Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βρεττός Σπύρος Λ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βρεττός Σπύρος Λ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Σπύρος Βρεττός - Το βραχιόλι

  Προτιμάω τις ξαφνικές βροχές 
που οι δρόμοι αδειάζουν 
μες στις μεγάλες πόλεις που σε έχανα
 και στις μικρές που δεν βρισκόμασταν, 
αφού βαρέθηκα τις συνεχείς λιακάδες
 που δεν ήξερα σε ποια παραλία να σε βρω, 
στα πουκάμισά μου τώρα μικρές λίμνες 
γεμίζουν και στεγνώνουν, 
κι εσύ τρέχεις ακόμα στη θάλασσα, 
ενώ την ίδια ώρα με βλέπεις 
να φεύγω απ’ τα υπόστεγα
 και να φοράω μόνος μου το βραχιόλι
 που είχα για σένα.   


(Από τη συλλογή: Ως Αζτέκοι στις Αζόρες, εκδ. Πλέθρον, 1985.


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/badges/oi-poihtes-mas-gia-mia-xamenh-agaph/4/ ]

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Σπύρος Βρεττός - Μάτια


Ό,τι είναι να πείτε, πέστε το 
γι’ αυτούς τους τοίχους, 
και περισσότερο για τα μικρά τους κάδρα, 
για τα παλιά τους πρόσωπα, 
τα κλειστά τους μάτια, 
που δεν τ’ αντέχω έτσι ακίνητα και σταθερά,

μάτια σαν κόκαλα εκεί μπηγμένα, 
χτισμένα σχεδόν στο ύψος των τοίχων.

Ό,τι είναι να πείτε, πέστε το
προτού ξεφτίσει το σπίτι,
κάτι επιτέλους 
σαν ανταπόδοση ν’ ακουστεί, 
έστω κι από τα πρόσωπα των κάδρων,

να κλάψουν επιτέλους το μεδούλι τους 
τα κόκαλα των ματιών τους.

(από τη συλλογή
Ακίνητα μάτια, 1992)

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Σπύρος Λ. Βρεττός - Μεγάλη Εβδομάδα στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι


Ήταν κραυγή μακρόσυρτη
και ακούστηκε σαν «οίμοι»
σαν της Μεγάλης Τρίτης ήχος πλαγιαστός,
βαθιά κοιμώμενος μες στη φωνή του ψάλτη.
Κι από κοντά κι άλλες φωνές,
παίζοντας τα παιδιά στην εκκλησία•
«οίμοι»
και «οίμοι»
και κάποια σκέτα «οι»
που ένας άγνωστος τα πέρασε για άρθρα
και του ’ρθε και συμπλήρωσε τη γλώσσα:
«οι φοβισμένοι»,
«οι αλαζόνες όχι»,
«οι φοβισμένοι».
Υπήρξε δεν υπήρξε ιερομόναχος
στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι
που έψελνε δεν έψελνε τα «οίμοι»
και μέτραγε δεν μέτραγε στα δάχτυλα τον κόσμο,
υπάρχει πάντως το άναρθρο
στης Άγιας Αγωνίας τον καιρό
και στην αυλή του τα παιδιά
παίζοντας κρυφτό και άγνωστο.
Ανιστόρητο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999.

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Σπύρος Βρεττός - Ο γλύπτης Ροντέν δεν χρησιμοποιούσε εκμαγεία

 Α΄

Μπορεί το άγαλμα που έφτιαξα να μοιάζει αληθινό
αλλά να ξέρετε ότι δεν το ’φτιαξα καθόλου με εκμαγείο.
Δεν έφτιαξα ποτέ καλούπι από μοντέλο ζωντανό.
Μόνο κοιτούσα προς αυτό
κι εδώ με τα χεράκια μου θρυμμάτιζα την πέτρα.
Μα επειδή πολλοί με κατηγόρησαν γι’ αυτό,
πως έκανα το άγαλμα φτυστό και με καλούπι,
βάζω μπροστά για ν’ αποδείξω το αντίθετο:
ετούτη τη γυναίκα που απέναντί μου έστησα
-γυμνή και τόσην ώρα μάλλον ξυλιασμένη-
σκοπεύω τώρα να την ξεπεράσω.
Και πιο μεγάλο από αυτήν
το άγαλμα θα κάνω.
Σχεδόν θα φτάνει
στο ξύλινο ταβάνι.
Την θέλω άλλωστε
μονάχα για τη στάση.
Μα και το πρόσωπο θα κάνω αλλιώς.
Κεφάλι άλλου σώματος
θα βλέπω για κεφάλι.
Μα και το σώμα αλλιώς.
Θα αγνοήσω το μοντέλο αυτό
κοιτώντας άλλο σώμα.
Και πριν απ’ όλα αυτά, οφείλω να σας πω,
είχα σκεφτεί και τούτο:
την πέτρα μου ν’ αφήσω απείραχτη
κι έτσι να την εκθέσω.
Μα οι ίδιοι πάλι τα ίδια θα ’λεγαν:
καλούπι ότι έφτιαξα από μιαν άλλη πέτρα.
Α ναι. Και τα μαλλιά.
Mοντέλο μου για τα μαλλιά
θα προτιμούσα μία Αφροδίτη.
Τέσσερα λοιπόν μοντέλα στη σειρά:
ένα για στάση
ένα για σώμα
και ένα για μαλλιά.
Κι εσένα που σε ήθελα για πρόσωπο
μην το αποστρέφεις.
Β΄
Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΛΥΠΤΗ
(μπροστά στο γυμνό μοντέλο)
Αν κάνω, μέσα στη σύγχυσή μου αυτή,
το πάθος για την τέχνη μου
πάθος για τη ζωή μου
και στη γυμνή απέναντι φωτιά αν αφεθώ
αλλά και μείνω φωτεινός
σαν να ’μουν δίπλα στη φωτιά και με φώτιζε
κι ας ήμουν μέσα της και καιγόμουν,
ήθελα να ’ξερα:
αν μείνει απ’ όλα αυτά η στάχτη μου
θα ’χω κερδίσει και το φως;

(από "Τα δεδομένα" 2012)

Σπύρος Λ. Βρεττός - Για να μην πουν πως μ' άγγιξε η εποχή

Αν εξετάσετε τον πίνακα αυτό
θα βρείτε τη ζωγραφική μου πρακτική.
Σε κάθε στρώση χρώματος
θ’ αντιστοιχεί και μι’ άλλη χρονική στιγμή
και θα’ ναι σα να έγιναν επάνω του αιώνων επιχώσεις
-γι’ αυτό και πάει ο πίνακας προς το ανάγλυφο
και στις χαράδρες του κατακρημνίζονται τα πρόσωπα
και μένει επάνω μόνο το τοπίο.
Εάν λοιπόν τον εξετάσετε τον πίνακα αυτό
θα διαπιστώσετε τα πρόσωπα που έθαψα με χρώμα.
Και το ’κανα όχι μονάχα εδώ
αλλά και σε δεκάδες άλλους,
και πάντα με το πρόσχημα
πως είμαι των τοπίων μοναχά
και των νεκρών των φύσεων συνάμα
-πότε το μήλο από τη μια μεριά
και πότε από την άλλη.
Και όλ’ αυτά
για να μην πουν πως μ’ άγγιξε η εποχή,
για να μη βρουν μέσ’ απ’ τα πρόσωπα
τα γεγονότα που μ’ ερέθισαν
κι αμέσως με ενέπνευσαν
και πουν «τι παριστάνει;»,
για να ’μαι -και να μείνω- ένας ζωγράφος του κανόνα εγώ,
γλυκός και ηθικός μες στα τοπία μου
-τρεχούμενα νερά και θάλασσες,
κοιλάδες και βουνά και λόφοι.
Τι ηθική Θεέ μου, τι γλυκύτης!
Εκτός κι αν τίποτα, απ’ όσα γίνονταν, δεν αντιλήφθηκα
και πάντα εζωγράφιζα εμένα,
και πάντα εμένα έσβηνα,
εμένα έθαβα με χρώμα,
και δεν αντιπροσώπευα καμία εποχή
αλλά τον εαυτό μου,
εμένα βύθιζα στις θάλασσες
εμένα στις χαράδρες,
ώστε να μείνει το τοπίο επάνω μου
τόσο γλυκό και ηθικό
όσο κι ανάγλυφο σώμα γυναίκας.

από τη συλλογή Συνέβη, 2007

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Σπύρος Λ. Βρεττός - Μ' έχανες από τα χέρια


Μπήκαμε στη νύχτα των αισθήσεων
κι ενώ μ' έψαχνες, μ' έχανες από τα χέρια
και τα μάτια είχαν χαθεί από ώρα.
Τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ αν μ' είχες προσέξει
την τελευταία στιγμή
ανάμεσα στα κόκκινα και κίτρινα λαμπιόνια
του καφενείου,
με κοίταζες απ' το σκοτάδι
μέχρι που σβήσανε και τα δικά μου φώτα.
Αυτή η νύχτα έχει αφήσει κάτι βαρύ επάνω μου.
Δεν είναι το σώμα σου, που μπορώ να το διώξω
προς τα κει, στα άλλα πράγματα που τους ανήκεις,
στα ίδια και τα ίδια που έχεις πει
και δεν τα 'χεις νιώσει. Είναι το πρόσωπό μου
που δεν το χώρεσε σήμερα ο καθρέφτης,
το ξεφόρτωσα επίπεδα και τώρα με πονάει ο όγκος του.
Θα 'ναι σίγουρα που σηκωθήκαμε μαζί
από τις ίδιες παραλίες κι αφήσαμε πίσω μας
μια γραμμή ορίζοντα που μας έπαιρνε
σκυφτούς ή ξαπλωμένους, που μπήκαμε μαζί
στο μεγάλο τούνελ του φόβου της σιωπής
και μιλήσαμε για τα ωραία μέρη του σώματος.
Τώρα ανατέλλουμε μπροστά στους ουρανοξύστες.
Σε ποιο δωμάτιο ξυπνάμε απαράλλαχτα ίδιοι με χτες΄
δεν γνωριζόμαστε.
Οι δρόμοι κάτω που θα μας ξαναπάρουν
έχουν σπασμένα φτερά από παγόνια'
εσένα, για το καπέλο σου.

Ως Αζτέκοι στις Αζόρες, 1985.

Σπύρος Λ. Βρεττός - Εύα

Η Εύα τoυ είπε:
«Για ποιού Θεού τη χάρη
ούτε ματιά δεν έριξα
έξω από τον παράδεισο
που νόμιζα πως υπάρχει;
Εντάξει. Το δέντρο εκείνο στην αυλή
το φύτεψες για μένα.
Κι ούτε μου απαγόρευσες τον ίσκιο του.
Κι ήσουν εσύ το φύλλωμα
όταν αυτό δεν είχε.
Όμως, δεν θα σου πω πως με αγάπησες.
Δεν θα σου πω ασφαλώς και πως με αρνήθηκες.
Φαντάζουν και τα δύο
δύσκολα πολύ να τα παλέψω.
Μα θα σου πω για τον παράδεισο που έφτιαξες
κι ήταν απ’ την αρχή χωρίς νερά
και δίχως δέντρα.
Με ένα δέντρο μόνο
που παράσταινε καρπούς
και όταν τους άπλωνα το χέρι
αντί γι’ αυτούς έπιανα αέρα,
άντε και λίγο φύλλωμα
όταν εσύ παράσταινες τα φύλλα
καθώς αυτό ποτέ δεν είχε.
Σε βλέπω. Έτοιμος να πεις
πως φρόντισες μην αμαρτήσω
και πως γι’ αυτό κι ευχήθηκες
το δέντρο μας να μην καρπίσει.
Το όνομά μου, Εύα, σαν πολύ και να σου άρεσε
μα σαν πολύ και να σε τρόμαζε.»
Kι αφού έτσι του μίλησε
στάθηκε για λίγο στην ανοιχτή πόρτα.
Σα να ’θελε αντί να μείνει, να φύγει.
Μα έκλεισε γρήγορα την πόρτα.
Τράβηξε και τον σύρτη να μη τους δουν.
Τον αέρα ωστόσο στο παράθυρο
τον άφησε για τα μαλλιά της.
Κλεφτές ματιές στο τζάμι το ανοιχτό
για το γυμνό της σώμα.
Της είπε:
«Ωραία τον σύρτη έσυρες.
Και τα μαλλιά σου
ωραία που φθάνουν στο κρεβάτι
από τον δυνατό αέρα.»
Κι αυτή:
«Ενδίδω και πάλι.
Το αισθάνομαι.
Το όνομά μου, αλλά κι εγώ
πλαστήκαμε γι’ αυτόν τον μέτριο παράδεισό σου.»

"Τα δεδομένα" 2012)

Σπύρος Λ. Βρεττός - Όταν ο ηγεμών παρακμάζει


Καθώς τα πράγματα αλλαξοπίστησαν
πουλώντας την ύλη τους στο διάβολο
για την αθάνατη σκιά τους,
δεν έχω πού να κρατηθώ
πού να καθίσω'
δεν έχω πέτρα, ξύλο, τίποτα,
δεν έχω πού την εξουσία μου ν' ασκήσω.
Γιατί, όταν συχνά με αμφισβητούσαν,
σε κάποιο από τα πράγματα ξεσπούσα
ξεχαρβαλώνοντας την ύλη του
-πως τάχα τούτο μου έφταιγε-
μέχρι αυτή ν' απλουστευτεί σε σκόνη
ή άντε και να γλίτωνε του τραπεζιού το ένα πόδι.
Μα αν τώρα ξεσπάσω σε σκιές
κραδαίνοντας στα χέρια μου αυτό που μόλις γλίτωσε
-το μόνο στο διάβολο απούλητο,
του τραπεζιού το ένα πόδι-
θα έχουν δίκιο,
όσοι απ' τα παράθυρα κρυφά κοιτούν,
θα έχουν δίκιο που θα πουν:
"Την εξουσία του, ιδέστε τον, ασκεί
στου φουσκωμένου ίσκιου το ασκί".
Όμως, αν κι είμαι αυτοκράτορας σε παρακμή,
αν και τα πράγματα που διαφέντευα
-και οι υπήκοοι πλέον μαζί-
έκαναν στάση, μαύρη συναλλαγή
προς της σκιάς το μέρος,
εγώ θα μείνω εδώ με σάρκα και οστά.
Έχω και εγχειρίδιο καλό
πολέμων και βασανισμών
με ειδικό κεφάλαιο περί σκιών.
Αχ, ευτυχώς που το 'μαθα από παλιά σαν προσευχή
γιατί το ψάχνω και έχει προ πολλού χαθεί
και έχει προ πολλού μετατραπεί
σε μαύρο κατάμαυρο σπαθί
-το μόνο που ακμάζει μες στην παρακμή-
κόκκινο πλέον μαχαίρι.
Συνέβη, 2007.

Σπύρος Λ. Βρεττός- Σε προβολή παλιού ντοκιμαντέρ



Τα παιδιά μόνα επάνω στην οθόνη
- πού είναι ο πατέρας
πού είναι η μάνα-
τα παιδιά μόνα και σκάει δίπλα τους η βόμβα
- στους θεατές ο πατέρας
κάπου αλλού η μάνα-
η ανάσα των παιδιών φουσκώνει την οθόνη
- στους θεατές χαμένος ο πατέρας,
την οθόνη γδέρνει η μάνα: παιδί μου.


Συνέβη, 2007

Σπύρος Λ. Βρεττός - Στους ποιητές καταραμένοι που θέλουν να 'ναι


Και τούτη η παλίρροια από ποτά
με μία κιβωτό σε ανεβάζει στα ηφαίστεια.
Σε ψάχνουν οι δικοί σου όλη τη νύχτα
που το ποτό σου μηρυκάζεις
και μαντεύεις,
σε λόγια διφορούμενα όπου ακούν μαζεύονται,
μα εσύ κρυφά το σκας
από την πίσω πόρτα των ψεύτικων ναών σου
και του διωγμού σου τα μονόξυλα χαλάς
κι όλο τρεκλίζεις ψέλνοντας
ποιήματα καταραμένα.
Σε ψάχνουν
και τους κοιτάς αγνώριστους, κι από αλλού,
στον πιο δύσκολο στίχο σου οδοιπόρος,
λαρύγγι που το βρέχει το οινόπνευμα
και το στεγνώνεις σε τραγούδια για τη νύχτα,
και τους τη σκας
φεύγοντας, τρέχοντας,
μέχρι τα πόδια σου να θρέψουν με τη λάβα
απ' τις εκρήξεις των ποτών,
και να γυρίσεις παράξενος,
ποιητής καταραμένος
στους εσβεσμένους πρόποδες της μέρας.
Σ. Βρεττός
("Σε μαύρο πλου", 1988)

Σπύρος Λ. Βρεττός - Ειρωνεία 2003

I

Στην αρχή τον προώθησαν
με όπλα και χρήμα κι εξουσία.
Μετά, σαν δεν τους έκανε,
σαν τον φοβήθηκαν που κρατάει ακόμη,
τον είπαν δαίμονα,
τον είπαν δαιδαλώδη
-πως δεν μπορούνε τάχα μέσα του
βαθιά να δουν.
Κι αυτός ρωτά: μα ήμουν ο βυθός τους;
II
Τον παρακολουθούν με φόβο
μέσα στο θέρος ν’ ανεβάζει ποσοστά,
με τελεσίδικη ωραιότητα
να περιβάλλει τις ελλείψεις,
για πάθος όμορφο να θεωρείται
που όλο συστρέφεται σε αγωνία,
τα γεγονότα να εκμεταλλεύεται
να τα προσθαφαιρεί υπέρ του.
Κι αυτοί κρυφά αποφαίνονται:
μα τόσο καλός που έγινε
πια δεν τον θέλουμε στην εξουσία.
III
Κοίτα πώς του αφαίρεσαν τα πάντα:
και όπλα
και χρήμα
κι εξουσία.
Κοίτα το γεγονός πώς καταρρίπτεται΄
γκρεμοτσακίζεται μαζί
κι ο αποδιοπομπαίος χρόνος του
χέρι με χέρι.
Σε τέτοια πτώση, λες,
δεν θ’ άρμοζε μια μουσική
σαν ρέκβιεμ της Ιστορίας,
μα ένα γλυκό adagio
που ενίοτε σαλπίζει,
σαν κάτι δηλαδή που θα ’φερνε
προς μία τάχα στέρεη και δυνατή
δομή της εξουσίας.
Πόση ειρωνεία φίλε μου
εν έτει δύο χιλιάδες τρία!

Συνέβη, 2007

Σπύρος Λ. Βρεττός - Ραμμένα χείλη (στα σύνορα)


Δεν έχω φως, της έλεγε.
Αν είχα θα σου το ’δινα για να με δεις
πως κι αν μιλώ δεν με ακούς
γιατί -το ξέχασες;- είναι τα χείλη μας ραμμένα,
γιατί -το ξέχασες;- βρισκόμαστε σε σύνορα κλειστά.
Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που ήτανε τα χείλη μου μες στα δικά σου.
Σπρώχναν οι γλώσσες μας η μια την άλλη
ποια γλώσσα θα νικήσει ποια.
Κι ύστερα
γίναν τα χείλη μας ραμμένα.
Ποια λέξη πήγαινε να βγει; Θυμάσαι;
Ποια λέξη υπερήφανη
θαρρούσε πως είναι αρκετή
να ειπωθεί και να νικήσει;
Γι’ αυτό
και γίνανε τα χείλη μας ραμμένα.
Να ρθει η φωνή, να ρθει η φωνή πίσω απ’ τα χείλη
να ρθει και να ’ναι σώμα που εκφέρεται,
αφήνεται στο λόγο,
σπάει τα χείλη, σπάει τα δόντια,
σπάει τις δυνατές κλωστές ανοίγει
κάνει τα σύνορα πιο κει τ’ ανοίγει
να ρθει η λέξη που μόνο σε φωνή ή γεγονός
το στόμα σου ανοίγει.
Πάει καιρός -θυμάσαι;-
που το δικό σου δέρμα κινιότανε
σα να ’θελε να ανεβεί πιο πάνω από το σώμα.
Με γύρευε πολύ, με ήθελες, θυμάσαι;
Μείνε κοντά, μου έλεγες, να μη χαθούμε,
δε βλέπεις που έχουν μαζευτεί χιλιάδες άνθρωποι,
δε βλέπεις που έχουν όλοι σταματήσει;
Τα όρια, τα όρια, μου φώναζες
τα σύνορα, τα σύνορα κλειστά
και πώς θα πάμε σ’ άλλη χώρα;
Κι εγώ δεν έχω φως, του έλεγε.
Αν είχα θα σου το ’δινα για να με δεις
που σβήνω. Κι είναι τα σύνορα κλειστά
κι είναι τα χείλη μου κλειστά.
Κι είναι κιόλας το δέρμα μου
πιο πάνω από το σώμα.
Σπύρος Λ. Βρεττός

Διαπραγματεύσεις, 2019.

Σπύρος Λ. Βρεττός - Η γυναίκα, ο στρατιώτης και η εκδίκησή της (απόσπασμα)

Η Γυναίκα:

Αφήστε με να σύρω το νεκρό,
αυτόν που εσείς, περήφανοι που τον σκοτώσατε,
φωτογραφίζεστε μαζί του.
Λίγο το σώμα του να σύρω
-το σώμα το για μένα πάντα αναίμακτο-
να το τραβήξω μες στο σπίτι
ή σ’ ότι τέλος πάντων απέμεινε απ’ αυτό
και το κρατάει το τραπέζι,
και κάτω από το τραπέζι εγώ
το πέμπτο πόδι.
Πράξη απλή, 2003

Σπύρος Λ. Βρεττός - Ήρωες



Αν ψάχνετε για ήρωες εδώ
μείναν τα ρούχα τους μονάχα
που επιπλέουν,
και κάτι καράβια που 'χαν στο νερό
ένας εμφύλιος τους τα πήρε.
Πιο δω απ' όπου ψάχνετε
είναι οι λέξεις μου από βρεγμένο ντουφεκίδι΄
εμπλοκή
και στ' αχόρταγα μάτια μου
που δεν βαρούν.
Πάρτε τ' άλογά σας λοιπόν.
Τραβάτε για ψηλότερα λημέρια.

Ακίνητα μάτια,1992.

Σπύρος Λ. Βρεττός - Σ' ένα βουβό ζεϊμπέκικο



Να σταματήσουνε τα πανηγύρια
και οι χοροί εικονοστάσι ας βάλουνε
εκεί που στρίβει ο κύκλος τους
ξυστά στον ήχο του κλαρίνου.
Τόσην ώρα ο άνθρωπος θέλει κάτι να μας πει
και τ' άλογό του πάει να τον γκρεμίσει,
καθώς βουλιάζουνε οι μουσικές μέσα στη χαίτη
και πάλλονται τα χαλινάρια
δίχως προσταγή.
Να σταματήσουνε τα όργανα
ή δώστε και σ' αυτόν μια μουσική
να μας τα πει με όσο θόρυβο αρμόζει
ή μάλλον κλείστε τον καλά μες στο χορό
σ' ένα βουβό ζεϊμπέκικο ν' αναλωθεί
-στα χέρια του
οι απέραντες κινήσεις της ερήμου.

Ανιστόρητο, 1999

Σπύρος Λ. Βρεττός - Διαδρομή στην υπόγεια στοά



Τι θέλω εγώ σε τούτη την υπόγεια στοά;
Να καταργήσω τη δομή της γης
και το από πάνω σύνορο
να το διαβαίνω από κάτω;
Να τρέμω μήπως κι η στοά στα ξαφνικά χτιστεί
και δεν προλάβω μήτε αλλού να βγω
και μήτε πίσω να γυρίσω;
Κι όπως αγεωγράφητος μες στην υπόγεια στοά
κι έξω απ' αυτήν χωρίς καμία ιστορία,
σε κάθε βήμα μου αναρωτιέμαι και γι' αυτό:
ποιο σημείο της γης
είναι κάθε τόσο από πάνω μου
κι εγώ είμαι συνέχεια εντός του;
Μα πρέπει να βγω στην άλλη τη μεριά,
στην άλλη χώρα.
Να πάρω τρόφιμα, λίγο νερό
και από φάρμακα ό,τι βρω
κι ας μην ταιριάζει.
Να δέσω όπως όπως τις πληγές
αλλά, θεέ μου, οι γάζες μου
πολύ να μην ποτίσουν.
Σαν άλλος ξεκινώ.
Σαν τρίτος επιστρέφω.
Αυτός που υπήρξα έπαψε.
Την έτρεξα τη διαδρομή πολλές φορές
μα τώρα μετά βίας.
Αφήνω αίμα πίσω μου για να το βρω
ως να επρόκειτο να μπερδευτώ
ως να επρόκειτο η μια στοά να γίνει κι άλλες.
Θυμάμαι
ήμουν σε δέντρο επάνω
και ήμουν φανερός
χωρίς να με σκεπάζουνε κλαδιά
μήτε και φύλλα.
Και να στα χέρια μου οι όμορφοι καρποί
και οι ζουμεροί στο στόμα.
Γέλια από κάτω παιδικά
και μάτια σαν θεόρατα.
Και ύστερα
μια μουσική από ψηλά
τελείως χαλασμένη.
Σαν άλλος ξεκινώ.
Σαν τρίτος προχωράω.
Το σκηνικό της όψης μου που άλλα παίζει.
Πάλι θυμάμαι μετέωρους καρπούς
να τους μαζεύω στον αέρα.
Σαν τον παράδεισο και πιο πολύ.
Κι όπως τους έκοβα απ' το κενό
-γέλια από πάνω θεϊκά-
είδα πιο κάτω απ' το θεό τ' αεροπλάνα.
Αν ήμουν ο τελευταίος που μιλούσε μια γλώσσα
και δεν είχα άλλον να με ακούσει
δεν θα μ' ένοιαζε να πεθάνω.
Αλλά τώρα δεν τελείωσαν όλοι.
Και ακούω και βλέπω μπροστά μου
αυτούς που για μένα επέζησαν
αυτούς που γι' αυτούς έχω ζήσει.
Απ' την ίδια στοά επιστρέφω.
Με παραισθήσεις παράδεισου
που υπαγορεύει ο θάνατος
που κι αυτός με λυπάται.
Κάθε δέντρο από πίσω του
υπαινίσσεται δικούς μου ανθρώπους.
Ξετυλίγω τη γάζα μου
που ελάχιστα μάτωσε
και τους άλλους τυλίγω.
Λίγο φαΐ και νερό.
Απ' τον παράδεισο κάτι πιο λίγο.

Τα δεδομένα, 2012.

Σπύρος Βρεττός - Μεταξύ Ελλήνων


Μου απαριθμείς σε άψογη αλφαβητική σειρά
(στην οποία με τόση τάξη
την εποχή της δύναμής σου ταξινόμησες)
τα γεγονότα και τις πράξεις σου εκείνες
που σε έκαναν, όπως πιστεύεις, ισχυρό.
Πόσο πολύ όμως προδίδεσαι
όταν ξανάρχεσαι από μόνος σου
και δευτερολογείς πάνω στα ίδια,
όταν στον κάθε μου αντίλογο και μορφασμό
πετάς και μι’ άλλη δικαιολογία
για τις σπουδαίες σου τις πράξεις.
Πόση ανασφάλεια αγαπητέ
μέσα στην τόση δύναμή σου!
Κι αφού το είδες πως δεν έπιασαν σ’ εμένα αυτά,
μου προσποιείσαι τώρα κάποια παρακμή
που τάχα θα περάσει
κι ότι δεν τρέχει τίποτα
κι ότι θα μπεις ξανά μες στην ακμή
με όλη την ορμή σου,
αντί να το δεχτείς πως έχεις βυθιστεί
και μ’ ό,τι ελάχιστο σού έμεινε
να δώσεις μια και ν’ ανεβείς για την ανάσα.
Τι άλλο να σου προτείνω
καθώς ο ήλιος έγειρε συμβολικά
και το σκοτάδι δίχως σύμβολα μας πλησιάζει;
Βίωσε έστω την όποια παρακμή σαν κάποιο τέλος
κι εγώ χωρίς τη δύναμη στη φόρα να σε βγάλω
(ίσως γιατί κι εγώ ανάλογα έχω πράξει)
θα κάνω πως δεν είδα
πως δεν ξέρω.
Σπύρος Λ. Βρεττός

Τα δεδομένα, 2012

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Σπύρος Βρεττός - Ο μονόλογος ενός ηττημένου


Ω τι ραγδαία πλαγιά!
Γλυκιά και η κατολίσθηση
που μου παρέσυρε σύσσωμο τον χρόνο.
Και τώρα τι;
Και τώρα γιατί να συνορεύω με το ελάχιστο;
Πού πήγε ο τόπος κι ο καιρός
να ξεδιπλώσω τόσους χάρτες;
Γιατί να είμαι εν τέλει εγώ το σύνορο
την ώρα που ένα σύνορο
ποτέ δεν είναι πιο πολύ απ’ τη γραμμή του;
Κι ακόμα τι να πω;
Να πω τι πρέπει;
Ω τι ραγδαία πλαγιά
που μου παρέσυρε τον λόγο.
Να ’ρθει κι ο πρωτομάστορας
που ’χτισε το γεφύρι
για να μου πει πού θα σταθώ
στον κόσμο να φωνάξω.
-Αν δε στοιχειώσεις λέξη σου
τον λόγο σου δε βγάνεις.-
Αν είχα τουλάχιστον μπροστά μου μία εικόνα σταθερή
όλα θα τα λογάριαζα σαν ένα
και δεν θα είχα και τούτο να σκεφτώ
και τ’ άλλο.
Όμως σαν θες τα σύνορα πάντα να τα διαστέλεις,
να μην χωράς στο αίμα σου
και άλλα τέτοια,
πρέπει να έχεις κατά νου
ότι τα σύνορα επανέρχονται σαν τόξο
και καταπέλτες φοβεροί
σε ξαναστέλνουν παραμέσα.
Εγώ αρχικά ανέλαβα να διοικώ'
μετά κατάντησα να εξουσιάζω.
Έκανα χάρτες επιτελικούς,
όμως ενίοτε, λαθραία δηλαδή,
σχεδίαζα επάνω τους τις κορυφογραμμές,
νερά που φύγαν απ’ την κοίτη τους,
όλα τα δέντρα
κι όλους τους άπειρους καρπούς
κι όλη την άμμο ακριβώς,
έτσι που όταν σήμαινε η επίθεση
εσήμαινε κι ο χάρτης τα δικά του.
Και να λοιπόν τι έβλεπα:
Κοκκίνιζε ο κάμπος απ’ τα μήλα και κυλούσε
κι όλοι οι στρατιώτες του εχθρού κυλούσαν απ’ τα μήλα
κινούσαν κι όλες οι μηλιές του δάσους καταδώθε
με κόκκινες, ολόφωτες φωτιές τα δέντρα τραγουδούσαν:
Αν δε στοιχειώσεις χάρτη σου
τη νίκη σου δεν κάνεις.
Έτσι νικούσα.
Αλλά από λέξεις
τι κι αν εστοίχειωσα εκατό, τι χίλιες,
ο λόγος μου παρέμενε ηττημένος.
Τώρα σε τούτη τη πλαγιά
-γλυκιά η κατολίσθηση-
ωσάν ακρίτας λιγοστός
του κράτους που έχω μέσα
κάνω το σώμα μου κορμί
να μην περάσει η τελευταία ήττα.
Σ.Β.
(Πράξη απλή, 2003)

Σπύρος Λ. Βρεττός - Η μαύρη σκόνη των ποδηλάτων


Όσοι έμειναν μόνοι
τον επιθανάτιο φόβο τους
σε λάστιχα ποδηλάτων φυσάνε,
από κινηματογράφους, θέατρα κι εστιατόρια
δίπλα περνούν,
δίνουν υποσχέσεις στην άκρη των συνοικισμών
πριν πέσει η νύχτα,
γιατί αυτοί που έμειναν μόνοι
δέκα κρυφές διαδρομές ακολουθούν
στα έρημα κρεβάτια τους,
κατεβάζουν τα όνειρα με μικρά αλεξίπτωτα
σαν όλμους φωτιστικούς
κι ύστερα τα μεταξωτά τους υφάσματα
για άγνωστα κορίτσια τα μαζεύουν.
Όσοι έμειναν μόνοι
εγκαταλείπουν τόσο εύκολα
τα παλιά τους ποιήματα,
δεν έχουν κήπους για να τα συναντήσουν
χωρίς να τ' αρνηθούν,
στα βάτα με τις τσουκνίδες να τα βρουν
πριν σβήσουν οι πυγολαμπίδες,
γιατί αυτοί που έμειναν μόνοι
σβήνουν νωρίς τις νύχτες όλες τις λάμπες,
κι ύστερα το σκοτάδι
είναι η μαύρη σκόνη των ποδηλάτων
με τις γυναίκες που ξεσφίγγουν στα πόδια τους
το φόρεμά τους
και πια δεν είναι οι γυναίκες τους.

Πηγή: Σε μαύρο πλου, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1988.

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Σπύρος Λ. Βρεττός - Σαρκασμός 1997


Και όταν
λαθραίος στα ανοιχτά μιας ψεύτικης ιστορίας
βάλεις από τη βάρκα τις φωνές
κι όπως εξάγγελος παλιός από την αρχή της γεωγραφίας
διασχίσεις με κουπί κρυφά την ίδια τη φωνή σου,
τότε ανάλογοι Ιρακινοί και Αλβανοί,
λαθραίοι κι απ' τον εαυτό τους,
όλοι θα μπάζουνε νερά
-"Πρώτα τα γυναικόπαιδα ας δανειστούν
μια θάλασσα να μη βουλιάζει"-
κι επάνω ακριβώς σ' εκείνη τη στιγμή
ξανά οι άνδρες του λιμενικού να δικαιολογούνται:
"Είχε ομίχλη πολλή αυτή η ιστορία
και πού να ξέραμε τι ακριβώς εννοούσε;
Μας μπέρδεψαν εξάλλου οι φωνές
κάποιου εξάγγελου παλιού
που τον περάσαμε για μύθο οπλισμένο.
Μα τώρα
δίχως κανένα σαρκασμό
των ναυαγών και των πνιγμένων η ώρα".
Ανιστόρητο, Καστανιώτης, 1999