΕΒΡΕΧΕ ΔΑΚΡΥΑ


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν πεθαίνει μιʼ αγάπη

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν βαραίνουν οι καρδιές


Σʼ ολόκληρη τη γη

Για ένα σαραντάμερο

Δάκρυα πικρά

Θα πνίγανε τους πύργους


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν πεθαίνει ένα παιδί

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν γελάνε οι κακοί


Σʼ ολόκληρη τη γη

Με γκρίζα κύματα και κρύα

Δάκρυα πικρά

Το παρελθόν θα τάραζαν


Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές

Αν έβρεχε δάκρυα

Όταν χανόμαστε κάτω απʼ τα τείχη


Σʼ ολόκληρη τη γη

Θα γίνονταν κατακλυσμός

Από τα δάκρυα τα πικρά

Των δικαστών και των ενόχων


Αν έβρεχε δάκρυα

Κάθε φορά που ο θάνατος

Κραδαίνοντας τα όπλα του

Σκίζει τα σκηνικά


Σʼ ολόκληρη τη γη

Δε θα ʼμενε πια τίποτα

Παρά τα δάκρυα τα πικρά

Του πένθους και της φρίκης.


ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΖΩ


Γιατί να ζω

Γιατί να ζω

Για το πόδι το χλωμό

Κάποιας ξανθιάς

Στον τοίχο ακουμπισμένο

Κάτω από πλούσιο ήλιο

Για το πανί το στρογγυλό

Ενός καϊκιού στενόμακρου

Για της κουρτίνας τη σκιά

Τον κρύο μου καφέ

Για νʼ ακουμπάω την άμμο

Για να κοιτάω το βυθό

Που τόσο είναι γαλάζιος

Που κατεβαίνει έτσι βαθιά

Μαζί με τα ψαράκια

Τα ήρεμα ψαράκια

Βοσκάνε κάτω εκεί

Ή φτερουγίζουν πάνω

Από φύκια μαλλιά

Σαν πουλιά βραδυκίνητα

Σα γαλάζια πουλιά

Γιατί τάχα να ζω

Μα γιατί είνʼ ωραίο.


ΕΧΟΥΝΕ ΟΛΑ ΕΙΠΩΘΕΙ ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ


Έχουνε όλα ειπωθεί εκατό φορές

Και μάλιστα καλύτερʼ από μένα

Αν λοιπόν γράφω στίχους

Είναι γιατί μʼ αρέσει

Είναι γιατί μʼ αρέσει

Είναι γιατί μʼ αρέσει

Να μπαίνω στο ρουθούνι σας.


ΘΑ ʼΘΕΛΑ


Θα ʼθελα

Θα ʼθελα

Να γίνω μέγας ποιητής

Και με δαφνόφυλλα σωρό

Να με στολίζουν

Να όμως που

Δεν με τραβάνε-όσο πρέπει-τα βιβλία

Και η ζωή μʼ απασχολεί τόσο πολύ

Και τους ανθρώπους αγαπώ τόσο πολύ

Που δε μου είναι μπορετό να γράφω πάντα

Μονάχα περί ανέμων

Και υδάτων.


ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΠΟ ΚΑΡΚΙΝΟ

ΤΗΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ


Θα πεθάνω από καρκίνο της σπονδυλικής στήλης

Θα ʼναι βράδυ τρομερό

Φωτεινό, ζεστό, μυρωμένο, ηδονικό

Θα πεθάνω από κάποια κύτταρα

Που σάπισαν

Θα πεθάνω μʼ ένα πόδι φαγωμένο

Από γιγάντιο ποντικό βγαλμένο από γιγάντια τρύπα

Θα πεθάνω από εκατό γδαρσίματα

Ο ουρανός θα πέσει πάνω μου

Και θα κομματιαστεί σαν κρύσταλλο βαρύ

Θα πεθάνω από μια έκρηξη

Που θα τρυπάει τʼ αυτιά

Θα πεθάνω από υπόκωφες πληγές

Στις δύο τα ξημερώματα

Που αναποφάσιστοι και φαλακροί φονιάδες θα μʼ ανοίξουν

Θα πεθάνω χωρίς να ξέρω

Πως πεθαίνω, θα πεθάνω

Κάτω απʼ τα στεγνά ερείπια τυλιγμένος

Με χίλια μέτρα μπαμπακιού

Πνιγμένος μες στο λάδι του κενού

Στα πόδια χτυπημένος από ζώα αδιάφορα

Κι αμέσως ύστερα από ζώα διάφορα

Θα πεθάνω γυμνός ή ντυμένος στα κόκκινα

Ή ραμμένος σε σάκο γεμάτο λεπίδες

Θα πεθάνω με άβαφτα ίσως

Των ποδιών μου τα νύχια

Και τα χέρια γεμάτα με δάκρυα

Και τα χέρια γεμάτα με δάκρυα

Θα πεθάνω με ξεριζωμένα βλέφαρα

Κάτω από ένα λυσσασμένο ήλιο

Όταν σιγά μου πούνε

Λόγια μοχθηρά στʼ αυτί

Θα πεθάνω βλέποντας να βασανίζουνε παιδιά

Και άντρες έκπληκτους κι ωχρούς

Θα πεθάνω ζωντανός ενώ σκουλήκια

Θα με τρώνε, θα πεθάνω με

Δεμένα χέρια κάτω από ʼνα καταρράχτη

Θα πεθάνω μέσα σε φωτιά θλιμμένη

Θα πεθάνω λίγο, θα πεθάνω πολύ,

Χωρίς πάθος, αλλά μʼ ενδιαφέρον

Και μετά όταν όλα θα ʼχουνε τελειώσει

Θα πεθάνω.


ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΚΥΛΕ


Βλέπω στο δρόμο ένα σκυλί

Του λέω: Τι κάνεις σκύλε;

Φαντάζεστε ποτέ να μʼαπαντούσε;

Όχι; Ε, να λοιπόν που ωστόσο μʼ απαντάει

Αν και γιʼαυτό βεβαίως εσείς δε δίνετε πεντάρα

Έτσι όταν βλέπω γύρω μου ανθρώπους

Να προσπερνάνε τα σκυλιά χωρίς καν ένα βλέμμα

Νιώθω βαθιά ντροπή για τους γονιούς τους

Και των γονιών τους τούς γονιούς

Γιατί μια τόσο φοβερή ανατροφή

Προϋποθέτει τρεις γενιές -δεν υπερβάλλω διόλου!-

Σύφιλη κληρονομική

Όμως προσθέτω

-Μην τυχόν και ταραχτεί κανένας-

Ότι τα πιο πολλά σκυλιά συνήθως δε μιλάνε.


Ο ΛΙΠΟΤΑΧΤΗΣ


Κύριε Πρόεδρε

Σας γράφω ένα γράμμα

Που ίσως να διαβάσετε

Αν έχετε καιρό.


Φτάσανε τα χαρτιά μου

Πως πρέπει να καταταγώ

Να φύγω για τον πόλεμο

Τʼ αργότερο Τετάρτη.


Όμως Κύριε Πρόεδρε

Δεν πρόκειται να πάω

Δεν βρέθηκα σʼ αυτή τη γη

Για να σκοτώνω αθώους.


Δε θέλω να θυμώσετε

Μα πρέπει να σας πω

Πως το ʼχω πάρει απόφαση

Να γίνω λιποτάχτης.


Βλέπω στη λίγη μου ζωή

Πως πέθανε ο πατέρας μου

Πως φύγανε τʼ αδέρφια μου

Και τα παιδιά μου κλαίνε.


Η μάνα μου απʼ τα βάσανα

Τώρα βαθιά στον τάφο

Γελάει με τους εξοπλισμούς

Περιγελάει τους στίχους.


Όταν με χώσαν φυλακή

Αρπάξαν τη γυναίκα μου

Αρπάξαν την ψυχή μου

Το παρελθόν που αγάπησα.


Αύριο ξημερώματα

Την πόρτα θα χτυπήσω

Στα μούτρα των νεκρών καιρών

Και θα χυθώ στους δρόμους.

Θα ζητιανέψω τη ζωή μου

Γυρνώντας τη Γαλλία

Από Βρετάνη ως Προβηγκία

Και σʼ όλους θα φωνάξω


Άρνηση στην υποταγή

Άρνηση στην κατάταξη

Μην πάει κανείς στον πόλεμο

Να φύγετε αρνηθείτε.


Αν πρέπει αίμα να χυθεί

Να δώστε το δικό σας

Αφού αυτό διδάσκετε

Σε όλους, Κύριε Πρόεδρε.


Κι αν είναι να με πιάσετε

Πέστε στους χωροφύλακες

Ότι θα είμαι άοπλος

Κι αν θέλουν, ας μου ρίξουν.


ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Στον Ζαν Μπουλλέ

για να του αλλάξω ιδέες


Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα

Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του

Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα

Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί

Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα

Φθείρει το ύφασμα.

Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε

Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών

Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.

Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή

Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα

Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά

Από ʼναν άσπρο ποντικό

Που ʼχει βαφτεί στο αίμα

Και μαλακά τραβάει την κλωστή

Να φτάσει ως το ταμπάξ.


ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ,ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΝOEL ARNAUD,

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΝΩΣΗ, 1992


Πηγή: https://www.poiein.gr/2008/11/22/boris-vian-dhiethiaoa-aeaauaeae-i-acithoneio-iioaeueco-poiein-podcast-productions-06/

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

Charles Baudelaire - Επιγραφή για ένα βιβλίο καταδικασμένο

 Αναγνώστη ειρηνικέ και βουκολικέ,

Συγκρατημένε κι αφελή άνθρωπε του καλού,

Πέταξε αυτό το κρόνιο βιβλίο,

Τ’ οργιακό και μελαγχολικό.


Αν δεν έκανες τη ρητορική σου

Στο Σατανά, το δόλιο πρύτανη,

Πέταξέ το! δε θα καταλάβεις τίποτε

Ή, θα με νομίσεις υστερικό.


Αλλά αν, χωρίς ν’ αφεθείς στη γοητεία,

Το βλέμμα σου ξέρει να βυθίζεται στα βάραθρα,

Διάβασέ με, για να μάθεις να μ’ αγαπάς˙


Ψυχή περίεργη που υποφέρεις

Και πορεύεσαι αναζητώντας τον παράδεισό σου,

Λυπήσου με !… αν όχι, σε καταριέμαι!


Μετάφραση: Δέσπω Καρούσου

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Raymond Queneau - Πλατεία Βαστίλλης


Υπάρχει μια επιστολή του Λάιμπνιτς
φέρουσα χρονολογία 14 Ιουλίου 1686
όπου ο φιλόσοφος τονίζει τη σημασία
της αρχής του επαρκούς λόγου
κι επειδή πρόκειται
για ημερομηνία - σταθμό στην ιστορία της φιλοσοφίας
χορεύει ο λαός των Παρισίων
κάθε χρόνο όλη τη νύχτα στις πλατείες
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Τα μάτια σου δυο πυροβολισμοί στα τυφλά» (αναγνωστικό υπερρεαλιστικών ποιημάτων, Εκδόσεις Ρώμη.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Arthur Rimbaud - Η αλητεία μου

 Με τις γροθιές μες στις σκισμένες τσέπες περπατούσα,

κ’ ήταν το πανωφόρι μου, κ’ εκείνο, ιδανικό

λαμπρότατο, ω λα λα! έκανα όνειρο ερωτικό,

κ’ ήμουν κάτω απ’ τους ουρανούς ο εκλεκτός σου, ω Μούσα!


Θεοτρύπητο και το βρακί μου το μοναδικό.

Ρεμβάζων Κοντορεβιθούλης, εραγολογούσα

ρίμες. Σε πανδοχείο, στη Μικρή Άρκτο, κατοικούσα.

Φρ! Φρ! Τ’ αστέρια μου έτριζαν γλυκά στον ουρανό,


και τ’ άκουγα, όπως καθόμουν σε μια των δρόμων άκρια,

τις όμορφες του Σεπτεμβρίου βραδιές, που ένιωθα δάκρυα

δροσιάς να ρέουν στο μέτωπό μου ως σφριγηλό κρασί


κ’ εκεί όπου ρίμες έβρισκα σε σκιές αναμεσής

φανταστικές, τα λάστιχα απ’ τα τρύπια πέδιλά μου

τράβαγα, σα λύρας χορδές, πατώντας πάνω στην καρδιά μου.


Αρθούρος Ρεμπώ, Τρείς αλήτικες προσευχές, μτφρ. Άρης Δικταίος 

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Jacques Prévert - Ποιήματα

 Ο Κήπος

Χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
Δε θα ‘φταναν
Ν’ ανιστορήσω
Το μικρό αιώνιο δευτερόλεπτο
Που με φίλησες
Που σε φίλησα
Ένα πρωί μέσα στο ηλιόφως του χειμώνα
Στο πάρκο Μονσουρί
Στο Παρίσι
Στο Παρίσι
Πάνω στη γη
Τη γη που είναι ένα αστέρι.

 

Paris at night

Τρία σπίρτα ένα προς ένα τ’ άναψα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να ιδώ το πρόσωπό σου ολάκερο
Το δεύτερο να ιδώ τα μάτια σου
Το τρίτο για να ιδώ το σώμα σου
Ύστερα χρειάστηκε όλο το σκοτάδι για να τα θυμηθώ ξανά
κρατώντας σε στην αγκαλιά μου.

 

Μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος

 

Οικογενειακό

Η μητέρα πλέκει τρικό
Ο γυιός κάνει πόλεμο
Το βρίσκει φυσικό αυτό η μητέρα
Κι’ ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
Κάνει δουλειές
Η γυναίκα του πλέκει τρικό
Ο γυιός κάνει πόλεμο
Και κείνος δουλειές
Το βρίσκεται φυσικό αυτό ο πατέρας
Κι’ ο γυιός κι’ ο γυιός;
Δεν βρίσκει τίποτε απολύτως
Ο γυιός η μητέρα πλέκει τρικό ο πατέρας δουλειές ο γυιός πόλεμο.
Όταν θα τελειώσει ο πόλεμος
θα κάνει δουλειές με τον πατέρα.
Ο πόλεμος εξακολουθεί η μητέρα εξακολουθεί να πλέκει
Ο πατέρας εξακολουθεί να κάνει δουλειές
Ο γυιός σκοτώθηκε δεν εξακολουθεί πια
Ο πατέρας κι η μητέρα πηγαίνουν στο νεκρο       ταφείο
Το βρίσκουν φυσικό αυτό ο πατέρας η μητέρα
Η ζωή εξακολουθεί με το τρικό τον πόλεμο τις δουλειές
Τις δουλειές τον πόλεμο το τρικό τον πόλεμο
Τις δουλειές τις δουλειές τις δουλειές
Η ζωή με το νεκροταφείο.





Μετάφραση: Κ. Βινέλλης


Αναδημοσίευση από: https://edromos.gr/me-oxhma-thn-poihsh-prever/

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Yves Bonnefoy - Επετειακό


Το πουλί των ερειπίων ελευθερώνεται απ' τον θάνατο,

Φτιάχνει τη φωλιά του στην γκρίζα πέτρα στον ήλιο,

Ξεπέρασε κάθε οδύνη, κάθε μνήμη,

Δεν ξέρει πια τι είναι το αύριο μέσα στο αιώνιο.


Yves Bonnefoy, Σε αναζήτηση τόπου, Μετάφραση: Θανάσης Χατζόπουλος, Εκδόσεις: Στερέωμα

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Μπορίς Βιαν - Ποιήματα




ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ

                                              Στην Οντέτ Μποστ


Στα σπίτια που πεθαίνουν τα παιδιά
Μπαίνουνε κάτι γέροι
Θρονιάζονται στο διπλανό δωμάτιο
Μ’ ένα ραβδί ανάμεσα στα μαύρα γόνατά τους
Ακούν προσεχτικά, κουνάνε το κεφάλι.

                                           *

Κάθε που βήχει το μικρό
Τα χέρια τους κολλάνε στην καρδιά τους
Μεταμορφώνονται σε κίτρινες τεράστιες αράχνες
Σπαράζει ο βήχας στις γωνίες των επίπλων
Υψώνεται ελαφρά σαν πεταλούδα ωχρή
Σκοντάφτει στο ασήκωτο ταβάνι.

                                           *

Χαμογελάνε αόριστα
Και κόβεται ο βήχας του παιδιού
Οι κίτρινες τεράστιες αράχνες
Κάθονται τρέμοντας
Στις λείες λαβές των ξύλινων
ραβδιών, ανάμεσα στα σιδερένια γόνατα.

                                           *

Κατόπιν, σαν πεθαίνει το παιδί
Σηκώνονται και φεύγουνε γι’ αλλού…





ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

                                              Στον Μπρενό


Της αθανασίας το κατώφλι
Είναι ψηλό, από πέτρα, όλο φυτά
Ούτε που παίρνεις είδηση πως το περνάς
Από την άλλη όμως πλευρά
Πουλιά χωρίς φτερά χωρίς νερά
Βγάζουν κραυγές που σε σπαράζουν…





ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

                                              Στον Βικτουρουγκό


Είναι γνωστό πως για να γράψει ο ποιητής
Πρέπει να τον βαρέσει η έμπνευση
Υπάρχουν όμως άνθρωποι π’ όσο κι αν τους βαρέσει
Τίποτα δεν παθαίνουνε.





ΑΝ ΕΒΡΕΧΕ ΔΑΚΡΥΑ


Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει μι’ αγάπη
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν βαραίνουν οι καρδιές

Σ’ ολόκληρη τη γη
Για ένα σαραντάμερο
Δάκρυα πικρά
Θα πνίγανε τους πύργους

Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει ένα παιδί
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν γελάνε οι κακοί

Σ’ ολόκληρη τη γη
Με γκρίζα κύματα και κρύα
Δάκρυα πικρά
Το παρελθόν θα τάραζαν

Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη

Σ’ ολόκληρη τη γη
Θα γίνονταν κατακλυσμός
Από τα δάκρυα τα πικρά
Των δικαστών και των ενόχων

Αν έβρεχε δάκρυα
Κάθε φορά που ο θάνατος
Κραδαίνοντας τα όπλα του
Σκίζει τα σκηνικά

Σ’ ολόκληρη τη γη
Δε θα ’μενε πια τίποτα
Παρά τα δάκρυα τα πικρά
Του πένθους και της φρίκης.





ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
 
                                              Τω μπαιδιών μου


Είν’ η ζωή φτιαγμένη από ’να σωρό πράματα
Γι’ αυτό πια δε χωράει κουβέντα
Όμως μπορεί κανένας βέβαια ν’ αλλάξει γνώμη
Αφού αυτό που έχει σημασία είν’ η συζήτηση.
Είν’ η ζωή ωραία και μεγάλη.
Με φάσεις που διαδέχονται η μια την άλλη
Με μια κανονικότητα σχεδόν τερατική
Αφού η σειρά τους είναι πάντα ορισμένη
Α η ζωή, γεμάτη ενδιαφέρον
Πάει κι έρχεται
Σα ζέβρα.

Μπορεί να τύχει κάποιος να πεθάνει
− Αλλά κι αυτό μπορεί να γίνει όμορφα.
Ωστόσο τίποτε με τούτο δεν αλλάζει:
Είν’ η ζωή φτιαγμένη από ’να σωρό πράματα
Κι από μιαν άποψη θυμίζει ακόμα κι άλλα
Που δεν τα ξέρουμε καλά, που δεν τα μάθαμε καλά
Μα που σ’ αυτά δεν πρόκειται ποτέ να επανέλθουμε.




Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος



Από το βιβλίο «Μπορίς Βιαν, Ποιήματα»
(Εισαγωγή: Noèl Arnaud, Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος),
Εκδόσεις Γνώση (β΄ έκδοση 1992).

Στην πάνω εικόνα: Boris Vian en 1948, photo Studio Harcourt rognée.
Πηγή για την εικόνα: Βικιπαίδεια.


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2023/08/blog-post.html

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Arthur Rimbaud - [Ένα φαντασμαγορικό μελόδραμα κατάντησα]

 Ένα φαντασμαγορικό μελόδραμα κατάντησα. Κατάλαβα πως το πεπρωμένο κάθε ύπαρξης είναι η ευτυχία, η δράση δεν είναι ζωή είναι τρόπος να ξοδεύεις ενεργεία, μια υπερδιέγερση. Η ηθική είναι ο εκφυλισμός του εγκεφάλου, καμιά από τις σοφιστείες της τρέλας που κουβαλάμε δεν έχω λησμονήσει. Μπορώ να τις επαναλάβω όλες κατέχω τον μηχανισμό, ναι. Η ευτυχία ήταν το πεπρωμένο μου, άλλα η ζωή μου θα είναι πάντα πολύ μεγάλη για να αφιερωθεί στην ομορφιά και την δύναμη και τα παιδικά μου χρονιά, αυτός ο μεγάλος δρόμος για όλες τις εποχές, στερνή μου γνώση τώρα εδώ, ασκητικός στο έπακρο, ένας περήφανος βλάκας.

Και όμως έχω δίκιο, είχα δίκιο να περιφρονώ τα ανθρωπάκια, παράσιτα που σήμερα όλο και πιο πολύ τολμούν να διαφωνούν μαζί μας, είχα δίκιο για ότι περιφρονούσα, αφού εγώ ήμουν άλλου, είμαι άλλου, φευγάτος. Αρκετοί καταραμένοι ήμασταν εδώ κάτω, από καιρό ήμουνα στον θίασο τους παλιοί γνώριμοι, η αλληλεγγύη μας είναι άγνωστη, ο ένας σιχαίνεται τον άλλο, ωστόσο παραμένουμε ευγενικοί, οι σχέσεις μας είναι καθώς πρέπει και η υπόληψη μας δεν ακόμη έχει τελείως σπιλωθεί.

Πώς όμως θα γίνουμε δεκτοί από τους εκλεκτούς αφού για να τους πλησιάσεις δεν χρειάζεται μόνο θάρρος άλλα και υποταγή ναι εγώ είμαι άλλου, φευγάτος, ναι φευγάτος. 

Μια Εποχή στην Κόλαση, μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης



                                                          Διαβάζει ο Γιώργος Κιμούλης

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ρομπέρ Ντεσνός - Ποιήματα

Το τελευταίο Ποίημα…


Το τελευταίο Ποίημα
Σκιά ανάμεσα σε σκιές
Τόσο πολύ σε ονειρεύτηκα,
Τόσο πολύ περπάτησα, μίλησα,
Τόσο πολύ αγάπησα τη σκιά σου,
Που τίποτε πια δεν μου έμεινε από σένα
Απόμεινα να είμαι ανάμεσα στις σκιές σκιά
Να είμαι εκατό φορές πιο σκιά κι από τη σκιά
Να είμαι η σκιά που θα έρχεται και θα ξανάρχεται
Στην ηλιόφωτη ζωή σου


                                           Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου


Πηγή: www.bibliotheque.gr





Ποτέ δεν θα υπάρξει άλλη


Ποτέ δεν θα υπάρξει άλλη πέρα από σένα σε πείσμα των
         άστρων και της μοναξιάς
Σε πείσμα των δέντρων που κόβονται όταν σκοτεινιάζει
Ποτέ καμία άλλη ένα δρόμο – που είναι και δικός μου –
         δεν θ’ ακολουθήσει
Όσο απομακρύνεσαι τόσο η σκιά σου μεγαλώνει
Ποτέ καμιά πέρα από σένα δε θα χαιρετήσει την αυγή
         την θάλασσα όταν αποκαμωμένος να γυρνώ θα
         έχω βγει από τα ερέβη των δασών, τους βάτους
         με τ’ αγκάθια να περπατήσω στον αφρό
Ποτέ κανένας άλλος το χέρι δεν θα ακουμπήσει
         στο μέτωπό μου και τα μάτια
Κανείς ποτέ – και γω αρνούμαι την απιστία και το ψέμα –
Κόψε τα σχοινιά αυτού του πλοίου που αγκυροβόλησε
Ποτέ καμιά πέρα από σένα
Φυλακισμένος ο αετός ροκανίζει αργά αργά
         τα γκριζοπράσινα χάλκινα κάγκελα του κλουβιού του
Ω τι απόδραση!
Είναι Κυριακή τα χελιδόνια τραγουδούν στο τρυφερό
         πράσινο δάσος τα κοριτσάκια περιφέρουνε την πλήξη
         τους σ’ ένα κλουβί φτεροκοπά ένα αηδόνι
         στο ζεστό έρημο πεζοδρόμιο περιφέρει ο ήλιος το
         λεπτό κορμάκι του
Εμείς θα περάσουμε από άλλα κορμιά
Ποτέ ποτέ κανείς πέρα από σένα
Και γω μόνος μόνος σαν τον ξερό κισσό των απομακρυσμένων
         κήπων μόνος σαν το γυαλί
Και συ ποτέ άλλη μόνο εσύ


                                           Μετάφραση: Βερονίκη Δαλακούρα


Πηγή: www.translatum.gr





Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί


Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί που πια δεν είσαι αληθινή. Προφταίνω άραγε ν’ αγγίξω αυτό το σώμα που πάλλεται, να φιλήσω πάνω σ’ αυτό το στόμα μια αγαπημένη φωνή που γεννιέται;
       Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί που τα μπράτσα μου συνηθισμένα σφίγγοντας τη σκιά σου, ν’ αγγίζουν το στήθος μου, ίσως δεν θα μπορούσαν να τυλίξουν το κορμί σου.
     Και είναι πολύ πιθανό, αν γίνει αληθινό το όραμα που με κατέχει χρόνια τώρα, να μεταμορφωθώ κι εγώ σε μια σκιά. Ω ζυγαριές των αισθημάτων!
     Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί που σίγουρα δεν μπορώ πια να ξυπνήσω. Αποκοιμιέμαι όρθιος, το κορμί μου έχει εκτεθεί σ’ όλες τις μορφές της ζωής και του έρωτα, και συ, η μόνη που μετρά σήμερα για μένα, είσαι τόσο μακριά που είναι πιο εύκολο ν’ αγγίξω οποιαδήποτε άλλα χείλη ή μέτωπο παρά το δικό σου σώμα.
      Σ’ έχω τόσο ονειρευτεί, έχω τόσο μιλήσει, περπατήσει και πλαγιάσει με το φάντασμά σου, ώστε το μόνο που μου απομένει είναι να είμαι ένα φάντασμα μες στα φαντάσματα, πιο σκιά κι από τον ίσκιο που περπατά –και θα συνεχίζει να βαδίζει χαρούμενα– πάνω στο ηλιακό ρολόι της ζωής σου.





Μια πόλη


Μες στην πόλη που κρεμούν τον διάβολο από τα κέρατα
Μέσα στην πόλη την κλειστή και ανοιχτή
Μέσα στην πόλη που με μολύβι και χαρτί μετρούν όλους τους πόθους

Στην πόλη δίχως τόπο και φωτιά
Στην πόλη δίχως πίστη ή νόμο
Στην πόλη που δεν έχει παλικάρια

Στην πόλη που ο καθένας διασκεδάζει
Στην πόλη που με παγωμένα δάκρυα κλαιν
Στην πόλη των έντεκα ωρών
Μη νομίσετε ότι ξέρω και πολύ καλά τι τρέχει –
Ακόμη δεν την έχω επισκεφθεί.


                                           Μετάφραση: Βερονίκη Δαλακούρα


Πηγή: Μαρία Λαϊνά, «Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα»,
α΄ εκδ. Λωτός 1989, β΄ έκδ. Ελληνικά Γράμματα 2007, γ΄ έκδ. Ρώμη 2021.


Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2023/08/blog-post_16.html

Paul Éluard - Ποιήματα


Χάιδεψε τον ορίζοντα της νύχτας, γύρεψε τη μελανή
καρδιά που η χαραυγή τη θρέφει με τη σάρκα της. Θα
'βαζε μες στα μάτια σου αθώες σκέψεις, φλόγες, φτερά
και πρασινάδες που ποτέ δεν εφεύρε ο ήλιος.

Δεν είναι η νύχτα που σου λείπει μα η δύναμή της.

                                      *

Σε όπλα επίφοβα κρέμεται η ζωή
Κι είναι αυτή που εξοντώνει όποιον τη νιώθει
Δειχ' το αίμα σου, Μητέρα των καθρεφτισμών
Ομοιότητα, δειχ' το αίμα σου
Που να στερέψουν οι βρύσες των αθώων ημερών
Από ντροπή σαν σούρουπα.

                                     *

Ένα πρόσωπο στο γέρμα της ημέρας
Ένα λίκνο μες στα πεθαμένα φύλλα της ημέρας
Μια δέσμη ολόγυμνης βροχής
Κάθε λογής ήλιος κρυμμένος
Κάθε πηγή πηγής στο βάθος του νερού
Κάθε καθρέφτης τ' αλλουνού συντρίμμι
Ένα πρόσωπο στις πλάστιγγες της σιωπής
Ένα χαλίκι ανάμεσα στ' άλλα χαλίκια
Για τις σφεντόνες των αναλαμπών της μέρας
Ένα πρόσωπο σαν όλα τα λησμονημένα πρόσωπα


Μετάφραση : Οδυσσέας Ελύτης (από τη Δεύτερη Γραφή)

                              
                                        N

                                       III

Στους δρόμους των μικρών ερώτων
Οι τοίχοι καταντάνε μαύρη νύχτα

Αγαπώ
Και είναι οι κουρτίνες μου λευκές.

                                     VII

Πρέπει να τηνε δεις στον ήλιο τον σκληρό, τον ζαλωμένο βράχια απρόσιτα
Πρέπει να τηνε δεις μέσα στη νύχτα
Πρέπει να τηνε δεις σαν είναι μόνη.


                            Βέρα γαλήνης

Διάβηκα τις πόρτες της παγωνιάς
Τις πόρτες της πίκρας μου
Για να έρθω να δώσω φιλί στα χείλη σου

Πόλη που η κάμαρά μας συνόψισε
Όπου η παράλογη φουσκονεριά του κακού
Αφήνει αφρό γαληνεμού

Βέρα γαλήνης έχω μοναχά εσένα
Εσύ μου ξαναμαθαίνεις τι είναι
Να είναι άνθρωπος κανείς έτσι που να μη θέλω πια

Να μάθω αν έχω ομοίους.

(Μια μακρά ερωτική περισυλλογή)


                                 Στον Μαρκ Σαγκάλ

Όνος ή αγελάδα κοκόρι ή άλογο
Ίσαμε το δέρας ενός βιολιού
Άνδρας μελωδός ένα μόνο πουλί
Χορευτής ευκίνητος μαζί με τη γυναίκα του

Ζευγάρι βουτηγμένο μες στο φθινόπωρό του

Το μάλαμα του χορταριού το μολύβι του ουρανού
Ξεχωρισμένα από τις γαλάζιες φλόγες
Της υγείας της δροσιάς
Το αίμα ιριδίζει η καρδιά βουίζει

Ένα ζευγάρι η πρώτη ανταύγεια

Και μέσα σ' ένα κατώι χιονιού
Η πυκνή κληματαριά σχεδιάζει
Ένα πρόσωπο με φεγγαρίσια χείλη
Που δεν κοιμήθηκε ποτέ τη νύχτα.


                                       Απ' το βάθος της αβύσσου
         
                                                        ΙΙΙ

Δεν ήσαν τρελοί οι μελαγχολικοί
Ήσαν κατακτημένοι αφομοιωμένοι αποκλεισμένοι
Απ' τη μουντή μάζα
Των πρακτικών τεράτων

Είχαν τη δική τους ηλικία λογικής οι μελαγχολικοί
Την ηλικία της ζωής
Δεν ήταν εκεί στην απαρχή
Στη δημιουργία
Δεν πίστευαν σ' αυτή
Και δεν μπόρεσαν με μιας
Να συνδυάσουν τη ζωή και το χρόνο

Ο χρόνος τους έμοιαζε ατέλειωτος
Η ζωή τους έμοιαζε μικρή
Και χράμια λεκιασμένα απ' το χειμώνα
Πάνω σε καρδιές ασώματες πάνω σε καρδιές ανώνυμες
Σκάρωναν ένα χαλί παγωμένης απέχθειας
Ακόμα και μες στο κατακαλόκαιρο.

                                      VI

Μιλώ απ' το βάθος της αβύσσου
Μιλώ απ' το βάθος του βαράθρου μου
Είναι βράδυ και δραπετεύουν οι σκιές
Το βράδυ με έκανε φρόνιμο και στοργικό
Ανοίγει παντού τις καταθλιπτικές του πόρτες
Δεν σκιάζομαι μπαίνω παντού
Βλέπω όλο και καλύτερα το ανθρώπινο σχήμα
Δίχως πρόσωπο ακόμα και ωστόσο
Σε μια άκρια σκοτεινή που ο τοίχος έχει σωριαστεί
Μάτια είναι εκεί εξίσου φωτεινά με τα δικά μου
Μεγάλωσα άραγε έχω άραγε λίγη ισχύ.

                                    VI

Είμαστε οι δυο μας το πρώτο σύννεφο
Μες στην παράλογη διάρκεια της αποτρόπαιης ευτυχίας
Είμαστε η δροσιά που μέλλεται
Η πρώτη νύχτα αναπαμού
Που θα ξεδιπλωθεί πάνω σε πρόσωπο και πάνω σε μάτια καινούργια
                                                                                             κι αγνά
Στη μπόρεση δε θα 'ναι κανενός να τ' αγνοήσει.

(Η σκληρή επιθυμία της διάρκειας)

μετάφραση : Ελένη Κόλλια  (Τελευταία Ποιήματα του έρωτα)

Αναδημοσίευση από: https://elenapoly.blogspot.com/2013/03/paul-elyard.html

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Charles Baudelaire - Η Κλάρα η πουτάνα


Χτυπάει βαριά των άστρων την καμπάνα

Με τα ξανθά της -σείστρο- αποχτενίδια

Στα βρώμικα γερμένη τα στρωσίδια

Η Κλάρα η ετοιμοθάνατη πουτάνα.


Κι είναι η ώρα πέντε παρά κάτι

Ώρα π’ ανοίγει του Θεού το μάτι.


Θεέ των πόρνων παίρνε όποιον πεθαίνει

Χωρίς ποτέ του πρίμο αέρα νά ‘βρει

Τη νύχτα ακόμα στην αχλή τη μαύρη

Πριχού να δει στη φέξη πού πααίνει.


μετ. Άρης Δικταίος

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Jean Moréas -Tu souffres tous les maux…


Η μοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ τη δυστυχία
περιφρονείς, αναγελάς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
τη λύρα κρούεις, αντιπερνάς.

Ποιητή, οι άνθρωποι θα ’λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα
παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το πιστεύεις. Έχουνε ο Απόλλωνας για σένα
κι οι Μούσες έπαθλο ιερό.

Άφησε να γεννιούνται αυτού, κοίταξε εκεί να σβήνουν
οι ενάρετοι και οι πονηροί,
αφού όλα γύρω γίνονται μονάχα για να δίνουν
στα ποιήματα σου μια αφορμή!

Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης


Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Victor Hugo - Ποιήματα

 Αγρύπνησα

Αγρύπνησα, υπηρέτησα, έκαμα ό,τι μπορούσα,
κ’ είδα πως είχε ο πόνος μου συχνά για πληρωμή
περίγελο· με μάτιασε το μίσος, και απορούσα,
γιατί πολύ και υπόφερα και δούλεψα πολύ.

Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς

Αύριο πρωΐ

Αύριο πρωΐ που η εξοχή θ’ ασπρίσει με τη μέρα,
θα φύγω· εσύ με καρτεράς κι αυτό το ξέρω εγώ.
Το δάσος θα περάσω αργά και το βουνό πιο πέρα·
μακριά σου περισσότερο να μένω δε μπορώ.

Θα φεύγω και τα μάτια μου θα τα ’χω στυλωμένα
στη σκέψη μου· δε θα κοιτώ και δε θ’ ακούω πια,
άγνωστος, μόνος μου, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα,
θλιμμένος· και το φως για με θα ’ναι σα μια νυχτιά.

Το δειλινό τ’ ολόχρυσο να ιδώ δε θα γυρίσω,
κι ούτε κι ακόμα τα λευκά που παν στ’ Αρφλέρ καΐκια,
και σαν ερθώ στο μνήμα σου θα σκύψω και θ’ αφήσω
ένα μπουκέτο από μυρτιές κι από ανθισμένα ρείκια.

Μετάφραση: Λάμπρος Πορφύρας

ΒΙΚΤΟΡ ΟΥΓΚΟ [VICTOR HUGO (1802-1885)]: Η σιγή

Γέρο κισσέ και καλαμιά και χλόη, πού ανθίζεις;
Ερημοκλήσια που η ψυχή σκέπτεται το Θεό,
μέλισσα που ακατάπαυστα λογάκια ψιθυρίζεις
στον πιστικό που πλάγιασε σε χόρτο δροσερό·

ω άνεμοι, ω κύματα, ω δάση που γεννάτε
τα όνειρα σε σκεπτικό διαβάτη βραδινό,
καρποί που πέφτετε χρυσοί στα δέντρα από κάτω,
κι αστέρια όπου πέφτετε από τον ουρανό·

γη με τα στάχυα, θάλασσα με τα μαργαριτάρια,
κύματα με τους στεναγμούς, τραγούδια των πουλιών,
κάμποι που αναστενάζετε μες από τα χορτάρια,
και μολυντήρια παγερά των τοίχων των παλιών·

φύση, που έχεις νέα μορφή σε κάθε νέο βήμα,
φύλλα, φωλιές, βαγιόκλαρα που η αύρα σάς κινεί,
μη κάνετε καμιά βοή, γύρω σ’ αυτό το μνήμα,
όπου κοιμάται το παιδί κ’ η μάνα του θρηνεί!

Μετάφραση: Θεόδωρος Βελλιανίτης

 Ο ύπνος του Βοόζ

Ολημερίς εδούλεψε στο αλώνι, κ’ ήρθεν η ώρα
που ανάπαψην επόθησε κ’ έγειρε κοπιασμένος,
κ’ έστρωσεν ο Βοόζ εκεί που ήταν συνηθισμένος
και, στο σιτάρι του κοντά, βαθιά κοιμόταν τώρα.

Δικοί του κάμποι αμέτρητοι, κάμποι πυκνοσπαρμένοι.
Ήτανε πλούσιος κι αγαθός, ποτέ δεν αδικούσε,
νερό καθάριο διάφανο στο μύλο του κυλούσε
και στο αργαστήρι του η φωτιά δεν ήταν κολασμένη.

Τα γένια του αργυρόλευκα σαν ρυάκι παγωμένο.
Πάντα από τα δεμάτια του κάτι άφηνε να βγαίνει,
σαν έβλεπε καμιά φτωχή μαζώχτρα να διαβαίνει
έλεγε: ‘‘Ρίχτε καταγής το στάχυ το κομμένο’’.

Από τους δρόμους τους κακούς, αγνός, μακριά τραβούσε,
έλαμπεν η τιμιότη του κ’ η ολάσπρη φορεσιά του,
ανοιχτοχέρης στους φτωχούς, κ’ έτρεχαν τ’ αγαθά του
καθώς της βρύσης το νερό που αστείρευτο κυλούσε.

Καλός αφέντης, συγγενής πιστός, καρδιά μεγάλη
κι αν είχε, μα τα πλούτια του σοφά τα κυβερνούσε,
νιος κι αν δεν ήταν καθεμιά γυναίκα τον κοιτούσε,
στου μεγαλείο του γέρου εμπρός, τι είναι του νιου τα κάλλη;

Ο γέρος στην πρώτη πηγή της ύπαρξης γυρίζει,
πάει απ’ την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια μέρα να ’μπει,
κι αν μέσα στη ματιά του νιου του πόθου η φλόγα λάμπει
στα μάτια όμως του γέροντα θείο φως αντιφεγγίζει.

Νύχτα. Κι ο Βοόζ κοιμότανε με τους δικούς του πλάι,
κοντά σε θημωνιές ψηλές που έμοιαζαν σαν ρημάδια.
Οι θεριστάδες, συντροφιές, πλαγιάζαν στα σκοτάδια.
Κ’ ήτανε στον παλιό καιρό που πέρασε και πάει.

Η λάσπη του κατακλυσμού δεν στέγνωσεν ακόμα.
Οι άνθρωποι ζούσαν σε σκηνές. Κ’ήτανε κυβερνήτης
μες στις φυλές του Ισραήλ αρχηγός δικαιοκρίτης.
Και των γιγάντων φαίνονταν τ’ αχνάρια στο υγρό χώμα.

Σαν τον Ιακώβ, σαν την Ιουδήθ, έτσι κοιμόταν τώρα
κι ο Βοόζ κάτου στο φύλλωμα που ήτανε πλαγιασμένος,
και με τα μάτια του κλειστά βλέπει μισανοιγμένος
να ’ναι ο ουρανός απάνω του, σε ονειρεμένην ώρα.

Κι ο Βοόζ ονειρευότανε. Και στ’ όνειρο θωρούσε
απ’ την κοιλιά του κάποιο δρυ τετράψηλο να βγαίνει,
σαν αλυσίδα μακρινή μια φυλή ν’ ανεβαίνει,
κ’ ένας θεός εκεί ψηλά στο δέντρο ξεψυχούσε.

Με της ψυχής την άκραχτη φωνή λέει: ‘‘Πώς να γίνει
παρόμοιο πράγμα; Νέα γενιά πώς να σπαρθεί από μένα;
Τα ογδόντα τόσα χρόνια μου πλια τα ’χω περασμένα,
ούτε γυναίκα και παιδί δεν μου έχουν απομείνει.

Ω Κύριε, πάει πολύς καιρός, αγύριστα χαμένος,
που εκείνη δεν πλαγιάζει πλια στην κλίνη μου. Έχει φύγει
για να ’ρθει στη δική σου. Αλλά ο ένας την άλλη σμίγει,
εκείνη μισοζωντανή κ’ εγώ σαν πεθαμένος.

Πώς να πιστέψω; μια φυλή τώρα πως θα βλαστήσει!
Τάχα πως είναι δυνατό παιδιά πλια ν’ αποχτήσω;
Στη δοξασμένη χαραυγή της νιότης να γυρίσω;
κ’ η μέρα πώς ολόφεγγη την νύχτα θα νικήσει;

Κι ο γέρος τρέμει σαν δεντρί που αγέρας το χτυπάει,
έρημος και χηράμενος μες στης ζωής το βράδυ.
Γέρνει κ’ η δόλια μου ψυχή στου τάφου το σκοτάδι
έτσι, όπως σκύφτει στο νερό το βόδι που διψάει’’.

Έτσι στην υπνοφαντασιά κι ο Βοόζ κρυφομιλούσε.
Τα ονειρεμένα μάτια του προς το Θεό γυρίζει.
Το κέδρο πλάι στη ρίζα του δεν νοιώθει πως ανθίζει
το ρόδο, μήτε αυτός πως μια γυναίκα τον ποθούσε.

Η Ρουθ, στα πόδια του Βοόζ, ξαπλώθηκε κοντά του,
πεντάμορφη, ξεστήθιαστη, με απόκρυφην ελπίδα,
ποιος ξέρει μην περίμενε μιαν άγνωστην αχτίδα
σαν άξαφνη φεγγοβολή να ’ρθεί στο ξύπνημά του.

Ο Βοόζ δεν ήξερε πως μια γυναίκα τον προσμένει,
κ’ η Ρουθ δεν ήξερεν ο Θεός σαν τι να της ζητούσε.
Απ’ τ’ ασφοδήλια δροσερό μύρο μοσκοβολούσε,
και στην κορφή του Γαλγαλά κ’ η νύχτα σιγοσβένει.

Σαν για ώρα γάμου κ’ η σκιά μακραίνει πέρα-πέρα,
λες κι αγγελούδια, μυστικά κι ανάλαφρα, πετούσαν,
και κάθε τόσο στη βαθιά νύχτα σιγοπερνούσαν
ίσκιοι γαλάζιοι, σαν φτερά που σειούνται στον αέρα.

Των ρυακιών ψιθυρισμοί σιγά στη χλόη θροούσαν
με την ανάσα σμίγοντας του Βοόζ. (Κ’ ήταν το μήνα
τον καλό μήνα που γλυκιά είν’ η φύση). Και τα κρίνα
στων λόφων τις ερημικές κορφές ανθοβολούσαν.

Η Ρουθ συλλογιζότανε. Κι ο Βοόζ μες στα χορτάρια
κοιμόταν. Και των κοπαδιών αντιλαλούσαν πέρα
τ’ αργά κουδούνια. Σιγαλιά στον άτρεμον αιθέρα.
Κ’ ήταν η ώρα που να πιουν πηγαίνουν τα λιοντάρια.

Ήσυχοι κι ανατάραχοι μακριά και γύρω οι κάμποι.
Τ’ άστρα στολίζουνε βαθιά τα σκοτεινά τα ουράνια,
κι απ’ της σκιάς ανάμεσα τα ολόπυκνα στεφάνια
το μισοφέγγαρο χρυσό μακριά στη δύση λάμπει.

Τα μάτια μισανοίγοντας μια τέτοια σκέψη κάνει
η Ρουθ ασάλευτη: ‘‘Ποιος Θεός να το ’χει παρατήσει,
ποιος θεριστής του αιώνιου καλοκαιριού έχει αφήσει
στων άστρων το λιβάδι αυτό τ’ ολόχρυσο δρεπάνι;’’.

Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος

 Η σκέψη του πολέμου ενοχλεί τους προφήτες

Οι στοχαστικοί προφήτες ζουν μακριά απ’ τα πλήθη
κι από τις πόλεις που γεμίζει ο θόρυβος κι ο βρόντος·
ξέρουμε πως ζουν εκεί κάτω δοσμένοι σε μελέτες σκοτεινές·
γυμνοί, σε βάθη μοναξιάς, τριγύρω τους δεν έχουν
παρά τον ήλιο – την ημέρα – και τη σκιά, τη νύχτα.

Κανείς θνητός δεν τους ακολουθεί. Φυσά ή κοιμάται ο άνεμος,
η καλαμένια στέγη τους ποτέ δεν έλκει ανθρώπου βήμα·
το πνεύμα τους παίρνει το σχήμα της μεγάλης σκυθρωπής ερήμου.
Κι ο λέων που υψώνει κάποτε το μεγαλόπρεπο κεφάλι του,
τους βλέπει από μακριά να ονειρεύονται – και περνά το δρόμο του.

Κι όμως, ιδού τι φθέγγονται οι προφήτες
που το μάτι τους διορά το μέλλον και λαμποκοπά στους τόπους τους ιερούς:
‘‘Ως πότε, εδώ βαθιά στα καταφύγιά μας
ταραττόμενοι θ’ ακούμε κραυγές και αντίλαλους σαλπίγγων
και θα βλέπουμε να φεύγουν δώθε κείθε ξεφρενιασμένα πλήθη;’’

Μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης

Πηγή:  https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/category/%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81-%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%BF/

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Andre Spire - Ανθρώπινο! Πολύ ανθρώπινο!

 Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,

Η μητέρα μου έπαιζε πιάνο

κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.

Καταλαβαίνεις, μικρή μου,

καταλαβαίνεις;


Είχα ένα παιδαγωγό,

ένα άλογο,

ένα τουφέκι,

υπηρέτες και ιπποκόμο.

Καταλαβαίνεις;


Αλλ’ άγαπούσα πολύ τα βιβλία,

τις καρδιές και τα μάτια θλιμμένα.

Καταλαβαίνεις, μικρή μου,

καταλαβαίνεις;


Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,

την αγάπη, τους νικημένους,

τον ουρανό και τους διαβάτες…

Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,

ας τινάξουμε τα βιβλία μας,

ας βουρτσίσουμε τά ρούχα μας,

ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.

Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,

κι ας πλύνουμε τα πιάτα.

Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,

καταλαβαίνεις;


*Μετάφραση: Κ.Γ. Καρυωτάκης. Από το βιβλίο “Σαρλ Μπωντλαίρ – Πωλ Βερλαίν 25-6 ποιήματα σε μετάφραση Κ. Γ. Καρυωτάκη”, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1982. Επιμέλεια: Λουκάς Αξελός.

Yvan Goll - Παράθυρο μέσα στη νύχτα


Τελευταίο βλέμμα
που ξεπροβάλλεις πάνω άπ' την πόλη
τόσο απόμακρο τόσο κοντινό
είσαι το πιο μεγάλο αστέρι
ή το δωμάτιο το πιο μικρό
πού μένει άγρυπνο για να φυλάει τη γη;

Είσαι ένας πύρινος κόσμος
με ποτάμια αγριεμένα
με βουνά που καίγονται
από τα πανάρχαια χρόνια;

Είσαι ή στενόχωρη σοφίτα
πού το μοναδικό λαμπιόνι της φωτίζει
το κεφάλι με το ωχρό πρόσωπο
που σκύβει πανικόβλητο επάνω στη λευκή σελίδα;

Άστρο κοσμικό
καταφύγιο ανθρώπινο
ο διαβάτης περνώντας σάς χαιρετάει

Ιβάν Γκόλ, Ποιήματα (1920-1950), Μετάφραση Ε. Χ. Γονατάς, Στιγμή, 2003.

Απ' το προφίλ της Κατερίνας Μαρδακιούπη

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Jacques Prévert - Άδεια εξόδου



Έβαλα το πηλίκιο μου στο κλουβί
και βγήκα με το πουλί στο κεφάλι.
Ώστε λοιπόν
δε χαιρετάμε πια
ρώτησε ο διοικητής
Όχι
δε χαιρετάμε πια
απάντησε το πουλί.
Ά καλά
με συγχωρείτε νόμιζα πως χαιρετάμε
είπε ο διοικητής.
Δεν είναι θέμα όλοι κάνουμε λάθη
είπε το πουλί.

Ζακ Πρεβέρ (1900 -1977)

Πηγή: Λόγια και άλλα, μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης, Εκδόσεις: Νεφέλη- ΑΘΗΝΑ 1988

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Philippe Soupault - Για τη γιορτή μου


Καπνίζω συχνά την πίπα μου
μου είπε η άνοιξη
και φουσκώνω όμορφα σύννεφα
μερικές φορές πετυχαίνω
και φτιάχνω ένα ουράνιο τόξο
κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο
Το ξέρω πως το καλοκαίρι
θα με σπρώξει στην πλάτη
όπως σπρώχνουμε ένα γεροντάκο
μέσα σε ένα μικρό αυτοκίνητο
αλλά έχω πολλές καλές μέρες
δικές μου ακόμα
κάτι μεγάλα βράδια
αργά και γλυκά
είμαι μάλιστα πιο δυνατή
κι από τη νύχτα κι από τη βροχή
γιατί ξέρω να τις κάνω να χαμογελούν
καπνίζοντας την πίπα μου
και τα σύννεφα που ξεφυσάω
φτιάχνουν ένα ωραίο σκηνικό
για τις κωμωδίες
που σε αυτές παίζουν τα ζώα
ένα μεγάλο ρόλο
κωμωδίες του έρωτα
της ηδονής
που έρχονται και εύχονται
για τη γιορτή μου
Philippe Soupault
μτφρ Κώστας Ριτσώνης

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Charles Baudelaire - Μεθύστε

 


                                                  Διάφανα Κρίνα - Μεθύστε

Μεθύστε


Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.

Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.

Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου

που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,

πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. 

Αλλά με τι;

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

Αλλά μεθύστε.


Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,

στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,

μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας ξυπνάτε, 

με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο η χαμένο.

Ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,

το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά.

Ρωτήστε τι ώρα είναι.

Και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

θα σας απαντήσουν:


Είναι η ώρα να μεθύσετε!


Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου.

Μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!


Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή.

Όπως σας αρέσει.

......................................................................................................................................................................

Μεθύστε


Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι. Όλα είναι εκεί : αυτό είναι το μοναδικό θέμα . Για να μην αισθάνεσθε το φριχτό βάρος του Χρόνου που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς σταματημό.
Αλλά με τι ; Με κρασί , με ποίηση ή με αρετή , με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε.
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί ,το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογκούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι …και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν: –είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου, μεθύστε… μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι.
.

Μετάφραση : Κώστας Ριτσώνης