Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025
Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024
Social Waste - Για να νικήσουν
Είναι ένα θέμα που σε αφορά
Τούτος ο κόσμος δυο μάσκες φορά
Άλλη στο Νότο κι άλλη στο Βορά
Και δεν είναι όλα μια χαρά
Γι' αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμου
Που προσπαθούνε να φτάσουν εντός μου
Να μου μιλήσουν και να με πείσουν
Για να νικήσουν
Σπίτια και κότερα κι εξοχικά
Και πως ανήκεις στην κατηγορία
Εκείνη που λέμε 'καλή κοινωνία'
Πρωτόδες το φως σε κάποια κλινική,
Μα φυσικά και ιδιωτική
Πήγες στα νήπια και τα προνήπια
Και γενικά τα ξεκίνησες ήπια
Κι ύστερα ήρθε εκείνη η ώρα
Που για τα σχολεία σου λένε προχώρα
Για να λάβεις μόρφωση που να 'ναι όσια
Κι όπως θα μάντεψες όχι δημόσια
Για να στο κάνω και συγκεκριμένο
Πες ότι σου 'γραφε το πεπρωμένο
Να ζήσεις Αθήνα, Λονδίνο, Παρίσι
Και γενικότερα κάπου στη Δύση
Να πας στα καλύτερα πανεπιστήμια
Να συναναστρέφεσαι την academia
Και την ελίτ την οικονομική,
Πολιτική και καλλιτεχνική
Να 'χεις ζωής μέσο όρο 80 παρά
Να μη χρειαστεί να στηθείς στην ουρά
Να σου πάν όλα πρίμα –δε βγαίνει κι η ρίμα
Μα δε θα σου πω άλλα κλισέ για το χρήμα
Γιατί στην ουσία, για να 'χεις υγεία
Θα τρέχει για σένα ως κι η τεχνολογία
Και δε θα σε νοιάζει, γιατί να σε νοιάζει;
Τι πάει να πει το ταβάνι πως στάζει
Εσύ θα ντυθείς τα επώνυμα ρούχα,
Θα πιεις τα ακριβά τα ποτά τα αλκοολούχα
Θα αλλάξεις σελίδα στην εφημερίδα
Για νέα απ' τον κόσμο μα κι απ' την πατρίδα
Θα ανάψεις τσιγάρο και θα σχεδιάσεις
Το πώς και το πού διακοπές θα περάσεις
Θα πάρεις αμάξι, θα λες 'είμαι εντάξει'
Θα θέλεις να μπει η ζωή σου σε τάξη
Γιατί έτσι λένε σε όλους πως πρέπει
Εκείνοι που δήθεν είναι καθωσπρέπει
Και δε θα ζητήσεις να βρεις εξηγήσεις
Και ύστερα θα 'ρθει η σειρά σου να πείσεις
Τούτος ο κόσμος δυο μάσκες φορά
Άλλη στο Νότο κι άλλη στο Βορά
Και δεν είναι όλα μια χαρά
Γι' αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμου
Που προσπαθούνε να φτάσουν εντός μου
Να μου μιλήσουν και να με πείσουν
Για να νικήσουν
Ότι γεννήθηκες στο Μαρακές
Στη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία,
Τη Σενεγάλη, τη Μαυριτανία
Όχι δεν ήταν σε νοσοκομείο,
Ούτε και πήγες ποτέ σε σχολείο
Δεν πήρες παιχνίδια από πολυκατάστημα
Ούτε θα ζεις για μεγάλο διάστημα
50 χρόνια το πολύ-πολύ,
Αν η ζωή είναι μαζί σου καλή
Κι αν φυσικά δε σου τύχουν προβλήματα
Όπως εμφύλιοι και πραξικοπήματα
Αν συνηθίσεις σε βίο αυτάρκη
Κι αν δε σου τύχει να πέσεις σε νάρκη
Τότε θα είσαι απ' τους τυχερούς
Και απ' τους οργανισμούς τους γερούς
Κι ίσως να μάθεις και κολυβογράμματα,
Μπορεί –που ξέρεις- να δεις και γεράματα
Να 'χεις μισθό κάτω από δυο δολλάρια
Και συνοδεία παντού τη μαλάρια
Ίσως σε βγάλουν και φωτογραφία,
Ίσως στα Πούλιτζερ πας τα βραβεία
Θα χεις ζωή αμφιβόλου ποιότητας
Και 15 λεπτά δημοσιότητας
Ή πες πως γεννιέσαι κορίτσι πράμα
Στο Πακιστάν στη Γη των Φυλών
Να μη σε πιάνει κανένα θάμα
Μήτε ανθρώπων μήτε και θεών
Ή κάπου στην Αίγυπτο παιδί εργάτης
Στα βαμβακοχώραφα ή και στην Κίνα
Να φτιάχνεις παπούτσια, φανέλες και μπάλες
Ή να 'σαι απ' τα παιδιά εκείνα
Που μοίρα τα μοίρανε ξεχωριστή
Κι είχαν κυανόκρανο για βιαστή
Στο Πορτ-ο-Πρένς ή στη Μονρόβια
Και τους κολλήσανε στάμπα ισόβια
Γι'αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμου
Που προσπαθούνε να φτάσουν εντός μου
Να μου μιλήσουν και να με πείσουν,
Για να νικήσουν
Τούτος ο κόσμος δυο μάσκες φορά
Άλλη στο Νότο κι άλλη στο Βορά
Και δεν είναι όλα μια χαρά
Γι' αυτό δε μπορώ τους μεγάλους του κόσμου
Που προσπαθούνε να φτάσουν εντός μου
Να μου μιλήσουν και να με πείσουν
Για να νικήσουν
Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024
Social Waste - Tου Άρη
Κρατούσα πάντα μια σελίδα μου κενή για το χατίρι σου
κι όσο θα τη γεμίζω, δώσε μου το ποτήρι σου.
Καπετάνιε θα το φουλάρω ως τα χείλια,
κρασί να πιούμε από του χρόνου τα παλιά τα σταφύλια.
Σκοπούς μη βάλεις, βγάλε το σκούφο κι ετοιμάσου
θα μιλήσουμε για κείνους που πουλήσαν τον ΕΛΑΣ σου
κι έπειτα ξεπουλήσανε και τούτο το χώμα
κι όμως τα σόγια τους μας κυβερνάνε ακόμα.
Ναι όπως τ’ακούς! Μα μην ταράζεσαι, έχει κι άλλα,
εξάλλου εδώ πάντοτε ξένοι κρατάγαν την κουτάλα
κι εμείς πιστό σκυλί που ζητιανευει, όπως θα ξέρεις,
καλά πού έφυγες νωρίς να μην τα δεις να υποφέρεις.
Τι είπες, το κόμμα σου;Αυτό έχει μάθει να χάνει
και να προδίδει,ρώτησε και τον Πλουμπίδη.
Μα τι σου λέω,πού τα γνωρίζεις από πρώτο χέρι,
κι άλλος κανείς από’σένα καλύτερα δεν τα ξέρει.
Όσο για το όνειρο,το έπνιξε η μάνα του στην κούνια
και παίζουν δίχως αντίπαλο οι άλλοι με τα σπιρούνια.
Γι αυτό σου λέω,ανέβα στο άλογο κι έλα σαν πρώτα
μήπως και πάψει τούτη η χώρα να είναι κότα.
Κάπου στη Ρούμελη λένε πως ζεις ακόμα
με τον Κωστούλα, τον Μπελή και τον Τζαβέλλα.
Το ακούς; Ακόμα σε ζητάει τούτο το χώμα.
Γι αυτό σου λέω, ανέβα στο άλογο κι έλα.
Λείπεις καιρό έχουν περάσει και τόσα
μα ποιο μολύβι να στα γράψει, να στα πει ποια γλώσσα;
Κάτσε λοιπόν, άκουσε πες τα κι εσύ στον Τζαβέλλα
κι ύστερα ανέβα στο άλογο, πάρε τον μαζί και έλα.
Ξενοκρατία που λες τη χώρα τούτη άλωσε
κι από όταν έφυγες η δεξιά ξεσάλωσε.
Όπως φαντάζεσαι πισώπλατα όχι στα ίσια
βαφτίσανε Παρθενώνες τα ξερονήσια.
Ναι οι κουφάλες, κι η αριστερά κωλημένη,
η ηγεσία βλακώδης κι αλλοπαρμένη, χαμένη
κι οι αντάρτες σου πουλημένοι,πολύ φθηνά πουλημένοι!
Μα τι τα θες, τι τα γυρεύεις, πικρή γεύση μας μένει,
σήμερα πάλι είναι πιο μαύρο το χάλι,
ίδιο το χρώμα, ακόμα κουμάντο κάνουν οι μεγάλοι,
ναι οι μεγάλοι δεν τέλειωσαν οι άξονες,
άλλαξαν βάρδια και ήρθαν οι Αγγλοσάξωνες.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι που τους χαλάν την συνταγή,
οι απόγονοι του Ζαπάτα στων Μεξικάνων τη γη.
Γι αυτό σου λέω, κάτι δεν έχει πεθάνει
κι ίσως αν έρθεις, πιο βαθιά να ανασάνει.
Κι ύστερα κοίταξα ξανά τον φανοστάτη,
εκείνον στη φωτογραφία της ντροπής
κι είπα: «Αντίο Καπετάνιε επαναστάτη,
καλές εφόδους στην κοιλάδα της σιωπής».
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024
Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022
Social Waste - Του κόσμου τα λιμάνια
Θα αρματώσω ένα καράβι
Καράβι μεγάλο
Κι όταν ελεύθερο τον εαυτό μου αφήσω
Με Ποσειδώνα κι Άι Νικόλα
Θα τα βάλω
Κι όλα του κόσμου τα λιμάνια θα γυρίσω
Θα φύγω νύχτα από τη Θεσσαλονίκη
(να μην τολμήσεις να τη δεις απ’ τη στεριά)
κι ένα πουκάμισο – χρυσάφι στο μανίκι
θα αφήσω πίσω κάπου στην Καλαμαριά
θα βάλω πλώρη – μέσω Πειραιά – για Κρήτη
Χάνδακα, Χώρα, Κάντια, Μεγάλο Κάστρο
Και θα ρωτάω τον γερο-Αποσπερίτη
Που `ναι κρυμμένο κείνο του Νοτιά το Άστρο
Κι ύστερα πέλαγο του Νότου Λιβυκό
Κι αφού ζητήσω με σπονδή κρασιού την άδεια
Από πλοίο φάντασμα, παλιό, πειρατικό
Θα φτάσω μέχρι την πλανεύτρα Αλεξάνδρεια
Και από κει και με ταχύτητα φωτός
Που εκπέμπεται από τον αρχαίο χαμένο Φάρο
Ψάχνοντας το άρωμα μιας κάποιας γυναικός
Για το Λιμάνι της Μαρσίλλια θα σαλπάρω
Θα πιω σαμπάνια γαλλική, κρασί και μπύρα
Κι όταν αρχίσει η νύχτα πέπλα να απλώνει
Θα δραπετεύσω από την κοσμοπλημμύρα
Βάζοντας πλώρη Καταλούνια, Βαρκελώνη…
Θα μπω στην πόλη τροπαιοφόρος Σαντ Ζορντί
Για Ράμπλας και Μπαρσελονέτα θα κινήσω
Και με σημαία κίτρινη και πορφυρή
Στο Μοντ Ζουίκ και στο Καμπ Νου θα προσκυνήσω
Από το πέλαγο το Βαλλεαρικό
Σαν Μπαρμπερίνος πειρατής θα βγω στο Αλγέρι
Και απ’ το στενό του Γιβραλτάρ ερωτικό,
Φάντο θλιμμένο, Λισσαβόνα θα με φέρει
Με το αγέρι στο Μαγκρέμπ θα ταξιδέψω
Αραβική θωριά και Βέρβερου το αίμα
Στην Καζαμπλάνκα μια βραδιά θα αλητέψω
Και στην Κασμπά μάταια θα ψάξω τη Φατέμα
Του Ατλαντικού θα διασχίσω τα νερά
Θα χαιρετίσω τη στεριά στο Κάπο Βέρντε
Και στο λιμάνι που συχνάζει η Αριστερά
Θα ρίξω άγκυρα για λίγο – Πόρτο Αλέγκρε
Γαλαζοκίτρινα θα βάψω τα πανιά
Θα καίει η φλόγα δυνατά στο σπαρματσέτο
Μπουένος Άιρες, πολύχρωμη γειτονιά
Και Boca Juniors `es un sentimiento’
Και στων θαλασσοπόρων έπειτα τα βήματα
Γεμάτο ρούμι θα υψώσω το ποτήρι
Ιπτάμενος Ολλανδός, παλεύει αιώνια με τα κύματα
Απ’ όξω απ’ της Ελπίδας το ακρωτήρι
Κι εκεί στης φτώχειας τα νερά, απ’ τα σκοινιά γερά κρατήσου
Μας προσμένουν Σομαλοί πειρατές στο Μογκαντίσου
Απ’ το Άντεν πιο πέρα κι ίσως ανήκουν πολλοί
Στου Γουίλι, του μαύρου θερμαστή τη φυλή
Κι όλοι μαζί μετά στη Μπούρμα κι όταν φτάσουμε εκεί
Να γλιτώσουμε απ’ τη χούντα την Ανγκ Σου Κιι
Κι αφού ντυθούμε πορτοκαλί βουδιστικό μανδύα
Να τραβήξουμε για Πακιστάν και Ινδία
Να σταθούμε μια στιγμή στο Καράτσι που `χω φίλους
Να αγνοήσουμε του Ινδικού τους σκύλους
Απ’ το Κολόμπο περνώντας στο Νάγκελ Χάρμπορ σινιάλο
Στην Εσκοντίδα θα βγούμε το δίχως άλλο
Θα μας φυσάει νοτιάς κι εσύ σιγά μη μας φτάσεις
Corto Maltese, μπαλάντα της αλμυρής θαλάσσης
Απ’ τις σελίδες του Hugo Pratt θα’ ναι σα να’ χουμε βγει
Σαν τις χίλιες και μια νύχτες, το τέλος θα αργεί
Κι αφού περάσουν οι ώρες, τυφώνες, θύελλες και μπόρες
Πλώρη θα βάλουμε για ανεξερεύνητες χώρες
Σε μια γωνιά του ουρανού, θα κρυφογελά ο Καββαδίας
Όσο μακραίνει το νησί της ουτοπίας.
Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020
Social Waste - Οι πόλεις
Τρίτη 18 Αυγούστου 2020
Social Waste - Στη γιορτή της Ουτοπίας (Video Clip) (English, Spanish, Italian, Greek Captions)
Social Waste & Γιάγκος Χαιρέτης - Θα τον αλλάξουμε εμείς
Και πάμε
Μου το χε πει το μυστικό κάποιο πουλί περαστικό
Και δε φοβάμαι
Με έχεις στριμώξει στα σκοινιά με έχεις ταράξει στις μπουνιές
Είμαι ο Μοχάμεντ Άλι κι είσαι η κυβέρνηση U.S
Κρατάς πιρούνι μαχαίρι με έχεις φιλέτο στο πιάτο
Μα είμαι ο Ζαπάτα κι ο Βιγια και είσαι το Πορφιριάτο
Ήταν μη γίνει η αρχή δεν αντιστρέφεται τώρα
Κι ήταν γεμάτη η πλατεία απ' άκρη σ' άκρη στη χώρα
Το ψιθυρίζαν που λες οι φοιτητές στις σχολές
Το 'χανε γράψει οι Φοίνικες στις πιο παλιές περγαμηνές
Το 'χανε πει του Νερούδα και του Αγιέντε στη Χιλή
Το τραγουδούσαν στην Κούβα της Γκράνμα κάτι τρελοί
Στο κελί του Φρα Τζιοβάνι χρυσοποίκιλτοι αγγέλοι
Μαντόνες του Φιλίπο Λίπι, ζέφυροι του Μποτιτσέλι
Εκατό χρόνια και βάλε το λεγε ο Μάρκες στο Μακόντο
Και η θυσία του Αργεντίνου δεν πήγε στο βρόντο
Στη Μασσαλία του Ιζζό και στη γωνιά αυτή που ζω
Σου το χα πει κάποια βραδιά και δε σου φάνηκε χαζό
Τώρα στο κάνω τραγούδι με λόγια απλά να το θυμάσαι
Τα πρωινά που θα ξυπνάς τα βράδια που θα κοιμάσαι
Και λέει το κάθε του ρεφρέν λόγω τιμής
Το σάπιο κόσμο θα δεις, θα τον αλλάξουμε εμείς
Θα τον αλλάξουμε εμείς
Νιώθω στις φτέρνες μου ξανά του Ροσινάντε τα πλευρά
Και πάμε
Μου το χε πει το μυστικό κάποιο πουλί περαστικό
Και δε φοβάμαι
Μου το ψιθύρισαν που λες της ουτοπίας πειρατές
Να πας να πεις
Τον σάπιο κόσμο αυτόν θα δεις θα τον αλλάξουμε εμείς
Θα τον αλλάξουμε εμείς
Μου το πε η Καισαριανή, μου το πε ο Όλυμπος κι η Γκιώνα
'πα στη Μεσούντα ο Αχελώος κι ο Τάγος στη Λισαβόνα
Το είδα κάποια Κυριακή, στις ντρίμπλες του Roberto Baggio
Στο βυσσινί του Τισιανού, στο κόκκινο του Caravaggio
Το είχα ακούσει μια φορά στου Victor Jarra την κιθάρα
Τα τραγουδήσαν κάπου μακριά η Mercedes Sosa και η Violeta Parra
Το διηγούνταν ο Καπτάν Ρούβας σα παραμύθι στο Θρασάκι
Στου Μεγαλόκαστρου την Ruga Maistra, σε κάποιο βιβλίο του Καζαντζάκη
Στην Αθήνα κάποιο χέρι με σπρέι σε τοίχο το 'χε γράψει
Μου το χε 'στειλε σ' ένα του γράμμα απ' τη φυλακή ο Antonio Gramsci
To φώναζαν στο Μεξικό ο Ricardo κι ο Enrique Flores Magón
Κάπου θα το πήρε κι εσένα το αυτί σου, και τι θα κάνεις τώρα λοιπόν;
Της Πάτρας όλα τα σχολεία, το 'χαν σηκώσει παντιέρα
Πριν η κυβέρνηση στείλει κενταύρους να δολοφονήσουνε τον Τεμπονέρα
Το τραγουδήσαμε μαζί, καλή παρέα, γλυκό κρασί
Το' πε κι ο Παύλος, σε κάποιο του στίχο
Πριν μας τον σκοτώσουν οι ναζί
Σε κάποιο απόσπασμα του Χρόνη Μίσσιου
Μάλλον απ' το τα κεραμίδια στάζουν
Θα το 'χα διαβάσει, μπορεί και να το 'δα
Στα μάτια σου που με κοιτάζουν
Στο λέω κι εσένα να πας να το πεις, από 'δω ως τα πέρατα της γης
Τον σάπιο κόσμο θα δεις, θα τον αλλάξουμε εμείς
Θα τον αλλάξουμε εμείς
Νιώθω στις φτέρνες μου ξανά του Ροσινάντε τα πλευρά
Και πάμε
Μου το χε πει το μυστικό κάποιο πουλί περαστικό
Και δε φοβάμαι
Μου το ψιθύρισαν που λες της ουτοπίας πειρατές
Να πας να πεις
Τον σάπιο κόσμο αυτόν θα δεις θα τον αλλάξουμε εμείς
Θα τον αλλάξουμε εμείς
Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019
Νίκος Καββαδίας-Kasbah
Τραβούσαμε με βήμα αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά.
Ο ανήφορος ψηλός πολύ και σκαλωτός,
αρχαία γιομάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία.
Η παραλία κάτου φαινόταν με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.
Μαύρες γυναίκες, στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.
Σπίτια παλιά, δίχως παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.
Μες σε κοιτώνες χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεββάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.
Μέσα στο νούμερο «Ταλαάτ» ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.
Με χαιρετά με μιαν ευχήν αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.
Ομως κρατά μετά τα χείλη της κλειστά.
Αν μείνεις -μου ‘πε- τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.
Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.
Και μου πε: Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.
Αλλά το ασάλευτο ταξίδι των πορνών,
ποιός από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.
Εβγήκα. Απέξω από την πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.
Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.