Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Νικολαΐδης Αριστοτέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Νικολαΐδης Αριστοτέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης- «Λεύκα»


Δεν ήταν το πράσινο ή τ' οξυγόνο, δεν ήταν ασφαλώς η παρουσία των δένδρων, τα φύλλα που ανασαίνουν, τα φύλλα που πέφτουν, το φθινόπωρο μέσα στους δρόμους ή τους υποθετικούς μας κήπους.

Πρόκειται για ένα μόνο δένδρο, μια Λεύκα, φουντωμένη και υψηλή, με φύλλα που θροΐζουν ασημένια, καθώς εμείς καθισμένοι κάτω απ' αυτήν σ' ένα τραπέζι καφενείου την θωρούμε σιωπηλοί, με την πλάτη μας κολλημένη στο ερεισίνωτο της καρέκλας.

Δεν είμαστε και τόσο σιωπηλοί, συχνά τα λέμε: μνήμες από ταξείδια μας και φίλους μακρυνούς ή αυτούς πολύ κοντά μας, έγνοιες από τρέχουσες καταστάσεις, όταν ερχόμαστε τα θερμά τούτα βράδια κάτω από την Λεύκα μας —έτσι τη νοιώθουμε, δική μας— και βυθίζουμε το βλέμμα στα κλαδιά της.

«Είναι σαν θάλασσα», μου είπες κάποια μέρα, «κυματίζει» και από τότε δεν έπαυσα κι εγώ να εξερευνώ τις επιφάνειές της, να ταξιδεύω στα κύματά της. Είναι μια Λεύκα βαθιά ριζωμένη στον καιρό… Α, πόσο απέραντη είναι η Λεύκα τούτη, το κάθε φύλλο της σε μεταφέρει σ' άλλα φύλλα, κλώνους, αντικλώνους, το θρόισμά της σου μηνάει αέρηδες αναπνοές, απίθανες πνοές.

«Λες να την ανακαλύψουν κι άλλοι;» ρώτησες κάποια μέρα.

«Γιατί όχι;»

«Και όμως αμφιβάλλω.»

«Τί είμαστε εμείς…»

«Τίποτε, συμφωνώ.»

«Γιατί λοιπόν να μην την δουν και οι άλλοι, θα ήταν τελείως τυφλοί.»

«Δηλαδή, θέλω να πω, αν βλέπουν…»

«Ό,τι βλέπουμε κι εμείς;»

«Αυτό ακριβώς.»

«Ασφαλώς θα βλέπουν άλλα πράγματα, άλλα φαντάσματα.»

«Φοβάμαι μήπως δεν την βλέπουν με καλό μάτι. Μη με παρεξηγείς. Δεν λέγω τάχατε πως έγινε για μας η Λεύκα τούτη, όχι αγάπη μου. Ή ότι εμείς μονάχα μπορούμε να την δούμε αληθινά. Την βλέπουν μα δεν την προσέχουν, ίσως δεν την θέλουν.»

«Γιατί να μην τη θέλουν;»

«Ξέρω κι εγώ, ένα προαίσθημα…»

«Έλα τώρα, οι ξαφνικές, οι ανεξήγητές σου φοβίες. Κοίτα καλύτερα την Λεύκα, κοίτα την τώρα που τα φύλλα της τρεμίζουν. Θυμάσαι το περασμένο φθινόπωρο; Θεέ μου, τί φυλλόρροια! Εσύ δεν μου 'πες όταν αφήνεις έστω και πέντε λεπτά το βλέμμα σου να πλανηθεί στις φυλλωσιές της, πως τότε ηρεμείς; Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα τώρα τελευταία. Το μόνο είναι πως κάποιος πρέπει να το πει, να σε μυήσει —εσύ!— αν δεν το ανακαλύψεις μοναχός σου. Κατάλαβες; Κάποιος να το πει, να το προφέρει.»

«Κατάλαβα…»

«Θαρρείς το άγχος μας απορροφάται από τα φύλλα τότε και όλα γίνονται πιο μαλακά, πιο οικεία. Κάτι σαν δενδροθεραπεία!»

«Να θεραπευθούμε ωστόσο από τί;»

«Απ' αυτό φυσικά που είμαστε· το υπαρξιακό μας άγχος; Κατάντησε σχεδόν μια αστειότητα η έκφραση τούτη κι όμως το άγχος είναι εκεί, σαν άσπρη και άνυδρη σαρανταποδαρούσα. Λοιπόν ας δούμε λίγο και τριγύρω μας. Η πόλη χάλασε, σου λέω, μ' ενοχλεί.»

Αυτό το τελευταίο πια δεν ήταν ανάγκη να το ξεστομίσω. Η επιβίωση μού φαινόταν από καιρό σαν ένα θαύμα κι ένα ερώτημα: ας μην αναλύουμε ολότελα τα πράγματα, ας βλέπουμε τα θαύματα, τα θαύματα… Κι έτσι αμφιβάλλοντας όπως πάντα, ήρθαμε σ’ αυτή την γειτονιά δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Εδώ μπορείς να περπατάς τουλάχιστον. «Η πόλη τούτη μοιάζει με αποκλεισμένη πόλη, από το κέντρο προς την περιφέρεια, και τανάπαλιν… Σε λίγο δεν θα έχει πού να πας, πού να σταθείς», έλεγε κάποιος.

«Όταν ήμουν έφηβος, θυμάμαι που βαδίζαμε στη λεωφόρο Συγγρού ίσαμε την θάλασσα, μια θάλασσα πότε γαλήνια, πότε φουσκωμένη, ένιωθες από μακρυά τη διάθεσή της.»

«Ναι, πώς μ’ αρέσει η φουσκοθαλασσιά!»

«Περπάτησα σε πολλούς δρόμους από τότε, είδα πολλά δένδρα, πολλές θάλασσες, ανθρώπους…»

«Πέτρες στις ακρογιαλιές...»

«Πολλά κτυπήματα, έχεις δίκιο: πόλεμος, χαλασμοί, τέλος, η ανοικοδόμηση, τί φρίκη! Πώς άλλαξε λοιπόν η πόλη αυτή! Επιτέλους, η ατομική ιδιοκτησία θριάμβευσε στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Οι μισοί περίπου με τους τοίχους τους και οι άλλοι μισοί που περιμένουν την ίδια τύχη. Βέβαια, υπάρχουν και οι αξιομνημόνευτες περιπτώσεις… Σιχαίνομαι την ιδιοκτησία, σου λέω, ιδίως εδώ τριγύρω μας που μαγαρίζει το τοπίο.»

«Μη θίγεις τα ιερά και τα όσια.»

«Ναι, κανένας δεν φαίνεται να θυμάται κι ο καθένας με το κομμάτι του, ο καθένας με το καθίκι του… Μου φαίνονται όλοι πάντως στραβοκαθισμένοι σ’ αυτό τον τόπο. Είναι το τοπίο, ίσως, που κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα, πιο φανερό το έγκλημα;»

«Για ποιο έγκλημα μιλάς;»

«Μα για το γνωστό, το πασίγνωστο, βέβαια, έγκλημα. Πώς να το καθορίσω, έχει τόσες μορφές, τόσες παραπλανήσεις και παραλλαγές, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ίδιο, οι ρίζες του είναι βαθιές, όσο κι αυτής της Λεύκας.»

«Μην λες ανόσιες λέξεις, φοβερές!»

«Θέλω να πω, μπορεί καμμιά φορά να υποδυθεί και την μορφή της Λεύκας.»

«Δεν σου έμεινε, λοιπόν, καμμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό σου;»

«Μιας Λεύκας ολόστητης… καλά στημένης δηλαδή.»

«Στημένης από ποιόν;»

«Χμ, από κάποιο κύκλωμα ή έστω βραχυκύκλωμα, μια μηχανή τουτέστιν. Δεν σου φαίνεται περίεργο πως υπάρχει ακόμη μια Λεύκα σαν κι αυτή, χωρίς να την καθαρίσουν, χωρίς να την περικόψουν καν ή απλούστατα να την κόψουν…»

«Δεν μ’ αρέσουν αυτού του είδους οι αστειότητες. Μου έρχεται να κλάψω. Δεν ένοιωσες λοιπόν ποτέ πραγματικά την σκιά της;»

«Κανονικά θα έπρεπε να υποπτευόμασθε τις σκιές.»

«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι και προπαντός μην συνδυάζεις τα πράγματα, συνδυάζοντάς τα γίνονται συχνά αποτρόπαια.»

«Το ξέρω, μα το νοιώθω μέσα μου, νιώθω τα δόντια του άλλου, την παχειά και γλιστερή του γλώσσα, τον χώρο του, τον βόθρο του, χα, χα, αέρα!»

«Μην φωνάζεις έτσι.»

«Φώναξα; Νόμισα πως ψιθύρισα.»

«Είπες αέρα κι άρχισε η Λεύκα μας να τρέμει!»

«Τρέμεις;»

«Φοβάμαι…»

«Τί φοβάσαι;»

«Καίνε, θα την κάψουν. Αχ, δες την Λεύκα, να μην μιλάμε όμως και πολύ γι’ αυτήν, ας την ξεχάσουμε, μην μας την κάψουν…»

Σηκώθηκε πάλι τ’ αεράκι κι όλα τα φύλλα της Λεύκας, κλαδιά και φύλλα έτρεμαν σ’ ένα θρόισμα συνεχές, ένα κυμάτισμα.

Κρατούσα στα χέρια μου ένα φύλλο της, σαν μια παλάμη με τις γραμμές της, λεπτές, σχεδόν ακτινωτές, από τον μίσχο στην περιφέρεια, τί να μαντέψεις; Αργυρόχρωμη από τη μια μεριά, πράσινη από την άλλη.

«Σε κάθε φύλλο, βλέπω το δάσος και το φεγγάρι», μου είπες, «τί φύλλα, πόσα φύλλα…»

«Τί φουσκοφυλλωσιά!»

[πηγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Κάτω από τόσα βλέφαρα. Διαδοχικές ιστορίες, Κέδρος, Αθήνα 1992, σ. 383-386]

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Από τους εκλεκτούς


Ήμουν από τους εκλεκτούς του κόμματος.
Στις παρελάσεις πάντα εκεί, στις συνελεύσεις
τελευταίος σταματούσα τα χειροκροτήματα.
Πήρα μετάλλια και παράσημα ποικίλα
την μέλαινα ταινία, την ερυθρωπή σφυρά
πήρα το δεύτερον βραβείο κομματικότητος.
Το πρώτο (κι απ’ εδώ αρχινούν τα βάσανα)
το πήρε φυσικά ο εκτελεσμένος. Και δικαίως.
Διότι αυτός ήταν η αιτία των δεινών
αυτός που μας παρέσυρε με τα τερτίπια του
με τα γαμψά χαμόγελα, την αυστηρή του ενάσκηση
και προ παντός με την επίμονη
προσήλωσή του στις γραφές. Αυτός
ο γραμμικός, ο γραμματέας, ο προγράφων
(και τέλος ο προγεγραμμένος),
από τους εκλεκτούς ο πιο εκλεκτός του κόμματος.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Ἀ­ρι­στο­τέ­λης Νι­κο­λα­ΐ­δης- Ἡ λεύ­κα

Σχετική εικόνα


ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΚΡΙΒΩΣ τὸ πρά­σι­νο ἢ τ’ ὀ­ξυ­γό­νο, δὲν ἦ­ταν ἀ­σφα­λῶς ἡ πα­ρου­σί­α τῶν δέν­δρων, τὰ φύλ­λα ποὺ ἀ­να­σαί­νουν, τὰ φύλ­λα ποὺ πέ­φτουν τὸ φθι­νό­πω­ρο μέ­σα στοὺς δρό­μους ἢ τοὺς ὑ­πο­θε­τι­κούς μας κή­πους.

        Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να μό­νο δέν­δρο, μιὰ Λεύ­κα, φουν­τω­μέ­νη καὶ ὑ­ψη­λὴ μὲ φύλ­λα ποὺ θρο­ΐ­ζουν ἀ­ση­μέ­νια, κα­θὼς ἐ­μεῖς κα­θι­σμέ­νοι κά­τω ἀ­π’ αὐ­τὴν σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι κα­φε­νεί­ου τὴ θω­ροῦ­με σι­ω­πη­λοί, μὲ τὴν πλά­τη μας κολ­λη­μέ­νη στὸ ἐ­ρει­σί­νω­το τῆς κα­ρέ­κλας.

       Δὲν εἴ­μα­στε καὶ τό­σο σι­ω­πη­λοί, συ­χνὰ τὰ λέ­με: μνῆ­μες ἀ­πὸ τα­ξί­δια μας καὶ φί­λους μα­κρι­νοὺς ἢ αὐ­τοὺς πο­λὺ κον­τά μας, ἔ­γνοι­ες ἀ­πὸ τρέ­χου­σες κα­τα­στά­σεις, ὅ­ταν ἐρ­χό­μα­στε τὰ θερ­μὰ τοῦ­τα βρά­δια κά­τω ἀ­πὸ τὴν Λεύ­κα μας —ἔ­τσι τὴ νι­ώ­θου­με, δι­κή μας— καὶ βυ­θί­ζου­με τὸ βλέμ­μα στὰ κλα­διά της.

       «Εἶ­ναι σὰν θά­λασ­σα», μοῦ εἶ­πες κά­ποι­α μέ­ρα, «κυ­μα­τί­ζει» καὶ ἀ­πὸ τό­τε δὲν ἔ­παυ­σα κι ἐ­γὼ νὰ ἐ­ξε­ρευ­νῶ τὶς ἐ­πι­φά­νει­ές της, νὰ τα­ξι­δεύ­ω στὰ κύ­μα­τά της. Εἶ­ναι μιὰ Λεύ­κα βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νη στὸν και­ρό… Ἄ, πό­σο ἀ­πέ­ραν­τη εἶ­ναι ἡ Λεύ­κα τού­τη, τὸ κά­θε φύλ­λο της σὲ με­τα­φέ­ρει σ’ ἄλ­λα φύλ­λα, κλώ­νους, ἀν­τί-κλώ­νους, τὸ θρό­ι­σμά της σοῦ μη­νά­ει ἀ­έ­ρη­δες ἀ­να­πνο­ές, ἀ­πί­θα­νες πνο­ές.

       «Λὲς νὰ τὴν ἀ­να­κα­λύ­ψουν οἱ ἄλ­λοι;» ρώ­τη­σες κά­ποι­α μέ­ρα.

       «Για­τί ὄ­χι;»

       «Καὶ ὅ­μως ἀμ­φι­βάλ­λω.»

       «Τί εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς…»

       «Τί­πο­τε, συμ­φω­νῶ.»

       «Για­τί λοι­πὸν νὰ μὴν τὴν δοῦν καὶ οἱ ἄλ­λοι, θὰ ἦ­ταν τε­λεί­ως τυ­φλοί.»

       «Δη­λα­δή, θέ­λω νὰ πῶ, ἂν βλέ­πουν…»

       « Ὅ,τι βλέ­που­με κι ἐ­μεῖς;»

       «Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς.»

       «Ἀ­σφα­λῶς θὰ βλέ­πουν ἄλ­λα πράγ­μα­τα, ἄλ­λα φαν­τά­σμα­τα.»

       «Φο­βᾶ­μαι μή­πως δὲν τὴν βλέ­πουν μὲ κα­λὸ μά­τι. Μὴ μὲ πα­ρε­ξη­γεῖς. Δὲν λέ­γω τά­χα­τε πὼς ἔ­γι­νε γιὰ μᾶς ἡ Λεύ­κα τού­τη, ὄ­χι ἀ­γά­πη μου. Ἢ ὅ­τι ἐ­μεῖς μο­νά­χα μπο­ροῦ­με νὰ τὴν δοῦ­με ἀ­λη­θι­νά. Τὴ βλέ­πουν μὰ δὲν τὴν προ­σέ­χουν, ἴ­σως δὲν τὴ θέ­λουν.»

       «Για­τί νὰ μὴν τὴ θέ­λουν;»

       «Ξέ­ρω κι ἐ­γώ, ἕ­να προ­αί­σθη­μα…»

       «Ἔ­λα τώ­ρα, οἱ ξαφ­νι­κές, οἱ ἀ­νε­ξή­γη­τές σου φο­βί­ες. Κοί­τα κα­λύ­τε­ρα τὴ Λεύ­κα, κοί­τα την τώ­ρα ποὺ τὰ φύλ­λα της τρε­μί­ζουν. Θυ­μᾶ­σαι τὸ πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο; Θε­έ μου, τί φυλ­λόρ­ροι­α! Ἐ­σὺ δὲν μοῦ ‘­πες ὅ­ταν ἀ­φή­νεις ἔ­στω καὶ πέν­τε λε­πτὰ τὸ βλέμ­μα σου νὰ πλα­νη­θεῖ στὶς φυλ­λω­σι­ές της, πὼς τό­τε ἠ­ρε­μεῖς; Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει καὶ σὲ μέ­να τώ­ρα τε­λευ­ταῖ­α. Τὸ μό­νο εἶ­ναι πὼς κά­ποι­ος πρέ­πει νὰ τὸ πεῖ, νὰ σὲ μυ­ή­σει —ἐ­σύ!— ἂν δὲν τὸ ἀ­να­κα­λύ­ψεις μο­να­χός σου. Κα­τά­λα­βες; Κά­ποι­ος νὰ τὸ πεῖ, νὰ τὸ προ­φέ­ρει.»

       «Κα­τά­λα­βα…»

       «Θαρ­ρεῖς τὸ ἄγ­χος μας ἀ­πορ­ρο­φᾶ­ται ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα τό­τε καὶ ὅ­λα γί­νον­ται πιὸ μα­λα­κά, πιὸ οἰ­κεῖ­α. Κά­τι σὰν δεν­δρο­θε­ρα­πεί­α!»

       «Νὰ θε­ρα­πευ­θοῦ­με ὡ­στό­σο ἀ­πὸ τί;»

       «Ἀ­π’ αὐ­τὸ φυ­σι­κὰ τὸ ὑ­παρ­ξια­κό μας ἄγ­χος, ὢ χό, χό… Κα­τάν­τη­σε σχε­δὸν μιὰ ἀ­στει­ό­τη­τα ἡ ἔκ­φρα­ση τού­τη κι ὅ­μως τὸ ἄγ­χος εἶ­ναι ἐ­κεῖ, σὰν ἄ­σπρη καὶ ἄ­νυ­δρη σα­ραν­τα­πο­δα­ρού­σα. Λοι­πὸν ἂς δοῦ­με λί­γο καὶ τρι­γύ­ρω μας. Ἡ πό­λη χά­λα­σε, σοῦ λέω, μ’ ἐ­νο­χλεῖ.»

       Αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο πιὰ δὲν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νὰ τὸ ξε­στο­μί­σω. Ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση μοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πὸ και­ρὸ σὰν ἕ­να θαῦ­μα κι ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα: ἄς μὴν ἀ­να­λύ­α­με ὁ­λό­τε­λα τὰ πράγ­μα­τα, ἄς βλέ­που­με τὰ θαύ­μα­τα, τὰ θαύ­μα­τα… Κι ἔ­τσι ἀμ­φι­βάλ­λον­τας ὅ­πως πάν­τα, ἤρ­θα­με σ’ αὐ­τὴ τὴν γει­το­νιὰ δὲν ξέ­ρω κι ἐ­γὼ για­τί. Ἐ­δῶ μπο­ρεῖς νὰ περ­πα­τᾶς του­λά­χι­στον. «Ἡ Ἀ­θή­να μοιά­ζει μὲ ἀ­πο­κλει­σμέ­νη πό­λη, ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο πρὸς τὴν πε­ρι­φέ­ρεια, καὶ τα­νά­πα­λιν… Σὲ λί­γο δὲν θὰ ἔ­χει ποὺ νὰ πᾶς, ποὺ νὰ στα­θεῖς», ἔ­λε­γε κά­ποι­ος.

       Ὅ­ταν ἤ­μουν ἔ­φη­βος, θυ­μᾶ­μαι ποὺ βα­δί­ζα­με στὴ λε­ω­φό­ρο Συγ­γροῦ ἴ­σα­με τὴν θά­λασ­σα, μιὰ θά­λασ­σα πό­τε γα­λή­νια, πό­τε φου­σκω­μέ­νη, ἔ­νι­ω­θες ἀ­πὸ μα­κριὰ τὴ δι­ά­θε­σή της.

       «Ἄχ, πῶς μ’ ἀ­ρέ­σει ἡ φου­σκο­θα­λασ­σιά!»

       «Περ­πά­τη­σα σὲ πολ­λοὺς δρό­μους ἀ­πὸ τό­τε, εἶ­δα πολ­λὰ δέν­δρα, πολ­λὲς θά­λασ­σες, ἀν­θρώ­πους…»

       «Πέ­τρες στὶς ἀ­κρο­γι­α­λι­ές.»

       «Πολ­λὰ κτυ­πή­μα­τα, ἔ­χεις δί­κιο: πό­λε­μος, χα­λα­σμοί, τέ­λος ἡ ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση, τί φρί­κη! Πῶς ἄλ­λα­ξε λοι­πὸν ἡ πό­λη αὐ­τή. Ἐ­πι­τέ­λους, ἡ ἀ­το­μι­κὴ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α θρι­άμ­βευ­σε στὸ λε­κα­νο­πέ­διο τῆς Ἀτ­τι­κῆς. Οἱ μι­σοὶ πε­ρί­που μὲ τοὺς τοί­χους τους καὶ οἱ ἄλ­λοι μι­σοὶ ποὺ πε­ρι­μέ­νουν τὴν ἴ­δια τύ­χη. Βέ­βαι­α, ὑ­πάρ­χουν καὶ οἱ ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τες πε­ρι­πτώ­σεις… Σι­χαί­νο­μαι τὴν ἰ­δι­ο­κτη­σί­α, σοῦ λέ­ω, ἰ­δί­ως ἐ­δῶ τρι­γύ­ρω μας ποὺ μα­γα­ρί­ζει τὸ το­πί­ο.»

       «Μὴ θί­γεις τὰ ἱ­ε­ρὰ καὶ τὰ ὅ­σια.»

       «Ναί, κα­νέ­νας δὲ φαί­νε­ται νὰ θυ­μᾶ­ται κι ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸ κομ­μά­τι του, ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸ κα­θί­κι του… Μοῦ φαί­νον­ται ὅ­λοι πάν­τως στρα­βο­κα­θι­σμέ­νοι σ’ αὐ­τὸ τὸν τό­πο. Εἶ­ναι τὸ το­πί­ο, ἴ­σως, ποὺ κά­νει τὰ πράγ­μα­τα πιὸ δύ­σκο­λα, πιὸ φα­νε­ρὸ τὸ ἔγ­κλη­μα;»

       «Γιὰ ποι­ὸ ἔγ­κλη­μα μι­λᾶς;»

       «Μὰ γιὰ τὸ γνω­στό, τὸ πα­σί­γνω­στο βέ­βαι­α ἔγ­κλη­μα. Πῶς νὰ τὸ κα­θο­ρί­σω, ἔ­χει τό­σες μορ­φές, τό­σες πα­ρα­πλα­νή­σεις καὶ πα­ραλ­λα­γές, ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι τὸ ἴ­διο, οἱ ρί­ζες του εἶ­ναι βα­θι­ές, ὅ­σο κι αὐ­τῆς τῆς Λεύ­κας.»

       «Μὴν λὲς ἀ­νό­σι­ες λέ­ξεις, φο­βε­ρές!»

       «Θέ­λω νὰ πῶ μπο­ρεῖ κα­μιὰ φο­ρά νὰ ὑ­πο­δυ­θεῖ καὶ τὴ μορ­φὴ μιᾶς Λεύ­κας.»

       «Ὄ­χι, δὲν σοῦ ἔ­μει­νε λοι­πὸν κα­μιὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἑ­αυ­τό σου;»

       «Μιᾶς Λεύ­κας ὁ­λό­στη­της… κα­λὰ στη­μέ­νης δη­λα­δή.»

       «Στη­μέ­νης ἀ­πὸ ποι­όν;»

       «Χμ, ἀ­πὸ κά­ποι­ο κύ­κλω­μα ἢ ἔ­στω βρα­χυ­κύ­κλω­μα, μιὰ μη­χα­νὴ του­τέ­στιν. Δὲν σοῦ φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο πὼς ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη μιὰ Λεύ­κα σὰν κι αὐ­τή, χω­ρὶς νὰ τὴν κα­θα­ρί­σουν, χω­ρὶς νὰ τὴν πε­ρι­κό­ψουν κὰν ἢ ἁ­πλού­στα­τα νὰ τὴν κό­ψουν…»

       «Δὲν μ’ ἀ­ρέ­σουν αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους οἱ ἀ­στει­ό­τη­τες. Μοῦ ἔρ­χε­ται νὰ κλά­ψω. Δὲν ἔ­νι­ω­σες λοι­πὸν πο­τὲ πραγ­μα­τι­κὰ τὴ σκιά της;»

       «Κα­νο­νι­κὰ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πο­πτευ­ό­μα­σθε τὶς σκι­ές.»

       «Δὲν πρέ­πει νὰ μι­λᾶς ἔ­τσι καὶ προ­παν­τὸς μὴ συν­δυά­ζεις τὰ πράγ­μα­τα.»

       «Τὸ ξέ­ρω, μὰ τὸ νι­ώ­θω μέ­σα μου, νι­ώ­θω τὰ δόν­τια τοῦ ἄλ­λου, τὴν πα­χιὰ καὶ γλι­στε­ρή του γλώσ­σα, τὸν χῶ­ρο του, τὸν βό­θρο του, χά, χά, ἀ­έ­ρα!»

       «Μὴ φω­νά­ζεις ἔ­τσι.»

       «Φώ­να­ξα; Νό­μι­σα πὼς ψι­θύ­ρι­σα.»

       «Εἶ­πες ἀ­έ­ρα καὶ ἄρ­χι­σε ἡ Λεύ­κα μας νὰ τρέ­μει!»

       «Ἕ­να πα­ρά­ξε­νο τρέ­μι­σμα.»

       «Φο­βᾶ­μαι.»

       «Τί φο­βᾶ­σαι;»

       «Καῖ­νε, θὰ μᾶς κά­ψουν. Ἄχ, δὲς τὴν Λεύ­κα, νὰ μὴν μι­λᾶ­με, ὅ­μως καὶ πο­λὺ γι’ αὐ­τή, μὴ μᾶς τὴν κά­ψουν…»

       Ση­κώ­θη­κε πά­λι τ’ ἀ­ε­ρά­κι κι ὅ­λα τὰ φύλ­λα τῆς Λεύ­κας, κλα­διὰ καὶ φύλ­λα ἔ­τρε­μαν σ’ ἕ­να θρό­ι­σμα συ­νε­χές, ἕ­να κυ­μά­τι­σμα.

       Κρα­τοῦ­σα στὰ χέ­ρια μου ἕ­να φύλ­λο της, σὰν μιὰ πα­λά­μη μὲ τὶς γραμ­μές της, λε­πτές, σχε­δὸν ἀ­κτι­νω­τές, ἀ­πὸ τὸν μί­σχο στὴν πε­ρι­φέ­ρεια, τί νὰ μαν­τέ­ψεις; Ἀρ­γυ­ρό­χρω­μη ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριά, πρά­σι­νη ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη.

       «Σὲ κά­θε φύλ­λο, βλέ­πω τὸ δά­σος καὶ τὸ φεγ­γά­ρι», μοῦ εἶ­πες, «τί φύλ­λα, πό­σα φύλ­λα…»

       «Τί φου­σκο­φυλ­λω­σιά!»



Πη­γή: Ἡ με­τα­πο­λε­μι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο τοῦ ’40 ὣς τὴ δι­κτα­το­ρί­α τοῦ ’67, Τό­μος ΣΤ΄, Ἐκ­δό­σεις Σο­κό­λη, Ἀ­θή­να, 1988. Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀν­θρώ­πων ἐξ ἀν­θρώ­πων, Κα­στα­νι­ώ­της, Ἀ­θή­να, 1982.

Ἀ­ρι­στο­τέ­λης Νι­κο­λα­ΐ­δης(Μυτιλήνη, 1922-Ἀθήνα, 1996). Ποιητὴς, πεζογράφος, δοκι­μιο­γράφος, μεταφραστής. Σπούδασε Ἰατρική στὸ Πανεπιστήμιο Άθηνῶν μὲ εἰδίκευση στὴν Ψυ­χια­τρική. Πρῶτο του βιβλίο: Διαβαθμίσεις (1952, ποίηση)· ἄλλα βιβλία: Οἱ συνυπάρχοντες (μυθι­στό­ρημα), Ἡ ἐξαφάνιση, (1974,  μυθιστόρημα).

Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/category/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%B9%CF%83/1-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B1%E1%BF%93%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B7%CF%82/

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Η εξαφάνιση - (απόσπασμα)


Κάποιο βράδι, στο καφενείο του Λουμίδη, βρέθηκε πλάτη με πλάτη κοντά σ’ έναν παλιό συμφοιτητή του, πίνοντας και οι δυο όρθια το ποτό τους. Κι αν ακόμα ο χρόνος συντελούσε να ξεχάσει ή να μπερδέψει την φυσιογνωμία του άλλου, οι εφημερίδες τον τελευταίο καιρό του την φρέσκαραν, με μιαν επαναλειπτικότητα που έκανε τον Τηλεκίδη ανεξήγητα και τελείως αδικαιολόγητα, να αισθάνεται κάποιαν αμηχανία, σα να ’βλεπε ξαφνικά τα πισινά του φίλου του, ας πούμε. Ναι, η φωτογραφία ήταν κάπως μελοδραματική, ιδιαίτερα επιλεγμένη για την περίσταση: ο φίλος του είχε κερδίσει το βραβείο της Φιλομούσου Εταιρείας… Ήταν συγγραφέας, είχε τις επιτυχίες του, ιδίως κάτι σενάρια που τον πέρασαν μέσ’ στα γρανάζια της δημοσιότητας κι ο Τηλεκίδης εκείνη τη στιγμή μπορούσε να διακρίνει στην έκφραση του παλιού συμφοιτητή του, την βεβαιότητα που εκτρέφει κανείς όταν είναι αρκετά γνωστός και περιμένει πάντα κάποιαν απρόοπτη συνάντηση. Από στιγμή σε στιγμή κάποιος μπορούσε να τον συναντήσει, διάβολε, κι ο συγγραφέας είχε συνείδηση αυτού του πράγματος· γι’ αυτό κι η φυσιογνωμία του είχε εκείνη την εμβρύθεια που το βλέμμα του άλλου θα την αναγνώριζε αμέσως: Να, ένας άνθρωπος της εποχής, θα έλεγε, να κάποιος που σηκώνει στους ώμους του το βάρος ενός ολόκληρου κόσμου! Ο Τηλεκίδης έκανε κάποιο θόρυβο που υποσήμανε την παρουσία του κι ο συγγραφέας έστρεψε βαρύθυμα το κεφάλι του προς την ύπαρξη αυτή που τον κοίταζε κάπως επίμονα. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αναγνωρίστηκαν κι ο συγγραφέας είπε: «Α, ναι… α, ναι… τότε που παίζαμε την επανάσταση…» ― «Σκληρό κι αχάριστο παιγνίδι», έκανε ο Τηλεκίδης μ’ ένα χασμουρητό. Ο άλλος χαμογέλασε, διαγράφοντας στα χείλη του μια καλά υπολογισμένη πικρία: «Τι κάνεις τώρα;» είπε τέλος. «Τίποτε». Ο συγγραφέας γέλασε. Του άρεζαν, βέβαια, κάτι τέτοια. «Είχα διαβάσει κάποτε, τω καιρώ εκείνω δηλαδή, κάτι ποιήματά σου. Τι έκανες, συνέχισες;» ― «Όχι, δεν μου ’μεινε καιρός». Ο άλλος τώρα φαινόταν σα να προσγειωνόταν με κατανόηση. «Καταλαβαίνω, η βιοπάλη… Είσαι διορισμένος πουθενά;» ― «Υπέβαλα την παραίτησή μου πριν από χίλια χρόνια». Ο συγγραφέας ξίνισε τα μούτρα του. Του άρεζαν, ασφαλώς, οι απρόοπτες απαντήσεις, αλλά κυρίως όταν τις έγραφε ο ίδιος ή τις διάβαζε σε κανένα μυθιστόρημα… Κι ο τρόπος αυτού του… αχ, πώς τον λένε, άρχισε να του δίνει στα νεύρα. Κοίταξε το ρολόγι του. Σε λίγο θα ’πρεπε οπωσδήποτε να πάει σε μια σημαντική συνάντηση, έλεγε η έκφρασή του. «Διάβασα το τελευταίο βιβλίο σου» του είπε τότε ο Τηλεκίδης με πονηρία. «Το διάβασες, αλήθεια;» ― «Μέχρι τον πάτο». ― «Πικρό το ποτήρι, ε;» ― «Ναι, ναι… Μου άφησε μια γεύση βαζελίνης» απάντησε, με την αναίδεια μιας μύγας: έτσι δεν τον κοίταζε ό άλλος; «Τι θες να πεις;» ― «Αυτό. Κι εξ άλλου πήρε το βραβείο της Φιλομούσου Εταιρείας, δεν το πήρε;» Ο συγγραφέας κούνησε το κεφάλι του ντροπαλά, σχεδόν απολογητικά. «Μου το έδωσαν. Τι να ’κανα; Να το πετούσα στους δρόμους;» ― «Όχι για το Θεό, άξιζε και με το παραπάνω… Φίλε μου ως πότε κανείς να ζει στα σκοτεινά; Κάποτε πρέπει να προβάλλεις το κεφάλι σου στον ήλιο. Είδα τις φωτογραφίες σου τελευταία και να μου επιτρέψεις να σε συγχαρώ. Είμαι κακεντρεχής και μοχθηρός μαζί σου γιατί είσαι παλιός μου φίλος, παλιός τέλος πάντων συνάδελφος… ας μην κρυβόμαστε: ζήτημα στοιχειώδους ψυχολογίας. Μα πέραν αυτού, είσαι σήμερα ο αριστερός εκείνος συγγραφέας που ο παπάς της ενορίας θα συνιστούσε στο ποίμνιό του».
Ο συγγραφέας τον κοίταζε με βλέμμα αγριεμένο: «Γράφουμε ό,τι μπορούμε», είπε μαλακώνοντας τη φωνή του με τη σιγουριά του αποπάνω. ― «Ασφαλώς, και γράφοντας θάβουμε τη φωνή μας ακόμα πιο βαθειά. Το ζήτημα είναι πώς θα ακουστούν αυτά που πνίγονται μεσ’ στις ρωγμές, πώς θα κάνουμε αισθητή την απουσία μας!»

Πηγή:http://logotexnikesmikrografies.blogspot.com/2012/07/blog-post_06.html