Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κάτσης Αυγερινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κάτσης Αυγερινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Αυγερινός Κάτσης - Η μπαλάντα της επιστροφής στην πόλη


Κάποιος μέσα μας που κλαίει για ένα θάνατο σε τόπο μακρινό που μόνο ο άνεμος γνωρίζει, 
μια ξαφνική νεροποντή που μας ζεσταίνει και ξεπλένει τον άνεμο από τις φυλλωσιές των δέντρων,
κλειδαριές ασφαλείας που ανοίγουν με γδούπο τα κλειστά για μέρες διαμερίσματα 
- ή μήπως είναι η μνήμη που αρνείται να  μπει 
κι' όλο χτυπάει το διάφανο κορμί της
στο κούφιο κέλυφος του χρόνου,
έτσι όπως γύριζε αδέσποτη μες στα λιοπύρια και τα σούρουπα _
γνώριμη μυρωδιά του σπιτιού ξεθυμασμένη από τους καύσωνες και τους αλλοπρόσαλλους καθρέφτες της θάλασσας,
πόλη μισοξύπνια  με το θρόισμα των ονείρων στο μέτωπο ,
 αναλαμπές θαμμένων αισθημάτων κάτω απ' τη λεπτή κρούστα της σκόνης των αγαπημένων πραγμάτων 
πίσω απ' το αιωρούμενο στη νύχτα φως των λαμπτήρων των δρόμων, 
βήματα νευρικά που τρέχουν να ξεφύγουν,
βήματα που κοντοστέκονται...

Είμαστε ακίνητοι  σε ένα δωμάτιο που ζουν οι αντίλαλοι μιας απουσίας
 αδυνατισμένοι από την καλοκαιρινή κατάχρηση των σωμάτων  για να μπορούμε να φάμε απ ’τις σάρκες μας,
 όπως συνηθίζουμε τα βροχερά απογεύματα του χειμώνα μπροστά απ ’τις φλόγες ενός τζακιού ή τις σελίδες ενός βιβλίου,
και ό,τι ζήσαμε το καλοκαίρι μοιάζει ν ‘απομακρύνεται
και  μετά βίας διακρίνεται στη φυλλόρροια των δέντρων,
στις αποδημίες των  πετεινών του ουρανού 
και στα συμπονετικά σύννεφα του απομεσήμερου.

Αυγερινός Κάτσης 

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Αυγερινός Κάτσης-Μια Μεγάλη εβδομάδα



Η κωδωνοκρουσία του φωτός
μας υποδέχεται
στο ξανθό ακροθαλάσσι.

Η αυγή περνάει στην αμμουδιά
βρέχοντας μόλις τα γυμνά της πέλματα
στο χρυσό κύμα.

Μια νέα κοπέλα
άνοιξε το παράθυρο
και χαμογέλασε στη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια της στο φως
για να ατενίσει βαθιά της
την υπόκωφη λάμψη
του χαμογέλιου της.

Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ΄ τα χείλη των παιδιών
απ΄ την άγνοια των χελιδονιών
απ΄ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ΄ τ΄ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δεν γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ΄χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ΄χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα ΄τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

Μακριά, μακριά
μ΄ ένα γλαυκό χαμόγελο
κοιτούσες
τον ουρανό
ενώ τα μύρα των σταχυών
και τα βήματα των γυναικών
γελούσαν
μπρος στο παράθυρο σου.

Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας την θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
με τα πουλιά και με τα φύλλα.

Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω από τους πράσινους κάμπους.

1998

Αντλήθηκε από το προφίλ του ποιητή στο Fb

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Αυγερινός Κάτσης-Μέρες τού Οκτωβρίου.


Όσο περνούν του Οκτωβρίου οι μέρες

στην ίδια ώρα 

_απ τις μεγάλες  του σούρουπου τις ώρες_

σβήνει ο ήλιος όλο πιο πολύ

και η  γη ξεντύνεται 

 το φώς των δειλινων σιγά σιγά

σαν νά ανοίγεται η αυλαία μιας σκηνής

όπου η νύχτα έρχεται με το ένδυμα της το φασματικό και το βαρύ

για να λυτρώσει το γυμνο κορμί 

από την  μάταια προσμονή .

Και από νωρίς τα πρωινά

 οι φωτεινές τού χρόνου ακτίνες

 κρύες

  σαν παγωμένο άγγιγμα

 απ’ τον απέναντι αποβροχάρη

μας κάνει να κρυβόμαστε στην ζέστη

του μεσημεριού 

και στο λινό πουκάμισο

κάποιου λησμονημένου θέρους

πού μας ζητάει χάρη.

                                          Α.Κ

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Αυγερινός Κάτσης-Βήματα



Πιστεύοντας ότι ,ζεις στού έρωτα τα προπύργια

με τά οξειδωμένα του σύνεργα,

από τού χρόνου την πατίνα,

όπως είναι οι βραδινές κιθάρες τού Δεκέμβρη ,

η τά θερινά πανιά των ιστιοφόρων στο υδάτινο κάτοπτρο τού ήλιου,

οι ψευδαισθήσεις,

η στην ενθύμηση τής ηδονής

και τα αισθαντικά σούρουπα,

που ανάβουν την λάμπα τους με τής μνήμης την επιμονή,

η ακόμα και στον πολλαπλασιασμό τού καθρέφτη σου,

μέσα στου πλήθους την απροσδιόριστη σαγήνη,

πού επιτρέπει ένα πικρόχολο βλέμμα

στις συναναστροφές της πόλης,

κάνοντας ένα αδιάφορο απόγευμα να αποκτάει κάποιο ύφος,

εσύ αποφάσισες να κρυφτείς για

να επιζήσεις με κάποια αυτάρκεια, μέσα σε πράγματα συνηθισμένα

και αδιάφορα για την αποδεκτή συνδιαλλαγή μας με τον χρόνο,

όπως η απλότητα μιας χειρονομίας

έξω απ’ την όραση του αισθησιασμού,

και από τα ινδάλματα τής ηδονής

εκείνων των ημερών,

που άφησαν την κόκκινη κορδέλα τού έρωτα να πέσει στο χώμα ,

και έφυγαν σαν κυνηγημένες,

χωρίς οδηγό,

φοβισμένες από τά θανατηφόρα βέλη τού νηπίου της Αφροδίτης.


Αλλιώς πώς εξηγείται να σε βλέπω ξαφνικά να εξευμενίζεις

την οίησή μιας χειρονομίας ,

που εκμυστηρευόταν το ψεύδος μου στο μέλλον,

η την τρυφερότητα των χεριών σου να ξεσκονίζει τ’ άστρα ,

στο σύθαμπο μιας μέρας πού τής ξαμολήθηκαν τής νύχτας τα ανήμερα,

η να περιποιείσαι ένα φόβο,

που αντιστρατεύτηκε κάθε προοπτική,

με τόση στοργή

όπως το απαλό χάδι τού χεριού ,

μετά το τράβηγμα της χτενας,

στον χείμαρρο των μαλλιών

σου,

η να αντιστέκεσαι

στην σκανδαλώδη συμμαχία μιας τιραντας με την λησμονιά,

πού πέφτοντας αφήνει

ακάλυπτο έναν ώμο

που ανταγωνίζεται τώρα

την λάμψη σου.


Ξέρω πως αυτό δεν ήταν στις προθέσεις σου ούτε στού έρωτα τίς προβολές.

Σαν χέρι άγνωστο πού σέ τραβάει από γκρεμό

μιά εύνοια που δεν ορίζουμε

μεσολάβησε

γυρίζοντας όλα τά τραίνα απ’ τους χειμώνες

πάλι στο σταθμό,

γράφοντας αυτό το ποίημα σαν απάντηση στη σιωπή

πού πέφτει σαν σκιά βαριά σάν έλλειψη

πάνω στην οθόνη των ορωμένων.


Και εκείνες οι μέρες πού αναρωτιούνται τί τους συνέβη όσο ζούσαν

βρίσκουν τώρα χώμα και πατρίδα

για τά βήματα τους στο κενό,

κάτω από το γλυκό φώς,

πού ρέοντας τότε στους χαμηλούς λόφους,

συνομιλούσε με την θάλασσα

και διεκδικούσε μάταια τον κοιμισμένο λυρισμό μας.

Αυγερινός Κάτσης-Επικράτεια


Η μοναξιά σου: Μια θάλασσα πού απλώνεται σαν λάδι.

Σαν τά υγρά τά μάτια τού πατέρα μου το βράδυ.

Κριτής απ’ το πρωί ο ήλιος. Αβρός σα χάδι.


Λάμνεις και τά κουπιά από μάρμαρο , από μνήμα.

Πυκνός σάν όνειρο ο κόσμος .Αντιλαλος

πού φέρνει ο άνεμος ο μακρινός. Χειμέριο κύμα


από την Κέρκυρα έως την Ρόδο. Η ενδοχώρα ανάμεσα.

Η θάλασσα η μυριστική θυμίαμα για μιά θυσία

και κρίμα. Ελλάδα εικοστός πρώτος αιώνας.


Την λύπη του φοράει στο σώμα ο χειμώνας

πού θέλει νά ξεχνάει ότι είναι εφήμερο.

Ξεχνάει τις πληγές, την Ιστορία ,θηρίο ανήμερο


Σαρώνεται η γη από τον Μπάτη.

Με την καρδιά του ακροβάτη

τό αίμα μου το σπέρμα μου ποτίζει ο θέρος.


Πάνω απέραντος ο ουρανός. Αιώνιος έρως.