Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Λευτέρης Παπαδόπουλος, Οι παλιοί συμμαθητές (αποσπάσματα)



Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο τα παιδιά που πηγαίναμε μαζί τους στην ίδια τάξη, στο ίδιο σχολείο. Οι παλιοί συμμαθητές μας, για μένα τουλάχιστον, είναι όλα τα πρόσωπα που αγαπήσαμε. Τότε που ήμαστε παιδιά, έφηβοι, νέοι. Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο πρόσωπα. Είναι και τα πάνινα τόπια που φτιάχναμε από τις κουρελιασμένες κάλτσες μας. Είναι και το «χλωρικό και θειάφι», που το βάζαμε κάτω από ένα σπασμένο πλακάκι, στις ράγες του τραμ, κι «ανατινάζαμε» την Αθήνα, κάθε Ανάσταση. Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα παιχνίδια μας. Παιχνίδια που έπαιζαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. Τότε που η ζωή δεν άλλαζε κάθε δύο, κάθε τρία χρόνια. Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα κλειστά συρτάρια μας. Τα συρτάρια των παιδικών μας χρόνων, γεμάτα από σβούρες, σπάγκους και μολυβένια στρατιωτάκια, που ο πόλεμος του χρόνου τα σακάτεψε, κι είναι πια χωρίς χέρια, χωρίς πόδια.
.....................................................................................................................................................................

Δεν είχαμε λεφτά. Ανεβαίναμε, λοιπόν, στους πρόποδες του Λυκαβηττού και παρακολουθούσαμε τα ματς από μακριά. Τι βλέπαμε από αυτήν την τεράστια απόσταση; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Βλέπαμε το μισό γήπεδο και τους παίχτες σαν μυρμήγκια. Διακρίναμε, όμως, τα χρώματα της φανέλας και καταλαβαίναμε πότε έμπαινε γκολ από το ξεσήκωμα της εξέδρας και τη θριαμβευτική ιαχή των φιλάθλων. Μεγαλώνοντας, στεκόμουν έξω από μια θύρα του γηπέδου και την έπεφτα κανονικά σε διάφορους φιλάθλους, που είχαν εισιτήριο, να με πάρουν μαζί τους, τάχα πως ήμουν παιδί τους ή ανιψάκι τους, για να δω και εγώ, που δεν είχα εισιτήριο, το ματς. Και είναι αλήθεια πως, πολλές φορές, διάφοροι κύριοι μου άπλωναν το χέρι και παρίσταναν τον μπαμπά μου, ξεγελώντας τους πορτιέρηδες.
Άλλες φορές, παρίστανα τον χαμάλη: μόλις έβλεπα των πραγματικούς χαμάληδες να κουβαλάνε την κολόνα του πάγου, για να παγώσουν οι λεμονάδες που θα έπιναν οι παίχτες στο ημίχρονο, κόλλαγα δίπλα τους, έκανα και εγώ πως βοηθάω στο κουβάλημα της παγοκολόνας, κι έμπαινα στο γήπεδο, χωρίς να πάρει χαμπάρι κανείς την απάτη μου. Ένα τέταρτο πριν τελειώσει ο αγώνας, άνοιγαν οι πόρτες, για να βγουν οι φίλαθλοι που βιάζονταν να φύγουν. Τότε, εμείς, τα παιδιά, όπως και πολλοί άλλοι μπατίρηδες, τρέχαμε να τρυπώσουμε στην εξέδρα, να δούμε έστω και λίγα λεπτά «ζωντανού» αγώνα, μαζί με τουςτυχερούς που είχαν πληρώσει εισιτήριο και είχαν παρακολουθήσει το μας από την αρχή.
 
Λευτέρης Παπαδόπουλος, Οι παλιοί συμμαθητές, Διασκευή.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Ερρίκος Μπελιές -Οπαδός της Α.Ε.Κ. ή ο Δικέφαλος



Σβήνουν απότομα όλα γύρω μου σαν όταν κλείνει
του θαλάμου το φωτάκι η νοσοκόμα και πάει ν’
αδειάσει τα λεκανάκια με το αίμα το πηγμένο και
τα γκρίζα σάλια ή όπως σβήνουν όλα στο μυαλό
του αγοριού που ψαύει το φαλλό του κάτω απ’ το
σεντόνι γίνεται νύχτα γύρω μου πολλαπλασιάζονται
σα ρίζες σπαραγγιού άγνωστοι άνομοι να παζαρεύ-
ουν σκόνη στα τσιγάρα το καυλί τους και τη μάνα
τους την ίδια κι άλλοι που αρκούνται να μυρίζουν
τη βενζίνα στο σφουγγάρι και τρίτοι που βαράν
γροθιές αναμεταξύ τους κι αιμορραγούν εγώ φοβά-
μαι μα δε φεύγω τότε με πλησιάζει κάποιος και
«Δεν είσαι συ που η μνηστή σου χρόνια στο οινο-
πνευμα συντηρημένη στο μουσείο» και «Εσύ δεν
είσαι που ’σβησες απ’ τον οικογενειακό σας τάφο
τα ονόματα βάζοντας σ’ άντρες και γυναίκες Λά-
ζαρος μα τίποτα δε γίνηκε» κι εγώ καταλαβαίνω
πως οι πάντες ξέρουμε τα πάντα για τους πάντες
άρα ελεύθερα μπορώ να ψεύδομαι γι’ αυτό και κό-
βω το κεφάλι μου το βάζω στη μασχάλη τ’ άλλο
φοράω γίνομαι σαν τον Άη-Γιάννη των εικονισμά-
των μπαίνω στο παιχνίδι και παίζω μέχρι που από
τα μάτια του καλού μου κεφαλιού σβήνουν απότο-
μα όλα.

[από την συλλογή ‘Πόλεως’, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 12/1985]

Πηγή: https://diskoryxeion.blogspot.com/2012/12/blog-post_16.html

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Γιάννης Πατίλης - Mηδέν - μηδέν

Κυριακή βράδυ...
Φτιαχτό πάλι το ματς -
κ' ένα σωρό να τρέχουν
να γυρεύουν
πίσω την ψυχή τους.

Πηγή: Μη καπνιστής σε χώρα καπνιζόντων, Ποιήματα 1970-1980.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Θανάσης Βενέτης - Τρία ποιήματα

 ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝ

Χλιμίντριζε τη σιωπή ο Αχέροντας
τσάμικο χόρευε στα τέλια του
ο Άρης της οργής
στα σκίνα και στα έλατα
τσαμπάσης του ορίζοντα
αέρας του Λαού
στην τρύπια του φτερούγα.
Στην κλέφτρα την παλάντζα του αιώνα
τα φισεκλίκια έπαιξε μπαρμπούτι
αίμα ζεστό, φεγγάρι στο σκοτάδι
το κεφάλι του.
Του Βελουχιού φαράγγι , κοχύλι του χιονιού
ν’ ακούει προδομένη θύελλα
κι ο ήλιος να σφαδάζει στη ματιά του.
(Από την ομώνυμη ποιητική συλλογή)

ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΔΑΒΟΥΡΛΗ
Ο Μαύρος Πρίγκιπας κρέμασε νωρίς τα παπούτσια του.
Στων ιαχών τη μάντρα έστησε το τσαντίρι του
με σέντρες και φαρμακερά βολέ προς την εστία
του ουρανού
τα δίχτυα αυτά του μάταιου κόσμου
ξετινάζοντας.

Με την αίγλη και τη σκοτεινή γοητεία
των άσων έφυγε ο τσιγγάνος των γηπέδων.
Καραβάνια τα όνειρά του, πληγή και γιασεμί, ταξιδεύουν.

Έκανε το ζεϊμπέκικο λουλούδι της ζωής,
πάσα του Έρωτα σε ξεχασμένα ακρογιάλια.
Η φωνή του, κλαδί της μοίρας. Τραγούδαγε:

«Ρίχνομαι στη φωτιά σου, καίγομαι,
κούτσουρο μαύρο από ελιά, φυτρώνω κάρβουνο
στα μάτια σου»

Τι παίχτης! Φλέβα μπολιασμένη της ιδιοφυΐας το άρωμα
χαρμάνι Πούλη και Δαρίβα,
τι σουτ ευθύβολο και κοφτή η ντρίπλα του
με ένα στον αέρα στοπ πιο χάρμα από του
Μίμη Παπαϊωάννου!
Μαργαριτάρι της αλάνας και της νύχτας
στον χορό του σφύριζε:

«Αίμα, ζεστό μου,
στα χείλη σου Χριστός αναστημένος,
τζάμι σπασμένο ο ήλιος της αγάπης, κόβεσαι,
νυχτώνει άβυσσος ο φόβος, βγάζεις αίμα!»

Ελάφι απάνω στη γραμμή του αράουτ
ξεγένναγε τη σιωπή του πλήθους σε κραυγή,
σε ποιόν γκολκήπερ της αβύσσου σκοράρει από φάουλ
με απευθείας χτύπημα
ποιο μπακ αδειάζει με μια κίνηση της μέσης;

Ο μάγος γύφτος έφυγε με πάθος ταριχεύοντας
τους βοστρύχους των καημών του,
με τα δέντρα του κίτρινα
από το ξανθό χαμόγελο των αγγέλων
Ποια επινόηση τρελή της τεχνικής του
περνάει τη μπάλα από την τρύπα του άδη;
Ποια με φάλτσο διαγώνια μπαλιά του
βγάζει το μύθο του αμαρκάριστο
στη φάκα της μνήμης;

Βασίλη Μποτίνο, Μίμη Δομάζο,
Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Βασίλη Χατζηπαναγή
κι εσύ Βασίλη Καραπιάλη
μη ψάχνετε.
Ρωτήστε τον Θέμη Μουστακλή, τον Αριστείδη Παπάζογλου,
εκεί ψηλά, στα αποδυτήρια του απείρου
το μαύρο διαμάντι
αιωρείται.
Κι όταν κοιτάει τη θάλασσα, ταράζει το βυθό της,
όταν κοιτάει τα σύννεφα, πέφτει βροχή φαρμάκι.
Νέα Πορεία, τόμ. 39, τχ. 461-463 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993)

ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Χτίζω φωλιά τα λόγια σου τα καθημερινά
στις πιο απλές κινήσεις σου βραδιάζω.
Φωτιά στις κληματόβεργες, τα μάτια σου φωτιά
και γίνομαι πουλί, κοντά σου να κουρνιάζω.
Είμαι μια άνοιξη στα χέρια σου
ένας χειμώνας όταν λείπεις.
Είμαι δροσιά στα καλοκαίρια σου
νεράκι στη φωτιά της λύπης.
Πρέσπες μικρές τα μάτια σου χιονίζουνε
τα μαγικά σου χέρια Αύγουστο φυτεύουν.
Χάνονται θάλασσες στα χείλη σου που ανθίζουνε
κι απ’ τα φιλιά σου καταιγίδες προφητεύουν.

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Γιάννης Γαΐτης - Παναθηναϊκός- Ολυμπιακός: το τέρμα

 


Ρούλα Κακλαμανάκη - Ποδοσφαιρικοί αγώνες

Από παιδί τού άρεσε να κάνει την μπάλα σκαμνάκι.
Έχοντας μάθει τους χειρισμούς μια τέλειας ισορροπίας
Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε.

Καθισμένος εκεί, χρησιμοποιώντας κάθε μόριο
Του σώματος και του πνεύματός του
Με τις ανάλογες κινήσεις γεννούσε πλήθος λέξεων
Και, αν όχι ποιήματα, έργα - ούτως ειπείν αιωνιότητας -
Οπωσδήποτε ανθρώπους κατ' εικόνα και ομοίωσή του.
Καμιά φορά και θεούς.

Όλα ήταν αληθινά με μόνη εξαίρεση τα φτερά.
Αυτά που φυτρώνουν στα γήπεδα των ποδοσφαιρικών αγώνων
Και βγαίνουν από τους αστραγάλους των ποδιών
Για να εξαφανίσουν από προσώπου γης τα παιδικά όνειρα
Και να δώσουν το πρώτο λάκτισμα στην ύποπτη αθωότητα των αγγέλων.



Ρούλα Κακλαμανάκη ( 1936 – 2013 )
Πηγή: Λίγο πριν, λίγο μετά
Εκδόσεις: Καστανιώτης- Αθήνα 1999

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Υφαντής - Επίνικος 1959

Ηλία Υφαντή, Πειραιεί, Ποδοσφαίρα


[…] Τους αρίστους

επαινώ, κι απ’ τους αρίστους, τον άριστο, σε αγώνα

που προσέρχεται ευγενικόν, για ν’ αγκαλιάσει

τη Νίκη. Έτσι κι εσένα Ηλία, του Υφαντή γιε, σ’ αρπάζω

τώρα, με τη βοήθεια του Απόλλωνα, απ’ τον Χρόνο,

σώζοντάς σε από ασκήμια, γήρας κι Άδη, να σε παραδώσω

στην αιωνιότητα, νέο πάντα, ωραίο κι ακμαίο,

πρότυπο κούρου του καιρού μου,

στους νέους που θα’ ρθουν αύριο να δοξάσουν

τη γενιά και την πόλη τους. Εσένα,

διάλεξε η Νίκη μες στους όμοιούς σου, τον ύμνο τούτο

για να κινήσεις, τον πολύτροπο, που εγκωμιάζει εσένα

και τη μεγάλη ομάδα σου

Ευτυχισμένος

ο Πειραιάς, που έχει φορτώσει τόσες

απ’ τις ελπίδες του πάνω σε τέτοια αγόρια!

Ποίημα για το ποδόσφαιρο - Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη, αν

Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιος είναι ο συγγραφέας του παρακάτω ποιήματος. Αρκετοί το αναφέρουν ως πόνημα του “Κίκε” Γουλφ. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι το έχει γράψει ο  δημοσιογράφος Βάλτερ Σααβέδρα (Walter Saavedra) και απλώς το απαγγέλλει ο “Κίκε”!

Τα λόγια του όμως αγγίζουν όλους εκείνους που έχουν παίξει και έχουν δει ποδόσφαιρο. Το εντυπωσιακό είναι ότι διαβάζοντάς το συνεχώς σου έρχονται στο μυαλό εικόνες από αγώνες που έχεις παρακολουθήσει και ποδοσφαιρικά ρεπορτάζ που έχεις διαβάσει. Εικόνες που θέλουν να μας πουν πως ζώντας με το ποδόσφαιρο, μαθαίνεις να ζεις και εκεί έξω – στον κόσμο.


 Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη

αν δεν ήσουν ποτέ οπαδός μιας ομάδας;


Πώς να ξέρεις τι είναι πόνος,

αν ποτέ δεν σου έσπασε ένας αμυντικός την κνήμη και την περόνη

και δεν ήσουν σε ένα τείχος όταν η μπάλα σε βρήκε ακριβώς εκεί;


Πώς να ξέρεις τι είναι ευχαρίστηση,

αν δεν έκανες το γύρο του θριάμβου εκτός έδρας;

Πώς να ξέρεις τι είναι η στοργή,

αν δεν τη θώπευσες με φάλτσο

και να την αφήσεις λαχανιασμένη στα δίχτυα;


Άκουσέ με!

Πώς να ξέρεις τι είναι αλληλεγγύη

αν δεν έχεις βγει μπροστά για έναν συμπαίκτη

σου που τον χτύπησαν από πίσω;


Πώς να ξέρεις τι είναι ποίηση,

αν δεν έχεις κάνει μια gambetta;

Πώς να ξέρεις τι είναι εξευτελισμός,

αν δεν σου έχουν περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια;


Πώς να ξέρεις τι είναι φιλία,

αν δεν έχεις κάνει μια pared;

Πώς να ξέρεις τι είναι πανικός,

αν ποτέ δεν σε εξέπληξαν με μία αντεπίθεση;


Πώς να ξέρεις τι είναι να πεθαίνεις λίγο,

αν ποτέ δεν πήγες να μαζέψεις την μπάλα από την εστία σου;


Πες μου γέρο,

πώς να ξέρεις τι είναι μοναξιά

αν δεν έχεις βρεθεί κάτω από τα τρία δοκάρια,

στα 12 βήματα από κάποιον που θέλει να σουτάρει

και να τελειώσει τις ελπίδες σου;


Πώς να ξέρεις τι είναι λάσπη

αν δεν έκανες ποτέ ένα τάκλιν στα πόδια του αντιπάλου

για να βγάλεις την μπάλα πλάγιο;


Πώς να ξέρεις τι είναι εγωισμός,

αν ποτέ δεν έκανες ακόμα μία,

ενώ το 9αρι περίμενε μόνο του την μπάλα;


Πώς να ξέρεις τι είναι τέχνη,

αν ποτέ, ποτέ δεν έχεις κάνει μια rabona;

Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική,

αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ μπροστά στο πέταλο;


Πώς να ξέρεις τι είναι η αδικία,

αν δεν σου έχει βγάλει μια κόκκινη ένας διαιτητής που παίζει έδρα;

Πες μου, πώς να ξέρεις τι είναι η αϋπνία

αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;


Πώς, πώς να ξέρεις τι είναι μίσος,

αν ποτέ δεν έχεις βάλει ένα αυτογκόλ;

Πώς να ξέρεις τι είναι να κλαις

αν ποτέ, αν ποτέ δεν έχεις χάσει έναν τελικό Mundial

με ένα αμφισβητούμενο πέναλτι;


Πώς να ξέρεις αγαπημένε φίλε,

πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή,

αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;


Μετάφραση από τα Ισπανικά: El Sombrero


Πηγή: https://www.catisart.gr/odi-sto-podosfero/


Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Μίμης Σουλιώτης- Φίλαθλοι Θεσσαλονικείς


Μαζεύθηκαν οι Θεσσαλονικείς
να δουν της πτωχομάνας τα παιδιά,
τον Αϊδινίου, και τους άλλους παίκτας·
Κούδα απ' τον Π.Α.Ο.Κ. και Συρόπουλο απ' τον Άρη
καθώς και τους υπόλοιπους τριάντα
που προπονούνται τώρα επάνω
σε πράσινο τερέν κατάπηκτο από χόρτο.

Ο Συρόπουλος — τον είπαν βασιλέα
των κυνηγών, των χαφ, των προωθημένων
οπισθοφυλάκων. Ο Κούδας — τον στέψαν αρχηγόν
του Π.Α.Ο.Κ., της Εθνικής, και των Ενόπλων.
Ο Αϊδινίου μασούσε τσίκλα αμέρικα,
φορώντας τη γαλάζια του φανέλα,
στο στήθος του, σε κύκλο, το άσπρο ΗΤΑ,
το σορτ του πάλλευκο και με κοψιές στα δυο μπατζάκια,
σκληρά σφικτά τα σπάγκς του με μακρουλά
παχιά κορδόνια που τυλίγονταν στες δέστρες.
Αυτόν, τον είπανε υπέρτερο απ' όλους τους μαντραχάλους,
αυτόν, τον είπανε ισάξιο του Δομάζου.
Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν βεβαίως
που ήσαν πάρλα αυτά και στόμφος.
Η μέρα ήταν σκληρή και ποδοσφαιρική,
ο ήλιος πάνω μπάλα τρίφυλλη,
το Θεσσαλονικιό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικόν εξάνθημα του Υπουργείου,
τα σκαλάκια, αι κερκίδες, μια χαρά, ζάχαρις,
ο Αϊδινίου όλος δίψα για ζωή
(της πτωχομάνας γιος, αίμα Φλωρινιωτών)·
κ' οι Θεσσαλονικείς έχασκαν στην προπόνηση,
και λιγώνονταν, κι ωρύονταν
τουρκομερίτικα, ποντιακά, πέντ' εξ στα βλάχικα,
εμβρόντητοι απ' τα πλονζόν —
μ' όλο που υπαισθάνονταν τί μέτραγαν αυτά,
τί κλούβια μάτια που ζητεί η εντρύφηση στες ντρίπλες.

[πηγή: Μίμης Σουλιώτης, Η Θεσσαλονίκη στα ποιήματα 1900-1999, ανθολόγηση-βιβλιογραφική καταγραφή Σάκης Σερέφας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 89-90]


Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Umberto Saba - Γκολ

Ο τερματοφύλακας επλόνζαρε, αλλά ματαίως,
στην τελευταία επίθεση· την φάτσα του την κρύβει
το χώμα: να μη βλέπει το φως το πικρό – σκοτοδίνη.
Ένας συμπαίκτης του γονατιστός τον παροτρύνει
με λέξεις, με τα χέρια, να σηκωθεί·
βλέπει τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.
Το πλήθος –μέθη κοινή, ενιαία– φαίνεται να ξεχειλίζει
από το γήπεδο: γύρω από τη νικήτρια ομάδα στέκουν
κρεμασμένοι απ’ τον λαιμό της τόσοι και τόσοι αδελφοί.
Λίγες οι στιγμές οι ωραίες σαν και αυτή,
όπου σε μασάει το μίσος, και η αγάπη,
απτή, απτότατη σου δίνεται, στα μάτια σου, μπροστά σου.
Δίπλα στ’ απαραβίαστα δίχτυα του ο τερματοφύλακας
–ο άλλος– έχει μείνει, Όχι όμως η ψυχή του –
εκεί απ’ αυτόν έχει μείνει μοναχά το σώμα.
Η χαρά του κάνει κωλοτούμπες, κι ακόμα
φτιάχνει με το χέρι του φιλάκια
και τα στέλνει μακριά, πολύ μακριά του.
της γιορτής –λέει έτσι– είμαι μέρος και λόγου μου.

απόδοση Γιώργος Κεντρωτής
Πηγή: Ποιειν

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Θανάσης Βενέτης - Μικρή ωδή στον Κώστα Δαβουρλή


Ο μελαψός Πρίγκιπας κρέμασε νωρίς τα παπούτσια του.
Στων ιαχών τη μάντρα έστησε το τσαντήρι του
με σέντρες και φαρμακερά βολέ προς την εστία
του ουρανού
τα δίχτυα αυτά του μάταιου κόσμου
ξετινάζοντας.
Με την αίγλη και τη σκοτεινή γοητεία των άσων
έφυγε
ο τσιγγάνος των γηπέδων.
Καραβάνια τα όνειρά του, πληγή και γιασεμί,
Ταξιδεύουν.
Έκανε το ζεϊμπέκικο λουλούδι της ζωής,
πάσα του Έρωτα σε ξεχασμένα ακρογιάλια.
Η φωνή του, κλαδί της μοίρας, μοσχομύριζε:
ρίχνομαι στη φωτιά σου, αγάπη, καίγομαι,
κούτσουρο μαύρο από ελιά,
φυτρώνω κάρβουνο στα μάτια σου, και
λαμπαδιάζω!
Τι παίχτης!
Φλέβα μπολιασμένη της ιδιοφυΐας το άρωμα
χαρμάνι Πούλη και Δαρίβα,
τι σουτ ευθύβολο και κοφτή
η τρίπλα του
με ένα στον αέρα στοπ πιο χάρμα από
του Μίμη Παπαϊωάννου!
Μαργαριτάρι της αλάνας και της νύχτας
στις βόλτες του ζωγράφιζε:
Αίμα, ζεστό μου αίμα,
στα χείλη σου Χριστός αναστημένος,
τζάμι σπασμένο ο ήλιος της αγάπης,
κόβεσαι,
νυχτώνει άβυσσος ο φόβος, χάνεσαι!
Ελάφι απάνω στη γραμμή του αράουτ
ξεγένναγε τη σιωπή του πλήθους
σε κραυγή,
σε ποιόν αόρατο γκολκήπερ σκοράρει από
φάουλ με χτύπημα μπανάνας
ποιο μπακ αδειάζει με μια κίνηση
της μέσης;
Ο Κώστας ταξίδεψε .. με πάθος ταριχεύοντας
τους βοστρύχους των καημών του, με τ’ άλογά του
κίτρινα απ’ τα ξανθά χαμόγελα των Αγγέλων.
Ποια επινόηση τρελή της τεχνικής του
περνάει τη μπάλα από την τρύπα του Άδη;
Ποια με φάλτσο διαγώνια πάσα του βγάζει το μύθο του
αμαρκάριστο στη φάκα της μνήμης;
Βασίλη Μποτίνο, Μίμη Δομάζο,
Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Βασίλη Χατζηπαναγή
κι εσύ Βασίλη Καραπιάλη μην ψάχνετε.
Ρωτήστε
Θέμη Μουστακλή και Παπάζογλου Αριστείδη,
εκεί ψηλά, στα αποδυτήρια του απείρου
το μαύρο μας διαμάντι
άλιωτη γαλαζόπετρα, αιώνιο δρολάπι,
αιωρείται.
Κι όταν κοιτάει τη θάλασσα, ταράζει το βυθό της,
όταν κοιτάει τα σύννεφα, πέφτει βροχή φαρμάκι.

Μανόλης Αναγνωστάκης - ΥΓ


[3]

Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη — διαφορετικά.

[5]
Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας.

[6]
Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.

[8]

Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να την ξαναδεί.

[9]

 Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι κάτω από τη σκάλα.

[15]

Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο τα χέρια της.

[18]

Όταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις.

[21]

Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση — παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.

[30]

Δεν πίστευες πως θα ξεχάσεις, κι όμως ξέχασες.

 [31]

Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει — τώρα έπαιζε την παράταση.

[33]

Και πώς να τον βρίσεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει είκοσι χρόνια φυλακή...

[40]

Ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο.

[41]

Μέσα σ' ένα στίχο πόση φλυαρία.

[44]

 Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.

[50] 

Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.

[53]

Ήμουν στη φυλακή και δεν ήρθες να με δεις. 

[60]

Αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της.

[63]

Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά. 

[65]
Δυο κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές.

[67]

Βηματισμοί χωρίς σκοπό στα χειμωνιάτικα προαύλια. Χιλιάδες βήματα, χιλιάδες μέρες.

[73]

Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο της έσφιγγε ώρες τα χέρια.

[74]

Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε. 

[83]

Τόση κακότητα εν ονόματι του ανθρωπισμού! 

[85]

Έφτασες πια στην ηλικία που δεν μπορούσες να συγκρατήσεις τα χρόνια στον κατήφορο.

 [86]

… Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι. (Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν οι άλλοι για σένα.)

[88]

Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη — απλώς αποχρώσεις.

[91]

Ζω μισά.

[92] 

Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;

[95]

Ψάχνοντας τις λέξεις άρχισε το ψέμα.

[100]

Έλα εδώ - δε θα μας βρουν.

[102]

 Δε λύγισε από κτηνωδία.]

[105]]

Έψαξε - τίποτα κάτω από τις λέξεις.

[107]

Χρόνια ύστερα από το θάνατό του, εσύ έστελνες στη μάνα του κάθε μήνα ένα γράμμα από το πακέτο που σου είχε εμπιστευτεί.

[110]

Ο σπαραγμός της κοινοτοπίας.

[111]

Τι ωραία βιβλία που γράφουμε, τι ωραία τραγούδια που ψάλλουμε, τι ωραία μνημόσυνα που κλαίμε.

[113] 

Τελικά κατάληξαν στα ίδια πάλι λόγια: φιλία, κατανόηση, εμπιστοσύνη.

[114]

Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος...

[122]

Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση, είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.

[124]

Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά...

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Χρίστος Χαραλαμπόπουλος- Το ποδόσφαιρο αποκαθίσταται στα γήπεδα των γειτονιών

 Τη συνέντευξη πήρε ο Αδάμος Ζαχαριάδης

Ένας από τους ελάχιστους αθλητικογράφους στην Ελλάδα που ψάχνεται. Οι εκπομπές και τα άρθρα του έχουν πάντα κάτι διαφορετικό να σου προσφέρουν. Όταν πήγαινα να συναντήσω τον Χρίστο Χαραλαμπόπουλο είχα ένα σωρό σκέψεις για τα θέματα που θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Μουντιάλ, το ελληνικό ποδόσφαιρο, η οικονομική κρίση και oi κοινωνικές προεκτάσεις της, το γήπεδο της ΑΕΚ, το μάρκετινγκ στον χώρο του αθλητισμού. Στη μιάμιση ώρα που κράτησε η συνάντησή μας είπαμε τόσα πολλά, που δύσκολα χωράνε σε μία συνέντευξη. Επέλεξα ένα μέρος της. 


Τι σου άφησε το Μουντιάλ που μόλις τελείωσε;


Έχω την εντύπωση ότι η παρουσία της Αργεντινής στον τελικό ήταν η τελευταία εμφάνιση ενός ποδοσφαίρου «αλήτικου» ή της αλάνας, αν προτιμάτε, σε αυτό το επίπεδο. Αν δει κανείς τον τρόπο οργάνωσης των δύο ομοσπονδιών, θα παρατηρήσει ότι στη γερμανική περίπτωση έχουμε ένα ποδόσφαιρο προσανατολισμένο στην αγορά, επιστημονικά υποστηριζόμενο, μελετημένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας ενώ στην περίπτωση της Αργεντινής έχουμε μια ομοσπονδία άναρχη, με έναν πρόεδρο ρατσιστή που αντιπροσωπεύει ό,τι χειρότερο υπάρχει στη χώρα, ένα ποδόσφαιρο βαθιά διεφθαρμένο που ουσιαστικά ελέγχεται από τις συμμορίες και κόσμο που σκοτώνεται στα γήπεδα. Ένα ποδόσφαιρο, όμως, που ακόμα και αυτό που σου προσφέρει μέσα στο γήπεδο είναι εντελώς διαφορετικό από το ευρωπαϊκό.


Δύο άλλοι κόσμοι δηλαδή;


Η γερμανική Ομοσπονδία συνεργάζεται με μια εταιρία δημιουργίας λογισμικών, η οποία την έχει προμηθεύσει με ένα πρόγραμμα παρακολούθησης του αντιπάλου που επιτρέπει να στείλεις τις απαραίτητες πληροφορίες στο κινητό του κάθε παίκτη. Με λίγα λόγια, ο Μπόατενγκ είχε πάρει όλες τις πληροφορίες για τον Κριστιάνο Ρονάλντο στο κινητό του προκειμένου να τις μελετήσει. Πάνε δηλαδή, οι παλιές, κλασικές μέθοδοι με το πινακάκι και τα κυκλάκια του προπονητή.

Το ποδόσφαιρο ξεκίνησε ως ένα ball-game, έγινε money-ball και μετατρέπεται τώρα σε digital-ball. Αυτό μπορεί να είναι ένα θαύμα τεχνολογίας και οργάνωσης αλλά ουσιαστικά παύει να είναι παιχνίδι. Το έχουν απονευρώσει, παύει να είναι απρόβλεπτο, δεν μπορεί να δώσει χαρά. Τι χαρά σου προκαλείται όταν  βλέπεις να παίζουν μηχανές; Στο παιχνίδι μετέχεις γιατί μπορείς μέσα από αυτό να χαρείς και όχι γιατί πρέπει πάση θυσία να κερδίσεις λες και είναι πόλεμος.


Και το βραβείο στον Μέσι;


Όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό το βραβείο ήταν μια επιλογή της Adidas, που είναι χορηγός του Μουντιάλ και του παίκτη. Θα έλεγα ότι ο Μέσι θα ήταν μεγαλύτερος ακόμα και από τον Μαραντόνα αν έβγαινε και έλεγε: «δεν το αξίζω αυτό το βραβείο, δεν το θέλω». Δεν το έκανε.


Οι εταιρίες έχουν διεισδύσει ολοκληρωτικά στο ποδόσφαιρο;


Η Adidas, κάνει τώρα ένα συμβόλαιο-ρεκόρ με την Μάντσεστερ, 750 εκ. στερλινών για τα επόμενα δέκα χρόνια. Υπάρχει μια τεράστια αγορά ποδοσφαιρικού υλικού περίπου 17 δις ευρώ και η μάχη είναι ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι. Όλο αυτό μετατρέπει το ποδόσφαιρο σε ένα μέσο προς την επίτευξη των στόχων της κάθε εταιρίας. Πας και αγοράζεις τη φανέλα της ομάδας σου και μαζί κουβαλάς την εταιρία που την σπονσάρει. Γίνεσαι δηλαδή, ένα ζωντανό διαφημιστικό ταμπλό και δεν πληρώνεσαι καν για αυτό.


Είναι παράλογα ακριβοπληρωμένοι οι ποδοσφαιριστές;


Κάποιοι είναι εξωφρενικά. Από την άλλη, γιατί τα Χρυσάνθεμα του Βαν Γκογκ στοιχίζουν τόσο ή ο ηθοποιός να παίρνει 15 εκατομμύρια για να παίξει σε μια ταινία; Όλα αυτά είναι παραλογισμοί και φούσκες του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε. Η Αγροτική Τράπεζα πουλήθηκε στον Σάλλα 92 εκ ευρώ και ο Ρονάλντο πήγε στη Ρεάλ με 95. Αυτό και μόνο νομίζω απαντά στην ερώτηση.


Και πως εξηγείς το γεγονός ότι ακόμα και έτσι βλέπουμε, συζητάμε, παθιαζόμαστε με το ποδόσφαιρο;


Ο Αξελός, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες φιλόσοφους, έλεγε ότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον κόσμο μέσα από την περιπλάνηση και το παίγνιο. Το ποδόσφαιρο λοιπόν είναι ένα παιχνίδι που μας συνδέει καταρχήν με τα παιδικά μας χρόνια. Όταν παίζαμε χωρίς να έχουμε έγνοιες. Όταν πηγαίνεις να παίξεις ποδόσφαιρο, φεύγεις από τον τωρινό κόσμο και μεταφέρεσαι σε εκείνον της παιδικής σου ηλικίας. Υπάρχουν βέβαια αυτοί που έμαθαν να παίζουν και αυτοί που έμαθαν μόνο να το καταναλώνουν, ως προϊόν. Αν δεν μπορείς να παίξεις και να χαρείς το ποδόσφαιρο τότε δεν έχει καμία σημασία.


Ο Σουάρες είναι από αυτούς που ακόμα παθιάζονται, σαν ένα παιδί που παίζει στην αλάνα του;


Καταρχήν είναι τρομακτικό πως εκμεταλλεύτηκαν το περιστατικό εταιρίες που δεν έχουν καμία σχέση ούτε με το ποδόσφαιρο ούτε με τον Σουάρες. Φτιάξανε διαφημίσεις, σποτάκια κλπ. Από την άλλη, οι εταιρίες που έχουν συμβόλαια με τον Σουάρες ταρακουνήθηκαν γιατί, όπως είναι διαμορφωμένη η αγορά, το δάγκωμα και η συμπεριφορά του προκαλούν ζημιά στην εικόνα τους. Όσον αφορά αυτό που ρώτησες όμως θέλω να πω το εξής: Ο Σουάρες, όπως και οι περισσότεροι Λατινοαμερικάνοι παίκτες, είναι ένα παιδί που μεγάλωσε παίζοντας pelota, το ποδόσφαιρο του δρόμου. Εκεί θα δαγκώσεις για να πάρεις τη μπάλα να παίξεις. Όταν έχεις μεγαλώσει σε μια διαλυμένη οικογένεια, στους δρόμους που μεγάλωσε ο Σουάρες, θα το κουβαλάς πάντα αυτό μέσα σου. Κι όταν θα πιεστείς, όταν θα είσαι σε μια ξένη χώρα και θα νοσταλγείς τον τόπο σου, όταν νιώθεις ανασφαλής, θα ενεργοποιηθεί. Οι ποδοσφαιριστές είναι άνθρωποι. Ολόκληρος Ζιντάν έδωσε την κουτουλιά στον Ματεράτσι και τον ξάπλωσε κάτω. Είναι πολύ εύκολο να μιλάμε και να κρίνουμε τους ανθρώπους, εκ του ασφαλούς, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για αυτούς ή το περιβάλλον τους. Δεν ξέρω πόσοι από αυτούς που γράφουν και κρίνουν τον Σουάρες έχουν καν πάει στα μέρη που μεγάλωσε.


Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις τέτοιων παικτών.


Βέβαια. Ο Μπέκαμ θεωρείται το πρότυπο του ποδοσφαιριστή – μάρκετινγκ. Πριν από αυτόν όμως, υπήρχε μια άλλη περίπτωση που θα μπορούσε να το κάνει αλλά δεν βγήκε λόγω χαρακτήρα, ίσως και λόγω χρώματος. Αναφέρομαι στον Νικολά Ανελκά. Πήγε στα 19 του χρόνια στη Ρεάλ, 12 δις. Το marketing-icon όμως δεν πέτυχε γιατί ο Ανελκά είχε άλλη στάση ζωής. Η αγορά δεν σηκώνει τέτοια πράγματα. Ή μάλλον θέλει μια ελεγχόμενη αλητεία, τύπου Ρονάλντο.


Ο Νεϊμάρ σε ποια κατηγορία ανήκει;


Όταν είχε πάει στην Μπάρτσα, αναρωτιόμουν αν είναι έτοιμος κι αν θα ταιριάξει αγωνιστικά. Δύο μήνες μετά, ανακηρύχθηκε ο πιο υποσχόμενος ποδοσφαιριστής στο μάρκετινγκ. Αυτό νομίζω λέει πολλά. Το ότι δεν είναι αυτό που τον παρουσιάζουν, φάνηκε και στο Μουντιάλ. Δεν μπορεί ακόμα να κάνει τη διαφορά σε τόσο ψηλό επίπεδο. Μπορεί κάποτε να γίνει Ριβάλντο, αλλά ακόμα δεν είναι.


Είδαμε και μια Βραζιλία εντελώς «αποβραζιλοποιημένη». Πως το σχολιάζεις;


Οι Βραζιλιάνοι από το 1982 αποφάσισαν ότι θέλουν να κερδίζουν και όχι να παίζουν ωραία. Άρχισαν να παράγουν διαφορετικού τύπου ποδοσφαιριστές. Παλιά το «βραζιλιάνος αμυντικός» ακουγόταν σαν ανέκδοτο. Πλέον, οι καλοί τους παίκτες είναι όλοι αμυντικογενείς. Το μότο του Σκολάρι είναι «δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παίζουμε καλή μπάλα, μας ενδιαφέρει να κερδίζουμε». Τώρα πληρώνουν αυτή την απόφαση.


Το 7-1 ήταν χειρότερο από την ήττα στον τελικό του 1950;


Δεν το ξέρω αλλά νομίζω ότι θα το βιώσουν λιγότερο βαριά. Τότε οι άνθρωποι δεν είχαν πολλές διεξόδους, πέραν του ποδοσφαίρου. Τώρα βγαίνεις από το γήπεδο και βρίσκεις χίλια άλλα πράγματα να κάνεις. Τότε ο Μπαρμπόσα ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος μέχρι να πεθάνει. Τώρα τους πόνεσε, λογικό άλλωστε, αλλά θα το ξεπεράσουν. Θα μείνει βέβαια στην ιστορία καθώς είναι η μεγαλύτερη ήττα σε παιχνίδι Μουντιάλ.


Γιατί στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησε ένα παράδειγμα ομάδας λαϊκής βάσης;


Νομίζω ότι καταρχήν είναι ένα θέμα παιδείας. Ο τρόπος που βλέπουμε το ποδόσφαιρο. Δεύτερον, έχει να κάνει με το θεσμικό πλαίσιο και το πως η Πολιτεία φτιάχνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται το άθλημα. Όταν αυτό το πλαίσιο είναι ένας μηχανισμός παραγωγής ανομίας, ιδιοτέλειας και εκμετάλλευσης, ο υγιής κόσμος κάποια στιγμή θα αρχίσει να αποστασιοποιείται. Πολλοί αγαπούν την ομάδα τους αλλά δεν αντέχουν τον εκάστοτε πρόεδρο ή μεγαλομέτοχο. Αυτοί που έχουν στα χέρια τους τις ομάδες δεν είναι άνθρωποι που αγαπούν το παιχνίδι και δεν έχουν στο νου τους τη σωστή οργάνωση της ομάδας. Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι εδώ και χρόνια ένας πελατειακός μηχανισμός κυρίως με το κράτος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η ιστορία με τον Ντέμη στην ΑΕΚ ήταν μια καλή ευκαιρία να έχουμε ένα τέτοιο παράδειγμα αλλά δεν το χειρίστηκε καλά.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα, θεσμοθετημένα οι ομάδες ανήκουν κατά 52% στους φιλάθλους τους.


Έχει αλλάξει και ο τρόπος που το ζούμε εμείς, οι φίλαθλοι;


Εννοείται. Θυμάμαι στην πρώτη πορεία του Πολυτεχνείου ότι κατέβηκε κόσμος με κασκόλ και μετά πήγε στο Καραϊσκάκη σε ένα παιχνίδι του Ολυμπιακού. Τώρα καθόμαστε και το βλέπουμε στην τηλεόραση. Δεν κοινωνικοποιείται ο κόσμος στο γήπεδο, όπως παλιά. Κι αυτοί που πάνε, κάθονται το βλέπουν, τρώνε και ένα μπέργκερ και φεύγουνε. Επιπλέον, μάθαμε να αγαπάμε τη νίκη  περισσότερο από το παιχνίδι. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας. Ένα από τα πράγματα που σκοτώνουν το παιχνίδι είναι και το στοίχημα. Σκέψου ότι ο άλλος παίζει under το παιχνίδι και κάθεται να το δει και παρακαλά να μην μπει γκολ. Αν το σκεφτείς είναι αδιανόητο. Στο σλόγκαν «υποστηρίζουμε ό,τι παίζουμε» απαντάμε «υποστηρίζουμε ό,τι μας λέει η καρδιά μας».


Οι αθλητικογράφοι έχουν την κατάλληλη παιδεία ή έχουν κι αυτοί τις ευθύνες τους;


Μεγάλες ευθύνες. Θα είχε ενδιαφέρον να κάναμε μια έρευνα και να δούμε πόσα και ποια βιβλία έχουν διαβάσει οι αθλητικογράφοι φέτος. Μια φορά είχε πάει δημοσιογραφική αποστολή να καλύψει το παιχνίδι της εθνικής με τη Μάλτα. Μόνο ο Πανούτσος, από τους αθλητικογράφους που ήταν εκεί, ήξερε ότι στη Μάλτα βρίσκεται ο μόνος εκτός Ιταλίας πίνακας του Καραβάτσιο. Για μένα αυτό είναι αδιανόητο, δεν μπορεί το ποδόσφαιρο να μην είναι κομμάτι του πολιτισμού.


Είναι όμως και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές. Δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα Ελλήνων ποδοσφαιριστών που να έχουν πάρει θέση πάνω σε κοινωνικά ζητήματα. Ιδιαίτερα στην εποχή που ζούμε.


Κι αυτό θέμα παιδείας είναι. Ξεκινάμε με μια αντίληψη να μην μπλέκουμε το ποδόσφαιρο με την πολιτική. Μια αντίληψη των προέδρων ουσιαστικά που επιβάλλεται στο παιχνίδι. Αν εξαιρέσεις την περίπτωση του Σάββα Κωφίδη ή παλιότερα του Δεληκάρη δεν μπορώ πράγματι να σκεφτώ κάποιον άλλο. Αλλά και η ίδια η κοινωνία, δεν είναι έτσι; Εδώ βλέπεις τις καθαρίστριες, που είναι μια χούφτα γυναίκες που δεν το βάζουν κάτω και ασχολούνται μαζί τους 100-200 άνθρωποι.


Το τελευταίο διάστημα έχουν βγει διάφορες αποκαλύψεις γύρω από τον χώρο του ποδοσφαίρου. Πως τα βλέπεις εσύ αυτά και γιατί γίνονται τώρα οι αποκαλύψεις αυτές;


Είναι απότοκα μιας άρρωστης κοινωνίας.  Χρόνια τώρα τα συζητάγαμε αυτά αλλά η πολιτεία δεν αποφάσιζε να ασχοληθεί. Προφανώς, όταν τα συμφέροντα αρχίζουν να γίνονται πιο μεγάλα, μεγαλώνουν και οι μάχες. Με το Τσάμπιονς Λιγκ και τα τηλεοπτικά έχει μεγαλώσει πολύ η πίτα.

Έχεις ακούσει ή διαβάσει εσύ κάποια ανακοίνωση της ΕΠΟ για το ζήτημα; Έστω ρε παιδί μου κάτι τυπικό για τις τηλεφωνικές συνομιλίες που βγήκαν; Τίποτα. Αυτό νομίζω τα λέει όλα.


Πολύς λόγος γίνεται τελευταία και για το γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. 


Έχω ένα φίλο 92 χρονών, Μικρασιάτη που μου είπε ότι θέλει να πεθάνει μόλις χτιστεί το γήπεδο. Βλέπει το χωράφι όπως είναι τώρα και λέει ότι είναι σαν μια πληγή ανοιχτή που αιμορραγεί. Είναι αδιανόητο να μην έχει η ΑΕΚ γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Δεν χρειάζεται όμως ένα γήπεδο που να έχει 40 μαγαζιά και 70 φαστφουντάδικα. Μπορεί να γίνει ένα γήπεδο 30.000 θέσεων χωρίς να πειράξουν το πάρκο. Το επιχείρημα ότι είναι εγκαταλελειμμένο δεν μου λέει τίποτα γιατί αν η τοπική αυτοδιοίκηση είχε τα λεφτά που της έχουν κόψει μια χαρά θα το είχε το πάρκο. Με ενόχλησε η λογική του ΣΥΡΙΖΑ να βρεθεί μια λύση και να συζητήσουμε με τον Μελισσανίδη. Ειλικρινά δεν την καταλαβαίνω. Και θέλω να πω και το εξής: Σε όλη αυτή την ιστορία το κλειδί δεν είναι το γήπεδο. Είναι ο έλεγχος της εταιρίας που θα διαχειρίζεται το γήπεδο. Σε ποιανού τα χέρια θα είναι. Αυτό είναι πολύ σοβαρό ζήτημα.


Υπάρχει και το ζήτημα της χρηματοδότησης από την Περιφέρεια.


Είναι επίσης πολύ σοβαρό θέμα. Η Περιφέρεια δηλαδή βρίσκει τρόπο να χρηματοδοτήσει ένα γήπεδο και δεν καταφέρνει να χρηματοδοτήσει άλλα πράγματα που είναι πρώτης ανάγκης στην κοινωνία; Ποιές είναι οι προτεραιότητές μας ως κοινωνία. Σε μια περίοδο βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης, όταν πεθαίνει κόσμος στα νοσοκομεία επειδή δεν έχουμε φάρμακα, όταν κάνουμε περισσότερους ακρωτηριασμούς από όσους στο Αφγανιστάν γιατί οι διαβητικοί δεν βρίσκουν φάρμακα, έχουμε προτεραιότητα να χτίσουμε ένα γήπεδο; Αν είναι έτσι τότε να πάω να πεθάνω σε ένα μεγάλο γήπεδο.


Μήπως και η Αριστερά δεν προσεγγίζει σωστά το ποδόσφαιρο;


Ακόμα δεν έχει κατανοήσει η Αριστερά τι είναι το ποδόσφαιρο, πως αλλάζει, τι καταστάσεις διαμορφώνει μέσα στην καπιταλιστική διαδικασία και τι πρόταση πρέπει να έχει για το παιχνίδι. Είναι η μόνη που έχει τα εργαλεία για να το κάνει και δεν το κάνει. Πρέπει να υπερασπιστεί και το παιχνίδι ως τέτοιο αλλά κυρίως τη δυνατότητα των ανθρώπων να έχουν χώρους, όπου ελεύθερα και δωρεάν θα μπορούν να το παίξουν. Αν δεν κλοτσήσω την μπάλα δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω το παιχνίδι. Το ρημάδι το παιχνίδι πρέπει να το αποκαταστήσουμε. Και αυτό δεν γίνεται στα γήπεδα των ομάδων. Γίνεται στα γήπεδα των γειτονιών. Και η Αριστερά έχει να προσφέρει σε αυτό.


Οι προπονητές


Γίνεται μεγάλη κουβέντα τα τελευταία χρόνια για τους προπονητές. Εσύ ποιόν προτιμάς;


Θεωρώ ότι ο Γκουαρντιόλα είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Είναι ένας πολυδιάστατος άνθρωπος. Διαβάζει βιβλία, πάει κινηματογράφο, παρακολουθεί το θέατρο. Μαζεύει από παντού πράγματα που φορτώνει μετά στο ποδόσφαιρο. Γενικά αν το κοιτάξεις θα δεις ότι οι πιο ενδιαφέροντες προπονητές είναι αυτοί που είναι λίγο κοσμοπολίτες. Οι Ολλανδοί που γυρίζουνε από χώρα σε χώρα, ο Μουρίνιο που ήταν μεταφραστής κ.ο.κ. Και βέβαια ο Βενγκέρ ο οποίος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Ένας οικονομολόγος που έσωσε στην πραγματικότητα την Άρσεναλ μέσω του πλάνου της πώλησης κατοικιών στο Χάιμπουρι. Ένας άνθρωπος που άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο. Πήγε εκεί και στην αρχή τον έλεγαν Mr Brokoli γιατί τους άλλαξε τις διατροφικές συνήθειες. Και μετά το πρώτο πρωτάθλημα βγήκε ο Τόνυ Άνταμς και είπε: «Τον λέγαμε Κλουζώ όταν ήρθε αλλά τώρα πρέπει να τον λέμε Mr Windows».

Από αυτούς που έχουν περάσει από Ελλάδα;

Ο Βαλβέρδε ήταν, κατά την άποψή μου, η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ήταν και αυτός ένας άνθρωπος πολυδιάστατος. Έχω την εντύπωση ότι και ο Ρανιέρι είναι μια τέτοια περίπτωση και θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι μπορεί να κάνει στην Εθνική. Πιο παλιά, ο Ίβιτσα Όσιμ του ΠΑΟ ήταν εξαιρετική περίπτωση.


Πηγή – εποχή

Αναδημοσίευση από: https://eleutheriellada.wordpress.com/

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Κώστας Ταχτσής - Δεκατρία ποιήματα

 1. ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ

Το πλοίο μας σαλπάρισε. Σιγά σιγά
θʼ αφήσουμε τώρα και το λιμάνι. Ο ήλιος
βυθισμένος στον ορίζοντα, χρυσίζει
για στερνή φορά, ποιος ξέρει, τη γη
όπου πρωτόειδαμε το φως του. Σε λίγο
η απόσταση και το σκοτάδι ίσως για πάντα
θα τη σβήσει. Φεύγουμʼ απʼ την ανόητη
κατακραυγή του κόσμου. Σʼ αυτό τον τόπο
οι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν
τους λεπτοτάτους στίχους μας. Τους θίγουν,
ισχυρίζονται, τʼ αθώα μας καμώματα,
δεν βλέπουν, δεν το νιώθουν, πως τα καμώματα
αυτά είναι των στίχων μας η αιτία.
Μακριά από την ενοχλητική μας παρουσία
ίσως τους στίχους μας καλύτερα εκτιμήσουν
ίσως μεγάλους ποιητές μάς πούνε κιόλας.
Μα προ παντός, στα ξένα εκεί – οι ξένοι
είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους –
πιο λεύτεροι, πιο ξένοιαστοι
στις μυστικές συνήθειες θα δοθούμε.

Τι γρήγορα που νύχτωσε. Δεν μπορεί πια κανείς,
μʼ αυτή την ψύχρα, στο κατάστρωμα να μένει.
Γη της πατρίδας, γη αγαπημένη, καληνύχτα.

2. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

Κάποτε είχα ένα φίλο, θα ΄ταν ως είκοσι χρονών
και τʼ άρεσε να ταξιδεύει. Μου ΄λεγε: φίλε
τα όνειρα έρχονται, φεύγουν, έρχονται
με τα καράβια. Κι όταν θύμωνε: αυτό
που είναι για μένα ένα καράβι
ποτέ δεν θʼ αρμενίσει την καρδιά σου!

Εγώ φοβόμουνα τη θάλασσα και τα καράβια

Ένας θεός ξέρει τι υπόφερα για χάρη του
τι κλάματα της μάνας μου και παραινέσεις
για ολέθριες φιλίες απʼ τον πατέρα μου

Τέλος μεταχειρίστηκαν τεχνάσματα: μου πήραν
το κλειδί της πόρτας, να με κάνουνε,
συχνά που γύριζα μεσάνυχτα εξαιτίας του,
να σκαρφαλώνω από τη μάντρα

Κάποτε είχα ένα φίλο, θα ΄ταν ως είκοσι χρονών
και τʼ άρεσε να ταξιδεύει…

Το βράδυ εκείνο γύρισα νωρίς στο σπίτι
με δέχτηκαν σαν άσωτο υιό
βάλανε το γραμμόφωνο και σφάξανε μια κότα

μου επέστρεψαν και το κλειδί

3. ΑΘΗΝΑ (ΕΛΛΑΣ) 1957

Ένα κοινό πρωινό με λίγα σύννεφα
σε κάποια μεγαλούπολη

όλες μας οι φροντίδες αποβλέπουν
στο ευσυνείδητο σφουγγάρισμα
των εθνικών μνημείων

ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι ακόμα
έξω από τόπο κι από χρόνο οι απερίσκεπτοι
καθώς εμείς και τα παιδιά μας κι η ζωή μας
και παρακάτω η ειρωνεία των ανθρώπων
που βγήκαν με την πίκρα τους στα μάτια

ένα κοινότατο πρωινό

4. ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ

Κορέα
ένα προς εκατό χιλιάδες
χαρτογραφούμε μήνες τώρα
κλίμακες σύμβολα και χωροστατικές καμπύλες
μες στο γραφείο με τη σόμπα
που ο στρατιώτης ταχτικά
ανάβει κάθε μέρα στις εφτά
στις δέκα σταματάμε τη δουλειά για λίγο
αλλάζουμε τις σκέψεις μας
όχι βεβαίως τις κρυφές
λίγη πολιτική
και σπανιότερα λίγη λογοτεχνία
ζεσταίνουμε τα χέρια μʼ ηδονή
ψήνουμε κάστανα
ξεχνώντας πως υπάρχει η Κορέα
που δεν γνωρίζουμε άλλωστε
παρά από μέσʼ απʼ τις καμπύλες και τους χάρτες

ενώ στο μεταξύ μαίνεται η μάχη εκεί κάτω

5. ΟΛΥΜΠΙΑ, ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Δεν ήρθα εδώ για να θαυμάσω
σαν ένας ξένος
όσα δεν είναι πια δικά μας
είδα παρέες που ανηφόριζαν
κρατώντας ανεμώνες
κι είπα να κόψω λίγες
έτσι
απʼ ανεμώνη σʼ ανεμώνη
προβάλαν μπρος μου ένα ένα
όλα
όσα απόμειναν ανάμεσα στα πεύκα
και τις ελιές
κι όταν πια μάζεψα τις ανεμώνες
όσες
μπορούσε να κρατήσʼ η φούχτα μου
κάθισα
έξω απʼ τα ερείπια
και κοίταζα
δειλά τους νέους που πέταγαν
τους αετούς

6. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Ήταν το βράδυ της ταφής
και βγαίναμε στους δρόμους και προσμέναμε
κι ενώ η πομπή αργούσε ακόμα
βλέπουμε ξάφνου το Χριστό
έφηβο
να περνάει μπροστά μας

7. ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Είμʼ ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μες στις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλά του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σαν φανοί αυτοκινήτων που ΄ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de la ville – τίποτα παρʼ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.

8. ΑΠΟΨΕ

Απόψε δεν υπάρχουν
νεώτερα απʼ το μέτωπό μου
κανείς δεν έθεσʼ επʼ αυτού τα χείλη του
ίσως μεθαύριο γραφτεί ο θάνατός μου
εντός του στήθους φέρω βόμβα εγκαιροφλεγή
όπου και να ΄ναι θα εκραγεί

9. ΠΡΟΧΩΡΑ ΤΑΧΤΣΗ

Προχώρα Ταχτσή προχώρα στο δικό σου δρόμο
κι όσες παγίδες τόσο το καλύτερο – προχώρα
αφήνοντας τη σάρκα που αναλογεί στην καθεμιά
μα κοίτα να ΄ναι κόκκινη σαν πυρωμένο σίδερο
νʼ αφήσει τα σημάδια της στα χέρια τους
και προχώρα Ταχτσή προχώρα χωρίς να υπολογίζεις

10. Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑΝ

Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σʼ ένα φάκελο
δεν θα σε δω να φεύγεις
ή να ΄ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς

αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τʼ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μʼ ένα νεκρό

Τασία – έναν καφέ παρακαλώ

αν ξάφνου μʼ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν

η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών

Τασία – παρακαλώ έναν καφέ

Θʼ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται η φράση σʼ α γ α π ώ
αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή

λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου

εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου

ο καφές σας κύριε

η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι

και είναι λ έ ε ι ποιητής

μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά

η ποίηση φίλε πέθανε

η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μʼ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής
ναι είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο

η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών

βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφʼ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΖΩΗ!

σου ΄λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σʼ ένα καλάμι θα ΄δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου

για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό
δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών

οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μʼ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα

πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT

φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
σιωπητήριο

ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει

φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας

μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α

ο κύριος είναι κίναιδος

αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ

Άνθρωπος

ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο

στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός

ο κύριος είναι κίναιδος

ά ν θ ρ ω π ο ς

χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τʼ αρνιέμαι

μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα

η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε

και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών

μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες
σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο
δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω

αντίο σας

φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τʼ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απʼ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές

δεν έχεις πια καμιά ελπίδα

δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απʼ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απʼ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απʼ τη ζωή
είμʼ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος
θʼ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες

κάτω απʼ τις ρόδες είνʼ ο θάνατος
πάψε
δεν θέλω να σʼ ακούω
θα σʼ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στʼ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω

έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας

μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί

τι ωραία που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απʼ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο

μα ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θʼ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!

11. Η ΖΩΗ ΜΟΥ

Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου
κλώτσʼ από δω
κλώτσʼ από κει
γκολ! γκολ!!!
το χάσαμε το παιγνίδι

12. ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟ «ΒΥΖΑΝΤΙΟ»

«Λοιπόν γελώ πολλές φορές κλαμώντα
τους με μισούσι να γελούν θωρώντα…»

(Κυπριακό δημοτικό τραγούδι)

Δεν με σκοτίζει τι θα πουν πια ή τι θα πω
κι αν επιστρέψεις σύντομα απʼ το ταξίδι αυτό
που τόσο ακόμα θα κρατήσει
θα βρεις έναν Ταχτσή
ελαττωμένον κατά το ήμισυ

εσού απόντος
ήρθαν δίσεκτες χρονιές
δριμύτερους χειμώνες κανένας δεν θυμήθηκε – και όχι
απʼ την συνήθη εξιδανίκευση του παρελθόντος

τα μάτια μου τα χάρισα για να μπολιάσουν καστανιές

«Θυμάμʼ εκείνη τη βραδιά
που βγήκαμʼ απʼ το σινεμά…»

στάθηκες και μʼ αγόρασες ένα χωνάκι κάστανα…
εκείνοι που μʼ αγάπησαν δεν τραγουδάνε πια
τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι

δεν ξέρω αύριο τι μας περιμένει

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΙΓΩΤΕΡΑ, ΕΙΝʼ Η ΩΡΑ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ

συγγνώμη σας ζητώ, ω συγγνώμην
μα σʼ έναν τόπον σαν κι αυτόν! Καταλαβαίνετε…
είνʼ το βραδάκι έτσι γλυκό!
σφύριζα κάποιο τραγουδάκι, και σκεπτόμουν –
πως όλα πια τα βάλαμε στο υποκοριστικό

μα έχουν κι οι νεκροί κάποιο σκοπό!

ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΚΥΡΙΕ – ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ!

συγγνώμην – ήθελα να πω – αυτός ο λόφος πέρα
και το κίτρινο φεγγάρι από πάνω του –

στις στέγες των σπιτιών παραμονεύουνε
ώρα την ώρα οι Σειρήνες να περάσει
ο Οδυσσέας στο αεροπλάνο του –

κι αυτό σωστό. Κι αυτό πολύ σωστό
το είχα προς στιγμήν ξεχάσει
μα σʼ έναν τόπο σαν κι αυτόν!
σας καληνύχτισα λοιπόν
εγώ
πηγαίνω τώρα στο «Βυζάντιο» να σιωπήσω
σας το υπόσχομαι: ποτέ, ποτέ πια δεν θα τραγουδήσω
θα κάτσω σʼ ένα τραπεζάκι
και θα ζητήσω από το Μπάμπη ένα νεράκι

τώρα
το τάβλι και τα πούλια
ο Αυγερινός, ο Θόδωρος κι ο Χρήστος

γεια σας!

α, τέρατα!

τα χείλια σας και τα κατάμαυρα μαλλιά σας!
δεν θέλω πια να μου μιλάτε
το βλέπω μʼ αγαπάτε, μʼ εκτιμάτε,
προωθείτε τα συμφέροντά σας

α, πουλημένοι!
έναν καφέ – ένα πουκάμισο – ευχαρίστως!
μα είνʼ η καρδιά μου αλλού δοσμένη
κι όμως το ξέρεις
ότι σε λίγο θα κυλήσεις
σαν τη μπαλίτσα του μπιλιάρδου

το ξέρω
θα ρίξω πάλι ζάρια και θα φέρω –

ΣΙΩΠΗ

την ημέρα των νεκρών –

καλά – θα πάψω
τώρα το βλέπω καθαρά: ό,τι κι αν γράψω
δεν ωφελεί πια ό,τι κι αν κλάψω

τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι

μονάχα ο Ιωσήφ
απάνω – κάτω
αδημονεί

βρήκανε ψύλλους μες στη φάτνη

υπομονή
η ώρα του είναι: όπου να ΄ναι θα φανεί
ο μέγας σοφιστής μας: είναι ή όχι
απατεών
θα τον ρωτήσουμε, ο συντάκτης
του ωροσκοπίου στη «ΒΡΑΔΥΝΗ»…

τι ησυχία που ακολουθεί
τι ησυχία

και μόνο το «Βυζάντιο» ξαγρυπνεί
σαν ένοχη συνείδηση

αυτή η φοβερή μανία της αυτοκρατορικής –
θέλω να πω: AY – TO – KA – TA – ΣΤΡΟ – ΦΗΣ

θα βγάλω μια φωτογραφία της στιγμής

καρδιά!
ποτέ δεν είχες φωτογένεια

μα τώρα πια δεν έχει σημασία
λίγο νεράκι φέρε μου βρε Μπάμπη – όχι υγεία

μάθετε νʼ αποφεύγετε τους διανοούμενους

αυτός εδώ είνʼ ανδροπρεπής και μουσικοσυνθέτης
του λόγου του πρώην ποιητής
νυν χαρτοκλέπτης

α, λεονταράκι μου, ήσουνα, λέει, κομμουνιστής
μα υπέγραψες τη δήλωση

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΥΣ

μʼ έπιασε πάλι εκείνη η ζάλη

κάτι στο χέρι δώστε μου, κάτι στο χέρι
να μην αρπάξω την καρέκλα απʼ το ποδάρι
και του τη φέρω στο κεφάλι

μη με κοιτάτε

ΣΑΣ ΣΙΧΑΙΝΟΜΑΙ

τίποτα πια μη με ρωτάτε
δεν ξέρω αν θα ξαναβγεί το φεγγάρι

έχω κομάρα – κι είνʼ αργά

θα φύγουν ένα ένα τα γκαρσόνια
ο ιδιοκτήτης έμεινε να κατεβάσει τα ρολά

τι ησυχία που ακολουθεί
τι ησυχία…κι αυτό το Σύνταγμα
σαν να νην είναι πια πλατεία

13. ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ

Μια μέρα θα με πουν φακίρη
μες απʼ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μες απʼ τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρά μου
διέπραξα κλοπές διʼ υποβολής
από αγάπη, σας τʼ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: ένα κοινό προδότη
εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα ΄ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μʼ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ


Πηγή: http://www.poiein.gr/2008/12/19/ethooao-oaootho-1927-1988-13-dhiethiaoa-20-nuiea-adh