Ήπιε τέσσερα διπλά και ξεροσφύρι
Στο δεύτερο μια γλυκιά μελαγχολία
Κατέλαβε τις πατούσες του
Στο τρίτο η μελαγχολία πολιόρκησε
Τα γόνατά του
Στο τέταρτο η καρδιά του εκπορθήθηκε
Σηκώθηκε και βγήκε απ’ το μπαρ
Έξω χιόνιζε ερημιά
Αν κλάψω σκέφτηκε τα δάκρυά μου
Θα λιώσουν όλο αυτό το χιόνι
Οι λάσπες όμως θά ’ναι ανυπόφορες
Κρατήθηκε
Στο δωμάτιό του οι τοίχοι κάτασπροι γυμνοί
Δεν τόλμησε να βγάλει το παλτό του
Έτσι όπως ήτανε ντυμένος
Πήρ’ ένα κόκκινο μολύβι κι άρχισε
Να ζωγραφίζει πάνω τους
Έναν ήλιο ένα πεύκο
Μια θάλασσα και μια γυναίκα
Που δεν έμοιαζε και πολύ με γυναίκα
Αλλά ήταν
Καλύτερη από τίποτα
Πηγή: Η φωνή της σιωπής: Ποιήματα 1966-2000, Αθήνα: Νεφέλη 2006, σ. 253.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου