Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.6. Social Waste. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.6. Social Waste. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Social Waste - Για να νικήσουν




Είναι ένα θέμα που σε αφορά
Τούτος ο κόσμος δυο μάσκες φορά
Άλλη στο Νότο κι άλλη στο Βορά
Και δεν είναι όλα μια χαρά
Γι' αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμου
Που προσπαθούνε να φτάσουν εντός μου
Να μου μιλήσουν και να με πείσουν
Για να νικήσουν

Πες πως γεννιέσαι και έχεις λεφτά,Σπίτια και κότερα κι εξοχικάΚαι πως ανήκεις στην κατηγορίαΕκείνη που λέμε 'καλή κοινωνία'Πρωτόδες το φως σε κάποια κλινική,Μα φυσικά και ιδιωτικήΠήγες στα νήπια και τα προνήπιαΚαι γενικά τα ξεκίνησες ήπιαΚι ύστερα ήρθε εκείνη η ώραΠου για τα σχολεία σου λένε προχώραΓια να λάβεις μόρφωση που να 'ναι όσιαΚι όπως θα μάντεψες όχι δημόσιαΓια να στο κάνω και συγκεκριμένοΠες ότι σου 'γραφε το πεπρωμένοΝα ζήσεις Αθήνα, Λονδίνο, ΠαρίσιΚαι γενικότερα κάπου στη ΔύσηΝα πας στα καλύτερα πανεπιστήμιαΝα συναναστρέφεσαι την academiaΚαι την ελίτ την οικονομική,Πολιτική και καλλιτεχνικήΝα 'χεις ζωής μέσο όρο 80 παράΝα μη χρειαστεί να στηθείς στην ουράΝα σου πάν όλα πρίμα –δε βγαίνει κι η ρίμαΜα δε θα σου πω άλλα κλισέ για το χρήμαΓιατί στην ουσία, για να 'χεις υγείαΘα τρέχει για σένα ως κι η τεχνολογίαΚαι δε θα σε νοιάζει, γιατί να σε νοιάζει;Τι πάει να πει το ταβάνι πως στάζειΕσύ θα ντυθείς τα επώνυμα ρούχα,Θα πιεις τα ακριβά τα ποτά τα αλκοολούχαΘα αλλάξεις σελίδα στην εφημερίδαΓια νέα απ' τον κόσμο μα κι απ' την πατρίδαΘα ανάψεις τσιγάρο και θα σχεδιάσειςΤο πώς και το πού διακοπές θα περάσειςΘα πάρεις αμάξι, θα λες 'είμαι εντάξει'Θα θέλεις να μπει η ζωή σου σε τάξηΓιατί έτσι λένε σε όλους πως πρέπειΕκείνοι που δήθεν είναι καθωσπρέπειΚαι δε θα ζητήσεις να βρεις εξηγήσειςΚαι ύστερα θα 'ρθει η σειρά σου να πείσεις
Είναι ένα θέμα που σε αφοράΤούτος ο κόσμος δυο μάσκες φοράΆλλη στο Νότο κι άλλη στο ΒοράΚαι δεν είναι όλα μια χαράΓι' αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμουΠου προσπαθούνε να φτάσουν εντός μουΝα μου μιλήσουν και να με πείσουνΓια να νικήσουν
Και τώρα ξέχνα τα όλα και πεςΌτι γεννήθηκες στο ΜαρακέςΣτη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία,Τη Σενεγάλη, τη ΜαυριτανίαΌχι δεν ήταν σε νοσοκομείο,Ούτε και πήγες ποτέ σε σχολείοΔεν πήρες παιχνίδια από πολυκατάστημαΟύτε θα ζεις για μεγάλο διάστημα50 χρόνια το πολύ-πολύ,Αν η ζωή είναι μαζί σου καλήΚι αν φυσικά δε σου τύχουν προβλήματαΌπως εμφύλιοι και πραξικοπήματαΑν συνηθίσεις σε βίο αυτάρκηΚι αν δε σου τύχει να πέσεις σε νάρκηΤότε θα είσαι απ' τους τυχερούςΚαι απ' τους οργανισμούς τους γερούςΚι ίσως να μάθεις και κολυβογράμματα,Μπορεί –που ξέρεις- να δεις και γεράματαΝα 'χεις μισθό κάτω από δυο δολλάριαΚαι συνοδεία παντού τη μαλάριαΊσως σε βγάλουν και φωτογραφία,Ίσως στα Πούλιτζερ πας τα βραβείαΘα χεις ζωή αμφιβόλου ποιότηταςΚαι 15 λεπτά δημοσιότηταςΉ πες πως γεννιέσαι κορίτσι πράμαΣτο Πακιστάν στη Γη των ΦυλώνΝα μη σε πιάνει κανένα θάμαΜήτε ανθρώπων μήτε και θεώνΉ κάπου στην Αίγυπτο παιδί εργάτηςΣτα βαμβακοχώραφα ή και στην ΚίναΝα φτιάχνεις παπούτσια, φανέλες και μπάλεςΉ να 'σαι απ' τα παιδιά εκείναΠου μοίρα τα μοίρανε ξεχωριστήΚι είχαν κυανόκρανο για βιαστήΣτο Πορτ-ο-Πρένς ή στη ΜονρόβιαΚαι τους κολλήσανε στάμπα ισόβιαΓι'αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμουΠου προσπαθούνε να φτάσουν εντός μουΝα μου μιλήσουν και να με πείσουν,Για να νικήσουν
Είναι ένα θέμα που σε αφοράΤούτος ο κόσμος δυο μάσκες φοράΆλλη στο Νότο κι άλλη στο ΒοράΚαι δεν είναι όλα μια χαράΓι' αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμουΠου προσπαθούνε να φτάσουν εντός μουΝα μου μιλήσουν και να με πείσουνΓια να νικήσουν

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Social Waste - Tου Άρη



Κρατούσα πάντα μια σελίδα μου κενή για το χατίρι σου

κι όσο θα τη γεμίζω, δώσε μου το ποτήρι σου.

Καπετάνιε θα το φουλάρω ως τα χείλια,

κρασί να πιούμε από του χρόνου τα παλιά τα σταφύλια.

Σκοπούς μη βάλεις, βγάλε το σκούφο κι ετοιμάσου

θα μιλήσουμε για κείνους που πουλήσαν τον ΕΛΑΣ σου

κι έπειτα ξεπουλήσανε και τούτο το χώμα

κι όμως τα σόγια τους μας κυβερνάνε ακόμα.

Ναι όπως τ’ακούς! Μα μην ταράζεσαι, έχει κι άλλα,

εξάλλου εδώ πάντοτε ξένοι κρατάγαν την κουτάλα

κι εμείς πιστό σκυλί που ζητιανευει, όπως θα ξέρεις,

καλά πού έφυγες νωρίς να μην τα δεις να υποφέρεις.

Τι είπες, το κόμμα σου;Αυτό έχει μάθει να χάνει

και να προδίδει,ρώτησε και τον Πλουμπίδη.

Μα τι σου λέω,πού τα γνωρίζεις από πρώτο χέρι,

κι άλλος κανείς από’σένα καλύτερα δεν τα ξέρει.

Όσο για το όνειρο,το έπνιξε η μάνα του στην κούνια

και παίζουν δίχως αντίπαλο οι άλλοι με τα σπιρούνια.

Γι αυτό σου λέω,ανέβα στο άλογο κι έλα σαν πρώτα

μήπως και πάψει τούτη η χώρα να είναι κότα.


Κάπου στη Ρούμελη λένε πως ζεις ακόμα

με τον Κωστούλα, τον Μπελή και τον Τζαβέλλα.

Το ακούς; Ακόμα σε ζητάει τούτο το χώμα.

Γι αυτό σου λέω, ανέβα στο άλογο κι έλα.


Λείπεις καιρό έχουν περάσει και τόσα

μα ποιο μολύβι να στα γράψει, να στα πει ποια γλώσσα;

Κάτσε λοιπόν, άκουσε πες τα κι εσύ στον Τζαβέλλα

κι ύστερα ανέβα στο άλογο, πάρε τον μαζί και έλα.

Ξενοκρατία που λες τη χώρα τούτη άλωσε

κι από όταν έφυγες η δεξιά ξεσάλωσε.

Όπως φαντάζεσαι πισώπλατα όχι στα ίσια

βαφτίσανε Παρθενώνες τα ξερονήσια.

Ναι οι κουφάλες, κι η αριστερά κωλημένη,

η ηγεσία βλακώδης κι αλλοπαρμένη, χαμένη

κι οι αντάρτες σου πουλημένοι,πολύ φθηνά πουλημένοι!

Μα τι τα θες, τι τα γυρεύεις, πικρή γεύση μας μένει,

σήμερα πάλι είναι πιο μαύρο το χάλι,

ίδιο το χρώμα, ακόμα κουμάντο κάνουν οι μεγάλοι,

ναι οι μεγάλοι δεν τέλειωσαν οι άξονες,

άλλαξαν βάρδια και ήρθαν οι Αγγλοσάξωνες.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι που τους χαλάν την συνταγή,

οι απόγονοι του Ζαπάτα στων Μεξικάνων τη γη.

Γι αυτό σου λέω, κάτι δεν έχει πεθάνει

κι ίσως αν έρθεις, πιο βαθιά να ανασάνει.


Κι ύστερα κοίταξα ξανά τον φανοστάτη,

εκείνον στη φωτογραφία της ντροπής

κι είπα: «Αντίο Καπετάνιε επαναστάτη,

καλές εφόδους στην κοιλάδα της σιωπής».

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Social Waste - Του κόσμου τα λιμάνια



Θα αρματώσω ένα καράβι
Καράβι μεγάλο
Κι όταν ελεύθερο τον εαυτό μου αφήσω
Με Ποσειδώνα κι Άι Νικόλα
Θα τα βάλω
Κι όλα του κόσμου τα λιμάνια θα γυρίσω

Θα φύγω νύχτα από τη Θεσσαλονίκη
(να μην τολμήσεις να τη δεις απ’ τη στεριά)
κι ένα πουκάμισο – χρυσάφι στο μανίκι
θα αφήσω πίσω κάπου στην Καλαμαριά

θα βάλω πλώρη – μέσω Πειραιά – για Κρήτη
Χάνδακα, Χώρα, Κάντια, Μεγάλο Κάστρο
Και θα ρωτάω τον γερο-Αποσπερίτη
Που `ναι κρυμμένο κείνο του Νοτιά το Άστρο

Κι ύστερα πέλαγο του Νότου Λιβυκό
Κι αφού ζητήσω με σπονδή κρασιού την άδεια
Από πλοίο φάντασμα, παλιό, πειρατικό
Θα φτάσω μέχρι την πλανεύτρα Αλεξάνδρεια

Και από κει και με ταχύτητα φωτός
Που εκπέμπεται από τον αρχαίο χαμένο Φάρο
Ψάχνοντας το άρωμα μιας κάποιας γυναικός
Για το Λιμάνι της Μαρσίλλια θα σαλπάρω

Θα πιω σαμπάνια γαλλική, κρασί και μπύρα
Κι όταν αρχίσει η νύχτα πέπλα να απλώνει
Θα δραπετεύσω από την κοσμοπλημμύρα
Βάζοντας πλώρη Καταλούνια, Βαρκελώνη…

Θα μπω στην πόλη τροπαιοφόρος Σαντ Ζορντί
Για Ράμπλας και Μπαρσελονέτα θα κινήσω
Και με σημαία κίτρινη και πορφυρή
Στο Μοντ Ζουίκ και στο Καμπ Νου θα προσκυνήσω

Από το πέλαγο το Βαλλεαρικό
Σαν Μπαρμπερίνος πειρατής θα βγω στο Αλγέρι
Και απ’ το στενό του Γιβραλτάρ ερωτικό,
Φάντο θλιμμένο, Λισσαβόνα θα με φέρει

Με το αγέρι στο Μαγκρέμπ θα ταξιδέψω
Αραβική θωριά και Βέρβερου το αίμα
Στην Καζαμπλάνκα μια βραδιά θα αλητέψω
Και στην Κασμπά μάταια θα ψάξω τη Φατέμα

Του Ατλαντικού θα διασχίσω τα νερά
Θα χαιρετίσω τη στεριά στο Κάπο Βέρντε
Και στο λιμάνι που συχνάζει η Αριστερά
Θα ρίξω άγκυρα για λίγο – Πόρτο Αλέγκρε

Γαλαζοκίτρινα θα βάψω τα πανιά
Θα καίει η φλόγα δυνατά στο σπαρματσέτο
Μπουένος Άιρες, πολύχρωμη γειτονιά
Και Boca Juniors `es un sentimiento’

Και στων θαλασσοπόρων έπειτα τα βήματα
Γεμάτο ρούμι θα υψώσω το ποτήρι
Ιπτάμενος Ολλανδός, παλεύει αιώνια με τα κύματα
Απ’ όξω απ’ της Ελπίδας το ακρωτήρι

Κι εκεί στης φτώχειας τα νερά, απ’ τα σκοινιά γερά κρατήσου
Μας προσμένουν Σομαλοί πειρατές στο Μογκαντίσου
Απ’ το Άντεν πιο πέρα κι ίσως ανήκουν πολλοί
Στου Γουίλι, του μαύρου θερμαστή τη φυλή

Κι όλοι μαζί μετά στη Μπούρμα κι όταν φτάσουμε εκεί
Να γλιτώσουμε απ’ τη χούντα την Ανγκ Σου Κιι
Κι αφού ντυθούμε πορτοκαλί βουδιστικό μανδύα
Να τραβήξουμε για Πακιστάν και Ινδία

Να σταθούμε μια στιγμή στο Καράτσι που `χω φίλους
Να αγνοήσουμε του Ινδικού τους σκύλους
Απ’ το Κολόμπο περνώντας στο Νάγκελ Χάρμπορ σινιάλο
Στην Εσκοντίδα θα βγούμε το δίχως άλλο

Θα μας φυσάει νοτιάς κι εσύ σιγά μη μας φτάσεις
Corto Maltese, μπαλάντα της αλμυρής θαλάσσης
Απ’ τις σελίδες του Hugo Pratt θα’ ναι σα να’ χουμε βγει
Σαν τις χίλιες και μια νύχτες, το τέλος θα αργεί

Κι αφού περάσουν οι ώρες, τυφώνες, θύελλες και μπόρες
Πλώρη θα βάλουμε για ανεξερεύνητες χώρες
Σε μια γωνιά του ουρανού, θα κρυφογελά ο Καββαδίας
Όσο μακραίνει το νησί της ουτοπίας.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Social Waste - Οι πόλεις


Στίχοι: Λεωνίδας, Χρίστος Χαραλαμπόπουλος
Μουσική: Γιώργης Νίκας
Παρουσίαση: Λεωνίδας
Drums: Lucretia De Manchione
Κλαρίνο Παναγιώτης Σκουτέρης
Κρητικό λαούτο: Γιάννης
Μπάσο: Στέλιος Μπότσαρης
Πανδούρα: Γιώργης Νίκας
Στίχοι Η Βαβυλώνα κι η Βαγδάτη σου δυο κουκκίδες μες στο χάρτη σου κι η παινεμένη Βηρυτός, η Καρχηδόνα, η Δαμασκός Όλες μπαχάρια μου μυρίζουν και όλο κάτι μου θυμίζουν κι όταν σαλπάρουνε τα πλοία πιάνουν λιμάνι Μασσαλία Κι είναι η Μαρία από τη Σπάρτη κι είναι ο Ορέστης απ’ το Βόλο Απ’ τη Φοινίκη η Αστάρτη κι η Βαρκελώνη του Μανόλο Είναι και η λογοτεχνία κάτι τραγούδια και βιβλία κι η ζάλη αυτή της αλκοόλης κι εκεί είναι αλλιώτικες οι πόλεις Εγώ τις πόλεις τις φαντάζομαι ανθρώπους που με κοιτούν με τις ματιές τους τις θλιμμένες και στου κορμιού τους τους πανάγιους τους τόπους ζούνε παλιές μικρές στιγμές μου αγαπημένες εγώ τις πόλεις τις φαντάζομαι συντρόφους που ξέρουνε τα μυστικά και τα κρυμμένα μου κλείνουν το μάτι και με ίδιους τους τρόπους θυμίζουν κάτι πρόσωπα αγαπημένα μου Στις αγορές και τα λιμάνια γύρω στων τρένων τους σταθμούς κει που λουφάζουνε τ’ αλάνια και τα φεγγάρια έχουν καημούς εκεί γυρεύω τους ανθρώπους σε όσους αγάπησα τους τόπους Anvers, Λίβερπουλ, Λισαβόνα κρυφά, τα βράδια οι γερανοί Σε πλοία φορτώνουν τον αιώνα Και όπου να ναι θα φανεί Περαία, Αμβούργο, Βαρκελώνη Μαζεύουν ξύλα κι αφορμές Σε μια γιορτή που τελειώνει Να κάψουνε μες τις φωτιές τον παραλογισμό του κόσμου για ένα αύριο δικό μας, φως μου. Εγώ τις πόλεις τις φαντάζομαι ανθρώπους να με κοιτούν με τις ματιές τους τις θλιμμένες και στου κορμιού τους τους πανάγιους τους τόπους ζούνε παλιές μικρές στιγμές μου αγαπημένες εγώ τις πόλεις τις φαντάζομαι συντρόφους που ξέρουνε τα μυστικά και τα κρυμμένα μου κλείνουν το μάτι και με ίδιους τους τρόπους θυμίζουν κάτι πρόσωπα αγαπημένα μου

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Social Waste - Στη γιορτή της Ουτοπίας (Video Clip) (English, Spanish, Italian, Greek Captions)


Θα’τανε κάποια Κυριακή, κάποια Δευτέρα
Σε κάποιο ποίημα του Λόρκα, στους πίνακες του Ριβέρα
Στη θάλασσα του Χικμέτ, στα λόγια του Γκαλεάνο
Και πριν καλά καλά σε βρω πάντα σε χάνω
Θα’τανε καθημερινή, μπορεί και αργία
Πλακάτ, πανό, «κράτος κλειστόν» και απεργία
Σε κάποιο στίχο του Άκη Πάνου, ή του Ρασούλη που φωνάζει
Κι όμως αλλάζει Κεμάλ, κι όμως αλλάζει

Όσο σιμώνω μακραίνει κι έτσι ποτέ δεν τη φτάνω
Άπιαστη, ωραία ουτοπία- καλά τα λέει ο Γκαλεάνο
Μα όταν γιορτάζει καινούριους δρόμους μου τάζει
Κι αρχίζω πάλι να πιστεύω πως ο κόσμος αλλάζει (αλλάζει)
Κι αμφισβητώ τον Κεμάλ, αμφισβητώ και το Μάνο
Στέκω στις μύτες των ποδιών αλλά και πάλι δε φτάνω
Είν’ το παιχνίδι παλιό κι αν θες το νόημα να βρούμε
Πρέπει λιγάκι ακόμα ψηλότερα να σηκωθούμε
Οι ποιητές μας τα ‘χουν πει, του παιχνιδιού τους κανόνες
Τους έχουν γράψει με πορφυρή μελάνη οι αιώνες
Όπως και τότε στη Χιλή, θα ‘τανε once Setiembre
Κι είπες χαλάλι, και hasta la victoria siempre
Ή σαν και τώρα που μου ‘παν πως σ’είδανε στην Ινδία
Μάζευες ήλιο κι αέρα μ’ όλη την ξυπολυταρία
Με ένα κόκκινο μπερέ σ’είχανε δει μια φορά
Ήσουνα λέξη στο στόμα του Thomas Sankara
Κι ακόμα τώρα σε βλέπουν κι όλο τον κόσμο ρωτάνε
Οι Δον Κιχότοι κι οι Σάντσοι που πάνε;
Γίνεσαι μάϊσα σελήνη, νύχτα χαράζεις πορεία
Και την ημέρα αφήνεις και ταξιδεύουμε στ’αστεία

Θα’τανε κάποια Κυριακή, κάποια Δευτέρα
Σε κάποιο ποίημα του Λόρκα, στους πίνακες του Ριβέρα
Στη θάλασσα του Χικμέτ, στα λόγια του Γκαλεάνο
Και πριν καλά καλά σε βρω πάντα σε χάνω
Θα’τανε καθημερινή, μπορεί και αργία
Πλακάτ, πανό, «κράτος κλειστόν» και απεργία
Σε κάποιο στίχο του Άκη Πάνου, ή του Ρασούλη που φωνάζει
Κι όμως αλλάζει Κεμάλ, κι όμως αλλάζει

Σ’έχω γυρέψει καιρό, πήρα από πίσω τα ίχνη
Σ’ έψαξα μέχρι την Τσιάπας, αντάρτες μες στην ομίχλη
Στο Σύνταγμα στην πλατεία σε ψηλαφίσαν μιλιούνια
Και πιο πριν στην Ιβηρική, plazas del Sol και Catalunya
Στο Μισίρι και στο Τούνεζι ήσουν φλόγα και φως
Στο Μεξικό σε βγάλανε #YoSoy132
Ρίχνει τα πέπλα η Σαλώμη, το κεφάλι στο πιάτο
Μα δε μασάει, αντιστέκεται το precariato
Εργάτες στη Χαλυβουργία, απεργία cabrones!
Και ανθρακωρύχοι στην Asturias, “… hasta los cojones”
Φοιτητές στο Σαντιάγκο μα και στο Μοντρεάλ
Γιατί η παιδεία είναι αγαθό δημόσιο και δωρεάν
Στην Αργεντίνα οδοφράγματα σαν τον παλιό καιρό
Στην Cochabamba δεν πουλιέται ρε κουφάλες το νερό
Σαν Μάη του ΄68 χρόνια να ‘ρθεις σε περιμένω
Σαν τραγούδι του Oscar Chavez απαγορευμένο
Ήσουν βιβλίο που το βάλαν φυλακή στην Τουρκία
Και ανταποκριτής νεκρός στη Χομς στη Συρία
Αλλού σε λένε Ζαπάτα κι αλλού Τουπακ Κατάρι
Αλλού Σαντίνο, Αλλού Τσε, και στην Ελλάδα Άρη

Social Waste & Γιάγκος Χαιρέτης - Θα τον αλλάξουμε εμείς

 Νιώθω στις φτέρνες μου ξανά του Ροσινάντε τα πλευρά

Και πάμε

Μου το χε πει το μυστικό κάποιο πουλί περαστικό

Και δε φοβάμαι

Με έχεις στριμώξει στα σκοινιά με έχεις ταράξει στις μπουνιές

Είμαι ο Μοχάμεντ Άλι κι είσαι η κυβέρνηση U.S

Κρατάς πιρούνι μαχαίρι με έχεις φιλέτο στο πιάτο

Μα είμαι ο Ζαπάτα κι ο Βιγια και είσαι το Πορφιριάτο

Ήταν μη γίνει η αρχή δεν αντιστρέφεται τώρα

Κι ήταν γεμάτη η πλατεία απ' άκρη σ' άκρη στη χώρα

Το ψιθυρίζαν που λες οι φοιτητές στις σχολές

Το 'χανε γράψει οι Φοίνικες στις πιο παλιές περγαμηνές

Το 'χανε πει του Νερούδα και του Αγιέντε στη Χιλή

Το τραγουδούσαν στην Κούβα της Γκράνμα κάτι τρελοί

Στο κελί του Φρα Τζιοβάνι χρυσοποίκιλτοι αγγέλοι

Μαντόνες του Φιλίπο Λίπι, ζέφυροι του Μποτιτσέλι

Εκατό χρόνια και βάλε το λεγε ο Μάρκες στο Μακόντο

Και η θυσία του Αργεντίνου δεν πήγε στο βρόντο

Στη Μασσαλία του Ιζζό και στη γωνιά αυτή που ζω

Σου το χα πει κάποια βραδιά και δε σου φάνηκε χαζό

Τώρα στο κάνω τραγούδι με λόγια απλά να το θυμάσαι

Τα πρωινά που θα ξυπνάς τα βράδια που θα κοιμάσαι

Και λέει το κάθε του ρεφρέν λόγω τιμής

Το σάπιο κόσμο θα δεις, θα τον αλλάξουμε εμείς

Θα τον αλλάξουμε εμείς

Νιώθω στις φτέρνες μου ξανά του Ροσινάντε τα πλευρά

Και πάμε

Μου το χε πει το μυστικό κάποιο πουλί περαστικό

Και δε φοβάμαι

Μου το ψιθύρισαν που λες της ουτοπίας πειρατές

Να πας να πεις

Τον σάπιο κόσμο αυτόν θα δεις θα τον αλλάξουμε εμείς

Θα τον αλλάξουμε εμείς

Μου το πε η Καισαριανή, μου το πε ο Όλυμπος κι η Γκιώνα

'πα στη Μεσούντα ο Αχελώος κι ο Τάγος στη Λισαβόνα

Το είδα κάποια Κυριακή, στις ντρίμπλες του Roberto Baggio

Στο βυσσινί του Τισιανού, στο κόκκινο του Caravaggio

Το είχα ακούσει μια φορά στου Victor Jarra την κιθάρα

Τα τραγουδήσαν κάπου μακριά η Mercedes Sosa και η Violeta Parra

Το διηγούνταν ο Καπτάν Ρούβας σα παραμύθι στο Θρασάκι

Στου Μεγαλόκαστρου την Ruga Maistra, σε κάποιο βιβλίο του Καζαντζάκη

Στην Αθήνα κάποιο χέρι με σπρέι σε τοίχο το 'χε γράψει

Μου το χε 'στειλε σ' ένα του γράμμα απ' τη φυλακή ο Antonio Gramsci

To φώναζαν στο Μεξικό ο Ricardo κι ο Enrique Flores Magón

Κάπου θα το πήρε κι εσένα το αυτί σου, και τι θα κάνεις τώρα λοιπόν;

Της Πάτρας όλα τα σχολεία, το 'χαν σηκώσει παντιέρα

Πριν η κυβέρνηση στείλει κενταύρους να δολοφονήσουνε τον Τεμπονέρα

Το τραγουδήσαμε μαζί, καλή παρέα, γλυκό κρασί

Το' πε κι ο Παύλος, σε κάποιο του στίχο

Πριν μας τον σκοτώσουν οι ναζί

Σε κάποιο απόσπασμα του Χρόνη Μίσσιου

Μάλλον απ' το τα κεραμίδια στάζουν

Θα το 'χα διαβάσει, μπορεί και να το 'δα

Στα μάτια σου που με κοιτάζουν

Στο λέω κι εσένα να πας να το πεις, από 'δω ως τα πέρατα της γης

Τον σάπιο κόσμο θα δεις, θα τον αλλάξουμε εμείς

Θα τον αλλάξουμε εμείς

Νιώθω στις φτέρνες μου ξανά του Ροσινάντε τα πλευρά

Και πάμε

Μου το χε πει το μυστικό κάποιο πουλί περαστικό

Και δε φοβάμαι

Μου το ψιθύρισαν που λες της ουτοπίας πειρατές

Να πας να πεις

Τον σάπιο κόσμο αυτόν θα δεις θα τον αλλάξουμε εμείς

Θα τον αλλάξουμε εμείς

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Νίκος Καββαδίας-Kasbah


Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.

Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός,
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.

Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.

Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.

Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεββάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.


Μέσα στο νούμερο «Ταλαάτ» ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.

Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.

Ομως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.
Αν μείνεις -μου ‘πε- τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.

Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.

Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.

Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών,
ποιός από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.

Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.

Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.

Νίκος Καββαδίας, το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, εκδόσεις Αγρα.

                                    Social Waste-Kasbah