Εγώ πεθαίνω! Θα χαθεί στης γης την αγκαλιά
η πιο γλυκιά και παιδική ψυχή του κόσμου.
Όμως δεν κλαίω παρά όσα χάδια και φιλιά
μου ανήκαν, και μου κλέβει ο θάνατός μου!
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1979
Εγώ πεθαίνω! Θα χαθεί στης γης την αγκαλιά
η πιο γλυκιά και παιδική ψυχή του κόσμου.
Όμως δεν κλαίω παρά όσα χάδια και φιλιά
μου ανήκαν, και μου κλέβει ο θάνατός μου!
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1979
Το μαύρο περιστέρι
Τα ξωτικά μου πήρανε το νου
κι εκεί που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη
απ’ τα ριζά του απόγκρεμου βουνού,
σε τούτο εδώ με ρίξανε ακρογιάλι,
π’ έχει μπροστά του πέλαο, βράχο πίσω
να μην μπορώ κοντά σας να γυρίσω.
Βοήθεια εγώ καμιά δεν καρτερώ
γιατί πηχτό σκοτάδι μας χωρίζει.
Σα μέσα σ´ άλλον έπεσα καιρό
και μια κατάρα ασήλωτη μ’ ορίζει
σε σας μηνώ καθένας να το ξέρει
με τούτο εδώ το μαύρο περιστέρι:
Είναι πολλά στο βίο τα ξαφνικά
κι απ´ την οργή της μοίρας φυλαχθείτε,
να μην σας βρουν και σας τα ξωτικά
και κάποιο βράδυ απάντεχα βρεθείτε
στα στοιχειωμένα μέρη στ’ ακρογιάλι,
εδώ που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη
Η προσδοκία ενός εραστού
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.
Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της
σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.
Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…
Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ έμενα…
Δύο άγνωστοι
Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,
χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.
Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·
μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.
Ο ιππότης
Ήταν ιππότης. Κάτι έπρεπε να ‘ναι
Κι ήταν ιππότης. Ελαμποκοπούσε
Χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε
Λευκό στο καπελίνο του φτερό.
Αμίλητος καβάλα στ’ άλογο του
Χώρες περνούσε κι άφηνε ζητώντας
Τον κίνδυνο, που αντίκριζε γελώντας
Ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.
Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,
Κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,
Ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε
Πλατύτερος, να πάει, στον ουρανό…
Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
Με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
Στον πύργο την κυρία την ντελικάτη
Ή την αρχοντοπούλα την μικρή,
Αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη,
Την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,
Κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε
Και λευτεριά τους χάριζε ιερή…
Μα εκείνες που δεν ήξεραν του έκαιγαν
Θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτα τους
Κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους
Στην τόλμη του για δώρο προσφερτή…
Δεν το χωρούσε ο νους των, δεν μπορούσαν
Να νοιώσουν μια θυσία τόσον ωραία
Για της ευγένειας μόνο την ιδέα
Και για της ιπποσύνης την τιμή.
Σιγά σιγά
Σιγά-σιγά. μη βιάζεσαι ζωή. Φρόνιμα τώρα.
Τα θέλγητρά σου σπάταλα κι αν σκόρπιζες μπροστά μου,
εγώ σου ακριβοπλήρωσα τ’ απατηλά σου δώρα,
μ’ όλους, θαρρώ τους πόθους μου και μ’ όλα τα όνειρά μου.
Το βλέπω πια. υστερόβουλη, ζωή, μου εφάνεις. Τώρα
στάλα τη στάλα ράθυμα θα πιώ το νέο ποτήρι.
κι αν είναι αργά και θάνατός μου γίνει απά’ στην ώρα
Θα μ’ εύρει σαν τον άτρομο, καλό καραβοκύρη.
Τετράστιχο
Εχάθηκε απ’ τα μάτια μου της μοίρας μου η φοβέρα,
χαράς χαμόγελο έλαμψε στα χείλη τα πικρά
κι εχύθη σ’ όλο το είναι μου με το δροσάτο αγέρα
γλυκό μυστήριο κι όνειρο κι αγάπη κι ομορφιά…
Το περιδέραιο
Ν’ αποξεχνιέμαι
κι ώρες να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι
Να μη ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ’όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση
Ώ έσφιξαν τώρα οι μέρες.
οι ώρες στένεψαν πολύ.
η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί τη μπόρα.
Μαζί να πλέμε
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι.
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Ψέμα ήταν, δε μας έζωσε στυγνή
Σιωπή, κακό ήταν όνειρο η πληγή μας,
Λαμπρές μηνούσαν νίκες οι οιωνοί
Κι’ ήτανε λάθος η έντρομη φυγή μας.
Αυτοί που απάνω μας ωρμούσαν, λαός,
φίλοι ήταν κι’ έφερναν το ωραίο στεφάνι;
Κι’ ήταν ο κόσμος δίκαιος και καλός;
Μα γιατί τότε νάχουμε πεθάνει;
Όλοι και μ’ όλη την οργή, γοερός
μ’ έπνιξε ο θρήνος στη στρωμνή του αρρώστου,
μα αν ήταν πρώτα η χλεύη τώρα εχθρός
του τραγουδιού σου μέγας ο έπαινός του.
Τώρα εμπαιγμός η ανώφελη στοργή
κι’ εδώ σ’ επιβουλεύεται, μονάχα
κρύψου και φτάνουν οι άνθρωποι γοργοί
να σου διαψεύσουν το τραγούδι τάχα…
Ενώ το πνεύμα μου…
Ενώ το πνεύμα μου ίμεροι γαλήνης ανυψώνουν,
μες στην καρδιά μου ο έρωτας στενάζει απελπισμένα∙
η γνώση με αντιμάχεται κι οι πόθοι με κυκλώνουν,
-όλα τα ενάντια σμίξανε για πόλεμο σ’εμένα.
Αλίμονο! Σηκώνομαι και πότε πέφτω πάλι∙
φαντάζω τάχα για ήρωας με τραγική ηρεμία,
κι όμως δεν είμαι πιότερο σ’αυτή την άγρια πάλη
παρά η σκηνή, όπου παίζεται μια ξένη τραγωδία.
Ηδυπάθεια
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη,
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι
μια γλύκα θηλυκιά,
Είναι βαθιά σιωπή· ο ηδονικός
κάματος αναπαύει πια τα γύρω,
χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μυρο,
Κι η ζέστα της σαρκός
Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
τον άγρυπνο φρουρό.
Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
κι απ’ τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
και μέλπει σιγανά:
«Γλυκιά που είν’ όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
η πλάση απ’ την αγάπη αποκαρώθη,
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.
Ένα αλαφρό ανασήκωμα
Ένα ελαφρό ανασήκωμα των ώμων μου και φτάνει
να τιναχτεί από πάνω μου του πόνου μου ο βραχνάς
κι’ όμως αυτό το ελάχιστο που κόπο δε μου κάνει,
ψυχή μου, αυτό είναι το πολύ, που δεν το αποτολμάς…
Κ. Καρυωτάκης
Του κόσμου οι φαύλοι, ευγενικέ ποιητή, που σε θρηνούμε,
τόσες φορές απάνου σου πατήσαν να περάσουν·
μα εκεί που πας και γρήγορα θα ’ρθούμε να σε βρούμε,
δε γίνεται, θλιμμένε μου, για να σε φτάσουν.
Αλήθεια, στένεψε η ζωή κι είναι η γενιά μας στείρα,
η Ποίηση παραλήρημα, τι θέμε πια εδώ κάτου;
Δεν έχει τόπο εδώ για μας κι η μόνη εμπρός μας θύρα,
για να διαβούμε, απόμεινε μονάχα του θανάτου.
Πηγή: https://bilinguay.com/minos-zotos-el-muchacho-triste
Ο αέρας βογγάει στις καστανιές,
σιμώνουν βαρυχειμωνιές.
Άγρια νυχτιά μέσα στο δάσο
ποτέ μου δεν θα σε ξεχάσω.
Δέντρα στου ανέμου την οργή
βαριά σωριάζονται στη γη
πέρα, μηνώντας κρύους θανάτους
σκούζουν τ’ αγρίμια στη μονιά τους.
Κι απάνω στη ραχούλα εκεί,
τραχιά του δάσου μουσική,
ουρλιάζουν θριαμβικά δυο λύκοι,
σα να γιορτάζουν άγρια νίκη.
Μέσα σ’ αυτή την ταραχή
μου αναταράζεται η ψυχή
κι έτσι από μένα να πηδήξει
και με τον άνεμο να σμίξει.
Ω! τι μεγάλα κυνηγώ
και τι μικρός οπού ’μαι εγώ…
1932
(Στην αληθινή ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη)
Ήταν, θυμούμαι , κάποτε, που δίχως ναν το νιώθω
Κρυφά η ζωή μου εθέρμαινε τον τολμηρό μου πόθο,
Κι ανοίγοντας τα μάτια μου μπροστά της θαμπωμένα,
Έλεα και βρήκα τ΄ όνειρο που εταίριαζε για μένα.
Θυμούμαι, που υποσχετική κοντά της μ΄ εκαλούσε
Και μ΄ έκραζε μυριόστομη και μου χαμογελούσε
Τα θέλγητρά της που άφηνε μονάχα να μαντέψω
-έτσι κι αν δεν το πίστευα να ιδώ και να πιστέψω-
Μα απόμεινα σαν το πουλί στην ξόβεργα που επιάστη
Κι είδα η ψυχή να σταματά σαν άτι που εξαφνιάστη.
Μα ακόμα ωστόσο κι άπιαστη τον πόνο της να πνίγει,
Έτοιμη πάλι να πιαστεί και πάλι να ξεφύγει…
Ήταν, θυμούμαι , κάποτε, που δίχως να το νιώθω
Κρυφά η ζωή μου εθέρμαινε τον τολμηρό μου πόθο,
Κι ανοίγοντας τα μάτια μου μπροστά της θαμπωμένα,
Έλεα και βρήκα τ΄ όνειρο που εταίριαζε για μένα.
Θυμούμαι, που υποσχετική κοντά της μ΄ εκαλούσε
Και μ΄ έκραζε μυριόστομη και μου χαμογελούσε
Τα θέλγητρά της που άφηνε μονάχα να μαντέψω
-έτσι κι αν δεν το πίστευα να ιδώ και να πιστέψω-
Μα απόμεινα σαν το πουλί στην ξόβεργα που επιάστη
Κι είδα η ψυχή να σταματά σαν άτι που εξαφνιάστη.
Μα ακόμα ωστόσο κι άπιαστη τον πόνο της να πνίγει,
Έτοιμη πάλι να πιαστεί και πάλι να ξεφύγει…
~
Πηγή:https://mpampis-kiriakidis.blogspot.com/2020/11/blog-post_17.html#more
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.
Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.
Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…
Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα…
Μαρία Πολυδούρη
Όλα τα ωραία βιβλία για σένα λένε
κι όλα τα παραμύθια τα πουλιά.
Τ’ άνθη, Μαρία, την άνοιξη σε κλαίνε,
Μαρία, πικρά σε κλαίνε τα πουλιά.
Σε κλαίνε οι χάρες κ' οι αύρες οι γελούσες
κι ανώφελα για σένα τις ρωτώ·
κλαίνε όλες, λυσίκομες, οι Μούσες
και πιο γοερά, Μαρία, η Ερατώ.
Σε ρεματιές νεράιδες σε θρηνούνε
Ξωθιές στα δάση, λάμιες στα βουνά.
Μαρία, τα εξωτικά σου μάτια πούναι,
πούναι, Μαρία, τα χείλη τα γκρενά;
Κι εδώ, από μας, Μαρία, σ' αποζητούνε
όλες οι ωραίες οι σκέψεις, ορφανές.
Μαρία, τα ωραία τα λάθη μας πενθούμε
κ' οι αγάπες οι θανάσιμες κι αγνές.
Η Μαρία πέθανε...
Σήμερα η μέρα πέρασε με τη Μαρία φευγάτη!
Όχι πως απαρνήθη την τόση μας στοργή,
όχι πως πάει ταξίδι, μήτε παρόμοιο κάτι.
Αλίμονο μας! Έχει πεθάνει απ’ την αυγή
κι ο γλυκασμός μαζί της και τ’ όνειρο κι η απάτη
κι ο ήλιος της ζωής μας εχάθη από τη γη!
Πηγή: Κ. Σ. Κώνστας (επιμ), Μίνως Ζώτος, Άπαντα 1972.
Ο αέρας βογγάει στις καστανιές,
σιμώνουν βαρυχειμωνιές.
Άγρια νυχτιά μέσα στο δάσο
ποτέ μου δεν θα σε ξεχάσω.
Δέντρα στου ανέμου την οργή
βαριά σωριάζονται στη γη
πέρα, μηνώντας κρύους θανάτους
σκούζουν τ’ αγρίμια στη μονιά τους.
Κι απάνω στη ραχούλα εκεί,
τραχιά του δάσου μουσική,
ουρλιάζουν θριαμβικά δυο λύκοι,
σα να γιορτάζουν άγρια νίκη.
Μέσα σ’ αυτή την ταραχή
μου αναταράζεται η ψυχή
κι έτσι από μένα να πηδήξει
και με τον άνεμο να σμίξει.
Ω! τι μεγάλα κυνηγώ
και τι μικρός οπού ’μαι εγώ…
1932
ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ (1905-1932):
Πηγή:https://mpampis-kiriakidis.blogspot.com/search/label/%CE%96%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82%20%CE%9C%CE%AF%CE%BD%CF%89%CF%82
ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ...
Είναι η ψυχή μου ένας λυγμός που στο άπειρο αναλυέται,
Μια νότα που ανερμήνευτη για πάντα θα σταθεί˙
Γι' αυτή παρόμοιο τίποτε στη γη δεν απαντιέται
Κι όπως και να 'ναι αταίριαστη και μόνη θα χαθεί.
ΛΥΓΜΟΣ
Μέσα στους δρόμους έξαλλος όλη τη νύχτα να γυρνώ
Μ' έκθαμβα μάτια, ολάνοιχτα σε μια γλυκιά οπτασία,
Να κρύβω μέσα στο έρεβος μακριά απ' τον κόσμο τον κακό
Την υστερνή που ιλάρωσε την όψη μου ευλογία.
Και να με βρίσκει κάποτε η Αυγούλα γελαστή κι εγώ,
Που κρύφιος πόθος μου ήταν δειλό να με προκάνει,
Μ' αυτό το ανήλεο χέρι μου σ' ένα τριαντάφυλλο χλωμό
Φύλλο το φύλλο να μαδώ την υστερνή μου πλάνη...
ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
Μια γλύκα θηλυκιά.
Είναι βαθιά σιωπή˙ ο ηδονικός
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.
Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
Τον άγρυπνο φρουρό.
Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
Κι απ' τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
Και μέλπει σιγανά:
«Γλυκιά που είν' όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Η πλάση απ' την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.
ΤΟ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ
Ν’ αποξεχνιέμαι κι ώρες
να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι
Να μη ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ’ όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση
Ώ έσφιξαν τώρα
οι μέρες. Οι ώρες στένεψαν πολύ.
Η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί τη μπόρα.
Μαζί να πλέμε
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι.
Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΟΥ
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.
Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.
Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…
Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα…
ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ
‘‘Ποινή πως έοικε Ση χάρις, Κύριε’’
Αγίων ψαλμοί και Αγγέλων κίνησις πολλή.
Η ανάκλησίς μου εν ουρανοίς εορτή μεγάλη.
Εν νεφέλη αφαρπάζομαι. Άγγελοι εν στολή
προς το αναβήναι με κρατούν απ’ την μασχάλη.
Και ιδού πομπή μακρά με δάδας και πυρσούς
με δέχεται εν οργάνοις· δεν απουσιάζει
εκ των Αγίων ουδείς, και μόνον ο Ιησούς,
ολοέν και πλέον βαρύθυμος, πέραν μονάζει.
Μακαρίζω την τύχην μου. Ευτυχής εγώ
ότι ηξιώθην χάριτος. Εδόθη μοι όντως
λαμπρά δικαίωσις τον Θεόν να υμνολογώ
εκ δεξιών Αγίου Κλαυδίου του μειδιώντος.
ΤΟ ΝΤΕΛΙΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο αέρας βογγάει στις καστανιές,
σιμώνουν βαρυχειμωνιές.
Άγρια νυχτιά μέσα στο δάσο
ποτέ μου δεν θα σε ξεχάσω.
Δέντρα στου ανέμου την οργή
βαριά σωριάζονται στη γη
πέρα, μηνώντας κρύους θανάτους
σκούζουν τ’ αγρίμια στη μονιά τους.
Κι απάνω στη ραχούλα εκεί,
τραχιά του δάσου μουσική,
ουρλιάζουν θριαμβικά δυο λύκοι,
σα να γιορτάζουν άγρια νίκη.
Μέσα σ’ αυτή την ταραχή
μου αναταράζεται η ψυχή
κι έτσι από μένα να πηδήξει
και με τον άνεμο να σμίξει.
Ω! τι μεγάλα κυνηγώ
και τι μικρός οπού ’μαι εγώ…
Μίνως Ζώτος (1905-1932)
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΙΗΣΗ Βήματα. 1929. / Αφιέρωμα. 1930. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Άπαντα· επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας (όπου και η ποιητική συλλογή Σουρντίνα). Αθήνα, Εκδόσεις Κοινότητος Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος, 1972.
Αναδημοσίευση από:https://anemourion.blogspot.com/2018/09/1905-1932_25.html