Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μυρτιώτισσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μυρτιώτισσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Μυρτιώτισσα - Ποιήματα

 ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ

VII


Στο παραθύρι
κι αντικρινά μου
το ξερό δέντρο
για συντροφιά μου.

Κι η άγρια μπόρα
που κατεβαίνει
κι όλ’ η μαυρίλα
μέσα μου μπαίνει.

Τα λόγια ηχούνε
σαν κούφια εντός μου,
σκοτεινιασμένος
κι ο λογισμός μου.

Βουβή στου κόσμου
πια την αντάρα,
σα μια σπασμένη
παλιά κιθάρα…





VOLUPTAS


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Μεσ’ απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της Ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι επάνω του −μεθυστικό πιοτό−
χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.

Όμως αγάπη μη γυρεύετε από μένα,
δε θα με ιδείτε εμπρός σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμίες
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πώς θα ’θελα να μπόρεια να μασήσω
μες στα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω· δε ζητώ,
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.

Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.





ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ


Δε βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.

Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα, βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό...





ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Νάτος και πάλι που έφτασεν ο θλιβερός χειμώνας,
μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι...
Χλώμιασ’ η μέρα, κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας.
Ώρες θα στέκω ν’ αγρικώ το μανιασμένο αγέρι.

Απόψε όσοι μου πέθαναν, ξανά θε να πεθάνουν,
τη συνοδεία τη νεκρική θ’ ακολουθήσω πάλι,
κι όταν ακόμη μια φορά κάτω απ’ τη γη τους βάνουν,
θα κρύψω μες στα χέρια μου τ’ αλλόφρονο κεφάλι.

Ω! πόσο μόνη θα αιστανθώ στην άδεια κάμαρα μου,
όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π’ αγάπησα, μ’ αφήσει...
Με τι λαχτάρα θα το ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου,
σα θά ’ρτει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!





ΚΑΙ ΛΕΩ ΚΙ ΟΛΗΜΕΡΙΣ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΑΜΑΙ


−Και λέω κι ολημερίς το συλλογάμαι
τ’ ανεξήγητο μυστήριο της ζωής.
Μας πέταξαν στην άκρη εδώ της γης
και στα στραβά δώθε και κείθε πάμε.

Μας δώσαν και μιαν άτιμη καρδιά,
που ν’ αγαπάμε μας εξαναγκάζει,
και τούτο είναι φριχτότερη σκλαβιά
κι απ’ όλες όσες νους ανθρώπου βάζει.

Βρισκόμαστε σε μιαν αιώνια πάλη,
μα είν’ η προσπάθεια τόσο κωμικιά!
Δουλεύουμε τον πόνο σαν σκυλιά
που γέρνουν στον αφέντη το κεφάλι.

−Μη δίνεις σημασία δα και τόση
σε πράμα που έτσι γρήγορα περνά!
Μια περιπέτεια είναι, θα τελειώσει
κι όλα θα ξεχαστούν παντοτινά.

Ίσως κι απόψε ακόμα −ποιος το ξέρει−
να πλέει εδώθε ο τρομερός ληστής,
με το καράβι αυτό που θα μας φέρει
έξω απ’ το στριφογύρισμα της γης!





Από το βιβλίο «Μυρτιώτισσα - Μια παρουσίαση από τον Γιώργο Μπαλούρδο», εκδ. Γαβριηλίδης, 2002.

Μυρτιώτισσα: Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου (30/1/1881-4/8/1968)


Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2021/09/blog-post_14.html?fbclid=IwY2xjawL9dAFleHRuA2FlbQIxMQABHtuOXAdYitgnS2RBYcDDLRAuwZJ9yK9HEeJn_xJkFEM3snuh3_yHS7s4avXh_aem_owwtySzmCSZrrEbYNsJUKw

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Μυρτιώτισσα - Στο γάτο μου


Σ' αντάμωσα στο εξοχικό σοκάκι,
μια μέρα θλιβερή και παγωμένη·
ήσουν του δρόμου αδέσποτο γατάκι,
---δυο κόκαλα σε τρίχα μαδημένη.
Κι εγώ, που σεργιανούσα εκεί μονάχη,
με την καρδιά βαριά, γεμάτη πόνο,
έσκυψα και σού χάιδεψα τη ράχη,
κι ευτύς εσύ ξοπίσω μου ήρθες μόνο.
Σε κράτησα, φτωχούλι' να σε θρέψω
και να σε γιάνω μού ήταν ο σκοπός μου,
μα δεν μπορούσα ωστόσο να πιστέψω,
ο μέγας πως θα γίνεις σύντροφός μου.
Σε λίγο, του σπιτιού ήσουν το στολίδι,
τί γούνα εξαίσια, πάλλευκη εφορούσες!
Στο καλοκαιρινό μου το ταξίδι,
πάντοτε εσύ πιστά μ' ακολουθούσες.
Μού ζέσταινες την κρύα την κάμαρά μου,
κι ως μ' έβλεπες να γέρνω στο γραφείο,
ακινητούσες πάνω απ' τα χαρτιά μου,
έτσι, καθώς να σφράγιζες μνημείο.
Εγώ, για εσύ προστάτευες εμένα;
Στης φαντασίας μ'ακλούθαγες τούς τόπους,
κι ίσως να σού έχω κάποτε ειπωμένα
ό,τι ποτέ δεν είπα στους ανθρώπους.
Συντρόφι της ερμιάς μου εσύ, κι ω μόνη
τής άχαρης ζωής μου πολυτέλεια,
πού τώρα εξαφανίζεται και λιώνει,
της εμορφιάς σου εκείνης η εντέλεια;
Σε σκότωσε ένας άνθρωπος, όϊμένα!
κι εκειά τα χέρια που σε σημαδεύαν
με το ντουφέκι, ο Θεός τά 'χει πλασμένα
όμοια μ'αυτά τα δυό που σε θωπεύαν!
Η τύψη έχει φωλιάσει στην ψυχή μου,
γιατί ο φονιάς σου -- αδέρφι μου κι εκείνος.
Μα εσύ, αγαθό κι ευγενικό γατί μου,
συχώρεσε τ' ανθρώπινο το κτήνος!
Τα γόνατά μου εμένα έχουν κρατήσει
τη ζέστα τού κορμιού σου και τα χάδια,
κι έχουν τα πόδια τα λαφριά σου αφήσει
μες στη ζωή μου, τ'άσπρα τους σημάδια...
Τα Δώρα της Αγάπης (1932)

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Μυρτιώτισσα - Τα βήματα


Τα βήματα, τα βήματά σου
τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.
Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου,
μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,
φτάνουν σε μένα.
Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,
τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.

Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου
και πια με σφάζουνε μαχαίρια.
Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,
καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.
Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.
Τα βήματα, τα βήματά σου
.


Πηγή: http://www.poiein.gr/2009/10/26/ionoethoeooa-dhiethiaoa/

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Μυρτιώτισσα - Θέλω να ξέρεις...

 Θέλω να ξέρεις πως δεν έσβησε,

μέσα μου η πύρινη ματιά σου

κι αυτά τα χρόνια που δε μ’ έβλεπες,

εγώ τα πέρναγα σιμά σου!


Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου

στη μοναξιά μου μ’ οδηγούσε,

θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου

τα ονείρατά μου κυβερνούσε.

Κι όταν ο άγριος πόνος μ’ έπνιγεν,

εσέναν έκραζα βοήθεια,

και συ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου

τι δροσολόγημα στα στήθια!

Θέλω να ξέρεις κι ότι πέρασα

πολλές νυχτιές μαζί μ’ εσένα,

ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα

κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα.


Κι εκεί σου ξεμυστηρευόμουνα

τα πάθια σου, τα μυστικά μου,

σου’δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,

σου’λέγα: “Λαχταρά η καρδιά μου


να μπει μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο

της θείας καρδιάς σου περιβόλι”.

Κι εσύ τη δεχόσουν, της έδινες

ξεκούρασμα και αραξοβόλι!


Κι οπού κι αν βρέθηκα, μονάχη μου

ή μες στο βούισμα του κόσμου,

ήσουν εσύ παντού και πάντοτε

ο μυστικός σύντροφός μου.

Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται

πάντοτε μέσα μου η ματιά σου

και όλα τα χρόνια που μου μέλλονται

εγώ θενά τα ζω κοντά σου!

Κι όταν ο Χάρος, που λαχτάρισμα

τέτοιο μας έδωσε μια μέρα,

τέλος, κινήσει κι έρθει να με βρει,

προτού μ’ αυτόνε φύγω πέρα,

θέλω να ξέρεις πως μ’ εσένανε

τα στενά λόγια θα μιλήσω,

κι αργά μ’ εσέ, για κάποιο ανέβασμα

σε κάποιο Βράχο θα κινήσω.


Κίτρινες Φλόγες

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Μυρτιώτισσα-Ω, ναι, το ξέρω

Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε

θε να 'ρθει ωραίος!

Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται

να είναι τυχαίος.


Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη

τ’ Απριλομάη,

τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ' άνθισμα

θα κελαηδάει.


Θα στήνουνε χορό τ' ασημοπράσσινα

φύλλα στη λεύκα,

και θα με ραίνουν μύρο απ' το ρετσίνι τους,

πλήθος τα πεύκα.


Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος

κάτω απ' τη φλούδα,

ήρεμη θα 'ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη

σαν πεταλούδα.


"Κύριε", θα πω, "στη ζήση μου αν επόνεσα,

έφτασ’ η ώρα,

το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου

τ’ αγγίζει τώρα!".


Θα πέφτει αργά το βράδυ απ' το παράθυρο

διάπλατο μπρος μου,

θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσο ολάκερο,

κόσμος δικός μου.


Κι ενώ το "χαίρε" τους γαλήνιο, απίκραντο,

θα ηχεί βαθιά μου

γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα

στη κάμαρά μου...



Θάνος Ανεστόπουλος - Ω, ναι, το ξέρω (Μυρτιώτισσα) (9-4-2013)

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Μυρτιώτισσα-Πάθος


«Ω! τα μάτια, τα μάτια σου
που όλο χρώματ’ αλλάζουν,
με γητεύουν τα μάτια σου
και βαθιά με σπαράζουν.
Μες στα χέρια – τα χέρια σου –
τα γερά, τ’ ατσαλένια,
τρεμουλιάζουν τα χέρια μου
σαν πουλιά λαβωμένα!
Και το σώμα, το σώμα σου,
νευρικό κι ανδρειωμένο,
πώς το λιώνει το σώμα μου
το βαριά κουρασμένο.»

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Μυρτιώτισσα-Απλώθηκε το χιόνι

 Απλώθηκε το χιόνι απαλά

Και σκόρπισε τριγύρω τη γαλήνη.

Με τη βροχή δε μοιάζει, που κυλά

Κ' είναι σα να ξεσπούνε θρήνοι,


Από καρδιές γυναίκειες που πονούν

Μα δε βαστάνε πια τον έρωτά τους,

Και ξάφνου θέλουν όλα να τα πουν

Με τα παθητικά τα δάκρυά τους....


Και πότες ανταριάζεται η Βροχή

Και κλαίει γι' αυτούς που μίσεψαν, και κλαίει,

Και πότες μιας γριούλας γίνεται φωνή

Και λέει τα παραμύθια της, και λέει....


Μα είναι κάτι λύπες, που αφορμή

Καμιά δεν τις γεννά, και πιο σκληρές είν' απ' τις άλλες

Τις νύχτες του Χινόπωρου η Βροχή,

Τις τραγουδεί με τις αριές, βαριές της στάλες.


Γιομάτο αλήθεια χάρη κι αρχοντιά

Το χιόνι, όλο τον κόσμο συνεπαίρνει

Μα εγώ λατρεύω τη Βροχή, που όταν ξεσπά 

Σα μεθυσμένη στ' όνειρο με σέρνει...

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Μυρτιώτισσα-Θα ξεχάσω ποτέ


 

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα

με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,

με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει

κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;

 

Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη

που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,

των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι

σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;

 

Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα

με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της

και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου

εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;

 

Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,

τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,

τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,

και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;

 

Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,

νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι

του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα

θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;

 

Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα

τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,

τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,

κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,

 

Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει

κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη  μέρα,

θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,

να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;

 

 


Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 5 (Α’ περίοδος) του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (9.6.1945). 


Αναδημοσίευση από: https://www.sarantakos.com/kibwtos/elgr/murtiwtissa_ksexasw.html

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Μυρτιώτισσα- Σ’ αγαπώ


 Σ΄αγαπώ· δεν μπορώ

τίποτ' άλλο να πω

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο!


Μπρος τα πόδια σου εδώ

με λαχτάρα σκορπώ

τον πολύφυλλο ανθό

της ζωής μου.


Ω! μελίσσι μου!  πιες

απ' αυτόν τις γλυκές,

τις αγνές ευωδιές

της ψυχής μου!


Τα δυο χέρια μου, να!

σ' τα προσφέρω δετά,

για να γείρης γλυκά

το κεφάλι,


κι η καρδιά μου σκιρτά

κι όλη ζήλια ζητά

να σου γίνη ως αυτά

προσκεφάλι!


Και για στρώμα, Καλέ,

πάρε όλην εμέ,

σβύσ' τη φλόγα σε με

της φωτιάς σου,


ενώ δίπλα σου εγώ

τη ζωή θ΄αγροικώ

να κυλάη στο ρυθμό

της καρδιάς σου...


Σ΄αγαπώ· τί μπορώ,

Ακριβέ, να σου πω

πιο βαθύ, πιο απλό,

πιο μεγάλο;


Πηγή: Μυρτιώτισσα, Κίτρινες φλόγες, Πρόλογος: Κωστής Παλαμάς, Γράμματα: Εκδοτική Εταιρεία και Βιβλιοπωλείο Αλεξάνδρεια 1925.

Μυρτιώτισσα-Έρωτας τάχα

 Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό

που έτσι με κάνει να ποθώ

τη συντροφιά σου,

που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ

τα φωτισμένα για να δω

παράθυρά σου;


Έρωτας να ‘ναι η σιωπή

που όταν σε βλέπω, μου το κλει

σφιχτά το στόμα,

που κι όταν μείνω μοναχή,

στέκω βουβή κι εκστατική

ώρες ακόμα;


Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,

με κάποιου αγγέλου τα φτερά

που έχει φορέσει,

κι έρχετ’ ακόμη μια φορά

με τέτοια δώρα τρυφερά

να με πλανέσει;


Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,

και καλώς να ‘ρθει το κακό

που είν’ από σένα·

θα γίνει υπέρτατο αγαθό,

στα πόδια σου αν θα σωριαστώ

τ’ αγαπημένα...



                                                      Πόπη Αστεριάδη-Έρωτας Τάχα

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Μυρτιώτισσα-Ένα λουλούδι

Ένα λουλούδι εγύρεψα,
μονάχα ένα λουλούδι μ᾽ολόγλυκη ευωδιά.
Κι εγώ το αντάξιό του για σας θε νά ᾽λεγα τραγούδι
να σας ευφράνω την καρδιά


Κανένας δε μου τό᾽φερε καθώς το λαχταρούσα,
και με περίζωσε ο καημός.
Μα ίσως και νά᾽τανε πολύ αυτό που σας ζητούσα,
νά᾽ταν ανθέων ανθός.

Και τώρα τρέμω μη βρεθεί το εξωτικό λουλούδι
με τη γλυκιά ευωδιά,
γιατί αν βαλθώ να σας το πω το αντάξιό του τραγούδι,
θα σας ραγίσω την καρδιά!

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ : «ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΠΕΡΑΣΕ»



Αθόρυβα, σιγά, συρτά
σαν από κούραση βαριά
πάνω απ τ' ακύμαντα νερά
γλιστρά στη νύχτα ένα καράβι 
Κάποτε σκίζει τη σιωπή
το μακρυσμένο σφύριγμα του
κι είναι ένα σφύριγμα ξερό
κι είναι σαν ένα μήνυμα θανάτου 
Ωραίο καράβι του παραμυθιού
τα πέλαγα τα σπάζεις
πως της φυγής τον πόθο μου ξυπνάς
χιμαιρικό καράβι που μου μοιάζεις 
Για να μπορέσω μαζί σου να σμιχτώ
να γίνω ένα κομμάτι απ την ψυχή σου
μπροστά σου εδώ το ανθρώπινο μου βήμα
το κουρελιάζω το πετώ στο κύμα 
Πρόβαλε απ τα σύννεφα το ολόγιομο φεγγάρι
και τ' άρπαξε, το τύλιξε μες στα χρυσά του αρπάγια
το καραβίσιο του υλικό, το ξέφτισε, το διάλυσε
και κράτησε το σχήμα του μες στου φωτός τα μάγια

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

-Μυρτιώτισσα, «Ένα λουλούδι»


«Ένα λουλούδι εγύρεψα,
μονάχα ένα λουλούδι μ᾽ολόγλυκη ευωδιά.
Κι εγώ το αντάξιό του για σας θε νά ᾽λεγα τραγούδι
να σας ευφράνω την καρδιά.
Κανένας δε μου τό᾽φερε καθώς το λαχταρούσα,
και με περίζωσε ο καημός.
Μα ίσως και νά᾽τανε πολύ αυτό που σας ζητούσα,
νά᾽ταν ανθέων ανθός.
Και τώρα τρέμω μη βρεθεί το εξωτικό λουλούδι
με τη γλυκιά ευωδιά,
γιατί αν βαλθώ να σας το πω το αντάξιό του τραγούδι,
θα σας ραγίσω την καρδιά!»

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Μυρτιώτισσα- «Voluptas»


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!
μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,
απ’ τη ματιά κι’ από τα δάχτυλά μου
της ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα
Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα
Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!
Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου,
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί
Ω! τι με νοιάζει τότες κι’ αν κοπεί
το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νοιώθω πως από Ηδονή
θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη ….

Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά )

( Κωνσταντινουπολη 1885 - Αθήνα 4 Αυγούστου 1968)

από τη συλλογή ποιημάτων «Κίτρινες Φλόγες». Γράμματα: Αλεξάνδρεια 1925 σελ. 102-103.