Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σταθοπούλου-Βαφοπούλου Ανθούλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σταθοπούλου-Βαφοπούλου Ανθούλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Ανθούλα Σταθοπουλου-Βαφοπουλου -Σαν πεθάνω


Σαν πεθάνω μια μέρα, κ’ ίσως μέρα του Απρίλη,
και νεκρή με ξαπλώσουν σ’ ένα φέρετρο άσπρο,
τα θερμά τα φιλιά σου, που μου έδινες πάντα,
θα μου δώσεις και τότε πάνω στ’ άχρωμα χείλη;
Τα χλωμά δάχτυλά σου θα χαϊδέψουν και πάλι
τ’ άψυχό μου το σώμα, με τα κέρινα χέρια,
και θα σκύψεις ν’ ακούσεις τους παλμούς της καρδιάς μου,
να μου πεις όπως πάντα: «Η καρδιά σου δεν πάλλει;»
Θα ζητήσεις να μάθεις ποιά να ήτανε τάχα
τα στερνά μου τα λόγια κ’ οι στερνές μου οι σκέψεις;
κι αν σου πουν: «Η καρδιά της κάποιον άλλον ζητούσε»,
σε βρισιές θα ξεσπάσεις ή θα κλάψεις μονάχα;
Ανθούλα Σταθοπουλου-Βαφοπουλου (1908-1935).

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου - Σ’ αγαπώ


Σ’ αγαπώ και με λόγια σκληρά ας μιλώ σα σε βλέπω.
Είναι η αγάπη μου απέραντη, σαν του ήλιου το φως.
Μυστικά θα λατρεύεσαι, συ που είσαι για μένα
των ονείρων μου στόλισμα κι ο κρυφός στοχασμός.

Σε πονώ κι ας γελώ με κακία της καρδιάς σου τον πόνο.
Της αγάπης σου σκλάβα είμαι κι όχι κυρά.
Κι αν αγέρωχα διώχνω τα γλυκά σου τα χάδια,
άλλα χάδια σού παίρνω πιο πολύ τρυφερά.

 Νύχτες αγρύπνιας (1932) 

Πηγή: https://thepoetsiloved.wordpress.com/

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου - Ποιήματα

 Ανία
(Σ’ ένα Φθισιατρείο)
 
«Κουράστηκα να βλέπω τη βροχή
μέρα-νύχτα σα μοιρολόι να στάζη.
Απ’ της καρδιάς μου την πληγή αίμα στάζει
κ ’έχω μιαν άρρωστη ψυχή.
 
Στη διπλανή μου κάμαρα πεθαίνει
μια νέα μόλις είκοσι χρονώ.
Ανέβηκε να γειάνη στο βουνό
κι όμως ο θάνατος παντού πηγαίνει.
 
Ως τα δέκα μετρώ στα δάχτυλά μου
και πάλι ξαναρχίζω απ’ την αρχή.
Ως πότε θα βαστάξη αυτή η βροχή;
Οξω θαρρώ πως είμαι απ’ την τροχιά μου.
 
Πώς να γιατρέψω τη ψυχή μου, πώς;
Τάχα κι αυτό δε θάτανε μια πλάνη;
Από του αίματός μου τη μελάνη
του τραγουδιού μου γράφεται ο σκοπός.
 
Αχ! Να μπορούσα μόνο ν’ αγναντέψω
στον ουρανό ένα σύννεφο χρυσό.
Την έκφραση της θλίψης τη μισώ.
Στην Αίγυπτο ποθώ να ταξιδέψω».
 
 
                                                          Στο Τέρμα
 
Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει.
 
Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή
και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.
Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί
απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.
 
Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει
για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.
Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,
δίχως του τάφου να’ χω τη γαλήνη.
 
 
 
Μες στα χέρια σου
 
Μες στα χέρια σου πάρε με,
 
σαν πουλί λαβωμένο,
σαν πουλί που το χτύπησε
ένα βόλι κακό,
και στο δρόμο το πέταξε
με φτερό τσακισμένο,
με φτερό που του κόπηκε
σε τραγούδι γλυκό.
 
Μες στα χέρια σου πάρε με,
σα μητέρα που παίρνει,
με λαχτάρα και πόνο
τ’ άρρωστό της παιδί.
Χειμωνιάτικη μπόρα
την καρδιά μου τη δέρνει
και τον ήλιο ανώφελα
περιμένει να ιδεί.
 
«…Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,
ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.
Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή
και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου…»
– Απολύτρωση –
 
 
Μπαλάντα των φθισικών
(Που ζούνε στα σανατόρια)
«Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή
το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί
πως κάποτες υπήρξανε καιροί
που γι αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
 
Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι.
Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,
δυό-δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,
την ώρα που μια θλίψη μάς βαραίνει
 
την ώρα που το μούχρωμα βαρύ
πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή
νιότη ,που το σκουλήκι τη μαραίνει,
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι
.
Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη
ή φθινοπώρου μέρα βροχερή
όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη
όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρύ
και το χαμόγελό τους μαρτυρεί
ότι μαζί κι ο πόνος τους πεθαίνη
αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι.
 
Μ’αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή
απ’ τους θεούς αυτοί είναι διαλεγμένοι.
Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή
στους ζωντανούς πως ζούνε πεθαμένοι».
 
 
Σ’ αγαπώ
 
Σ’ αγαπώ και με λόγια σκληρά ας μιλώ σα σε βλέπω.
Είναι η αγάπη μου απέραντη, σαν του ήλιου το φως.
Μυστικά θα λατρεύεσαι, συ που είσαι για μένα
των ονείρων μου στόλισμα κι ο κρυφός στοχασμός.
 
Σε πονώ κι ας γελώ με κακία της καρδιάς σου τον πόνο.
Της αγάπης σου σκλάβα είμαι κι όχι κυρά.
Κι αν αγέρωχα διώχνω τα γλυκά σου τα χάδια,
άλλα χάδια σού παίρνω πιο πολύ τρυφερά.
 
 
Εντάφιον
 
Τρεις μήνες μες στον τάφο μου θαμμένη
Τρεις μήνες παν που πέθανα κι εγώ
Ανώφελες προσπάθειες να βγω
Μ’ έχουνε τα σκουλήκια φαγωμένη
Το φιλντισένιο το κορμί μου θέμα.
 
Στου θανάτου τ’ αδέρφια αυτά έχει γίνει
Ω πανδαισία ερωτική χωρίς οδύνη
Βλέπω να τρων’ μια σάρκα δίχως αίμα
Τα πλούσια μαλλιά μου πια χωρίσαν
Απ’ την απαίσια νεκροκεφαλή.
 
Το τελευταίο μου δώσανε φιλί
Δυο φίδια που τα μάτια μου εξορίξαν
Ρόδινα μέλη τώρα σαπισμένα
Λυπαίνετε του τάφου σας το χώμα
Της αποσύνθεσης σκορπάτε βρώμα
Κόκκινα χείλη με πόθο φιλημένα
 
  Αναδημοσίευση από: https://www.fractalart.gr/anthoyla-stathopoyloy-vafopoyloy/

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου -Σε λατρεύω στο ξέφωτο


Σε λατρεύω στο ξέφωτο,
σε ποθώ στα σκοτάδια,
στο κορμί μου απλώνονται
της ψυχής σου τα χάδια.
Σ’ αγκαλιάζω μες στ’ άπειρο
μες στον κόσμο σε χάνω,
αδιάσπαστα σμίγουμε
στις ιδέες απάνω.
Πιο μακρυά απ’ τα πάθη μας,
πιο κοντά στην ψυχή σου,
στα τραγούδια σου μ’ έκλεισες
κ´είμαι πάντα δική σου.
Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου - Η Κυριακή της δακτυλογράφου


Σε καρτερώ ανυπόμονα, μέρα καλή, να 'ρθείς,
κλεισμένη μες στο ανήλιο και πληχτικό γραφείο,
πάνω απ' τα πλήκτρα τα σκληρά μιας γραφομηχανής,
που ξεφυλλίζεται νωθρά της ζωής μου το βιβλίο.
Προνόμιον εξαιρετικό για μας που δε μπορούμε
πλέρια να νοιώσουμε χαρά στα νεανικά μας στήθη,
κι' ούτε τον ήλιο στην καρδιά μας πλέρια να χαρούμε
και με τα ξέγνοιαστα κι' εμείς να σμίξουμε τα πλήθη.
Θα 'μαστε υπόδουλες στον άνισον αγώνα,
γιατί δεν έχουμε παρά τη λιγοστή μας γνώση,
μπρος σ' άδικα και δίκαια θα κλίνουμε το γόνα,
ελπίζοντας σε μια αύριο που θα μας λευτερώσει.
Γι' αυτό τόσο ανυπόμονα σε καρτερώ να 'ρθείς,
ω μέρα καλοπρόσδεχτη απ' το φτωχόν εργάτη,
πάνω απ' τα πλήκτρα τα σκληρά μιας γραφομηχανής,
στη θλιβερή μου τη ζωή να μου προσφέρεις κάτι.

Ανθούλα Σταθοπούλου (1908-1935)
Πηγή: Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου, Μια παρουσίαση από την Έλενα Χουζούρη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2019, σελ. 38.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου - Αναμονή


Σκοτεινές ώρες, αγάπη μου, δίχως το φως της ματιάς σου

μες στη μικρή μου κάμαρα, και θλιβερές περνούν.

Αχ! πώς όλα με μάθανε νάμαι πάντα κοντά σου

και πώς όλα παράξενα στα μάτια με κοιτούν.


Δες, ο καθρέφτης καρτερεί τα χείλη μας να σμίξουν,

μ' ένα διπλό ανατρίχιασμα στα νέα μας κορμιά.

Κ' έτσι, καθώς τα μάτια μας στην ηδονή σφαλήξουν,

η λεία του επιφάνεια να νοιώσει τρικυμιά.



Σα φίλοι τα βιβλία μας, στο φτωχικό τραπέζι,

μας περιμένουν, πρόσχαροι να σκύψουμε σ' αυτά.

Ως και το παιχνιδιάρικο γατάκι μας δεν παίζει.

Τα χάδια σου ονειρεύεται με μάτια σφαλιστά.



Όμως απόψε στόλισα την κάμαρή μου πάλι

κ' έβαλα μύρα στα μαλλιά, τριαντάφυλλα στα στήθια,

γέμισα με χρυσάνθεμα και ντάλιες τανθογυάλι,

κ' έγινα η πεντάμορφη, που λεν τα παραμύθια.



Κ' έγινα η πεντάμορφη, που λεν τα παραμύθια,

σκλάβα ενός ανείπωτου καημού ερωτικού.

Κι ώρα την ώρα καρτερώ στο θάνατο βοήθεια,

κι ώρα την ώρα καρτερώ το τέλος του κακού.


Σκοτεινές ώρες, αγάπη μου, δίχως το φως της ματιάς σου,

μέσα στην κρύα μου κάμαρη, και θλιβερές περνούν.

Οι σκέψεις μου κρεμάζουνται μ' απόγνωση κοντά σου,

απελπισμένοι ναυαγοί, που τη στεριά ζητούν.


Νύχτες αγρύπνιας (1932)


Πηγή:https://anemourion.blogspot.com/2018/03/blog-post_399.html

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου -Μπορεί...



Μπορεί να μην ξαναγυρίσω,
μπορεί να μη με ξαναδείς.
Καινούριους τόπους θα γνωρίσω
κι ίσως εκεί να ξεχαστείς.

Μπορεί κι ακόμα ν’ αγαπήσω
άλλα δυο μάτια τρυφερά
και μέσα τους να λησμονήσω
τα δάκρυα πο’ ’χυσα πικρά.

Τι νιώθω τώρα πια δεν το γνωρίζω
κι ούτε γνωρίζω τι ποθώ.
Σαν ανεμόμυλος γυρίζω,
το πεπρωμένο ακολουθώ.

Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες
ακρογιαλιές και δειλινά
κι αγάπες νάβρω πιο μεγάλες,
σκλάβα σ' αυτές παντοτινά.

Όμως μπορεί να ’ρθω και πάλι,
με πληγωμένη την καρδιά,
στη στοργική σου μέσα αγκάλη
σαν τ’ άσωτα τρελά παιδιά.


Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου-Έκνομη ηδονή

Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.

Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θα ’ναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν.

Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελής αδυναμίας.

Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι
τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει.
Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει
όταν η τρέλα θα χτυπήσει στο κεφάλι.

Από τη συλλογή Νύχτες αγρύπνιας (1932) της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου΄

Πηγή: https://thepoetsiloved.wordpress.com/2017/10/13/anthoula-stathopoulou-vafopoulou-eknomi-idoni-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%B2%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%8D/

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου-Στο τέρμα



Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάση.

Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή
και μάταια χτυπώ το μάνταλό της.
Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστή
απ’ το πικρότατο μαρτύριό της.

Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει
για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή.
Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή,
δίχως του τάφου νάχω τη γαλήνη.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου - Παλιές εικόνες



Παλιές εικόνες χάρτινες, στον τοίχο κρεμασμένες,
του πόνου μου συντρόφισσες και θύμησες γλυκές,
καθώς σας βλέπω αναπολώ μέρες ευτυχισμένες –
τι γρήγορα που πέρασαν! Θαρρώ πως ήταν χτες.

Εδώ μια κόχη τ’ ουρανού σ’ έρημο πετρονήσι,
–πολλές φορές λικνίστηκα μ’ ονείρατα τερπνά–
κι εκεί ένας παλιός θεός, σ’ ολύμπιο μεθύσι,
την κούπα την ολόχρυσην αδειάζει και κερνά.

Μια ακουαρέλα πλάι του, κάποιου καλού τεχνίτη,
πασίφωτος κι ολόχαρος ο κάμπος του χωριού,
ένα μαγγανοπήγαδο κι ένα χωριατοσπίτι–
πόσο καλά τα γνώρισα με τα φτερά του νου.

Πιο πέρα κάποιο σκοτεινό πορτρέτο με κοιτάζει
κι έχει ματιάν αστραφτερή κι εβένινα μαλλιά–
Αχ, όταν ήμουνα μικρή, μ’ έτρωγε το μαράζι
γι’ αυτόν το λεβεντόκορμο κι άγνωστο βασιλιά.

Παλιές εικόνες χάρτινες, στον τοίχο κρεμασμένες,
απείραχτες δε μείνατε στο πέρασμα του χρόνου.
Και σεις τώρα με βλέπετε, θαμπά ξεθωριασμένες,
σύντροφοι του καλού καιρού και του σκληρού μου πόνου.

Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1908-1935)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου

Από τη συλλογή Νύχτες αγρύπνιας (1932) της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου

Πηγή: https://www.translatum.gr/forum/index.php?PHPSESSID=14675c63bcd8496b7a421d343d68c2d9&topic=11905.msg107865#msg107865

Edouard Vuillard - Τhe Window