Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ευαγγέλου Ανέστης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ευαγγέλου Ανέστης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ανέστης Ευαγγέλου - Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα


Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,

μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,

έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,

μικρή φωνή χαμένη, περιπλανημένη,

όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά

κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,

πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,

καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,

άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,

κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,

να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.


Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986), Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Ανέστης Ευαγγέλου - Ποιήματα

 ΜΕ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ



Με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς,
μακρινή μουσική, ήχοι ενός άλλου κόσμου,
ω εσύ, αθόρυβη, ανοιχτή πάντοτε πληγή
γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ή τα ’χασαν ανεξήγητα,
για όσους δεν έχουνε πού την κεφαλήν κλίναι,
καθώς όταν σου ρίχνουνε φαρμάκι στο ποτήρι
και δεν έχεις πια γεύση παρά μόνο για πίκρα,
καθώς ένα παιδί που του αρπάζουνε το παιχνίδι του
και το αφήνουν με άδεια χέρια σε μιαν έρημη σάλα –
με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς
σταλάζεις ένα σύννεφο στην καρδιά, θολώνεις τη μέρα
τυλίγεις με ομίχλη τα πρόσωπα, παιδεύεις
τα τελευταία που μας έμειναν όνειρα.





ΕΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ


Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
μικρή φωνή χαμένη, περιπλανημένη
όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά
κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,
πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,
καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,
άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.





Ω ΕΣΥ, ΠΡΑΓΜΑ ΑΡΠΑΓΜΕΝΟ


Ω εσύ, πράγμα αρπαγμένο από το σκοτεινό χέρι του Θεού,
με τόση απόγνωση έκτοτε αναζητημένο,
με βλέπεις λοιπόν; Όταν κάποτε έρθει το πλήρωμα του χρόνου
κι άγνωστος μες σ’ αγνώστους κινήσω προς συνάντησή σου
μην εκπλαγείς, κι ακόμα, μην τρομάξεις:
τα χρόνια που μεσολάβησαν, ο θάνατος
μέσα στη ζωή, με ρήμαξαν· βάλε τα χέρια σου
εκεί που κάποτε ήταν πρόσωπο, πλευρά, χέρια και πόδια,
τύλιξε, ως ξέρεις, με μαλακά δάχτυλα την άμορφη μάζα,
γίνου ο επίδεσμος στις ανοιχτές πληγές που τρέχουν −
πάντα στη γη τον γύρευαν και δεν τον βρίσκαν.





ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥΣ


Όπως ξενιτεμένος ή ταξιδιώτης
που την πατρίδα άφησε πίσω και γυρίζει
από τόπο σε τόπο, μακριά
από το πάτριο χώμα, και δίχως
να το καταλαβαίνει η νοσταλγία
του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει,
και κάποτε, σαν από ύπνο βαθύ ξυπνώντας,
να γυρίσω, φωνάζει, πότε θα γυρίσω −
έτσι κι εσύ πώς μοιάζεις, ψυχή μου,
που από θάνατο σε θάνατο γυρνώντας,
σε χώρες σιωπής περιδιαβάζοντας,
από τον ένα τον χαμό στον άλλο τον χειρότερο,
ξάφνου θυμάσαι αυτή τη γη, αυτόν
τον δίχως τέλος ουρανό, τον ήλιο,
τη γήινη γεύση των καρπών στον ουρανίσκο,
κι όταν
καμιά φορά επιστρέφεις όπως ταιριάζει
σ’ αυτούς που πολύ προχώρησαν στο θάνατο και τη ζωή
με μάτια νέα αντικρίζεις, ακριβώς όπως
ο ταξιδιώτης, ο ξενιτεμένος την πατρίδα −
πώς, το φως, τη γη, τον ουρανό, με πόση
λαχτάρα τα δέχεται όλα αυτά, σαν βρέφος
που από τη σκοτεινή βαθιά σπηλιά της μάνας βγαίνοντας
πρώτη φορά τον κόσμο βλέπει.





Από τη συλλογή «Περιγραφή εξώσεως» (1960).
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2022/04/blog-post_29.html

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Ανέστης Ευαγγέλου - Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από μακρύ ταξίδι


I

Στη σειρά καθόμαστε και περιμένουμε:

έτοιμες οι βαλίτσες, οι αποσκευές.

Βλέπεις την ώρα, βηματίζεις,

όλο αναμονή ’σαι, ανησυχία,

κι οι μελλοντικοί σύντροφοι, όλοι

σιωπηλοί, μοναχικοί, σαν χαμένοι

μέσα τους, μιλούνε και στη στιγμή

αισθάνεσαι στην αδιάκοπη απουσία:

μόνοι, πικροί και σαν υπνωτισμένοι.


 

II

Δεν σε αρνούμαι, ζωή, με όσα κι αν φέρνεις

όμως πολύ, με θάνατο, μου έρχεσαι αλλοιωμένη.

Πολλές παραχωρήσεις έκαμα, δείχτηκ’ απέναντί σου

συγκαταβατικός, στην οδύνη κατεύνεσα,

αγάπησα σχεδόν τούτους τους στενούς

λασπωμένους δρόμους, τη νύχτα, την ομίχλη και τα τρωκτικά —

όμως μη με εξαντλείς, στο έσχατο

μη με φέρνεις σημείο.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΞΩΣΕΩΣ (1960)

Ανέστης Ευαγγέλου -Υπάρχουν άνθρωποι



Υπάρχουν άνθρωποι που και μόνον επί τη θέα τους τρομάζεις:

δε χρειάζεται καν να σου αποκαλύψουν την ψυχή τους,

πρόσωπα με σταματημένη την κίνηση, απολιθωμένα,

φαγωμένα, βαθουλωμένα σαν τις θαλάσσιες πέτρες,

–πνοή ζωής δεν περνάει ποτέ απ’ αυτά τα μάτια–

άλλοτε πάλι παραμορφωμένα οικτρά, αγνώριστα,

δίχως μύτες, στόμα, παρειές, και στα μάτια

δυο άδειες τρύπες.


Καμιά φορά τους συναντάς στο δρόμο

κι έντρομος το πρόσωπο αλλού στρέφεις ή αρχίζεις

να τρέχεις όσο πιο γρήγορα μπορείς για ν’ αποδιώξεις

έτσι το απαίσιο θέαμα.


(Τίποτα, τίποτα δε φτάνει

την οξύτητα της οδύνης στα πρόσωπά μας.)


Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)


Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986) [Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1988]

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου - Διομήδης Κομνηνός



                   
                                            
                                                                 Δεκαεφτά χρονών. Εθελοντής τραυματιο-
                                                                 φορέας, γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα
                                                                 της Μεγάλης Σφαγής, 17 Νοέμβρη του ’73,
                                                                 στο Πολυτεχνείο.
                                                                                                      Οι εφημερίδες

  Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,
εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω
επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν
των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ
να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο
κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.
                                                                         Καθώς
πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,
βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου
και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή
γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.

Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,
έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,
που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους
κι άπονα σε σκοτώσαν οι φασίστες.

από την ποιητική συλλογή  Απογύμνωση, 1979. 

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου - Ποιήματα

 ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Α, τα ποιήματα
που έπαψαν να σαλεύουν στην ψυχή
σ' έκπαγλη νιότη
που γράφτηκαν
που τέλειωσαν
που κρυσταλλώθηκαν σε λέξεις·
που κάποτε
- σπανίως -
αγγίζει την ακινησία τους μια αληθινή καρδιά.
Σαν τους ωραίους, απαρηγόρητους νεκρούς,
όταν, καμιά φορά, αναδύονται στον ύπνο μας
με λίγη γύρη αθανασίας στα χείλη.
*
ΜΕΙΝΕΤΕ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
Μείνετε, ποιήματά μου, στη σκόνη και στη σιωπή
του συρταριού, και συνηθίστε στο πυκνό σκοτάδι.
Έτσι κι αλλιώς,
θα ταξιδεύετε ολομόναχα μέσα στα χρόνια,
τα άνυδρα χρόνια που επελαύνουν σαν χιονοστιβάδα,
έτσι κι αλλιώς,
πρέπει να ετοιμάζεστε: το σκότος προεκτείνεται παράξενα
μέσα στο φως, η σκόνη στη διαφάνεια κι η σιωπή
μέσα στον ήχο.
Έτσι κι αλλιώς,
στην άκρη υπομονετικά μας περιμένει
για να μας καταπιεί κι ανθρώπους και ποιήματα
η μαύρη νύχτα που όλους θα μας εξισώσει.
*
ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΣΤΡΟΥΘΙΑ
Όλοι φροντίζουν
για το χειμώνα που έρχεται,
κάνουν προμήθειες,
αλεύρι και νερό σε δροσερά λαγήνια,
στοιβάζουν φρόνιμα τα μάλλινα και τις κουβέρτες.
Μονάχα εσύ μυαλό δε βάζεις
κι όλο και πιο γυμνός όσο περνούν τα χρόνια,
πιο εκτεθειμένος,
αφήνεσαι στα ρεύματα μ' εμπιστοσύνη,
και σαν τα έρημα στρουθιά
για το χειμώνα που έρχεται δε θα 'χεις
παρά τη φτώχεια και τη γύμνια σου ν' αντιτάξεις.
*
ΟΣΟ ΠΕΡΝΑ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο πολύ,
τα λόγια μου γυρίζουνε σε προφητείες καταστροφής.
Μου 'λεγε ο φίλος, σύντροφος της συντεχνίας, πρόσεξε
και παίζεις επικίνδυνο παιχνίδι - δεν το αντέχει
τόσο φορτίο θανάτου ο άλλος· κοίταξε
την αντοχή μας να υποκλέψεις, να βρεις
τον τρόπο να μιλήσεις πιο γλυκά.
Δεν είχε, βέβαια, προβλέψει όσα μας μέλλονταν
να δούμε, κι όσα μας μέλλονται,
αθώος,
δεν είχε εξασκηθεί αρκετά μες στο σκοτάδι
της μήτρας, όπου σαλεύει αθόρυβα το μέλλον,
αυτό
που, φίλοι μου, το ξέρω, το έμαθα καλά,
μετρώντας το με ματωμένες πτώσεις του παρόντος,
αυτό που κάνει,
όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο πολύ,
τα λόγια μου να γυρίζουνε σε προφητείες καταστροφής.
*
ΣΑΡΑΚΙ
Ζηλεύω τους χριστιανούς
ζηλεύω τους κομμουνιστές
έχουν τα ευαγγέλια, τους προφήτες τους
έχουν στρατιές αγίων και μαρτύρων
να δείχνουν σταθερά το δρόμο
να ορθοτομούν το λόγο της αλήθειας
να έρχονται αρωγοί και σύντροφοι
τη δύσκολη ώρα
όταν βυσσοδομούν οι αιρετικοί ή όταν
ορδές απίστων εμφανίζονται αιφνιδίως
προ των πυλών και κινδυνεύει η Πόλη.
Δεν έμαθαν ποτέ τους τι σημαίνει
κατάρα του μυαλού
δεν ξέρουν τι θα πει σαράκι.
*
ΑΙΝΟΣ
Επίμονο
σφριγηλό
ακατανίκητο
μέσ' απ' τα ερείπια πάντα θα φυτρώνει
και θα παρηγορεί
το φλογερό τριαντάφυλλό σου
ποίηση.
Ανέστης Ευαγγέλου
Τα ποιήματα
( 1956 - 1993 )
Εκδόσεις καπάνι 2007


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη.

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου - Ο Βαγγέλης


Αυτά τα εγκαύματα δεν είναι από τον ήλιο

δεν είναι από τον ήλιο σε καυτή αμμουδιά το καλοκαίρι —

είναι απ’ της Σύρας το εκδικητικό φεγγάρι

είναι απ’ της Σύρας το θανάσιμο φεγγάρι


μου ’λεγε ο φίλος μου ο Βαγγέλης

ανοίγοντας στο στήθος το πουκάμισό του.


(Από τη συλλογή «Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα», Θεσσαλονίκη, 1987)


Πηγή: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-mas-gia-to-feggari-sta-nisia/3/

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου: Μ/Σ Νικόλα Βαπτσάρωφ


Πρωί στο πολυθόρυβο λιμάνι πάλι βρέθηκα
ανάμεσα σε τσιμινιέρες που καπνίζαν,
σε γερανούς και σε καμιόνια φορτωμένα.

Στο χέρι χαρτοφύλακα κρατώ γεμάτον
μ’ έγγραφα τελωνειακά.
Ιούλιος μήνας
και ο ήλιος ανάλγητος στην άσφαλτο που λιώνει.

Περπατώντας βιαστικός, με το μαντίλι μουσκεμένο
στο λαιμό, ξάφνου διακρίνω ανάμεσα
στο δάσος των καταρτιών και των φουγάρων
σκαρί ολόλευκο, παράξενα υπερήφανο
και ωραίο. Στην πλώρη του με κόπο ξεδιαλύνω
συλλαβίζοντας συγκινημένος –τρέμουν
τα χείλη μου, υγραίνονται τα μάτια–
σε δύστροπη, κυριλλική γραφή, με κόκκινα γράμματα.
τ’ όνομά του: ΝΙΚΟΛΑ ΒΑΠΤΣΑΡΟΦ.
Όνομα
όχι ενός άγιου της χριστιανοσύνης, καθώς
συνηθίζεται, αλλά ενός όσιου κι ενός μάρτυρα
της Ποίησης και της Επανάστασης.
Συντριμμένος
παίρνω το μουσκεμένο μου μαντίλι και σφουγγίζω
τα δάκρυά μου· στοχάζομαι το παλικάρι.
Εκείνος
διάβηκε τον σύντομο έστω βίο του, φλεγόμενο άστρο
και κάηκε τέλος μες στην πίστη του, ωραίος.
Δεν ήτανε γραφτό του να επιζήσει και να δει
πώς εκποιούνται τα όνειρα, πώς αποφέρει
σε συμπαιγνίες στυγερές υπεραξία το αίμα
και να πεθαίνει λίγο λίγο σε φριχτή απιστία.
 
 Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου - Τηλέφωνο



Τηλέφωνο —άπιστο σκυλί
σε φροντίζω κάθε μέρα
σε ξεσκονίζω
να λάμπεις, να ’σαι ωραίο

στην πιο περίοπτη θέση
σε θρόνιασα του σαλονιού
στην πιο ακριβή κονσόλα

πληρώνω ανελλιπώς τα τέλη σου
βρέξει-χιονίσει
μη και σου λείψει τίποτα

κι εσύ εκεί
μαύρη κατάμαυρή μου σφίγγα
αχάριστη
υποκρίτρια
πεισματικά σωπαίνεις χρόνια τώρα.

Το χιόνι και η ερήμωση στη συγκεντρωτική έκδοση: Τα Ποιήματα (1956-1993).

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου - Ωδή σε μια γερασμένη μέδουσα


Στα βρώμικα νερά του λιμανιού
μια μέδουσα επιζεί.
Αγκομαχώντας,
με το δυσκίνητο και πλαδαρό κορμί της,
που έχασε το γαλάζιο του και γέμισε
φριχτά σημάδια του αναπόφευκτου,
βούλες του γένους της καταραμένες,
κινείται αργά μεσ’ από κόπρανα
μεσ’ από προφυλαχτικά και πετρελαιοκηλίδες.
Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, εδώ έκανε
τα μαγικά ταξίδια της νεότητας
στα πέρατα του κόσμου: στον κυματοθραύστη.
Εδώ ερωτεύτηκε κι ανάστησε με τον καιρό
παιδιά κι εγγόνια για να χάσει, τέλος,
όλες τις αυταπάτες της, μία μία,
για θάλασσες τάχα πιο καθαρές που κάπου
-δεν μπορεί- πρέπει να υπάρχουν.
Κάθε πρωί τη βλέπω δακρυσμένος,
την προσκυνώ
και τη χαϊδεύω με το βλέμμα.
Είναι γριά, είναι άσχημη και μόνη πια
μέσα στο πλαδαρό κορμί της· όμως επιμένει.
Μες στον μεγάλο υπόνομο του κόσμου
συντηρεί το είδος.
[από την ποιητική συλλογή, «Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα», 1987]

Πηγή: https://www.facebook.com/costasreousis/posts/pfbid02LfcNztquNiqzXmLEyVcGy62v6eMuC88KXs2ZaVmK7zDyj59FbXqqSLQaRGhEBpvRl

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Ανέστης Ευαγγέλου - Το βαρύ μαχαίρι





Όταν έπεσε το βαρύ μαχαίρι

και μου άνοιξε τη βαθιά πληγή που έχω στο στήθος

δε μπορούσα, βέβαια, να καταλάβω τη σημασία του:

έπρεπε ο χρόνος να διαγράψει την τροχιά του.



Έκτοτε έπαθα και έμαθα πολλά –κυρίως

αυτό: πως πρέπει πλέον να συνηθίσω

ν’ αγαπήσω την πληγή

ν’ αγαπήσω το βαρύ μαχαίρι.


 Μέθοδος αναπνοής (1966)

Ανέστης Ευαγγέλου - Χρόνια στην εξορία





Χρόνια στην εξορία δύσκολα,
δίχως πατρίδα, ξένος μες στους ξένους,
άστεγος και γυμνός, με τσάκισαν.

Το μέλλον μου ασφαλές:
ότι είχα μου το πήρεν η ζωή
και του θανάτου δεν αφήκε τίποτα να πάρει.

Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής (1966)

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου - Θηρίο αγαπημένο


Θηρίο αγαπημένο, πόσα χρόνια

περάσαμε μαζί, τι νύχτες

και τι αυγές, τι μεσημέρια,

τι απόβραδα.

                     Τι αίμα ήπιες,

θηρίο μου, τι σάρκα έφαγες,

τι σπλάχνα σπάραξες ζεστά,

αχόρταγο πάντοτε και διψασμένο,

ακόρεστο–

κι εγώ ο τρελός ακόμα σ’ αγαπώ.


Πηγή:  Ενότητα: «Αφαίμαξη, ’66-’70» (1971),  Ανέστης Ευαγγέλου, Τα Ποιήματα:(1956-1970), Θεσσαλονίκη 1974.

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου - Τρία ποιήματα

 ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ

Πόσες φορές δε σ΄αναζήτησα μέσα στον ύπνο,
παλιά, ξεχασμένη μορφή, αγλαϊσμένη από το χρόνο·
πόσες φορές καραδοκώντας στις σκοτεινές γωνιές της μνήμης
πέφτοντας πάνω μου μ’ όλο το αιθέριο βάρος σου
δείχνοντας αδυσώπητα το σκεπασμένο πρόσωπό μου
σαρκάζοντας τα συντριμμένα μέλη.

Πόσες φορές
παλιά, ξεχασμένη μορφή, ανάμνηση
του τι υπήρξαμε κάποτε.

*

ΕΔΩ

Εδώ που βρίσκομαι τώρα, μέσα μ’ αυτούς
τους σκοτεινούς λασπωμένους δρόμους όπου προχωρούμε,
όλο προχωρούμε μέσ’ από γούβες ψηλαφώντας,
τυφλοί μές στο σκοτάδι και την καταχνιά
βουτώντας ώς τα γόνατα στην παχιά λάση-
εδώ που βρίσκομαι σε σάς μιλώ
εγώ ο φτωχός καθώς εσείς, ο έρημος,
γυμνός μέσα στα βρώμικα νερά σε σάς μιλώ
εδώ που τώρα βρίσκομαι, εδώ
που τα κοράκια διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.

*

ΠΡΟΛΑΒΕ ΠΟΙΗΣΗ

Τούτη την τελευταία ώρα που νιώθω κιόλας
να τρίζουν τα θεμέλιά μου, που ακούω
οι μυστικοί μου αρμοί να παίζουν, απειλώντας με
κάθε στιγμή να πέσω και να σωριαστώ-
τούτη την ύστατη ώρα
πρόλαβε, ποίηση
λέξεις
αίμα από το αίμα μου
από τη σάρκα μου σάρκα
πρόλαβε, ποίηση
πριν έρθει η νύχτα
να διασώσω κάτι από το προσωπό μου



Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως, 1960.


Πηγή: https://tokoskino.me/

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου -Τώρα να γίνεις ταπεινός




Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.
Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.

Από τη συλλογή Απογύμνωση, Ενότητα: «Το πανδοχείο», 1979.

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου - Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί



Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί
τη βίαιη έξωση από το προγονικό σπίτι,
με τα παλιά έπιπλα πεταμένα στους δρόμους, σπασμένα,
όταν ακόμα το παιδί αμέριμνα έπαιζε
τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού.
Κι όμως ο Θεός το ήξερε: το σπέρμα του κακού
υπήρχε από τότε ακόμα, αθόρυβα, μυστικά
απεργάζονταν το πεπρωμένο μου.

Κυκλοφορώ σ’ ένα χώρο αφηρημένο
κινούμαι σε μια περιοχή φανταστική
ο κόσμος μου είναι καμωμένος από υλικά του ονείρου.
Γνωρίζω καλά το παρόν, διαρκώς βεβαιούμαι
απέκτησα τη βεβαιότητα των πεθαμένων
ομιλώ με σταθερή φωνή για τις ερχόμενες μέρες.

Εποχή του θρύλου, ω πόσο χαμένη,
απίθανη φαντάζεις, απρόσιτη
και στην πιο τολμηρή φαντασία.

Δεν έχω μια παλιά φωτογραφία να ζεστάνω τη μνήμη.

Πού είναι τα μάτια μου και τα παλιά μου τα ρούχα.
Πού είναι το πρόσωπό μου και τα τρύπια μου παπούτσια.
Τι έγινε η φωνή μου, ποιος την έκλεψε
πού είναι τα μεγάλα παλαιικά δωμάτια που φύλαξαν την άγνοιά μας.

Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου - Σαν τα παλιά εικονίσματα, ΙΙ


Σαν τα παλιά εικονίσματα που τα φυλάγουν
στο ιερό βαθιά, στην πλέον
απόκρυφη γωνιά του, και με άκρα
προσοχή τα πλησιάζουν και τα προσκυνούν
και τα προσέχουν σαν τα μάτια τους
κι εκείνα κρατάνε μια δροσιά παράξενη
κι ευωδιάζουν το ξύλο και τα χρώματά τους -
σαν τα παλιά εικονίσματα σε πήρα
και στο στήθος μου σ' έκρυψα βαθιά.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου, Τις νύχτες


Σαν τα πουλιά που φέρνουνε την άνοιξη
και το φθινόπωρο τραβούν για το νοτιά,
ανάλαφρα, χορευτικά, μες στο σοφό ένστικτό τους-
σ’ έχασα πάλι.
Όμως τις νύχτες
σ’ ανακαλύπτω έκθαμβος στις κρύπτες του ύπνου
ή έρχεσαι εσύ με τα μαλλιά σου κυματίζοντας
αποδημητική
και βρίσκω πάλι το δέρμα σου
ζεστό
και σε εισπνέω
κι ως το πρωί μοσχοβολάει παράξενα το σώμα μου
σαν τρυφερό της άνοιξης βλαστάρι.

Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976)
[Ενότητα Μετά την καύση]

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Ανέστης Ευαγγέλου - Ο έφηβος άνεμος


Καθώς ο έφηβος άνεμος σηκώνεται τη νύχτα
και στη λεύκα μπαίνει βαθιά πλάι στο ποτάμι
κι εκείνη ανατριχιάζει σύγκορμη και σειούνται
όλα μεμιάς τα φύλλα της κι αναριγούν
κι οι πιο κρυφές της ρίζες–
όμοια
μπήκα και βγήκα μέσα σου νυχτερινός,
ακούραστος,
κι αναριγήσανε τα πιο βαθιά σου φύλλα.
Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976), [Ενότητα Στο καμίνι]

Ανέστης Ευαγγέλου - Η εξήγηση



Όλοι την αποστρέφονται τη νύχτα, τη φοβούνται.
Έχει παγίδες ύπουλες, ρουφήχτρες σιωπηλές,
τη νύχτα βγαίνουν πεινασμένα, άγρια θηρία,
–λάμπουν μες στο σκοτάδι τ’ άσπρα δόντια τους–
και στις γωνίες συνωμοτούν σκοτεινοί δολοφόνοι.

Η νύχτα είναι αμείλικτη, δεν έχει έλεος,
σου βγάζει ένα-ένα αλύπητα τα προσωπεία,
συντρίβει όλες τις αυταπάτες της ημέρας,
είναι τρομακτικός καθρέφτης, δεν ξεφεύγεις.

Να γιατί κυνηγούν τους ποιητές –παιδιά της νύχτας
παράνομα, προκλητικά–
γιατί τους στέλνουν στα νησιά,
τους κάνουν πλύση εγκεφάλου,
κι όταν πια κουραστούν –γιατί ως γνωστόν
οι ποιητές είναι αγύριστα κεφάλια–
τους εκτελούν.

Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971), [Ενότητα Το κακό παιχνίδι]