Φοβάμαι κάθε τι που δεν το κέρδισα μόνος μου.
Δεν σκοτώνω όποιον μου στέκει εμπόδιο.
Δεν αρνιέμαι τους άλλους
Φοβάμαι τις γενιές που θάρθουν.
Φοβάμαι τον εαυτό μου
στο δικό του φως
Από μέρα σε μέρα
βλέπω τους νέους πιο νέους.
Ανακαλύπτω πως δε μ’ ενοχλεί
να μου δίνουν στο ασανσέρ προτεραιότητα
Κοιτάω μην έχει στο λεωφορείο θέση ελεύθερη
Καμιά φορά σχεδιάζω ένα ποδόλουτρο για το βράδυ…
Τα χρόνια με πολιόρκησαν.
Λες, αύριο να κάνω κι όνειρα για σύνταξη;
Ανήσυχος κοιτάζω στον καθρέφτη μου:
Βέβαια!... Το βρίσκω δύσκολο
να κάθομαι ν’ ακούω τι λεν οι άλλοι.
Ακόμα δυσκολότερο
να παραδέχομαι αυτά που λένε οι άλλοι.
Όλο και πιο πολύ βολεύομαι
μέσα στα ρήγματα που μ’ άνοιξε η πολιορκία.
Άρχισα κιόλας να μην πολυανησυχώ
που δεν είμαι σε θέση πια
να κάνω μια επανάσταση κάθε βδομάδα.
Πηγή: Κ. Κουλουφάκος, Τα δημοσιευμένα έργα, τ.1, Κίχλη, 2022.
Έλυσες τα μαλλιά σου
και χλιμίντρισαν τ' άλογα.
Αγγίζω τη ζώνη σου
κι' ο πυρωμένος άνεμος
περνάει μέσα απ’ τα δέντρα.
Το φόρεμά σου πεταμένο στα καλάμια.
Οι μασχάλες σου κούπες με δυνατό κρασί.
Με μόνη την αρματωσιά της γης μου
κρατώ στα χέρια μου τη χωματένια γύμνια σου.
Αύγουστος σερνικός και διψασμένος
σε προσεγγίζω μέσα στο ξερό θυμάρι.
Πηγή: Ανθολογία Αποστολίδη, 1970
Ω ποτάμι από λάδι
που τρέφει που καίει που πληγές ημερώνει!
Ξεχύνεται αστείρευτη η πόλη
Από μέρες πολλές το στοχάζονταν
Και τις νύχτες κρυφά το προετοίμαζε
από πόρτα σε πόρτα χτυπώντας
κι από στόμα σ’ αυτί κι από λάμπα σε λάμπα- κρυφά
Οι μητέρες σιδέρωναν των παιδιών τους τα ρούχα
Οι κοπέλλες ελόγιαζαν δυόσμο
και πεύκο τ’ αγόρια-δοκίμαζαν
της γροθιάς τους το μέταλλο
Από υπόγεια βαθιά και σοφίτες παράνομες
Από σπίτια εργαστήρια σχολειά
Από τις φυλακές νοερά δραπετεύοντας
Απ’ τα νοσοκομεία οι ανάπηροι βγαίνοντας
Από τάφους νωπούς εγειρόμενοι
χτεσινοί εχτελεσμένοι με τα αίματα
και τις σφαίρες ακόμα καυτές μες στη σάρκα
κ’ οι πρισμένοι απ’ την πείνα νεκροί
κ’ οι παλιότεροι
απ’ την Πίνδο το Αρκάδι και το Μεσολόγγι – γιατί
στ’ αυτιά τους ηχούσε του Γραίγου η σάλπιγγα
που καλούσε στη Δεύτερη εδώ Παρουσία.
Σε φωλιές πολυβόλων μπροστά και σε τανκς
με τις κάννες στραμμένες απάνω της
να χτυπούν στο ψαχνό
λειτουργήθηκε η πόλη
Με των τοίχων της την
πιστή συμπαράσταση
Με των δέντρων την άκρα συμμετοχή
Με των αναπήρων τα δίτροχα στις πρώτες γραμμές
Με τον έφηβο Μανωλκίδη να σκαρφαλώνει
στο τεθωρακισμένο των Γερμανών -κι ανεμίζουνε
πύρινη ρομφαία τα δεκαοχτώ του χρόνια
Με τον έφηβο Προβατά με τον έφηβο Ηλία, με τον έφηβο
Βλάση με τον Τίτο παιδί- μορφές ισοϋψείς Αρχαγγέλων
Με την Πάτρα, την Καλλισθένη την Πολυτίμη, τη Νόη
τη Νίτσα ν' αστράφτουν ψηλά ως ιερά εξαπτέρυγα ενώ
ο λαός ο τρισμέγιστος ψάλλοντας
«Ωσανά ευλογημένη η ερχόμενη Ελευθερία».
Κυριακή των Βαΐων ποιεί την εργάσιμη μέρα
Και σ’ όλα τα μέτωπα λάμπει η εξαγγελία της Ανάστασης
Καταντίκρυ του εχθρού
ιερούργησε η πόλη
Θανάτω πατήσατε Θάνατον
Με την πίστη στου δίκιου τη δύναμη
μεταβάλλει το νερό σε αγίασμα
Μοναχή της προσφέρει
το σώμα της άρτον
το αίμα της οίνον
Μετά θάρρους και πίστεως και αγάπης προσέρχεστε
οι γενιές των Ελλήνων
ΙΙ
Έκτοτε πολλές οι φορές που λειτούργησε
η Εκκλησία των δρόμων
και μετάλαβε η πόλη
Κ’ η λειτουργία σχολάζοντας
γυρνούσεν η πόλη στα σπίτια
να θρηνήσει αυτούς που θυσιάστηκαν
Και μάζευε δύναμη για την άλλη φορά
Και την κάθε φορά μεγαλύτερο
το πλήθος των κοινωνούντων
Κι απορούσαν οι ακοινώνητοι. Κρύβαν
το πρόσωπο τρέμοντας οι δούλοι του εχθρού
γιατί ζύγωνε η ώρα της κρίσεως
Και μελέταγαν τρόπους να την αποφύγουν
Και το μόνο που δύνονταν πια ο εχθρός
ήταν να φυλακίζει και να σκοτώνει
Ενώ η πόλη περνούσε από πάνω του
Πλατυτέρα ουρανών και υδάτων.
Σκοτάδι.
Τα κύπελλα, οι κουβέρτες και το χώμα
φυλάν τα χρώματά τους περιμένοντας
τη μέρα.
Ένα ταγάρι κρέμεται απ’ το στύλο της σκηνής.
Μέσα κοιμούνται
το ψωμί και το μαχαίρι
αδερφωμένα.
Ολόγυρα οι ανάσες των συντρόφων
αξεχώριστες.
Σε λίγο το φεγγάρι
θα μπει γλιστρώντας απ’ τη χαραμάδα
να μοιραστεί σ’ ίσιες φέτες ονείρου.
Μένουμε δέκα σε κάθε τσαντήρι.
Τα κρεββάτια και τα χρόνια της εξορίας δίπλα δίπλα.
Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι μέρες θρύβονται κομμάτια
Χάνονται αργά σφυρίζοντας
Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά
Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει άψυχος ο ορίζοντας
Μόνο το ντέρτι ακάματο.
Λοξό το φως στις γειτονιές
Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες
Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα
Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές
Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες
Έξοδα, έξοδα, έξοδα…
Νάχα ένα μεροκάματο!
Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς
Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια
Μας έλυσες τις κλείδωσες
Ξόρισες χρώματα κι αχούς
– Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια –
Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες.
(2/5/1959)
Επιθεώρηση Τέχνης, Οκτώβριος 1961.
Δεν κλέβω
Φοβάμαι κάθε τι που δεν τo κέρδισα μόνος μου.
Δεν σκοτώνω όποιον μου στέκει εμπόδιο.
Φοβάμαι την ηδονή.
Δεν αρνιέμαι τους άλλους
Φοβάμαι τις γενιές που θάρθουν.
Φοβάμαι τον εαυτό μου
στο δικό του φως.
Πηγή: https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-11/
Στην εποχή όπου ζούμε, το «χτες», το κάθε «χτες», παλιώνει μ’ έναν εξαιρετικά γοργό ρυθμό και χρειάζονται πολύ γυμνασμένες στο να γρηγορούν συνειδήσεις, για ν’ αποτραπεί η πορεία προς ένα όλο και πιο καταστρεπτικό σήμερα.