Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί
τη βίαιη έξωση από το προγονικό σπίτι,
με τα παλιά έπιπλα πεταμένα στους δρόμους, σπασμένα,
όταν ακόμα το παιδί αμέριμνα έπαιζε
τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού.
Κι όμως ο Θεός το ήξερε: το σπέρμα του κακού
υπήρχε από τότε ακόμα, αθόρυβα, μυστικά
απεργάζονταν το πεπρωμένο μου.
με τα παλιά έπιπλα πεταμένα στους δρόμους, σπασμένα,
όταν ακόμα το παιδί αμέριμνα έπαιζε
τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού.
Κι όμως ο Θεός το ήξερε: το σπέρμα του κακού
υπήρχε από τότε ακόμα, αθόρυβα, μυστικά
απεργάζονταν το πεπρωμένο μου.
Κυκλοφορώ σ’ ένα χώρο αφηρημένο
κινούμαι σε μια περιοχή φανταστική
ο κόσμος μου είναι καμωμένος από υλικά του ονείρου.
Γνωρίζω καλά το παρόν, διαρκώς βεβαιούμαι
απέκτησα τη βεβαιότητα των πεθαμένων
ομιλώ με σταθερή φωνή για τις ερχόμενες μέρες.
Εποχή του θρύλου, ω πόσο χαμένη,
απίθανη φαντάζεις, απρόσιτη
και στην πιο τολμηρή φαντασία.
Δεν έχω μια παλιά φωτογραφία να ζεστάνω τη μνήμη.
Πού είναι τα μάτια μου και τα παλιά μου τα ρούχα.
Πού είναι το πρόσωπό μου και τα τρύπια μου παπούτσια.
Τι έγινε η φωνή μου, ποιος την έκλεψε
πού είναι τα μεγάλα παλαιικά δωμάτια που φύλαξαν την άγνοιά μας.
Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου