Ξέχασε με
ν’ ανασάνουνε τα σπλάχνα μου
της απουσίας σου το φρέσκο αγέρι
να μπορούνε να βαδίζουνε οι κνήμες μου
δίχως ν’ αναζητούνε τη σκιά σου
να γίνει η όρασή μου όραμα
να ξαποστάσει η ζωή μου
ξέχασέ με θέ μου να με θυμάμαι.
*
Σʼ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σʼ αηδιάζουν
τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα, σεντόνια μας
οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
που οι χτεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου
*
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
τα ξερά σου χέρια τα νύχια σου τα σουβλερά
δεν αφήνουνε ποτέ το κρεμεζί λαρύγγι μου
κρεμεζί απʼ την ντροπή την ηδονή τη γλύκα
τα μελανιασμένα χείλια σου βυζαίνουνε το αίμα μου
κι οι στιλβωμένες σάρκες μου θα σε ξεσηκώνουν πάντα
ενώ τα μάτια μου θα μένουνε κλεισμένα.
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει το κρεβάτι…
*
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…
*
Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
του ορίζοντά σου
σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
Είναι νύχτα
κι ηυ γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.
*
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
θέλω τα ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
(Τζόυς Μανσούρ, «Κραυγές, σπαράγματα, όρνια», εκδ. Άγρα)
ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ…
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.
Τζόυς Μάνσουρ, 1928-1986(μτφ. Έκτωρ Κακναβάτος), “Κραυγές” (επιλογή), στον τόμο :δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, (επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1980
*
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Μαλλιά μπερδεμένα
Αιδοία γαντζωμένα
Με το στόμα σου για προσκεφάλι
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
Δίχως να μας χωρίζει ανάσα
Δίχως λέξεις να μας περισπούνε
Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
Δίχως ρούχα.
Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
Συσπασμένη και ιδρωμένη
Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
Απʼ την αδράνεια φαγωμένη
Της έκστασης τρελή
Πάνω στον ίσκιο σου νά ʽχω ξεμείνει
Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου
Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια του λαγού
Τα σάπια
Ευτυχισμένη.
*
Εγωιστικά μ’αγαπάει εκείνη,
της αρέσει που πίνω τα νυχτερινά της σάλια
της αρέσει που περπατώ τ’αλατισμένα χείλια μου
πάνω στις άσεμνες γάμπες της, πάνω στα πεσμένα στήθια της
της αρέσει που θρηνώ της νιότης μου τις νύχτες
ενώ αυτή στερεύει τα μούσκλα
που απ’τις άνομες επιθυμίες της αγανακτούνε
Δεν είναι από λάθος μου αν τα νύχια σου μακραίνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν τα μαλλιά σου μεγαλώνουν
Δεν είναι από λάθος μου αν κανείς δεν σ’έκλαψε
Δεν είναι από λάθος μου αν πάγωσες αγαπημένε
Δεν προσδόκησα το θάνατό σου
**
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Σε είδα να στραγγαλίζεις τον κόκορα
Σε είδα να ξεπλένεις τα μαλλιά σου μέσα στο βρωμόνερο
των υπονόμων
Σε είδα μεθυσμένο από την μπόχα των σφαγείων
το στόμα γεμάτο κρέας
τα μάτια πλημμυρισμένα μ’ όνειρα
να βαδίζεις κάτω από το βλέμμα ανθρώπων ξεπνοϊσμένων
Μ’αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Τ’αγέννητα πράγματα ρόδινα στα μάτια μου της τρέλας
ξύνω, σουβλίζω, σκοτώνω, γελώ.
Νεκρά τα πράγματα δεν σαλεύουν πια
κι’εγώ νοσταλγώ τον πυρετό μου της τρέλας
λυπάμαι τα εκφυλισμένα γονικά μου
θα’θελα ν’αφανίσω των ονείρων μου το αίμα
καταργώντας έτσι τη μητρότητα.
***
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιούνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Τα βίτσια των αντρών
είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
**
Το μπηγμένο καρφί στον ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’τ’αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται που ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας
**
Άσε με να σ’αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
Πίθηκε που 'πιθυμάς μια σύζυγο άσπρη
Πίθηκε που λαχταράς τα μικρούλια στήθια
Πίθηκε που ερωτεύεσαι τα γυναικεία κρεβάτια
Πίθηκε άσκημε πίθηκε φτωχέ πίθηκε άμυαλε
ανάμεσα στα χέρια σου καμιά γυναίκα δε χαμογελάει
Πίθηκε διάλεξε σωστά τη θηλυκιά σου
Joyce Mansour - Κραυγές
μτφρ Έκτωρ Κακναβάτος
Όλα τα πράγματα της γης
Πρέπει να τ’ αγαπάμε και ας είναι της φυγής
Να τα κρατάμε τρυφερά με τις άκρες των δαχτύλων
Όχι να τα πιέζουμε τον τύπο ψάχνοντας των ήλων
Να τα φυλάμε για να τα προσφέρουμε
Όχι για να τα κλέβουμε
Να τα δεχόμαστε σαν δανεικά
Και να τα δίνουμε ευγενικά
Όπως του ταξιδιού μας το εισιτήριο
Αλλιώς η απώλειά τους θα είναι ένα μαρτύριο
Πηγή: Μία ανθολογία της γαλλικής ποίησης, Ανθολόγηση και Μετάφραση: Βαγγέλης Κάσσος, Αθήνα 2024 (Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://www.academia.edu/125152706).
Μὴν τρῶτε τὰ παιδιὰ τῶν ἄλλων
γιατὶ ἡ σάρκα τους θ`ἀρχίσει νὰ σαπίζει στὰ περίτεχνα γαρνιρισμένα στόματά σας
μὴν τρῶτε τὰ κόκκινα λουλούδια τοῦ καλοκαιριοῦ
γιατὶ ὁ χυμός τους εἶναι τὸ αἷμα τῶν σταυρωμένων παιδιῶν
μὴν τρῶτε τὸ μαῦρο ψωμὶ τῆς φτωχολογιᾶς
γιατὶ εἶναι ζυμωμένο ἀπὸ τὰ ὄξινά της δάκρυα
καὶ θά ᾽φτανε νὰ πετάξει ρίζες μὲς στὰ μακρουλὰ κορμιά σας
μὴν τρῶτε ἴσαμε νὰ μαραθοῦν καὶ νὰ πεθάνουνε τὰ σώματά σας
ἀκριβῶς γιὰ νὰ πλάσουν ἐπάνω στὸ πένθιμο χῶμα
τὸ φθινόπωρο
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Να τολμάς και να κάνεις θόρυβο
Κάθε τι είναι χρώμα έκρηξη φως
Η ζωή ανθίζει στου ήλιου τα παράθυρα
Που λιώνει μες στο στόμα μου
Είμαι πιωμένος
Και πέφτω ημι-διάφανος στον δρόμο
Εσύ μιλάς, φιλαράκο
Δεν ξέρω τα μάτια μου να ανοίγω;
Χρυσό στόμα
Η ποίηση εν κινδύνω.
Πηγή: Μπλεζ Σαντράρ, «23 ποιήματα και μία συνέντευξη», εισαγωγή-επιμέλεια-σημειώσεις Γιάννης Λειβαδάς, μετάφραση: Κλείτος Κύρου, Ναυσικά Αθανασίου, Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις Κουκούτσι, Αθήνα, Δεκέμβριος 2012, σ. 51.
Αναδημοσίευση απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση
Περίμενέ με.
Μόλις που νιώθω να δραπετεύει ο χρόνος
από την κάμαρή μου, όπου
τα κλάματά μου, στο κρεβάτι μου κοιμούνται.
Γνωρίζω το όλο γωνίες, κορμί σου
που χοροπηδάει αδιάκοπα στων γέλιων μου τον ήχο.
Γνωρίζω το αμαρτωλό σου σώμα
που άλλο δεν ποθεί πάρεξ τη λάβρα αυτών που ξεψυχάνε
μέσα στα μπράτσα του, πάνω στο στόμα του, ανάμεσα στις
γάμπες του τις δασωμένες
Περίμενε να σβήσει ο πόθος μου,
περίμενε να παγώσει το κορμί μου, να σκληρύνει
πριν σε γλυκάνει.
.......................................................................................................................................................................
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλα σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματα σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος
Πηγή: Joyce Mansour Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1994
Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου
τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’ τ’ αυτιά μου
οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται ευωδιάζει
τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας
*
Κάλεσέ με με το τελευταίο μου όνομα
κρέμασε τα ρούχα μου στους πλανήτες στ’ άστρα
που οι κνήμες μου χωρίς διέξοδο βαδίζουνε στη γην επάνω
σπέρνοντας την απελπισία μου μέσα στις καρδιές των ζώων
που οι τελευταίες μου ειδήσεις ηχούν σαν πένθιμες καμπάνες
για να καλέσουν στη μετάνοια τους ανθρώπους
*
Σ’ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι,
οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σ’ αηδιάζουν,
τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα σεντόνια μας
οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
που οι χθεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου
*
Καθισμένη στο κρεβάτι μ’ ανοιχτές τις γάμπες
μπροστά της ένα κύπελλο
ψάχνοντας να φάει μα μη βλέποντας τίποτα
η γυναίκα με τα φαγωμένα απ’ τις μύγες βλέφαρα
βογγούσε
Απ’ τα παράθυρα μπαίναν οι μύγες
βγαίναν απ’ την πόρτα
μπαίναν στο κύπελλό της
μάτια κόκκινα μύγες μαύρες
φαγωμένες από τη γυναίκα
που δεν έβλεπε τίποτα
*
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σμπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της αφηρημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απ’ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος
*
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
*
Τα βίτσια των αντρών
είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασάω τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου
Κάλεσέ με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα
διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα
πίεσε τη γλώσσα μου πάνω στο γυάλινό σου μάτι
δώσ’ μου για τροφό την κνήμη σου
κι ας κοιμηθούμε ύστερα του αδερφού μου αδέρφι
μιας και πεθαίνουν τα φιλιά μας
πιο γρήγορα παρά η νύχτα
*
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα
τις αιτίες των εποχών της κουκουβάγιας τις ρίγες
την προδοσία των φίλων τον έρωτα των καμπούρηδων
και τον τοκετό του χταποδιού με τα πλοκάμια να σπαρταρούνε
που σέρνεται στο κρεβάτι μου και δεν αγαπά τα χάδια
Η ριγωτή γάτα άκουγε χωρίς να βλεφαρίζει ούτε ν’ απαντά
κι όταν έφυγα
η ριγωτή ράχη της
γελούσε
*
Κορμί μικρό κακοκαμωμένο
μες στο υπόγειο του δίχως ημέρες
μικρό κεφάλι καλογυαλισμένο
δίχως μάτια ούτε χαμόγελο
είναι η παιδική ηλικία
μικρά κόκαλα δίχως θέληση
τσακισμένα με σπουδή ανάμεσα σε άγουρα δάχτυλα
ινδικό χοιρίδιο πλαδαρό γλυκό και καταδικασμένο
παιδί διόλου τέκνο μιας μάνας δίχως εραστή
καταδικασμένο στη μοναξιά καταδικασμένο στην επιστήμη
*
Πόδια σφιχτοδεμένα
η καρδιά σαλάτα
περιμένω θεέ το έμβρυο
για να πεθάνω καρφωμένη στον ουρανό
σαν ένα αστέρι
ευτυχισμένη
*
Θυμήσου την ακανόνιστη πτήση της καρδιάς μου
τη συγκίνησή σου
των τριχών μου το τσαλάκωμα
όταν μαζί γελούσαμε θυμήσου
τον παραγεμισμένον μ’ ευωδίες αγέρα
που απ’ το πυρωμένο μου κορμί προβαίνει
το παχύ γκρίζο καουτσούκ των χαύνων βραδιών του χειμώνα
Όταν ακούγαμε να βαρούν καμπάνες τα ποντίκια
τρώγωντας παπαρούνες
Εσύ κι εγώ θυμήσου
*
Άκουσέ με
Τα χέρια σου μ’ ακούνε
Μην κλείνεις τα μάτια
οι κνήμες μου μένουν ανοιγμένες
παρά του μεσημεριού το φως που ουρλιάζει
παρά τις μύγες
Μην αποστρέφεσαι τα λόγια μου
Μη σηκώνεις τους ώμους
άκουσέ με Θεέ μου
πλήρωσα τη δεκάτη
κ’ οι προσευχές μου αξίζουν όσο και της πλαϊνής μου
*Little Rock
Όπου θα πας
θα πάω
πτυχωμένο με δάκρυα κεφάλι
Όπου θα προσευχηθείς
θα προσευχηθώ
Ω η απελπισία των αποκοιμισμένων τούτων τοίχων
Ο λαός σου θα είναι ο λαός μου
Το κρεβάτι σου η μόνη μου ελπίδα
Ο θεός σου θα είναι ο θεός μου
Κι ο αφαλός σου
η θέση που κουρνιάζω
γιατί μόνο το δέρμα σου είναι μαύρο
Jοyce Mansour, Kραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, απόδοση Έκτωρ Κακναβάτος, εκδόσεις Άγρα, 1994
Ο δρόμος σέρνεται μες στων στροφών την γκρίζα σκόνη
Ο σπόρος πεθαίνει μέσα στα χωράφια
Ο κεραυνός μαδάει τους στύλους
Ένας ινδιάνος, απ’ τον καυτό άνεμο της θύελλας πιο γέρος
πιο πολύ φρυγμένος
από του παρελθόντος του και του πατέρα του το βάρος διπλωμένος στα δύο
δεμένος στο φορτίο του με σάρκινο λουρί
ίσκιος μοναχικός τρικλίζει, ταξιδεύοντας
ανάμεσα στις χαρακιές της γης το σαγόνι του να κρέμεται
Κακιάς μοίρας οιωνός
Φευγάτο το φεγγάρι
Αφήνει ο ινδιάνος να γλιστρήσει από τη ράχη του ο πατέρας
όπως γλιστρά επάνω σε μια θίνα η άμμος, όπως νερό
Της ηδονής τ’ αμάξι μαστιγώνει το μονοπάτι με την ουρά του
και σερπαντίνα σκοτεινή περνά την άλικη λοφοκορφή
πάνω στα ξαπλωμένα και όρθια κορμιά που κουράστηκαν να είναι ινδιάνοι
αγκαλιασμένα μες στη μοναξιά όπως αυγά μες σε φωλιά
Δύο κορμιά σ’ έναν έρημο δρόμο επάνω
Από τη συλλογή Όρνια, απόδοση: Έκτωρ Κακναβάτος. Κείμενα 1987.
Μάταια ζήτω ένα καθρέφτισμα της χαράς μου
Στην τρύπα που νόμιζα πως θα βρω την καρδιά σου
Έσκαψα την τρύπα αυτή στο κέντρο του κορμιού σου
Μ’ έβενο κι ελεφαντόδοντο με πείνα κι αίμα
Για να κρύψω εκεί τα γυαλιά μου να γράψω βιαστικά το φόβο μου
Να μάθω αν υπάρχουν στ’ αλήθεια φράουλες για το πρόγευμα
Ή μόνο μαύρο λουκάνικο.
Συνυπάρξεις
Μετάφραση:Τάσος Κόρφης
Δεν είχε πάρεξ ένα μάτι
ένα μάτι από άσπρο σίδερο
ήταν μια φιλάνθρωπος κυρία
Δεν είχε πάρεξ ένα πουκάμισο πάνω στη ράχη της όλο λεία κόκκαλα
δυό γρόμπους λίπος ανάμεσα στην καρδιά και το πουκάμισο
Ένα χνούδι πάνω στα χείλια
Έναν άχαρο μποά
ένα εισιτήριο του μετρό ανάμεσα πουκάμισο και χείλια
Ήταν ντυμένη
για τίποτα
Από τη συλλογή Όρνια, έκδοση Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1987. Απόδοση Έκτωρ Κακναβάτος.
Γυμνή
πλέω ανάμεσα στα ναυάγια με μουστάκια ατσαλένια
σκουριασμένα από όνειρα
που σακάτεψε η γλυκερή οιμωγή της θάλασσας
Γυμνή
κυνηγώ τα φωτερά κύματα
που τρέχουνε στην άμμο τη σπαρμένη με κρανία άσπρα
Άφωνη στον αγέρα πάνω απ' την άβυσσο
Ο πηχτός ζελές, που είναι η θάλασσα,
βαραίνει στο κορμί μου επάνω
Τέρατα θρυλικά με ρύγχη πιάνων
κορδώνονται μέσα στα βάραθρα από σκοτεινιά
Γυμνή κοιμάμαι.
Πηγή: Joyce Mansour, Κραυγές. Σπαράγματα. Όρνια, μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος, Αθήνα: Άγρα 1994.
Να τρώτε ένα μάτι μέσα σ’ ένα αυγό
ένα άλογο ή ένα ελάφι
ένα μυαλό μαλθακό από υγεία
έναν στραβοκάνη σκύλο ένα βιολί
Να τρώτε για να τρώτε
Να πνιγείτε στο κρέας
Ταρακουνήστε τον κώλο σας πάνω σ’ ένα φανάρι
Να τρώτε για να πεθάνετε μ’ έναν αιμάτινο λυγμό
Τραφείτε για να μποδίσετε τους άλλους
να σας καταβροχθίσουν
Πηγή: Όρνια, μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος
θαύμα! μέσα στον βαθύ σάπφειρο
τα δέντρα κουδουνίζουν μνήμες της βροχής
οι καρποί καλλωπίζονται από νυχτερινές λάμψεις.
Οι εραστές γύρισαν κάτω απ'των περιβολιών τη νύχτα
το νερό αντανακλά το ασημένιο τους πρόσωπο
την σιωπή του πρώτου άστρου.
Κι ο ουρανός είναι πάνω τους πολύ αρχαίος
η γη 'ναι γέρικη και μαύρη. Οι κόσμοι
λάμπουν με τις προσωπικές φωτιές τους.
Κ'οι φρόνιμοι περαστικοί του βραδιού έχουνε χαθεί.
Πηγή: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,Άρη Δικταίου, ΙΙ. Οι Γαλλόφωνοι,Εκδόσεις Γ.Φέξη,1969
Την περιμέναμε, τη μέρα,πάνω στο κουρασμένο θαύμα,
στη σάρκα και στη φωνή πάνω,στους ιδρώτες μας όλους,
πάνω στην ζώσα έρημο,όπου τα ίχνη μας πεθαίναν
και πάνω στον ερωτευμένο με τα οκνά βάθη χρόνο.
Την περιμέναμε για τη μουρμουρίζουσα τρυφερότητά της,
θαμμένη στο κοίλωμα της σιωπής της μουσκεμένης,
την περιμέναμε για την υπόσταση που μας βασανίζει
με τη μαθημένη στην άκρη των καλοκαιριών μας δίψα.
Την περιμέναμε, τη νύχτα,πάνω στους τυλιγμένους θρήνους
του ονείρου,και στ'αλύγιστα κουρέλια του ύπνου πάνω΄
την περιμέναμε στη μισοτελειωμένη προσευχήν απάνω
και στο φλογερό βάραθρο, όπου ξανάπεφτε το κάλεσμά μας.
Την περιμέναμε στην ανάσα μας πάνω την υποταγμένη
αντί της συνήθειας κι αντί της τελευταίας ελπίδας΄
την περιμέναμε πάνω στην αγωνία μας και στη ζωή μας πάνω,
σαν θλιμμένος καθρέφτης μες στις ανταύγειες της σβησμένη.
Τώρα, κυλά ο ύμνος αυτός, όμοιος επιτέλους με τις άρπες
της ευφροσύνης. Μια διαμονή μεγάλη κάνει μέσα
στο αίμα μας και κάθε φθόγγος η αμετάβλητη είναι
ηχώ τ'ουρανού στις αναβολές των ερώτων μας επάνω.
Πηγή: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,Άρη Δικταίου, ΙΙ. Οι Γαλλόφωνοι,Εκδόσεις Γ.Φέξη,1969.
Ολόκληρο το περιδέραιό της
από λευκά μαργαριτάρια
λύθηκε μέσα στον γαλάζιο
ουρανό. Τραγουδήσετε,κοτσύφια,
χορέψετε, κίσσες!
Μες στα κλαριά,που τα πτυχώνει,
χορέψετε,άνθη, τραγουδήστε,
φωλιές: ό,τι απ'τον ουρανό έρχεται είναι
ευλογημένο.
Στο στόμα μου τα υγρά της,σάμπως
φράουλες του δάσους, χείλη
πλησιάζει΄ γελά και μ'αγγίζει,
ταυτόχρονα παντού
με τις χιλιάδες τα μικρά δάχτυλά της.
Πάνω σε τάπητες από ηχηρά άνθη,
απ'την αυγή ως το βράδυ,
κι από το βράδυ ως την αυγή,
βρέχει και βρέχει ακόμη,
όσο μπορεί να βρέξει.
Ύστερα,έρχεται ο ήλιος
και με τα χρυσά μαλλιά του
τα πόδια της Βροχής
σκουπίζει.
Πηγή: Ανθολογία βελγικής ποιήσεως,Άρη Δικταίου, ΙΙ. Οι Γαλλόφωνοι,Εκδόσεις Γ.Φέξη,1969
Μακάριοι όσοι μοναχικοί είναι
Εκείνοι που σπέρνουν τον ουρανό μέσα
στην άπληστη άμμο
Εκείνοι που επιζητούν τον έμβιο υπό του ανέμου
τις φούστες
Εκείνοι οι οποίοι ασθμαίνουν τρέχοντας μετά από ένα
όνειρο που εξατμίζεται
Διότι αυτοί είναι της γης το άλας
Μακάριες οι επιφυλακές άνωθεν του ωκεανού της ερήμου
Εκείνοι που καταδιώκουν τη φενάκη πέραν της χίμαιρας
Ο φτερωτός ήλιος χάνει στον ορίζοντα τα φτερά του
Το αιώνιο θέρος γελά στον υγρό τάφο
Κι αν ένας θορυβώδης κλαυθμός αντιλαλήσει
στους κλινήρεις βράχους
Κανείς δεν εισακούγεται από κανέναν
Η έρημος πάντα ουρλιάζει υπό του απαθούς ουρανού
Το σταθερό μάτι μοναχό του αιωρείται
Όπως ο αετός στο διάλειμμα της ημέρας
Ο θάνατος τη δροσιά καταπίνει
Το φίδι πνίγει τον αρουραίο
Ο νομάς κάτω από τη τέντα ακούει τον χρόνο να ουρλιάζει
Πάνω στο χαλίκι της αϋπνίας
Τα πάντα αναμένουν μία λέξη ήδη προκαθορισμένη
Από κάπου αλλού
απόδοση: Θ.Δ.Τυπάλδος