Χλιμίντριζε τη σιωπή ο Αχέροντας
τσάμικο χόρευε στα τέλια του
ο Άρης της οργής
στα σκίνα και στα έλατα
τσαμπάσης του ορίζοντα
αέρας του Λαού
στην τρύπια του φτερούγα.
Στην κλέφτρα την παλάντζα του αιώνα
τα φισεκλίκια έπαιξε μπαρμπούτι
αίμα ζεστό, φεγγάρι στο σκοτάδι
το κεφάλι του.
Του Βελουχιού φαράγγι , κοχύλι του χιονιού
ν’ ακούει προδομένη θύελλα
κι ο ήλιος να σφαδάζει στη ματιά του.
(Από την ομώνυμη ποιητική συλλογή)
ΜΙΚΡΗ ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΔΑΒΟΥΡΛΗ
Ο Μαύρος Πρίγκιπας κρέμασε νωρίς τα παπούτσια του.
Στων ιαχών τη μάντρα έστησε το τσαντίρι του
με σέντρες και φαρμακερά βολέ προς την εστία
του ουρανού
τα δίχτυα αυτά του μάταιου κόσμου
ξετινάζοντας.
Με την αίγλη και τη σκοτεινή γοητεία
των άσων έφυγε ο τσιγγάνος των γηπέδων.
Καραβάνια τα όνειρά του, πληγή και γιασεμί, ταξιδεύουν.
Έκανε το ζεϊμπέκικο λουλούδι της ζωής,
πάσα του Έρωτα σε ξεχασμένα ακρογιάλια.
Η φωνή του, κλαδί της μοίρας. Τραγούδαγε:
«Ρίχνομαι στη φωτιά σου, καίγομαι,
κούτσουρο μαύρο από ελιά, φυτρώνω κάρβουνο
στα μάτια σου»
Τι παίχτης! Φλέβα μπολιασμένη της ιδιοφυΐας το άρωμα
χαρμάνι Πούλη και Δαρίβα,
τι σουτ ευθύβολο και κοφτή η ντρίπλα του
με ένα στον αέρα στοπ πιο χάρμα από του
Μίμη Παπαϊωάννου!
Μαργαριτάρι της αλάνας και της νύχτας
στον χορό του σφύριζε:
«Αίμα, ζεστό μου,
στα χείλη σου Χριστός αναστημένος,
τζάμι σπασμένο ο ήλιος της αγάπης, κόβεσαι,
νυχτώνει άβυσσος ο φόβος, βγάζεις αίμα!»
Ελάφι απάνω στη γραμμή του αράουτ
ξεγένναγε τη σιωπή του πλήθους σε κραυγή,
σε ποιόν γκολκήπερ της αβύσσου σκοράρει από φάουλ
με απευθείας χτύπημα
ποιο μπακ αδειάζει με μια κίνηση της μέσης;
Ο μάγος γύφτος έφυγε με πάθος ταριχεύοντας
τους βοστρύχους των καημών του,
με τα δέντρα του κίτρινα
από το ξανθό χαμόγελο των αγγέλων
Ποια επινόηση τρελή της τεχνικής του
περνάει τη μπάλα από την τρύπα του άδη;
Ποια με φάλτσο διαγώνια μπαλιά του
βγάζει το μύθο του αμαρκάριστο
στη φάκα της μνήμης;
Βασίλη Μποτίνο, Μίμη Δομάζο,
Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Βασίλη Χατζηπαναγή
κι εσύ Βασίλη Καραπιάλη
μη ψάχνετε.
Ρωτήστε τον Θέμη Μουστακλή, τον Αριστείδη Παπάζογλου,
εκεί ψηλά, στα αποδυτήρια του απείρου
το μαύρο διαμάντι
αιωρείται.
Κι όταν κοιτάει τη θάλασσα, ταράζει το βυθό της,
όταν κοιτάει τα σύννεφα, πέφτει βροχή φαρμάκι.
Νέα Πορεία, τόμ. 39, τχ. 461-463 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993)
ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Χτίζω φωλιά τα λόγια σου τα καθημερινά
στις πιο απλές κινήσεις σου βραδιάζω.
Φωτιά στις κληματόβεργες, τα μάτια σου φωτιά
και γίνομαι πουλί, κοντά σου να κουρνιάζω.
Είμαι μια άνοιξη στα χέρια σου
ένας χειμώνας όταν λείπεις.
Είμαι δροσιά στα καλοκαίρια σου
νεράκι στη φωτιά της λύπης.
Πρέσπες μικρές τα μάτια σου χιονίζουνε
τα μαγικά σου χέρια Αύγουστο φυτεύουν.
Χάνονται θάλασσες στα χείλη σου που ανθίζουνε
κι απ’ τα φιλιά σου καταιγίδες προφητεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου