Απόψε που κατάλαβα την άδαρτη ψυχή μου,
την άδαρτη από καϋμούς, πόνους και πικρά λόγια,
απόψε που κατάλαβα πως θα κυλάη η ζωή μου.
χάντρα σε χάντρα της ψεφτιάς, όπως στα κομπολόγια.
… Απόψε που κατάλαβα, είπα ν’ αυτοκτονήσω·
–Να, μια βοή, ένας καπνός και όλα τελειωμένα–
μια κι’ ήτανε αδύνατο μέσ’ την ψευτιά να ζήσω
σαν μερικά αντρείκελα από κλωστές δεμένα..
Και νάμαι αντρείκελο εγώ, και οι κλωστές συνθήκες,
και η σκηνή νάν’ η ζωή, το έργο κωμωδία
και για πρωταγωνίστριες οι διάφορες Λιλίκες,
που από ιδιαίτερη κλωστή θα παίζη κάθε μία.
Ω! είνε προτιμότερη μία αυτοκτονία
–Να, μια βοή, ένας καπνός και όλα τελειωμένα–
από την άνοστη κι αισχρή της ζήσης κωμωδία
που παίζουμε, αντρείκελα από κλωστές δεμένα.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Ξεκίνημα. Μηνιαίο Λογοτεχνικό Περιοδικό των Νέων, Χρόνος Α΄, Πρώτο φύλλο, Γενάρης 1933.
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Κώστα Γ. Τσικνάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου