Οι πέτρες
Σήμερα το πρωί κατέβηκα
στις πέτρες - ω οι πέτρες!
Και προκάλεσα και σφράγισα
μια πυγμαχία από πέτρες.
Μητέρα των θνητών αν στον κόσμο
πονούν τα βήματά μου,
είναι από τα χτυπήματα φωτιάς
μιας παράλογης αυγής.
Οι πέτρες δεν προσβάλουν , ούτε
φθονούν τίποτα. Ζητάνε μόνο
αγάπη για όλους, και ζητάνε
αγάπη ακόμα κι απ' το Τίποτα.
Κι αν κάποιες απ' αυτές
είναι θλιμμένες, ή
ντροπιασμένες, είναι
γιατί έχουν κατιτί το ανθρώπινο...
Αλλά δεν απολείπει αυτός που κάποια
πέτρα χτυπάει από καπρίτσιο μόνο.
Τέτοια άσπρη πέτρα είναι το φεγγάρι
που πέταξε στον ουρανό από μια κλωτσιά...
Μητέρα των θνητών, σήμερα το πρωί
έτρεξα με τις πέτρες,
βλέποντας το γαλάζιο καραβάνι
από πέτρες,
πέτρες,
πέτρες...
Ειδύλλιο νεκρό
Τι κάνει αυτή την ώρα η άνδεια, γλυκιά μου Ρίτα
από σπάρτο και βατόμουρο·
τώρα που με πνίγει το Βυζάντιο και κοιμάται
το αίμα μέσα μου σα ξεθυμασμένο κονιάκ.
Πού να είναι τα χέρια της που σε θέση μετάνοιας
σιδέρωναν τ’ απόβραδα λευκότητες να ‘ρθούν·
τώρα, με τούτη τη βροχή που παίρνει
τη θέλησή μου για να ζήσω.
Τι ν’ απόγινε η φανελένια ρόμπα της· τα
βάσανά της, η περπατησιά της·
η γεύση της από ζαχαροκαλαμιές Μαγιού του τόπου.
Θα στέκεται στην πόρτα κοιτώντας κάποιο προμήνυμα,
και τρέμοντας θα πει: “Ιησού Χριστέ… Τι κρύο που κάνει!”
Και στα κεραμίδια του σπιτιού θα κλάψει ένα αγριοπούλι.
Αυτοκτονικό τρίπτυχο
-Ι-
Του δουλευτή το χέρι εκλεπτύνεται
και σε σταυρό στο κάθε χείλι ιχνογραφείται .
Γιορτή ! Ο ρυθμός του αλετριού πετάει
και το κάθε κουδούνι είναι ένας ψάλτης μπρούντζινος .
Ακονίζεται το άγριο . Μιλάει το δισάκι ...
Στις ιθαγενείς φλέβες σπινθηρίζει
ένα αιμάτινο γιαραβί που λαγαρίζεται
σε νοσταλγίες ήλιου από το μάτι .
Ο λόγος κι ο αντίλογος που στεναγμούς τονίζουν
όπως σε σπάνιες λαϊκές γκραβούρες ,
περνάνε χάντρες-σύμβολα στους γύρους τους .
Λάμπει μετά στο θρόνο του ο άγιος
και μέσα σε κεριά , ψαλμούς , λιβάνια ,
είναι ο σύγχρονος θεός- ήλιος του γεωργού .
-ΙΙ-
Διασκεδάζει ο θλιμμένος Ινδιάνος .
Προς τον ολόφωτο άμβωνα πηγαίνει ο κόσμος
Το μάτι του λυκόφωτου σταμάτησε
να βλέπει πυρπολημένο το χωριό .
Φοράει η τσοπάνισσα μάλλινα ρουχα και σανδάλια ,
με δίπλες ειλικρίνειας στο φουστάνι της
και στην ταπεινότητα της θλιμμένου και ηρωικού
μαλλιού , είναι φιόγκος η άσπρη δυνατή καρδιά της .
Ανάμεσα σε μουσικές , πυροτεχνήματα,
ταΐζει ένα ακορντεόν ! Και ξεφωνίζει
στον αέρα κάποιος μαγαζάτορας : " Το τέλειο! "
Οι σπίθες καθώς πλένε χαριτωμένες
είναι τολμηρό στάρι χρυσό που ο Ινδιάνος
σπέρνει στους ουρανούς και στις νεφέλες .
-ΙΙΙ-
Χαράματα! Η τσίτσα ξεσπάει στο τέλος
σε γρονθοκοπήματα , ασέλγειες και λυγμούς
μυρίζει κάτουρο και πιπεριά ,
καθώς περνάει και τρικλίζει ένας μεθυσμένος.
" Όταν αύριο φύγω... " θρηνεί κάποιος
Ρωμαίος του κάμπου τραγουδώντας .
Ζουμί για τους ξενύχτηδες πουλάνε
κι ακούγεται ένα ορεκτικό χτύπημα πιάτων .
Περνάνε τρεις γυναίκες... σφυρίζει ένα παιδί ... Πέρα
πάει το ποτάμι μεθυσμένο τραγουδώντας
και κλαίγοντας προϊστορίες νερού , παλιούς νεκρούς .
Και παίζοντας ένα ταμπούρλο της Ταγιάνγκα ,
σαν ν' άρχισε ένα γαλανό γουάινο , ξεσκεπάζει
η Αυγή τα κίτρινά της ποδαράκια .
Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή...
Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή
και πιστεύω πως με ακολουθεί τριποδιστά η τελεία ;
Τι με ωφελεί που έβαλα
στους ώμους ένα αβγό αντί για μανδύα ;
Τι με ωφελεί που ζω
Τι με ωφελεί που πεθαίνω ;
Τι με ωφελεί που έχω μάτια ;
Τι με ωφελεί που έχω ψυχή ;
Τι με ωφελεί που τελειώνει μέσα μου ο πλησίον μου
κι αρχίζει στο μάγουλο μου ο ρόλος του ανέμου ;
Τι με ωφελεί που μετράω τα δυο μου δάκρυα ,
ολολύζω γη και κρεμάω τον ορίζοντα ;
Tι με ωφελεί που κλαίω , που δεν μπορώ να κλάψω
και γελάω για το λόγο που έχω γελάσει ;
Τι με ωφελεί που ούτε ζω , ούτε πεθαίνω ;
Με τέτοια ζέστη εγώ κρυώνω
Με τέτοια ζέστη εγω κρυώνω
αδελφέ Φθόνε!
Γλείφουν τον ήσκιο μου λιοντάρια
κι ο ποντικός μού τρώει τ' όνομα,
μάνα ψυχή μου!
Πάω στο χείλος της αβύσσου
κουνιάδα Αχρειότητα!
Η κάμπια παίζει τη φωνή της,
κι η φωνή παίζει την κάμπια της,
πατέρα σώμα μου !
Αντίκρυ είν' η αγάπη μου
εγγονή Περιστέρα !
Γονατιστός ο τρόμος μου ,
με το κεφάλι η αγωνία μου
μάνα ψυχή μου!
Ώσπου μια μέρα δίχως δύο ,
σύζυγε Τάφε,
το τελευταίο μου σίδερο σφυρίζει
σαν οχιά που κοιμάται ,
πατέρα σώμα μου!..
-Ι-
Του δουλευτή το χέρι εκλεπτύνεται
και σε σταυρό στο κάθε χείλι ιχνογραφείται .
Γιορτή ! Ο ρυθμός του αλετριού πετάει
και το κάθε κουδούνι είναι ένας ψάλτης μπρούντζινος .
Ακονίζεται το άγριο . Μιλάει το δισάκι ...
Στις ιθαγενείς φλέβες σπινθηρίζει
ένα αιμάτινο γιαραβί που λαγαρίζεται
σε νοσταλγίες ήλιου από το μάτι .
Ο λόγος κι ο αντίλογος που στεναγμούς τονίζουν
όπως σε σπάνιες λαϊκές γκραβούρες ,
περνάνε χάντρες-σύμβολα στους γύρους τους .
Λάμπει μετά στο θρόνο του ο άγιος
και μέσα σε κεριά , ψαλμούς , λιβάνια ,
είναι ο σύγχρονος θεός- ήλιος του γεωργού .
-ΙΙ-
Διασκεδάζει ο θλιμμένος Ινδιάνος .
Προς τον ολόφωτο άμβωνα πηγαίνει ο κόσμος
Το μάτι του λυκόφωτου σταμάτησε
να βλέπει πυρπολημένο το χωριό .
Φοράει η τσοπάνισσα μάλλινα ρουχα και σανδάλια ,
με δίπλες ειλικρίνειας στο φουστάνι της
και στην ταπεινότητα της θλιμμένου και ηρωικού
μαλλιού , είναι φιόγκος η άσπρη δυνατή καρδιά της .
Ανάμεσα σε μουσικές , πυροτεχνήματα,
ταΐζει ένα ακορντεόν ! Και ξεφωνίζει
στον αέρα κάποιος μαγαζάτορας : " Το τέλειο! "
Οι σπίθες καθώς πλένε χαριτωμένες
είναι τολμηρό στάρι χρυσό που ο Ινδιάνος
σπέρνει στους ουρανούς και στις νεφέλες .
-ΙΙΙ-
Χαράματα! Η τσίτσα ξεσπάει στο τέλος
σε γρονθοκοπήματα , ασέλγειες και λυγμούς
μυρίζει κάτουρο και πιπεριά ,
καθώς περνάει και τρικλίζει ένας μεθυσμένος.
" Όταν αύριο φύγω... " θρηνεί κάποιος
Ρωμαίος του κάμπου τραγουδώντας .
Ζουμί για τους ξενύχτηδες πουλάνε
κι ακούγεται ένα ορεκτικό χτύπημα πιάτων .
Περνάνε τρεις γυναίκες... σφυρίζει ένα παιδί ... Πέρα
πάει το ποτάμι μεθυσμένο τραγουδώντας
και κλαίγοντας προϊστορίες νερού , παλιούς νεκρούς .
Και παίζοντας ένα ταμπούρλο της Ταγιάνγκα ,
σαν ν' άρχισε ένα γαλανό γουάινο , ξεσκεπάζει
η Αυγή τα κίτρινά της ποδαράκια .
Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή...
Τι με ωφελεί που μαστιγώνομαι με τη γραμμή
και πιστεύω πως με ακολουθεί τριποδιστά η τελεία ;
Τι με ωφελεί που έβαλα
στους ώμους ένα αβγό αντί για μανδύα ;
Τι με ωφελεί που ζω
Τι με ωφελεί που πεθαίνω ;
Τι με ωφελεί που έχω μάτια ;
Τι με ωφελεί που έχω ψυχή ;
Τι με ωφελεί που τελειώνει μέσα μου ο πλησίον μου
κι αρχίζει στο μάγουλο μου ο ρόλος του ανέμου ;
Τι με ωφελεί που μετράω τα δυο μου δάκρυα ,
ολολύζω γη και κρεμάω τον ορίζοντα ;
Tι με ωφελεί που κλαίω , που δεν μπορώ να κλάψω
και γελάω για το λόγο που έχω γελάσει ;
Τι με ωφελεί που ούτε ζω , ούτε πεθαίνω ;
Με τέτοια ζέστη εγώ κρυώνω
Με τέτοια ζέστη εγω κρυώνω
αδελφέ Φθόνε!
Γλείφουν τον ήσκιο μου λιοντάρια
κι ο ποντικός μού τρώει τ' όνομα,
μάνα ψυχή μου!
Πάω στο χείλος της αβύσσου
κουνιάδα Αχρειότητα!
Η κάμπια παίζει τη φωνή της,
κι η φωνή παίζει την κάμπια της,
πατέρα σώμα μου !
Αντίκρυ είν' η αγάπη μου
εγγονή Περιστέρα !
Γονατιστός ο τρόμος μου ,
με το κεφάλι η αγωνία μου
μάνα ψυχή μου!
Ώσπου μια μέρα δίχως δύο ,
σύζυγε Τάφε,
το τελευταίο μου σίδερο σφυρίζει
σαν οχιά που κοιμάται ,
πατέρα σώμα μου!..
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου