Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Θέμελης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Θέμελης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Γιώργος Θεμέλης - Ένδυμα


Αφήσαμε ανοιχτή την πόρτα στη νύχτα
Ψυχή μέσα σ’ αυτή την πολιτεία
Έφυγαν όλοι για τα μακρινά νησιά τους
Σκυλιά και σπίτια μες στους δρόμους
Κάνει πολύ κρύο σ’ αυτό το απόμακρο άστρο
Ο κόσμος είναι σκοτάδι
Ένα παλιό τραπέζι
Ανάμεσα σε τέσσερους τοίχους
Έφυγαν όλοι για τα μακρινά νησιά τους

Περπάτησα πολύ μέσα στα δάση
Τα μάτια μου χτυπήθηκαν από πετάγματα
Γίνομαι αγνός
Ένα κομμάτι απλή πέτρα

Αγαπώ την πιο κλειστή γωνία
Ανάμεσα σκεπάσματα από παράθυρα και στέγες
Στον τοίχο επάνω καρφωμένα τα ίχνη μου
Περπάτησα πολύ μέσα στα δάση

Το συρτάρι τρίζει
Μια θλιμμένη εικόνα περιφέρεται στο δάπεδο
Ήταν μια φορά ένα άγαλμα
Που χαμογελούσε

Πώς έτσι αγάπησα τη σκοτεινιά και ντύθηκα

ΓΥΜΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (1945)

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Γιώργος Θέμελης - Μάταια πράγματα

Γιατί, Θεέ μου, να μην μπορούμε
Να βρεθούμε ολόκληροι μες στην αγάπη,
Να πρέπει να γίνουμε όνειρα
Ενανθρωπισμένα μες σ’ έναν άλλο ύπνο,
Όνειρα, διάφανα φαντάσματα γυμνά.

Ως να μην είμαστε άνθρωποι,
Έμψυχα όντα, κρύβοντας την ωραιότητα
Από ζηλότυπα βλέμματα αγγελικά.

Ως νάμαστε πράγματα κλειστά κι ωραία, μάταια,
Καρτερικά, υπερήφανα, σαν τα βουνά.

Κοχύλια σκληρά, αλαβάστρινα, όστρακα άθραυστα,
Βράχοι αρράγιστοι, κύκνοι σιωπηλοί.

Κανείς δεν ακούει την ψυχή του άλλου.

Κανείς

Κανείς.


Από τη συλλογή Το δίχτυ των ψυχών (1965) του Γιώργου Θέμελη

[Ενότητα Α'. Το δίχτυ των ψυχών]

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Γιώργος Θέμελης -Επίλογος από την «Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες»


Τρία πουλιά λαλούσαν ψηλά στον ουρανό
Δημοτικό

Έρχονται νύχτες,
Που βιάζονται
Να γεννήσουν.

Έρχονται μέρες,
Που θέλουν ν’ αλλάξουν,
Και να φορέσουν
Αιώνες.


Συλλογή Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949) 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)

Αναδημοσίευση από: https://thepoetsiloved.wordpress.com/2014/03/25/george-themelis-poetry-greece-epilogue-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%89%CE%B4%CE%AE-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CE%B8%CF%85%CE%BC/

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Θέμελης - Εισαγωγή στη συλλογή Ars Poetica



Τί να πεί κανείς για την Ποίηση; τί μπορεί να πεί; Δε λέγεται – γίνεται. Δεν καθορίζεται – συντελείται, όπως το μέγα Αναμενόμενο.
Είναι ίσως η απεγνωσμένη κλήση του με χίλια ονόματα, η κλήση του και η πρόγευσή του μες στο κατορθωμένο Ποίημα.
Είναι ίσως η αναγγελία του ή το εκθαμβωτικό του μήνυμα μ’ επείγουσες ανακοινώσεις μέλλοντος.
Είναι ίσως...
Μα ο σκοπός μου δεν είναι να πω και να ορίσω το ανείπωτο και σε μια γλώσσα εξαρθρωμένη στην υπηρεσία του τίποτα.
Έπειτα πιστεύω και δεν πιστεύω. Καρτερώ να πιστέψω.
Αμφιβάλλομαι ανάμεσα παραδοχή και απόρριψη, ανάμεσα νυχτερινή συντέλεια και εωθινή καμπάνα.
Ως να σταμάτησε μέσα μου ο καιρός να παίξει με το θάνατο, σαν το ζυγό που αργοζυγιάζεται: κατά δώθε κατά κείθε, ώσπου να γύρει...
Κατά πού;
Ο σκοπός μου είναι να μιλήσω, όπως θα’ θελα να μιλήσω μέσα σ’ ένα τωρινό αύριο, που μάχεται κάθε στιγμή να γεννηθεί, όπως θα μιλήσουν κάποτε ίσως οι άνθρωποι, όταν θα μάθουν μα μιλούν.
Συγχωρείστε με

Εισαγωγή στη συλλογή Ars Poetica, Θεσσαλονίκη 1974

Aπ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Γιώργος Θέμελης - Ars Poetica [1]


Αν είναι κάτι το Ποίημα,
Είναι κάτι που δεν πιάνεται,
Όπως το νόμισμα ή το πουλί

Το Ποίημα σε παίρνει,
Δεν το παίρνεις
Μην το παραβιάζεις.

Το Ποίημα είναι σαν την Αγάπη,
Την Αγάπη την αναπάντεχη,
Όταν σου κόβει τη μιλιά,

Σαν την Αγάπη, σαν τη Μουσική

Μια συνοδεία παντοτινή,
Μια λάμψη ακαταθάμπτωτη

Σ’ ακολουθεί παντού το Ποίημα,
Σε σκοπεύει
Μην το παραβιάζεις.

Είναι κατάφωτο το Ποίημα

Αδιάρρηκτο, καθρεφτικό,
Σαν το αγλαό φεγγάρι
Όταν γεμίζει το δίσκο του

Το Ποίημα δεν είναι πράγμα σου,
το πράγμα είσαι συ

Σε βγάζει στο φως,
Σε φανερώνει
Μην το παραβιάζεις.

Ars Poetica (1974)

Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

Γιώργος Θέμελης - Μορφή καθαρή


Προτού φωνάξει η θάλασσα
Κατέβηκα με τη λάμψη που έκαψε τις φτερούγες
Ύψος και γληγοράδα
Ίσκιος από καθαρότητα χιονιού
Από κατατομές και ζώα που τρέχουν
Το αθάνατο νερό το μέταλλο της ηχηρότητας
Όταν ένα βλέμμα γίνεται άστρο
Μέσα σ’ ένα αδιάσπαστο χαμόγελο
Αγαπώ τ’ ακίνητα χέρια
Την στέγνα του καλοκαιριού
Την ουσία της απέραντης τέφρας
Ανοίγω τα σκοτεινά παράθυρα
Μέσα στην άλλη πρωία μιας αόρατης παρουσίας
Μην αγγίζετε το πρόσωπο
Τ’ όνειρο μιας κρυμμένης αυγής
Που σχηματίζει τα μάγουλά της
Μην πληγώνετε το σώμα
Το πιο ακριβό φορτίο της θάλασσας
Αφήστε το ν’ αντηχήσει
Μέσα στο θόρυβο των ωρών
÷
Έρχεται η βασιλεία της μοναξιάς
Η απεραντοσύνη της γυμνής πεδιάδας
Του παγωμένου νερού
Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947), [Ενότητα Κάτω απ’ τους αγγέλους]

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Γιώργος Θέμελης - Ποιήματα

 

Ελεγεία σ' ένα νήπιο που πέθανε από πείνα

Ισχνό λιωμένο σώμα
Σαν ένα γυμνό πεθαμένο πουλί
Από ποιο χέρι ποιο ουρανό
Παραπάτησε ίσως κι έπεσε
Από νύχτα σε νύχτα
Μέσα σ' ένα παράξενο βαθύ όνειρο
Που η καρδιά των παιδιών παγώνει
Τα χαμόγελα ραγίζουν επάνω στα δόντια
Κ' οι μητέρες δεν έχουνε μαστούς
Φτερά ελαφρά
Πέρα από κάθε σιωπή
Ανάμεσα στ' άστρα που ψάλλουν
Τίποτα δε σάλεψε
Τίποτα
Τα δέντρα εξακολουθούν
Να σηκώνουν τη μοναξιά
Τα σκυλιά να ουρλιάζουν
Φυλάξου
Μη σταθείς πουθενά
Γλήγορα
Σκεπάστε τις εικόνες των καθρεπτών
Φάσμα λιπόσαρκο μέσα στη νύχτα
Φτερού αποτύπωμα στα ξύλα μιας κούνιας
Διψάει μια στάλα δροσιά ψάχνοντας μέσα σ' όλα τα μάτια
Περιεργάζεται ένα γυμνό κρανίο
Ένα στεγνό πεθαμένο πρόσωπο
Μας βλέπει
Μέσα στον άλλο ύπνο
Σκοτεινιασμένα πρόσωπα αλλόκοτα θλιμμένα ζώα
Απελπισμένα φτεροκοπήματα
Επάνω στους τοίχους
***
Ενθάδε κείται
Σκιά πουλιού
*
Ερημία
Έξω από μας πεθαίνουν τα πράγματα
Απ' όπου περάσεις νύχτα, ακούς σαν ένα ψίθυρο
Να βγαίνει από τους δρόμους που δεν πάτησες,
Από τα σπίτια που δεν επισκέφθηκες,
Απ' τα παράθυρα που δεν άνοιξες,
Απ' τα ποτάμια που δεν έσκυψες να πιείς νερό,
Από τα πλοία που δεν ταξίδεψες.
Έξω από μας πεθαίνουν τα δέντρα που δεν γνωρίσαμε.
Ο άνεμος περνά από δάση αφανισμένα.
Πεθαίνουν τα ζώα από ανωνυμία και τα πουλιά από σιωπή.
Τα σώματα πεθαίνουν σιγά - σιγά από εγκατάλειψη.
Μαζί με τα παλιά μας φορέματα μες στα σεντούκια.
Πεθαίνουν τα χέρια, που δεν αγγίσαμε, από μοναξιά.
Τα όνειρα, που δεν είδαμε, από στέρηση φωτός.
έξω από μας αρχίζει η ερημία του θανάτου.
*
Αντήχηση
Εδώ είμαι, μες στην κλειστή καρδιά μου.
Αν πιάσεις το χέρι, πιάνεις την ψυχή:
Αφή από φυλακισμένο πουλί ή σπαραγμό από ψάρι.
Αν κόψεις λίγο κρέας, κόβεις λίγη ψυχή.
Αν φτύσεις το πρόσωπο, φτύνεις το πνεύμα.
Κάθε ράπισμα, κάθε φίλημα περνά
Μες σε πολλά επίπεδα, σαν ήχος που αντηχεί.
Το δέχεται μέσα ο Κύριος, το αποτυπώνει
Στη μυστική του σάρκα, το κρύβει στο αίμα του.
*
Οι Απόντες
Δεν είναι ο έρωτας, δεν είναι ο Θεός
Αυτό που μας λείπει· εμείς
Λείπουμε και μας λείπει,
Έχουμε φύγει κ' είναι απών.
Τον γυρεύουμε τάχα ή μας γυρεύει
Και δε μας βρίσκει; Τον ποθούμε ή μας ποθεί
Και δε μας βλέπει το πρόσωπό του;
Εμείς έχουμε πεθάνει, ο θάνατός μας
Είναι ο μέγας θάνατος, δεν πέθανε ο Θεός.
Εμείς είμαστε οι απόντες απ' το δείπνο,
Αυτοί που λείπουν και δεν είναι, κλείστηκαν έξω,
Δεν πρόφτασαν να 'ρθουν, τρέχουν στους δρόμους,
Και σκουντουφλούν στη γη, χτυπούν την πόρτα.
Δεν έχουν πρόσωπο, δεν έχουν φως.
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα Επιλεγμένα ποιήματα 1923 - 1975, Ρώμη 2019.

Πηγή: https://www.facebook.com/giorgos.alpogiannis/posts/pfbid0EokXV7vjEomDocMd3v6RFkJ3MnjL4QjSnVuRr1eKK2YsS6ZPoK8rMBzu1XZfproxl

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Γιώργος Θέμελης - III. De rerum natura


Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
Ο ήλιος μες στην ψυχή μου.
Είναι ένας άλλος ουρανός.
Δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,
Αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.

Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
Το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,
Ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση
Που τα ’δαμε, κοιταγμένα για πάντα.

Βραδιάζει, ξημερώνει – κάποιοι συνομιλούν.
Ως να ’μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα,
Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας.
Τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.

Τα ’χουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
Τα κόκαλά μας από θάλασσα κι ασβέστη.

Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
Μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται
Την κατάφωτο όψη μας, το πρόσωπό μας.

Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.

Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,
Ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
Μαζί με τα πράγματα και τα βουνά.

Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,
Μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
Από τη γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.

Ως να ’μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.

Αυτή ’ναι η θάλασσα η πολύφωτη,
Που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
Ως με τον ύπνο, ως με τη σάρκα.
Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.

Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,
Μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,
Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.

(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα, και δεν παύει,
Δεν παύει ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας.)

Σ’ αυτό το ξύλο, μες σ’ αυτό το φως,
Σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
Την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,
Του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.

(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντρα;)

Με κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
Το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.

Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.
Αυτή την ώρα, σ’ αυτό τον ουρανό,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.

Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.

Σ’ αυτό το ακίνητο πρωί, θα στολιστώ,
Θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
Θα τρέξω ως τον καθρέφτη να κοιτάξω.

Ψάχνω το σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,
Φιλώ τη σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.
Ως να με κράζει κάποιος, με καλεί.
Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.

Τίποτα δεν αφήνω να πέσει καταγής και να χαθεί.

Φιλί με φιλί και ψίχουλο με ψίχουλο,
Χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα
Ξανά μες στην αγάπη μου, να σώσω την ψυχή μου.

Ό,τι αγγίξαμε, ό,τι αγαπήσαμε.

Ό,τι άγγιξα, θα ’ναι αυτό,
Που θα ’χω αγγίξει∙ ό,τι κοίταξα,
Αυτό που θα ’χω κοιτάξει,
Αυτό που θα ’χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.

Ό,τι κέρδισα, ό,τι αγάπησα.

Κι εγώ τι θα ’μαι τάχα, ποιο χέρι
Θα μ’ έχει συλλέξει, ποιο βλέμμα
Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.

Ποια μνήμη θα μου φέγγει να περνώ.

Κι εγώ κάπου θα ’μαι, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,
Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.

Το ειπωμένο μου θα ’μαι τραγούδι και θα φεύγω.

Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,
Αυτό που είπα, έκαμα, σκόρπισα,
Το φως που είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.

Μια φούχτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.

Μέσα στη δίψα η δίψα θα ’μαι, θα διψώ,
Θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.
Μέσα στη μνήμη η μνήμη, θα θυμάμαι,
Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.

Αν όλα λείψουν, θα μείνει το άρωμά μας.
Αν ακουστεί η φωνή μας, θα ’ναι τα δέντρα.

Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι, αντηχούμε,
Ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότο του θανάτου,
Μια πόρτα να χτυπάει, να κρούει η μνήμη.

Φωνή που σ’ άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
Φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,
Σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,
Σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,
Μες στην παντοτινή σου αντήχηση.

Ένας ήχος θα μας πάρει, ένας αντίλαλος.

Κινώ το σώμα, κινείται η ψυχή μου,
Το κοιμίζω, κοιμάται.
Αγαπώ, αγαπά η ψυχή μου,
Γεύεται το σώμα και το αίμα.
Οσφραίνομαι, οσφραίνεται η ψυχή μου.

Εγώ πίνω, εγώ διψώ
Μες στην ψυχή μου, εγώ πάσχω,
Εγώ πληγώνω τα δάχτυλά μου.

Ό,τι άκουσε μες από μένα
Η ψυχή μου, τ’ ακούει.
Ό,τι είδε η ψυχή μου, το βλέπει,
Γίνεται, αναφαίνεται
Μες σ’ ένα ξάστερο ουρανό.
Ό,τι άγγιξε, το μεταμορφώνει,
Το κάνει ζώο, φωτιά, πουλί,
Μες σ’ ένα αδιάλειπτο καθρέφτισμα.

Ό,τι αγάπησε, το ανάβει και το καίει.

Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου,
Ψωμί και φως, τον ύπνο και τον έρωτα.
Αχόρταστο το φως, άπληστος ο έρωτας.
Δεν θα χορτάσουμε ποτέ τη στέρηση,
Θα τρώμε και θα πεινούμε, θα διψούμε.

Τα δέντρα μας θα ’ναι σαν τα λειψά
Κορμιά, λιπόσαρκα, μισοφώτιστα,
Μοιρασμένα ανάμεσα σκότος και φως,
Ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση,
Ως να μη χόρτασαν ήλιο και βροχή,

Ως να γυρεύουν κι άλλο φως μέσα στο φως.

Το σπίτι μας θα ’ναι μισοσκότεινο
Μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο.
Ως να μη γέμισε ήχο και μνήμη,
Ως να μη χόρτασε όλο τον ύπνο
Μέσα στον ύπνο που κοιμηθήκαμε.

Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου.

Ένα πουλί πέταξε κάποτε: πετάει,
Ένας άνεμος, ένας καπνός.
Ένα φτωχό σκυλί μες στη βροχή.

Ως ποιο τέλος, ποιον ουρανό.

Όλα είναι πολύ σιμά, μπορείς
Ν’ απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις,
Πράγματα καθαρά και τελειωμένα,
Μέσα στο τότε, μες στο τώρα.

Και τα χαρτιά που σκόρπισε ο αγέρας
Και τα κουρέλια μέσα στα σεντούκια
Μυρίζοντας θύμηση και σήψη.
Σκουπίδια, σκουριασμένα καρφιά, παλιά παπούτσια.

Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Ό,τι γίνηκε είναι σαν ένας καρπός,
Μισοφαγωμένος καρπός μέσα στο στόμα.
Από που θά ’ρθει φαίνεται μες στην πορφύρα.

Εδώ το μάτι, εκεί το θέαμα.

Μια καμπάνα σήμανε: σώπασε,
Μια καμπάνα σημαίνει: αντιλαλεί.

Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
Και γίνομαι, όλο γίνομαι,
Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποκτήσω
Την ύπαρξή μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.

Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.

Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στον χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.

Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.

Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο
Παρόμοιο, γυρεύουμε το ένα τ’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω
Εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,
Παντοτινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.

(Ποιο χέρι τα κινεί και τα σωριάζει,
Τα χτίζει και τα γκρεμίζει.
Ποιος μας σωριάζει μες στον χρόνο.)

Δεν ακούγεται τίποτα κι όλα αντηχούν,
Ως να ’ναι παύση μες στον χρόνο,
Ως να ’ναι παύση κι όλα πρόκειται ν’ αρχίσουν
Απ’ την αρχή: οι ομιλίες, τα βήματα, η μουσική.

Δεν ξέρουν τίποτα, έχουν ξεχάσει
Από πού έρχονται και πού πηγαίνουν,
Τι ελπίζουν, τα αιώνια πράγματα.
Ως να μην έχουν τόπο να σταθούν,
Ήλιο δικό τους, πρόσωπο, θάνατο,
Μοίρα δικιά τους άλλη απ’ τη δικιά μας.

Για ποια έσχατη κρίση, ποια εξαφάνιση.

Από μας παίρνουν, απ’ τα χέρια μας,
Το καθαρό τους σχήμα και μας μοιάζουν.
Φως απ’ το φως και θλίψη από τη θλίψη μας.

Θρηνούν, όταν θρηνούμε — έναν θρήνο άφωνο.
Αντανακλούν τη λάμψη μας μέσα στη νύχτα.

Όταν πεθαίνουμε, μένουν ακίνητα,
Χτυπημένα από μια τέλεια σιωπή,
Ανάμεσα φώτα, στέφανα και μουσική.

Έχουμε τον ίδιο ύπνο, τον ίδιο δρόμο, το ίδιο αργό μέλλον.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη,
Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.

Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.

Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν,
Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θα ’παιρνε για να φανεί
Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,
Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κι αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:
«Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός».
Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
Ταφή και θρήνο — δίχως ανάσταση.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος.

Το πρόσωπο και το είδωλο, 1959

Πηγή: https://thepoetsiloved.wordpress.com/

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Γιώργος Θέμελης - Ποιήματα


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Ι. Τοπίο



Πολιτεία καταχωμένη σε συσσωρεύσεις,

Πολιτεία διάφωτη σα μες σε νύχτα,

Μεταφυσική, ανυπόστατη, αμφιβολία.



Μες στην αφή, στα πράγματα, είν’ ένας ουρανός.



Μες στην υπόσχεση, στα όνειρα, είν’ ένας δεύτερος.



Ο άλλος μυστικός, απρόσιτος, σαν τους Αγίους.



Μπορούμε να το υποκαταστήσουμε

Με κείνο το βαθύ γαλάζιο στις παλιές εικόνες,

Ή μ’ ένα σύμβολο διαστατό – ένα πρόσωπο,

Μονάχο, αντανακλώμενο σ’ ερήμους από φως.



Οι άνθρωποι βλέπουν μέσα τους.



Οι γυναίκες περνούν κι αφήνουν,

Σα νάναι η εμπιστευτική τους διαμονή,

Κάτι σα φέγγος μελιχρό, που σε διαπερνά,

Σε συνοδεύει, στις περιπλανήσεις σου, χαμηλωμένος φωτισμός.



Εδώ μπορεί να υπάρχεις και να μην υπάρχεις.

Να σβήνεις και να χάνεσαι.

Να περπατείς και να βουλιάζεις.



Μπορείς να λάμπεις, να προσεύχεσαι, ή ν’ αντηχείς σαν τις καμπάνες.

(ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ, 1953)



ΔΕΝ ΓΙΝΟΜΑΙ ΠΙΑ




Δεν γίνομαι πια – έγινα.

Δεν ωριμάζω – ωρίμασα.



Δεν είμαι πια ο αγίνωτος,

Ο ακόρεστος για φως, για θλίψη, για ουρανό,

Από φτερό και πόθο, απ’ ωραιότητα.



Έπαψα να πεθαίνω – έχω πεθάνει.



Έπαψα – δεν έχει πάψει η μουσική

Να με καλεί, δεν έχει πάψει ο έρωτας,

Ο μέγας άνεμος να με γυρεύει.



Του έλειψα,

Του άνοιξα πληγή.



Πίσω με κράζει η θάλασσα η πολύφωνη,

Πίσω, σα μια κραυγή, πίσω η νύχτα



Στο άδειο φως, σ’ έρημους τόπους.



Άγαλμα θα μπορούσα νάχα μείνει,

Άγαλμα ασάλευτο μες σ’ έναν κήπο

Πολυσύχναστο, γεμάτον περάσματα και κρύπτες.



Άγαλμα, κλίμακα, στημένη γέφυρα

Από την μια στην άλλη όχθη.



Να με διαβαίνουν οι ψυχές που φεύγουν, οι ψυχές που έρχονται.



Βαθύς καθρέφτης, να περνούν

Αγαπημένα πρόσωπα και να κοιτάζονται.

(ΕΞΟΔΟΣ, 1968)



ΟΡΥΧΕΙΟ



Τοπίο κλειστό κι γυμνωμένο

Απόμερο από κάθε πατημασιά αγριμιού



Τοπίο της ερημίας άδενδρο, άνυδρο

Ανάμεσα πέτρα γλιστερή και θάλασσα



Κοιμητήριο ήχων αλλοτινών που σώπασαν

Γεμάτο συντρίμμια νεφών και κόκαλα ανέμων



Τοπίο χερσότοπος,

Όπου



Σκάβοντας – ανοίγοντας ορύγματα

Ανασέρνεις απολιθώματα πανάρχαιων πτερωτών



Σκελετούς αλόγων, ενταφιασμένες πανοπλίες,

Εμβλήματα, ξίφη, αχρηστεμένα στέμματα



Ανάμεσα παλαιά στοιβαγμένα κοιτάσματα,

Μαύρα νερά, γρανίτη και κάρβουνο.

(ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1973)


Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Γιώργος Θέμελης - Αναμονή

Φυσάει ο αγέρας, ανεβαίνει ο κουρνιαχτός.
Ως να διαβαίνουν ζώα μες στον χρόνο.
Ως να φωνάζουν άνθρωποι, φωνές μεγάλες,
Σαν φοβισμένα σκυλιά, να διώξουν τον θάνατο.
Ο καθείς μονάχος, χωριστά απ’ τους άλλους,
Ο καθείς φωνάζοντας για την ψυχή του.
Και κλειούν τις πόρτες τους, βάζουν το μάνταλο και το κλειδώνουν.
Κανείς δεν τόνε βλέπει, δεν τον ακούει,
Σιγοπατεί σαν κλέφτης στο σκοτάδι.
Να μη σκιαχτούν τα ζώα, να μην τρομάξουν τα πουλιά.
Κανείς δεν ξέρει την ώρα του, την ώρα που έρχεται.
Κοντά γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη σου,
Πατεί τους δρόμους σου, τις νύχτες σου,
Μετράει τα βήματά σου.
Αν έρθει στην πόρτα σου, μη σου φανεί νωρίς,
Ως να ’σαι ο αργοπορημένος,
Ως να ’χεις μόλις φτάσει από μακριά μες στην αποδημία.
Ετοίμαζε την ψυχή σου.


Από τη συγκεντρωτική έκδοση: Γ. Θέμελης, Ποιήματα II, (1970)

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Γιώργος Θέμελης - Γυάλινο μάτι

 Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
(Είναι κάτι ντροπές που δε λέγονται
Κάτι αμαρτίες που φοβάσαι τον ίσκιο σου)

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο
Σηκώνονταν τη νύχτα και φώναζε:
«Πάμε να πέσουμε στο ποτάμι…»
Έβλεπε ουρανούς λευκούς αγγέλους

Είναι ένα γυάλινο μάτι που με βλέπει στον ύπνο του

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
Στητά κοτρόνια μέσα σε χορτάρι
Έρμο δυσώνυμο φτωχικό κοιμητήρι
Αναπαύονται όσοι περπάτησαν πεθαμένοι

Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)

Πηγή: https://www.translatum.gr/

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Γιώργος Θέμελης - Δ. Η Μόνα παίζει [IV. Κρυφτούλι]



–Δεν είμ’ εγώ– δεν είμαστε,
Κρυβόμαστε
Πίσω απ’ τα θυρόφυλλα, πίσω
Απ’ τον καθρέφτη, δε φαινόμαστε
Ο ένας στον άλλο, χανόμαστε
Ο ένας απ’ τον άλλο.

Είναι σαν ένα πυκνό δάσος
Και χάνεται η σκιά,
Σβήνει το σχήμα του κορμιού.

Το πήρε η νύχτα, το κατάπιε η γη.

Ψάχνουμε να βρούμε ο έναν τον άλλο,
Η μια σκιά την άλλη,
Πίσω απ’ τα θυρόφυλλα, πίσω
Απ’ τον καθρέφτη, φωνάζουμε:
– Πού είσαι, πού! –Εδώ, εδώ!–
Ακούγεται σπαραχτικά,
Σαν από κάπου, σαν από μακριά,
Πολύ μακριά, μεγάλη απόσταση.

Η τρυφερή ψυχή αναφαίνεται
Μες από τοίχους και κρύπτες.

Όψη χλωμή, το πρόσωπο μέσα στα χέρια.

Από τη συλλογή Η Μόνα παίζει (1961)

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]


Πηγή: translatum.gr

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Γιώργος Θέμελης -Σόδομα και Γόμορρα

 


καὶ ἐγένετο, ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ·...
Γένεσις (ΙΘ' 17)

Άνθρωποι, όπως πάντα, οι άνθρωποι
—Δεν είναι χελιδόνια, θα μπορούσαν να γίνουν,
Δεν είναι Άγγελοι, θα μπορούσαν να γίνουν
και να μη φτάσουν, να κεραυνωθούν—
Ξεχνιούνται και αναπαύονται.

Μέσα τους ξεχνιούνται, να ξεχάσουν,
Ν’ αποκοιμίσουν την ψυχή τους,
Να μην πονεί,
Να κλείσει.

(Πληγή η ψυχή, πληγή κρυφή κι ολάνοιχτη, μια λόγχη στην πλευρά και μας κεντά —
Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει απ’ την ψυχή του.)

Κοιμούνται όσοι κοιμούνται,
Πνίγουν τα όνειρα και δε σπαρνούν
Φοβούνται μη ξυπνήσουν,
Έχουν το φόβο του φωτός.

Μπορείς ν’ ανάψεις έναν ήλιο να φέξει μες στα μεσάνυχτα
Και να σημάνεις σύναξη ψυχών, — νεκρών ψυχών,
Να βάλεις μια κραυγή, τρόμου κραυγή, να σηκωθούν:

—Σύγνεφα μαζεύονται στον ουρανό,
Σύγνεφα αλλόκοτα, τρομαχτικά,
Γεμάτα οργή —έρχεται η βροχή
Μια κίτρινη βροχή από φωτιά και θειάφι—

Όσοι κοιμούνται κοιμούνται.

Την ψυχή μονάχα κοίταζε και σώζε,
Την σεαυτού ψυχήν, τ’ άλλα μην τα κοιτάς,
Είναι όλα να καούν, τίποτα να μη μείνει.

(Στάχτη σύναζες,
Στάχτη σώριαζες,
Στάχτη στη στάχτη.)

Μην αργείς, μπροστά σου μόνο βλέπε,
όλο μπροστά
Κατά κει, που δείχνουν τα μηνύματα,
και δρόμο,
Μη σταθείς πουθενά, μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω.

Από τη συλλογή Τα Βιβλικά (1975)

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Γιώργος Θέμελης - Μ΄ έκοψαν με χώρισαν στα δυο


Μ΄ έκοψαν με χώρισαν στα δυο - Γιώργος Νταλάρας


Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δυο

τη μια πλευρά μου τη μια φτερούγα μου

κι είμαι μια στάλα αίμα στα χείλη σου

ένας αγέρας στα δάχτυλά σου


Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω

μισό κορμί μισοκομμένο όνειρο


Μ' έκοψαν και μ' άφησαν να ζω

με την πληγή μου με την αγάπη μου

κι είμαι μια πίκρα μέσα στα μάτια σου

ένας αγέρας μες τα μαλλιά σου


Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω

μισό κορμί μισοκομμένο όνειρο