ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
κι αντικρινά μου
το ξερό δέντρο
για συντροφιά μου.
που κατεβαίνει
κι όλ’ η μαυρίλα
μέσα μου μπαίνει.
σαν κούφια εντός μου,
σκοτεινιασμένος
κι ο λογισμός μου.
πια την αντάρα,
σα μια σπασμένη
παλιά κιθάρα…
Μεσ’ απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της Ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
κι επάνω του −μεθυστικό πιοτό−
χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.
δε θα με ιδείτε εμπρός σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πώς θα ’θελα να μπόρεια να μασήσω
μες στα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.
το νήμα από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.
κι ακόμα, βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό...
μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι...
Χλώμιασ’ η μέρα, κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας.
τη συνοδεία τη νεκρική θ’ ακολουθήσω πάλι,
κι όταν ακόμη μια φορά κάτω απ’ τη γη τους βάνουν,
θα κρύψω μες στα χέρια μου τ’ αλλόφρονο κεφάλι.
όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π’ αγάπησα, μ’ αφήσει...
Με τι λαχτάρα θα το ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου,
σα θά ’ρτει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!
τ’ ανεξήγητο μυστήριο της ζωής.
Μας πέταξαν στην άκρη εδώ της γης
και στα στραβά δώθε και κείθε πάμε.
που ν’ αγαπάμε μας εξαναγκάζει,
και τούτο είναι φριχτότερη σκλαβιά
κι απ’ όλες όσες νους ανθρώπου βάζει.
μα είν’ η προσπάθεια τόσο κωμικιά!
Δουλεύουμε τον πόνο σαν σκυλιά
που γέρνουν στον αφέντη το κεφάλι.
σε πράμα που έτσι γρήγορα περνά!
Μια περιπέτεια είναι, θα τελειώσει
κι όλα θα ξεχαστούν παντοτινά.
να πλέει εδώθε ο τρομερός ληστής,
με το καράβι αυτό που θα μας φέρει
έξω απ’ το στριφογύρισμα της γης!