Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Περού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Περού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Cesar Vallejo- Ζυγοί


Εντελώς. Επιπλέον, ζωή!
Εντελώς. Επιπλέον, θάνατος!
Εντελώς. Επιπλέον, όλα!
Εντελώς. Επιπλέον, τίποτα!
Εντελώς. Επιπλέον, κόσμος!
Εντελώς. Επιπλέον, σκόνη!
Εντελώς. Επιπλέον, Θεός!
Εντελώς. Επιπλέον κανένας!
Εντελώς. Επιπλέον, ποτέ!
Εντελώς. Επιπλέον, πάντα!
Εντελώς. Επιπλέον, χρυσάφι!
Εντελώς. Επιπλέον, καπνός!
Εντελώς. Επιπλέον, δάκρυα!
Εντελώς. Επιπλέον, γέλια!

Σέζαρ Βαγιέχο ( 1892 – 1938 ).
Πηγή: « cesar Vallejo- ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΣΧΟΛΙΑ: ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΠΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Gutenberg- ΑΘΗΝΑ- ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2000- Α΄ΕΚΔΟΣΗ

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Marco Martos - Το Περού

 Δεν είναι αυτή η χώρα σου

γιατί γνωρίζεις τα όριά της,

ούτε για την κοινή λαλιά 

και ούτε για τα ονόματα των πεθαμένων.

Αυτή η χώρα είναι δική σου, 

γιατί αν χρειαζόταν να την φτιάξεις,

θα την ξανάφτιαχνες εδώ, όπως είναι 

για να οικοδομήσεις πάλι 

εδώ τα όνειρά σου.


Πηγή: ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1892-1975, Εκάτη: Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Cesar Vallejo - Οι κουρασμένοι κύκλοι

Υπάρχουν επιθυμίες να επιστρέψω, ν΄ αγαπήσω, να μη φύγω ξανά,
κι υπάρχουν επιθυμίες να πεθάνω, χτυπημένος από δύο
αντίθετα νερά που ποτέ δε θα ενωθούν.
Υπάρχουν επιθυμίες για ένα μεγάλο φίλημα
που θα σαβανώσει τη ζωή,
που τελειώνει στην Αφρική μιας φλεγόμενης αγωνίας, φονικής!
Υπάρχουν επιθυμίες να… μην έχω επιθυμίες, Κύριε.
εσένα δείχνω με το θεοκτόνο δάκτυλο:
υπάρχουν επιθυμίες να μην είχα καρδιά.
Η άνοιξη επιστρέφει, επιστρέφει και θα φύγει. Κι ο Θεός,
κυρτός στο χρόνο, επαναλαμβάνεται, και περνάει, περνάει
φορτωμένος με τη ραχοκοκαλιά του Απείρου.
Όταν τα μελίγγια βαρούν το μακάβριο ταμπούρλο τους,
όταν με πονεί το όνειρο χαραγμένο σ΄ ένα στιλέτο,
υπάρχουν επιθυμίες να μείνω ξαπλωμένος μέσα σ΄ αυτόν το στίχο!
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Cesar Vallejo - Καλοκαίρι


Καλοκαίρι, ώρα να φεύγω. Και με πονάνε
τα υποταγμένα χεράκια από τα απογεύματά σου.
Φτάνεις αφοσιωμένα έρχεσαι γερασμένο
και δε θα συναντήσεις στην ψυχή μου πια κανέναν.

Καλοκαίρι! Και θα περάσεις κάτω απ' τα μπαλκόνια μου
με μεγάλο προσευχητήριο κομπολόι από χρυσάφια κι αμέθυστους,
σαν ένας θλιμμένος επίσκοπο που φτάνει
από μακριά να ψάξει και να ευλογήσει
τις σπασμένες βέρες κάποιων νεκρών νυμφίων.

Καλοκαίρι, ώρα να φεύγω. Εκεί, στο Σεπτέμβρη,
έχω ένα τριαντάφυλλο που σου εμπιστεύομαι πολύ
Θα το ποτίσεις με αγιασμό όλες
τις μέρες των τάφων και των κριμάτων.

Αν απ' το πείσμα του να κλαίει το μαυσωλείο,
με πίστης φως το μάρμαρό σου φτερακίζει,
τη προσευχής σου ύψωσε τη φωνή και ζήτα
απ' το Θεό να το κρατάει νεκρό για πάντα.
Για όλα κιόλας είναι αργά
Και δε θα συναντήσεις στην ψυχή μου πια κανέναν.

Μην κλαις πια καλοκαίρι! Σ' εκείνο το αυλάκι
πεθαίνει το ρόδο που ξαναγεννιέται πολύ...

 

Από τον τόμο Ποιητικά Άπαντα, μτφρ. Ρήγας Καπάτος, εκδ. Gutenberg.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Cesar Vallejo - Οι Αιώνιοι κύβοι

Θεέ μου, θρηνώ την ύπαρξη που ζω
με βαραίνει που σου πήρα το ψωμί σου
αλλά αυτή η φτωχιά σκεφτική λάσπη
δεν είναι φλούδα φουσκωμένη στο πλευρό σου:
εσύ δεν έχεις Μαρίες που απομακρύνονται!
Θεέ μου, αν ήσουν κάποτε άνθρωπος,
σήμερα θα ήξερες να ήσουνα θεός
αλλά εσύ, που ήσουνα πάντοτε καλά,
δεν αισθάνεσαι τίποτα για το δημιούργημα σου.
Κι αν σε υποφέρει ο άνθρωπος, εκείνος είναι ο θεός!
Σήμερα που στα μαγικά μου μάτια υπάρχουν φλόγες,
όπως σ' έναν κατάδικο,
θεέ μου, θ' ανάψεις όλες τις λαμπάδες σου,
και θα παίξουμε με το γέρικο ζάρι...
Μπορεί - ω παίχτη! - παίζοντας στη ζαριά
όλο το άπειρο,
να βγουν οι κύκλοι από τα μάτια του Θανάτου,
σα δύο νεκρικοί άσοι από λάσπη.
Θεέ μου, και τούτη την κουφή, σκοτεινή νύχτα,
δε θα μπορέσεις να παίξεις, γιατί η Γη
είναι ένας φαγωμένος κύβος που στρογγύλεψε
κυλώντας τόσο μες στην τύχη,
που σταματάει μόνο σ' ένα λάκκο,
στο λάκκο της απέραντης ταφής.

César Vallejo, Ποιητικά Άπαντα, Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος, Αθήνα: Gutenberg 2010.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Cesar Vallejo - Εμπιστοσύνη στο γυαλί, όχι στο μάτι


Εμπιστοσύνη στο γυαλί, όχι στο μάτι˙
στη σκάλα, ποτέ στο σκαλοπάτι˙
στη φτερούγα, όχι στο πουλί
και μόνο σ΄ εσένα, μόνο σ’ εσένα, μόνο σ΄ εσένα.
Εμπιστοσύνη στην κακία, όχι στον κακό˙
στο ποτήρι, αλλά ποτέ στο πιοτό˙
στο πτώμα, όχι στον άνθρωπο
και μόνο σ΄εσένα, μόνο σ΄ εσένα, μόνο σ΄ εσένα.
Εμπιστοσύνη στους πολλούς, αλλά όχι πια στον ένα˙
στην κοίτη, αλλά ποτέ στο χείμαρρο˙
στα παντελόνια, όχι στα πόδια
και μόνο σ΄εσένα, μόνο σ΄εσένα, μόνο σ΄ εσένα.
Εμπιστοσύνη στο παράθυρο, όχι στην πόρτα˙
στη μάνα, αλλά όχι στους εννέα μήνες˙
στο πεπρωμένο, όχι στον χρυσό κύβο,
και μόνο σ ΄εσένα, μόνο σ΄εσένα, μόνο σ΄εσένα.
5 Οκτωβρίου 1937
Mετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Cesar Vallejo - Ένας άνθρωπος περνάει μ’ ένα ψωμί στον ώμο...


Ένας άνθρωπος περνάει μ’ ένα ψωμί στον ώμο.
Θα γράψω εγώ μετά για τον σωσία μου;

Ένας άλλος κάθεται, ξύνεται, βγάζει μια ψείρα απ’ τη μασχάλη,
τη σκοτώνει. Με τι κουράγιο να μιλήσεις για την ψυχανάλυση;

Ένας άλλος μπήκε στο στήθος μου μ’ ένα ραβδί στο χέρι.
Μετά απ’ αυτό να μιλήσω με τον γιατρό για τον Σωκράτη;

Ένας κουτσός περνάει μ’ ένα παιδί αλαμπρατσέτα.
Μετά απ’ αυτό θα διαβάσω Αντρέ Μπρετόν;

Ένας άλλος τρέμει από το κρύο, βήχει, φτύνει αίμα.
Θα τολμήσω και να σκεφτώ το: Εγώ εκ βαθέων;

Ένας άλλος ψάχνει στη λάσπη για κόκαλα, φλούδες.
Πως να γράψεις, μετά απ’ αυτό, για το άπειρο;

Ένας εργάτης πέφτει από μια στέγη, πεθαίνει και πια δε
γιοματίζει. Θ’ ανανεώσεις, μετά, τον τρόπο, την αλληγορία;

Ένας έμπορος κλέβει έναν πελάτη στο ζύγι ένα γραμμάρι.
Να μιλήσεις, μετά, για την τέταρτη διάσταση;

Ένας τραπεζίτης πλαστογραφεί τον ισολογισμό του.
Με τι πρόσωπο να κλέψεις στο θέατρο;
 
Ένας απόκληρος κοιμάται με το πόδι στην πλάτη.
Να μιλήσεις σε κανέναν, μετά, για τον Πικάσο;

Κάποιος πηγαίνει σε μια κηδεία κλαίγοντας.
Πως μετά να έμπεις στην Ακαδημία;

Κάποιος καθαρίζει ένα τουφέκι στην κουζίνα του.
Με τι κουράγιο να μιλήσεις για το υπερπέραν;

Κάποιος περνάει μετρώντας τα δάχτυλά του.
Πως να μιλήσεις για το μη- εγώ χωρίς να βγάλεις μια κραυγή;

Σέζαρ Βαγιέχο ( 1892 -1938 ).
Πηγή: « cesar Vallejo – ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ- ΣΧΟΛΙΑ : ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΠΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Gutenberg – α΄ έκδοση : Νοέμβριος 2000

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Raúl Deustua - Θεοί



Ύστερα βρέχει
κι όλη η βροχή είναι ένα χέρι που πλένει τα αγάλματα.
(Ο σκορπιός προβαίνει μέσα απ’ τις σχισμάδες).
Στην καθημερινή μετακίνησή του
με παρατηρεί από την ερμητική κατοικία του:
το πρόσωπο του Θεού, ίσως, που κουρασμένο
από εξεζητημένα λόγια, λιβάνι και μεταφορές
αγωνιά να επιστρέψει και να ενσωματωθεί με το τίποτα.

Raúl Deustua (1921-2005)



Πηγή: Γενική Ανθολογία Σύγχρονης Λατινοαμερικάνικης Ποίησης 1892-1974, Εκλογή-Πρόλογος-Σημειώσεις, Μετάφραση από τα ισπανικά Ρήγας Καππάτος, Αθήνα: Εκάτη 2011.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Cesar Vallejo - Μάζα


Αφού τέλειωσε η μάχη
και νεκρός πια ο πολεμιστής, ήρθε σ’ αυτόν κάποιος
και του είπε: «Μην πεθαίνεις σ’ αγαπώ πολύ»
Αλλά το πτώμα, αχ συνέχισε πεθαίνοντας.
Τον πλησίασαν δύο και του επανέλαβαν:
«Μη μας αφήνεις! Κουράγιο! Γύρνα στη ζωή!»
Αλλά το πτώμα, αχ συνέχισε πεθαίνοντας.
Πρόστρεξαν είκοσι, εκατό, χίλιοι, πεντακόσιες χιλιάδες, φωνάζοντας:
«Τόση αγάπη και να μην κάνει τίποτα ενάντια στο θάνατο!»
Αλλά το πτώμα, αχ, συνέχισε πεθαίνοντας.
Τον κύκλωσαν εκατομμύρια άτομα,
Με την κοινή παράκληση: «Μείνε, αδελφέ!»
Αλλά το πτώμα, αχ συνέχισε πεθαίνοντας.
Τότε όλοι οι άνθρωποι της γης μαζεύτηκαν
το πτώμα τους κοίταξε θλιμμένο, συγκινημένο
ανακάθισε αργά,
αγκάλιασε τον πρώτο άνθρωπο…πήρε να περπατεί…
Καίσαρ Αβραάμ Βαλιέχο Μενδόσα ( 1892 – 1938 )
(Από την ενότητα: «ΙΣΠΑΝΙΑ, ΠΑΡΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ
ΤΟΥΤΟ»)
«ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΑ Cesar Vallejo- Εκδόσεις: Gutenberg
ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ: ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΠΑΤΟΣ

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Cesar Vallejo - Μου ΄ρχεται, πάνε μέρες, μια διάθεση ευφορίας, πολιτική


Μου ΄ρχεται, πάνε μέρες, μια διάθεση ευφορίας, πολιτική,
ν΄ αγαπήσω, να φιλήσω την τρυφερότητα στα δυό της πρόσωπα,
και μου ΄ρχεται από μακριά ένα πάθος
δεικτικό, άλλη επιθυμία ν΄ αγαπήσω, θεληματικά ή με το στανιό,
αυτόν που με μισεί, αυτόν που σκίζει το χαρτί του, το παιδί,
αυτήν που κλαίει για κείνον που έκλαιγε,
το βασιλιά του κρασιού, το σκλάβο του νερού,
αυτόν που κρύφτηκε μες την οργή του, αυτόν που ιδρώνει,
αυτόν που περνάει, αυτόν που ταρακουνεί τον εαυτό του μες την ψυχή μου.
Και θέλω, ασφαλώς, να σιάξω
την κοτσίδα αυτουνού που μου μιλάει֗ στο φαντάρο, τα μαλλιά του֗
στον μεγάλο, το φως του֗ στον μικρό, το μεγαλείο του.
Θέλω να σιδερώσω απευθείας
ένα μαντίλι σ΄ εκείνον που δε μπορεί να κλάψει
και, όταν είμαι θλιμμένος ή με πονάει η τύχη,
να μπαλώσω τα παιδιά και τις ιδιοφυϊες.
Θέλω να βοηθήσω τον καλό να γίνει το λίγο κακό του
και μου ΄ρχεται να κάτσω
στα δεξιά του αριστερόχειρα, και ν΄απαντήσω στο μουγκό,
προσπαθώντας να τον βοηθήσω σε
ό,τι μπορώ, κι επίσης πάρα πολύ θέλω
να πλύνω του κουτσού το πόδι,
και να βοηθήσω τον μονόφθαλμο πλησίον να κοιμηθεί.
Ω, ν΄αγαπήσω αυτόν, τον δικό μου, αυτόν τον παγκόσμιο,
διανθρώπινο, ενοριακό και έμπειρο!
Μου έρχεται από τα θεμέλια
στην ώρα του, απ΄τον κοινό βουβώνα,
και, φτάνοντας από μακριά, μου έρχεται να φιλήσω
το μπουφάν του ψάλτη,
κι εκείνον που υποφέρει, να τον φιλήσω μέσα στο τηγάνι του,
τον κουφό, στον ατρόμητο κρανιακό του θόρυβο֗
αυτόν που μου δίνει ό,τι ξέχασα μες στο στήθος μου,
στο Δάντη του, στον Τσάπλιν του, στους ώμου του.
Θέλω, για να τελειώνω,
σαν βρίσκομαι στο διαβόητο χείλος της βίας
ή με γεμάτο στήθος την καρδιά, θα ήθελα
να βοηθήσω να γελάσει αυτόν που χαμογελάει,
να του καθίσω ένα πουλί στο σβέρκο, του άθλιου,
να βοηθήσω τους αρρώστους εξοργίζοντάς τους,
να αγοράσω από κείνον που πουλάει,
να βοηθήσω το φονιά να σκοτώσει -φρικτό πράμα-
και θα ήθελα να είμαι καλός μ΄ εμένα
σε όλα.
6 Νοεμβρίου 1937
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Emilio Paz - Επιστολή για τον Σκόρσα και τους ποιητές

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΟΡΣΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Αγαπητέ συγγραφέα, αν διακατέχεσαι από επιθυμίες για μεγαλοσύνη
μη γράφεις ποίηση,
μη ξοδεύεις τη ζωή των δέντρων
σε κείνες τις κόλες που φυλάνε τα γράμματά σου.
Απέφυγε την αποψίλωση
και δώρισε κάποια ελπίδα στον κόσμο.
Όχι, όχι μη γράφεις για τον εαυτό σου
αν είσαι ένας άνθρωπος με αιδημοσύνη,
γιατί οι ποιητές δε ξέρουν από αιδημοσύνη
και γι’ αυτούς, το ιδιωτικό είναι δημόσιο
και το εσωτερικό επιδεικνύεται στο ράφι
όπου προσφέρεται η ζωή.
Απέφευγε να γράφεις ποιήματα,
καλύτερα είναι να πίνεις ένα φλιτζάνι καφέ
και άκου τα τραγούδια των Queen.
Χάρισε στον εαυτό σου την ευκαιρία του να είσαι ευτυχής
και μη τον καταδικάζεις στη δυστυχία της γραφής,
στα σχόλια της κριτικής,
στο να είναι εθισμένος στις φλύαρες σκιαμαχίες του διαδικτύου,
να είναι ένα ζώο εγκλωβισμένο σε κάποιο βραβείο
ή να είναι ένα εργαλείο μελέτης σε κάποιο κολέγιο.
Απέφυγε να είσαι μια κούκλα βιτρίνας όπου πάνω της κρεμάνε γράμματα
και ιδέες τόσων μικρών παιδιών
που αρνήθηκαν να γίνουν αστροναύτες
και το μόνο που τους μένει είναι να γίνουν ποιητές.
Παρακαλώ, απέφυγε το άγχος μην ακολουθείς την επιστολή του Σκόρσα
και ξεκουράσου παίζοντας με το σκύλο σου η με το γάτο σου,
που χουζουρεύουν στον καναπέ
βλέποντας καμιά σειρά στο Νέφτλιξ.
Απέφυγε την κόπωση,
τον ατέλειωτο ψίθυρο,
τις καταδικαστικές ματιές,
τα δάχτυλα που σημαδεύουν τη πληγή,
την ύλη που βρίθει στα στόματα
των αγριεμένων λογοτεχνικών κριτικών,
του να δολοφονείς δέντρα για να κατασκευαστούν φύλλα
για τα βιβλία σου που είναι έτοιμα για τύπωμα.
Γιατί το να γράφεις σημαίνει να λησμονείς
να ταΐσεις τις μασκότ σου,
από το φλιτζάνι του καφέ πάνω στο τραπέζι,
να χαιρετίσεις τα αγαπημένα σου πρόσωπα στα γενέθλιά τους,
να επισκεφθείς ένα φίλο σου στη φυλακή,
να δώσεις ένα καθημερινό φιλί στο ταίρι σου.
Απέφυγε το μαρτύριο και την κόπωση,
πάψε να γράφεις και μην εκθέτεις τη ζωή σου.
Γιατί από την ποίηση ο άνθρωπος δεν τρώει,
γιατί από την ποίηση δεν πεθαίνει.
Γιατί από την ποίηση κάποιος γίνεται αιώνιος,
αλλά οφείλει να προσφέρει κάτι σε αντάλλαγμα
και όλα αυτά που ο ποιητής προσφέρει
είναι η ζωή του που σιγά σιγά ξοδεύεται.

ΑΟΡΑΤΟΣ

Ο άνθρωπος θέλει να είναι αόρατος.
Του προκαλεί φόβο ο θάνατος
που τον χτυπά στον ώμο
κατά τη διάρκεια κάθε νύχτας,
και κάθε πρωινό.
Θέλει να είναι αόρατος
και ο θάνατος να μην τον βλέπει.
Αλλά δε ξέρει ότι ο θάνατος
ήδη ξέρει τις προθέσεις του
και γι αυτό κοιμάται μέσα στη καρδιά του,
ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσει
και ότι θα το πάρει μαζί του.
Ο αόρατος άνθρωπος επίσης πεθαίνει
αλλά κανένας δεν το αντιλαμβάνεται αυτό.
Ούτε για τη φωνή του
ούτε για τους φόβους του
ούτε για τα δάκρυά του
ούτε για τα παλιά του όνειρα.
Γιατί πεθαίνει,
σιγά σιγά,
από τη στιγμή που ήρθε στη ζωή,
γιατί από τη φάση του εμβρύου
ο θάνατος τον συνοδεύει.
Ο θάνατος όλα τα βλέπει
και όλα τα ακούει.
Γι’ αυτόν κανείς δεν είναι αόρατος.

Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Cesar Vallejo - Στο σπίτι δε ζει πια κανείς

- Στο σπίτι δε ζει πια κανείς -μου λες- όλοι έχουν
φύγει. Το σαλόνι, η κρεβατοκάμαρα, η αυλή, μένουν έρημα.
Δε μένει πια κανείς, αφού όλοι έχουν φύγει.
Κι εγώ σου λέω: Όταν κάποιος φεύγει, κάποιος μένει.
Το σημείο απ΄ όπου πέρασε ένας άνθρωπος, δεν είναι πια μόνο.
Μονάχα μένει μόνο, από ανθρώπινη μοναξιά, το μέρος απ΄ όπου
δεν πέρασε κανείς. Τα καινούργια σπίτια είναι πιο νεκρά από τα
παλιά, γιατί οι τοίχοι τους είναι από πέτρα ή από ατσάλι, αλλά
όχι από ανθρώπους. Ένα σπίτι έρχεται στον κόσμο, όχι όταν το
τελειώνουν, αλλά όταν αρχίσουν να το κατοικούν. Ένα σπίτι ζει
μόνο από ανθρώπους, όπως κι ένας τάφος. Σ΄ αυτό οφείλεται
εκείνη η ακατανίκητη ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα σ΄ ένα
σπίτι κι έναν τάφο. Μόνο που το σπίτι τρέφεται από τη ζωή του
ανθρώπου, ενώ ο τάφος τρέφεται από τον θάνατό του. Γι΄ αυτό
το σπίτι είναι όρθιο, ενώ ο τάφος ξαπλωτός.
Όλοι έχουν φύγει από το σπίτι, πράγματι, αλλά στ΄ αλήθεια όλοι
έχουν μείνει. Και δεν είναι η θύμησή τους αυτό που μένει, αλλά
εκείνοι οι ίδιοι. Ούτε είναι πως αυτοί μένουν στο σπίτι, αλλά
πως συνεχίζουν γύρω απ΄ αυτό. Οι λειτουργίες και οι πράξεις
φεύγουν από το σπίτι με το τρένο, με το αεροπλάνο ή με το
άλογο, με τα πόδια ή σουρνάμενες. Αυτό που συνεχίζει να μένει
στο σπίτι είναι το όργανο, ο πράκτορας σε γερούνδιο και σε κύκλο.
Τα βήματα έφυγαν, τα φιλιά, οι συγγνώμες, τα εγκλήματα. Αυτό
που συνεχίζει να μένει στο σπίτι είναι το πόδι, τα χείλη, τα μάτια,
η καρδιά. Οι αρνήσεις και οι καταφάσεις, το καλό και το κακό,
σκόρπισαν. Αυτό που συνεχίζει να μένει στο σπίτι είναι το
υποκείμενο της ύπαρξης.

Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Cesar Vallejo - Κατάλογος οστών



Ζητούσαν με φωνές μεγάλες:
-  Να δείξει και τα δυο του χέρια ταυτοχρόνως.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.
-  Να πάρουν, ενώ κλαίει, το μέτρο των βημάτων του.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.
-  Να σκεφτεί την ίδια σκέψη, στο χρόνο που ένα μηδενικό μένει άχρηστο.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.
-  Να κάνει μια τρέλα.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.
-  Ανάμεσα σ' αυτόν και σε άλλον άνθρωπο που του μοιάζει, να μπει ένα πλήθος ανθρώπων σαν κι αυτόν.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.
-  Να τον συγκρίνουν με τον εαυτό του.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.
-  Να τον φωνάξουν, τέλος πάντων, με το όνομά του.
Κι αυτό δεν ήταν δυνατό.


*από τα "Ποιητικά Άπαντα"
 Εκδ. Gutenberg 2000 
μετάφραση Ρήγα Καππάτου

Πηγή: Τρένο Ποίησης

Cesar Vallejo - Το τυχερό


Ο λαχειοπώλης που φωνάζει: «Το τυχερό!»
έχει κι εγώ δεν ξέρω τι θεϊκό βάθος

Περνάν όλα τα χείλη. Η αηδία
δείχνει σε μια ρυτίδα κιόλας το όχι της.
Περνά ο λαχειοπώλης που τάζει θησαυρούς,
σχεδόν ονομαστικά, όπως ο Θεός,
ανάμεσα από τανταλικά ψωμιά,
ανθρώπινη αδυναμία αγάπης.

Εγώ κοιτάω τον κουρελιάρη. Κι εκείνος θα μπορούσε
να μας χαρίσει την καρδιά·
αλλά η τύχη εκείνη που κρατά στα χέρια του
διαλαλώντας με φωνές,
σαν ανελέητο πουλί θα πάει να κάτσει
εκεί που ούτε το ξέρει ούτε το θέλει
αυτός ο μποέμικος θεός.

Και λέω αυτήν την χλιαρή Παρασκευή που πάει
σκυφτή κάτω απ' τον ήλιο:
γιατί να έχει ντυθεί λαχειοπώλης
η θέληση του Θεού!

μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Πηγή: ΄Τρένο Ποίησης

Cesar Vallejo- Ημίφως



Ονειρεύτηκα μια φυγή. Κι ονειρεύτηκα
τις δαντέλες σου σκόρπιες στην κρεβατοκάμαρα.
Στο μάκρος μιας προκυμαίας, κάποια μάνα·
και τα δεκαπέντε χρόνια της προσφέροντας το στήθος σε μιαν ώρα.

Ονειρεύτηκα μια φυγή. Ένα «για πάντα»
στεναγμένο στη σκάλα κάποιας πλώρης·
ονειρεύτηκα μια μάνα·
μερικά φρέσκα, πράσινα αγριόχορτα
και το αστροκέντητο προικιό κάποιας αυγής.

Στο μάκρος μιας προκυμαίας...
Και στο μάκρος ενός λαιμού που πνίγεται!

μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
(από τη συγκεντρωτική δίγλωσση έκδοση César Vallejo - Ποιητικά Άπαντα, εκδόσεις GUTENBERG)

Πηγή: Τρένο Ποίησης

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Cesar Vallejo - Τέσσερα ποιήματα

 

Οι πέτρες


Σήμερα το πρωί κατέβηκα
στις πέτρες - ω οι πέτρες!
Και προκάλεσα και σφράγισα
μια πυγμαχία από πέτρες.

Μητέρα των θνητών αν στον κόσμο
πονούν τα βήματά μου,
είναι από τα χτυπήματα φωτιάς
μιας παράλογης αυγής.

Οι πέτρες δεν προσβάλουν , ούτε
φθονούν τίποτα. Ζητάνε μόνο
αγάπη για όλους, και ζητάνε
αγάπη ακόμα κι απ' το Τίποτα.

Κι αν κάποιες απ' αυτές
είναι θλιμμένες, ή
ντροπιασμένες, είναι
γιατί έχουν κατιτί το ανθρώπινο...

Αλλά δεν απολείπει αυτός που κάποια
πέτρα χτυπάει από καπρίτσιο μόνο.
Τέτοια άσπρη πέτρα είναι το φεγγάρι
που πέταξε στον ουρανό από μια κλωτσιά...

Μητέρα των θνητών, σήμερα το πρωί
έτρεξα με τις πέτρες,
βλέποντας το γαλάζιο καραβάνι
από πέτρες,
πέτρες,
πέτρες...



Ειδύλλιο νεκρό


Τι κάνει αυτή την ώρα η άνδεια, γλυκιά μου Ρίτα
από σπάρτο και βατόμουρο·
τώρα που με πνίγει το Βυζάντιο και κοιμάται
το αίμα μέσα μου σα ξεθυμασμένο κονιάκ.

Πού να είναι τα χέρια της που σε θέση μετάνοιας
σιδέρωναν τ’ απόβραδα λευκότητες να ‘ρθούν·
τώρα, με τούτη τη βροχή που παίρνει
τη θέλησή μου για να ζήσω.

Τι ν’ απόγινε η φανελένια ρόμπα της· τα
βάσανά της, η περπατησιά της·
η γεύση της από ζαχαροκαλαμιές Μαγιού του τόπου.

Θα στέκεται στην πόρτα κοιτώντας κάποιο προμήνυμα,
και τρέμοντας θα πει: “Ιησού Χριστέ… Τι κρύο που κάνει!”
Και στα κεραμίδια του σπιτιού θα κλάψει ένα αγριοπούλι.


Αυτοκτονικό τρίπτυχο

-Ι-

Του δουλευτή το χέρι εκλεπτύνεται
και σε σταυρό στο κάθε χείλι ιχνογραφείται .
Γιορτή ! Ο ρυθμός του αλετριού πετάει
και το κάθε κουδούνι είναι ένας ψάλτης μπρούντζινος .

Ακονίζεται το άγριο . Μιλάει το δισάκι ...
Στις ιθαγενείς φλέβες σπινθηρίζει
ένα αιμάτινο γιαραβί που λαγαρίζεται
σε νοσταλγίες ήλιου από το μάτι .

Ο λόγος κι ο αντίλογος που στεναγμούς τονίζουν
όπως σε σπάνιες λαϊκές γκραβούρες ,
περνάνε χάντρες-σύμβολα στους γύρους τους .

Λάμπει μετά στο θρόνο του ο άγιος
και μέσα σε κεριά , ψαλμούς , λιβάνια ,
είναι ο σύγχρονος θεός- ήλιος του γεωργού .

-ΙΙ-

Διασκεδάζει ο θλιμμένος Ινδιάνος .
Προς τον ολόφωτο άμβωνα πηγαίνει ο κόσμος
Το μάτι του λυκόφωτου σταμάτησε
να βλέπει πυρπολημένο το χωριό .

Φοράει η τσοπάνισσα μάλλινα ρουχα και σανδάλια ,
με δίπλες ειλικρίνειας στο φουστάνι της
και στην ταπεινότητα της θλιμμένου και ηρωικού
μαλλιού , είναι φιόγκος η άσπρη δυνατή καρδιά της .

Ανάμεσα σε μουσικές , πυροτεχνήματα,
ταΐζει ένα ακορντεόν ! Και ξεφωνίζει
στον αέρα κάποιος μαγαζάτορας : " Το τέλειο! "

Οι σπίθες καθώς πλένε χαριτωμένες
είναι τολμηρό στάρι χρυσό που ο Ινδιάνος
σπέρνει στους ουρανούς και στις νεφέλες .

-ΙΙΙ-
Χαράματα! Η τσίτσα ξεσπάει στο τέλος
σε γρονθοκοπήματα , ασέλγειες και λυγμούς
μυρίζει κάτουρο και πιπεριά ,
καθώς περνάει και τρικλίζει ένας μεθυσμένος.

" Όταν αύριο φύγω... " θρηνεί κάποιος
Ρωμαίος του κάμπου τραγουδώντας .
Ζουμί για τους ξενύχτηδες πουλάνε
κι ακούγεται ένα ορεκτικό χτύπημα πιάτων .

Περνάνε τρεις γυναίκες... σφυρίζει ένα παιδί ... Πέρα
πάει το ποτάμι μεθυσμένο τραγουδώντας
και κλαίγοντας προϊστορίες νερού , παλιούς νεκρούς .

Και παίζοντας ένα ταμπούρλο της Ταγιάνγκα ,
σαν ν' άρχισε ένα γαλανό γουάινο , ξεσκεπάζει 
η Αυγή τα κίτρινά της ποδαράκια .



Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή...

Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή
και πιστεύω πως με ακολουθεί τριποδιστά η τελεία ;

Τι με ωφελεί που έβαλα
στους ώμους ένα αβγό αντί για μανδύα ;

Τι με ωφελεί που ζω
Τι με ωφελεί που πεθαίνω ;

Τι με ωφελεί που έχω μάτια ;
Τι με ωφελεί που έχω ψυχή ;

Τι με ωφελεί που τελειώνει μέσα μου ο πλησίον μου
κι αρχίζει στο μάγουλο μου ο ρόλος του ανέμου ;

Τι με ωφελεί που μετράω τα δυο μου δάκρυα ,
ολολύζω γη και κρεμάω τον ορίζοντα ;

Tι με ωφελεί που κλαίω , που δεν μπορώ να κλάψω
και γελάω για το λόγο που έχω γελάσει ;

Τι με ωφελεί που ούτε ζω , ούτε πεθαίνω ;

Με τέτοια ζέστη εγώ κρυώνω


Με τέτοια ζέστη εγω κρυώνω
αδελφέ Φθόνε!
Γλείφουν τον ήσκιο μου λιοντάρια
κι ο ποντικός μού τρώει τ' όνομα,
μάνα ψυχή μου!

Πάω στο χείλος της αβύσσου
κουνιάδα Αχρειότητα!
Η κάμπια παίζει τη φωνή της,
κι η φωνή παίζει την κάμπια της,
πατέρα σώμα μου !

Αντίκρυ είν' η αγάπη μου
εγγονή Περιστέρα !
Γονατιστός ο τρόμος μου ,
με το κεφάλι η αγωνία μου
μάνα ψυχή μου!

Ώσπου μια μέρα δίχως δύο ,
σύζυγε Τάφε,
το τελευταίο μου σίδερο σφυρίζει
σαν οχιά που κοιμάται ,
πατέρα σώμα μου!..



Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Cesar Vallejo - Αγάπη


Δεν ήρθε κανείς σήμερα να ρωτήσει·
ούτε μου ζήτησαν τίποτα αυτό το αποσπερνό.
Ούτ’ ένα λουλούδι κοιμητηρίου δεν είδα
σε μια χώρα τόσο χαρμόσυνη παρέλαση από φώτα.
Συχώρεσέ με, Κύριε, πέθανα τόσο λίγο!
Αυτό το αποσπερνό όλοι περνάνε, όλοι περνάνε,
δίχως να με ρωτήσουν ή να ζητήσουν κάτι.
Και δεν ξέρω τι να ξεχνάν και μένει
άσχημα μες στα χέρια μου, σαν πράμα ξένο.
Βγήκα στην πόρτα,
και μου ’ρχεται έτσι να φωνάξω σε όλους:
Αν σας λείπει τίποτα, να το, εδώ είναι!
Γιατί σε όλα τα αποσπερνά τούτης της ζήσης,
δεν ξέρω με τι πόρτες χτυπάνε σ’ ένα πρόσωπο,
κι η ψυχή μου παίρνει κάτι που ανήκει σε άλλον.
Σήμερα δεν ήρθε κανείς·
και σήμερα, σ’ αυτό το αποσπερνό, πέθανα τόσο λίγο!



Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Cesar Vallejo - Δύο ποιήματα

 Προζύμι


Στο τέλος της μάχης

Και πεθαίνοντας ο μαχητής, ήλθε κοντά του, ένας άνθρωπος

Και του είπε: "Μην πεθαίνεις, σ' αγαπώ τόσο"

Ομως το πτώμα αχ! Συνέχιζε να πεθαίνει.

Τον πλησίασαν δύο και του επανέλαβαν:

"Μη μας αφήνεις! Θάρρος! Γύρνα στη ζωή!"

Ομως το πτώμα αχ! Συνέχιζε να πεθαίνει.

Προσέτρεξαν σ' αυτόν είκοσι, εκατό, χίλιοι, πεντακόσιες χιλιάδες

Κραυγάζοντας: "Τόση αγάπη και δεν μπορούμε τίποτα ενάντια στο θάνατο;"

Ομως το πτώμα αχ! Το πτώμα συνέχιζε να πεθαίνει.

Τον περικύκλωσαν εκατομμύρια άτομα

Με μια κοινή ικεσία: "Μείνε αδελφέ!"

Ομως το πτώμα αχ! Συνέχιζε να πεθαίνει.

Τότε όλοι οι άνθρωποι της γης

Τον περιτριγύρισαν: τους είδε το πτώμα θλιμμένο, συγκινημένο

Ανασηκώθηκε αργά.



Ισπανία, απομάκρυνε από μένα αυτόν τον κάλυκα


....................................................................................................................................................................

Είναι χτυπήματα στη ζωή τόσο σκληρά... Δεν ξέρω!

Χτύπημα σαν από την οργή του Θεού. Λες και πριν από εκείνα

τ' απόπλυμα απ' όλες τις συμφορές

Να λίμναζε μες στην ψυχή... Δεν ξέρω!

Κι ο άνθρωπος φτωχός... φτωχός... Στρέφει τα μάτια

όπως όταν πάνω απ' τον ώμο μας καλεί ένα χτύπημα παλάμης

στρέφει τα έξαλλα μάτια και ολόκληρη η ζωή του τελματώνεται

σαν μια λίμνη ενοχής στο βλέμμα

είναι χτύπημα στη ζωή τόσο σκληρό... Δεν ξέρω!


Μαύροι μαντατοφόροι



Αντλήθηκαν από άρθρο της Κικής Αλεξοπούλου στην εφημερίδα Ριζοσπάστης

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Cesar Vallejo - Αυτό



Αυτό
συντελέστηκε ανάμεσα σε δύο βλέφαρα· έτρεμα
μες στη φλούδα μου, χολερικός, αλκαλικός,
άεργος πλάι στη λάγνα ισημερία,
στης ψυχρής πυρκαγιάς τα πόδια όπου και σταμάτησα.

Aλκαλική διολίσθηση, λέω,
από την αποδώ πλευρά του σκόρδου, πάνω από του σιροπιού την αίσθηση,
πιο βαθιά, πολύ πιο βαθιά, απ’ όλες τις σκουριές,
όταν πάει νερό και γυρίζει κύμα.
Διολίσθηση αλκαλική
ομοίως και πολύ μεγαλύτερη, στ’ ουρανού τις κολοσσιαίες εγκαταστάσεις.

Τί δόρατα και τρίαινες θα ρίξω, αν πεθάνω
στον φλοιό μου μέσα· σε ιερά φύλλα μπανάνας θα δώσω
τα πέντε υποβοηθητικά μου οστάρια,
αλλά και στο βλέμμα, στο ίδιο το βλέμμα!
(Λένε ότι στους αναστεναγμούς χτίζονται
καμιά φορά ακορντεόν οστεώδη και απτικά·
λένε ότι, όταν πεθαίνουν έτσι όσοι τελειώνουν,
αχ! πεθαίνουν έξω απ’ το ρολόι, με το χέρι
γραπωμένο σ’ ένα μοναχικό παπούτσι.)

Καταλαβαίνοντας τα όλα, κύριε συνταγματάρχα
και όλοι εσείς οι υπόλοιποι, με την θρηνητική αίσθηση αυτής της φωνής,
πονάω και συμπονώ τον εαυτό μου, βγάζω, με λύπη μου μεγάλη,
όλη νύχτα τα νύχια μου·
κι έπειτα δεν έχω τίποτα και μιλάω μόνος μου,
επανεξετάζω τα εξάμηνά μου
και, για να γεμίσω τη σπονδυλική μου στήλη, το σώμα μου πιάνω και παντού το αγγίζω.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Cesar Vallejo - Χαμηλωμένο φως


Κάποιο φευγιό ονειρεύτηκα. Κι ονειρεύτηκα
σκόρπια τα δαντελωτά σου μέσα στην κρεβατοκάμαρα.
Κάπου σ’ έναν μόλο μακρύ κάποια μάνα•
και τα δεκαπέντε της χρόνια της να θηλάζουν μιαν ώρα.
Κάποιο φευγιό ονειρεύτηκα. Έναν ψίθυρο να λέει
«για πάντα» στη σκάλα κάποιας πλώρης•
μια μάνα ονειρεύτηκα•
κάτι δροσερά, καταπράσινα χορτάρια
και τα προικιά μιας αυγής όλο αστέρια.
Κάπου σ’ έναν μόλο μακρύ...
Και κάπου σ’ έναν μακρύ λαιμό που πνίγεται!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής