Το Φάντασμα Του Αγοριού Στο Κελάρι
Είμαι το φάντασμα του αγοριού στο κελάρι, κάποιος με σκότωσε πριν καιρό
έπαιζα ανέμελα στο υγρό χορτάρι, δεν πρόλαβα τίποτα να δω
δεν έχω κάποιον να προσμένω, δεν έχω κάποιον να αγαπώ
ζω χρόνια τώρα εδώ κλεισμένο, σαν στοιχειωμένο μυστικό
Θυμάμαι μόνο τ’όνομα μου και ένα κορίτσι στα λευκά
που σκούπιζε τα δάκρυα μου και μου κρατούσε συντροφιά
χτυπούσε ξέφρενα η καμπάνα και τρέχαμε στις κατακόμβες
απ’τον ουρανό αντί για μάννα, αχ θεέ μου πέφταν βόμβες
Φυσούν θλιμμένα οι μουσώνες τρυπάει το σώμα η παγωνιά
γνωρίζω τ ‘όνομα του φονιά, είναι το ίδιο εδώ και αιώνες
*
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα
από μια αγάπη παλιά: ” ποτέ πια “!
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
*
Τελευταίο ποτό με τον διάβολο
Σου στέλνω αυτό το γράμμα βγαλμένο
απ’τα πιο σκοτεινά υλικά του θανάτου της ψυχής μου.
Το σώμα μου, ένα κοχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
αργεί τώρα, κάτω από βρώμικα σεντόνια,
αποζητώντας τα μέλη του στ’ απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου,
θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα,
στα ερωτηματικά και τους τρόμους.
Στα γράφω όλα αυτά, αυτή τη νύχτα
καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
και φυσάει μι’ αργόσυρτη βροχή,
φορτωμένη μ’ αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
και την ανία της ζωής χωρίς εσένα.
Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ.
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω.
*
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄ την κόλαση
Πάνω μου γέρνει ένας σακάτης ουρανός
ριγούν τ’ αστέρια, πέφτουν στο αδιάβροχό μου.
Είναι συνήθεια που έχω από μικρός
ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στο χαμό μου.
Υφαίνω σάβανα με ήλιους παιδικούς,
αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο σου χνάρι.
Μαθαίνω νέα σου από δαίμονες τρελούς,
απ’ αστροναύτες που σε είδαν στο φεγγάρι.
Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια,
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα,
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα.
Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση
αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση
και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω.
Διάφανα κρίνα
Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα
που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους
τρελά πουλιά με μάτια πληγωμένα
συντρόφευαν την άγρυπνη χαρά τους.
Μεθύσανε σε μπαρ ναυαγισμένα
μ’ αγγέλους που ‘χαν χάσει τα φτερά τους
και μοιάζαν με παιδιά εγκαταλειμμένα
που φτιάχναν βάρκες με τη χάρτινη καρδιά τους.
Στον δρόμο συναντούσαν υπνοβάτες
νεκρές ψυχές που αναζητούσαν τα κορμιά τους
σκιάχτρα που ξεδιψούσαν μ’ αυταπάτες
τρελούς που κυνηγούσαν τη σκιά τους.
Τις νύχτες κάτω απ’ τα άστρα που σπινθήριζαν
μέσα στη ρόδινη σιωπή του γαλαξία
θυμόντουσαν το σπίτι που γεννήθηκαν
και μια σκυφτή στην κάμαρα οπτασία:
τη μοίρα τους που τους κοίταζε σαν ξένους.
Κι ακούγανε φωνές που τους καλούσανε
και λέγανε τα μαύρα παραμύθια
τις ρίζες που τους κόψαν και πονούσανε
τη μοναξιά, τη μόνη τους αλήθεια.
Πηγή: https://www.poiein.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου