Ι. Ειρήνη
Δόξα στο Θεό που μας ταίριαξε με την ώρα Του,
Κι’ έπιασε τη νιότη μας και μας ξύπνησε απ’ τον ύπνο,
Με το χέρι σίγουρο, καθαρό μάτι, και ακονισμένη δύναμη,
Να γυρίσουμε, όπως οι κολυμβητές στα καθαρά,
Περιχαρείς από έναν κόσμο παλαιό και κρύο και κουρασμένο,
Ν’ αφήσουμε τις ασυγκίνητες απ’ την τιμή καρδιές
Και τους μισο-ανθρώπους, και τα βρωμερά τους τραγούδια και τα θλιβερά,
Και όλο το μικρό κενό της αγάπης!
Ω! εμείς, που γνωρίζαμε τη ντροπή, βρήκαμε λευτεριά εκεί,
Όπου δεν υπάρχει άρρωστος, ούτε θλίψη, αλλά ο ύπνος καλυτερεύει
Που και να φθαρεί αυτό το σώμα, μένει η ανάσα
Δεν υπάρχει τίποτα που να ταράξει τη μακριά ειρήνη της γελαστής καρδιάς εκεί
Παρά μόνο αγωνία, που κι’ αυτή έχει τελειώσει
Και ο χειρότερος φίλος και εχθρός είναι κάθε άλλο παρά ο Θάνατος.
II: Ασφάλεια
Αγαπημένοι! Απ’ όλους πιο ευτυχής για την ώρα, πιο ευλογημένος
Αυτός που βρήκε το κρησφύγετό μας,
Το ασφαλισμένο απ’ τις σκοτεινές παλίρροιες του κόσμου κι’ ήσυχο,
Και άκουσε τα λόγια μας, ‘Ποιος είναι τόσο ασφαλής σαν εμάς’;
Βρήκαμε την ασφάλεια μ’ όλα τ’ αθάνατα πράγματα,
Τους ανέμους, και το πρωί, τα δάκρυα των ανδρών και τη χαρά,
Τη βαθειά νύχτα, και τα πουλιά που τραγουδούν, και τα σύννεφα που ταξιδεύουν,
Και τον ύπνο, την ελευθερία και τη φθινοπωρινή γη.
Χτίσαμε ένα σπίτι άθιχτο απ’ τη φθορά του Χρόνου.
Κερδίσαμε μια ειρήνη ακλόνητη απ’ τον πόνο παντοτινά.
Ο πόλεμος δεν ξέρει δύναμη. Το διάβα μου θα ’ναι σίγουρο,
Μυστικά οπλισμένο ενάντια σ’ όλες τις προσπάθειες του θανάτου.
Σίγουρο σε κάθε χάσιμο της ασφάλειας, ασφαλές όπου πέφτουν οι άντρες.
Κι’ αν αυτά τα ταλαίπωρα μέλη μου πεθάνουν, ασφαλέστερος απ’ όλα.
III: Οι νεκροί
Ηχήστε, σάλπιγγες, πάνω από τους πλούσιους νεκρούς!
Δεν υπάρχει κανένας απ’ αυτούς τόσο μοναχικός και φτωχός,
Αλλά, πεθαίνοντας, μας έκαναν πιο σπάνια δώρα κι’ απ’ το χρυσό.
Αυτοί προκατέλαβαν τον κόσμο, έχυσαν το κόκκινο
Γλυκό κρασί της νιότης, κι’ άφησαν τα χρόνια
Της δουλειάς και της χαράς, και την ανέλπιστη γαλήνη,
Που οι άνθρωποι λένε γερατειά, και εκείνους που θα ήταν
Οι γιοι τους, έδωσαν, την αθανασία τους.
Ηχήστε, σάλπιγγες, ηχήστε! Μας φέραν, για την έλλειψή μας.
Την αγιότητα, που λείπει τόσο πολύ, και Αγάπη και Πόνο.
Και επέστρεψε η τιμή, σα βασιλιάς, στη γη,
Και πλήρωσε τους υποτελείς του με βασιλικό μισθό.
Και η Ευγένεια περπατά μέσα στους δρόμους μας πάλι.
Κι’ ήρθαμε στην κληρονομιά μας.
IV: Οι νεκροί
Αυτές οι καρδιές υφάνθηκαν απ’ ανθρώπινες χαρές και φροντίδες,
Και πλύθηκαν με θαυμασμό με θλίψη, γρήγορα και χαρούμενα.
Τα χρόνια τούς έδωσαν καλωσύνη. Η Αυγή ήταν δική τους,
Και το ηλιοβασίλεμα, και τα χρώματα της γης.
Είδαν κίνηση κι’ άκουσαν μουσική, γνώρισαν
Ύπνο και ξύπνιο, αγάπησαν, περήφανα με φίλους πήγαιναν
Ένιωσαν την ταραχή της έκπληξης, κάθισαν μονάχοι.
Άγγιξαν λουλούδια και γούνες και μάγουλα. Αλλά όλα αυτά τελείωσαν.
Είναι νερά που φούσκωσαν μεταβάλλοντας τους αέρηδες σε γέλιο
Και φωτισμένα από τον πλούσιο ουρανό, όλη την ημέρα. Κι’ ύστερα,
Η Παγωνιά, με μια χειρονομία, σταματά τα κύματα που χορεύουν
Και την περιπλανώμενη ομορφιά. Αφήνει μια άσπρη
Αδάμαστη δόξα, μια μαγεία,
Ένα πλάτος, μια λαμπερή γαλήνη, μέσα στη νύχτα.
V: Ο στρατιώτης
Αν ήταν να πεθάνω, σκέψου μόνο αυτό για μένα:
Ότι υπάρχει κάποια γωνία μιας ξένης γης
Που είναι για πάντα η Αγγλία. Θα βρίσκεται εκεί
Σ’ αυτή την πλούσια γη μια πλουσιότερη σκόνη κρυμμένη.
Σκόνη που γέννησε η Αγγλία, τη διάπλασε, την έκανε γνωστή,
Κι’ έδωσε, κάποτε, τα λουλούδια της ν’ αγαπά, και δρόμους να περιπλανιέται,
Ένα κορμί αγγλικό, που ν’ αναπνέει αγγλικό αέρα,
Λουσμένο απ’ τα ποτάμια, ευλογημένο απ’ τους ήλιους της πατρίδας.
Και σκέψου, αυτή η καρδιά, που οι κακίες της σκόρπισαν εδώ κι εκεί,
Ένας παλμός στο αιώνιο μυαλό, τίποτα λιγότερο
Που δίνει κάπου πίσω τις σκέψεις που της δόθηκαν απ’ την Αγγλία.
Η όψη και οι ήχοι της όνειρα ευτυχισμένα σαν τη μέρα της
Και γέλιο που έμαθε από φίλους και ευγένεια,
Στις καρδιές ειρηνικά, κάτω από έναν αγγλικό ουρανό.
Μετάφραση: Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης
Πηγή: https://www.fractalart.gr/rupert-brooke/