Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μπούμη-Παπά Ρίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μπούμη-Παπά Ρίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Ποιήτριες της Αντίστασης

 ΟΛΑ ΘΑ ΣΒΥΣΟΥΝ| Κατίνα Παϊζη

Όλα θα σβύσουν, θα χαθούν αγύριστα,
τίποτα δεν θα μείνη στον αιώνα,
του κόσμου αυτού συντρίμμια η ζωή
θα πέση, σαν ναού παληά κολόνα.

Ο χαλασμός κι’ ο χρόνος θ’ αφανίσουνε
όλα μέσ’ στο πυρό τους το καμίνι,
κι’ από του κόσμου τούτου τις ζωές
ασάλευτη καμμιά δε θ’ απομείνη.

Μ’ απ’ όλους πιο στερνά θε να χαθή
ο ποιητής στην ώρα τη μεγάλη,
της γένεσης παληός τραγουδιστής,
και του χαμού στερνή ωδή να ψάλλη.

Θυσιαστήριο Λευτεριάς | Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη

Ένα άλσος που των δέντρων του τα φύλλα
φωλιές γι’ αηδόνια μόνο είχαν φουντώσει,
θανάτου κάθε τόσο ανατριχίλα
το συνταράζει, πριν να ξημερώσει.

Όρθρος βαθύς! Βουβή μια συνοδεία
λεβέντικα κορμιά αλυσοδεμένα,
Απ’ τον ύπνο ξάφνου σηκωμένα,
Βαδίζουν τη στερνή τους την πορεία.

Λεβέντες που δεν είχαν άλλο κρίμα
παρά της λευτεριάς τη φλόγα εντός τους,
κι είτανε φως το κάθε αγνό τους βήμα
Και δικαιοσύνη ο πόθος ο κρυφός τους.

Αυγούλα, απ’ την ψυχή τους πάρε μύρα
και φως απ’ το λαμπρό το μέτωπό τους
και στρώσε τους τα ρόδα σου πορφύρα
και τα θαμπά σου πέπλα σάβανό τους.

Μακάβρια τη γαλήνη ομοβροντία
από τουφέκια βάρβαρα ταράζει.
Τινάζεται απ’ τον ύπνο η συνοικία
κι ω ξέρει τι σημαίνει, και στενάζει.

Σε λίγο σ’ ένα κάρο βιαστικά
απάνω στόνα τ’ άλλο σωριασμένα,
διαβαίνουν τα κορμιά τα ηρωικά
απ’ της αυγής το φως νεκρολουσμένα.
Κι όταν προβάλλει η μέρα, ξεχωρίζει
κάθε διαβάτης με θολό το βλέμμα,
μια πορφυρή γραμμή που αχνοστολίζει
το μονοπάτι με ρανίδες αίμα.

Το μονοπάτι αυτό πούχει χαράξει
το αίμα σας, αδέρφια, θα πλατύνει
γιγάντια λεωφόρος θα φαντάξει,
απ’ όπου βγαίνει ο ήλιος ώσπου δύνει,
για να χωρούν τα πλήθη να περάσουν
των σκλάβων τα βαριά τυραγνισμένα
να πάνε προς το φως, να ξαποστάσουν
απ’ τη σκλαβιά τους τέλος λυτρωμένα.

_______________

Το τραγούδι του Δνείπερου | Μέλπω Αξιώτη

Άκου Δνείπερ τι θα πούμε.
Σου σκάψανε τα σωθικά τα παλληκάρια των Σοβιέτ.
Τα ψάρια σου σαστίσανε
οι λεύκες σου σκορπίσανε
τα σπουργιτάκια απολιθώθηκαν
μέσα στις καλαμιές σου και κοιτάζανε
και τα μικρά τους μάτια απόρησαν
και τα νερά σου εκόχλασαν
κι αρπάξανε τους γερανιούς
κύματα αφρίζανε βουνά
αψηλά τείχη τα μαντρώσανε
χρόνια βάστηξε ο μόχτος τους
ώσπου οι καρδιές λαχτάρησαν
όλοι οι άνθρωποι ζευγαρώθηκαν μες στη χαρά της γέννησης
δούλεψαν χέρια και ψυχές
τα μάτια είδαν θάματα που δεν είχανε δει ποτές,
κι εγίνηκε το Ντνιεπροστρόι.
20 χρόνια έδωκες φως.
Ώσπου σε βρήκε ο πόλεμος.

Τότε Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Αίμα γίνανε οι αφροί σου.
Αίμα στάζανε οι όχτες σου
αίμα σούρωνε η κοίτη σου
πασαλείφτηκαν αίματα η γης, κι ο ουρανός σου.

Μιαν ώρα δεν κοιμήθηκες.
Μιαν ώρα δεν απόκαμες να κουβαλείς ψοφίμια
ψόφια άλογα, ψόφια κορμιά,
χέρια, ποδάρια, κεφαλές, σπασμένα σίδερα, κανόνια,
σημαίες όλων των λογιών καρφώθηκαν στις όχτες σου,
μα εσύ θυμόσουν μόνο μια: την Κόκκινη Σημαία.

Δόξα στις αντάρτισσες όχτες σου, στα ματωμένα σου νερά,
στην αφρισμένη κοίτη σου, στην πύρινή σου θέληση,
που βάστηξαν τον όλεθρο, που ξέσκισαν το σατανά,
που βόηθησαν τον άνθρωπο
να ξαγναντέψουν οι λαοί ξανά
την Κόκκινη Σημαία.

Κι έτσι Δνείπερ ήρθε η ώρα.
Άνοιξε τα φτερά σου πνίξε.
Πνίξε τους τελευταίους πνίξε
τους τελευταίους του δαίμονα
τον τελευταίο τους τρελλό
τον τελευταίο φασουλή
την τελευταία παρδαλή οχιά
που είναι ντυμένη άνθρωπος.

Δνείπερ, την ώρα τούτη που σου γράφομε
ένας ντουνιάς και κόσμος βαστά την ψυχή του
εσένα συλλογίζεται μες στα βαθιά του όνειρα,
Δνείπερ, κι αναρωτά:
―Θα τον περάσουνε οι σύντροφοι το Δνείπερο;
―Δε θα περάσουνε το Δνείπερο…
―Θα τον περάσομε το Δνείπερο!

Και τον πέρασαν το Δείπνερο!
Απάνω σε βαρέλια
απάνω σε κανόνια, απάνω σε ξυλάρμενα,
ένας ένας, δυο δυο, χιλιάδες, πολλοί,
με την ψυχή στο στόμα
αγκαλιά τα ντουφέκια, αγκαλιά τα κανόνια
αγκαλιά τις ελπίδες τους μισώντας αγαπώντας
κουβαλούσαν την πίστη τους
πίσω πήγαιναν οι ελπίδες,
πιο πίσω ακόμα οι αγωνίες, ο θάνατος, οι αγέρηδες,
και προχωρούσαν, πολεμούσαν
κόβονταν πόδια, κεφαλές, και δεν εγύριζαν να δούνε γύρω τους
και πολεμούσαν, προχωρούσαν
κι ανεμίζανε τα μαλλιά τους
και εφούσκωναν τα στήθια τους
και είχαν φτερά και πέταγαν
και κόβονταν η ανάσα τους
και τραγουδούσαν και λαχτάριζαν
και πολεμούσαν, πολεμούσαν…

Άκου Δνείπερ τώρα. Σου μιλούμε.
Σε χαιρετούνε οι φυλακές.
Σε χαιρετούνε οι νεκροί.
Σε χαιρετούνε οι ζωντανοί.
Σε χαιρετάει η εργατιά.
Σε χαιρετούνε τα παιδιά.
Σε χαιρετά όλη η ζωή,
σήμερα, αύριο, και στους αιώνες.
Δνείπερ, ποτάμι των Σοβιέτ,
εμείς οι άνθρωποι
σε χαιρετούμε.
Κι όσα δεν πρόλαβες
θα τα τελειώσομε,
μια νύχτα που θα λάμπει
ένας μεγάλος ήλιος.

Και χωρίς εμάς | Βικτωρία Θεοδώρου

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας μ΄ αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς

ποίηση

H μοίρα μας | Ρίτα Μπούμη-Παπά

Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τ’ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…
Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γι’ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους
Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γι’ αυτούς ξενυχτούμε σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα
Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου
Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε ν’ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους

________________________

Πηγή: https://voidnetwork.gr/2020/11/12/poiitries-tis-antistasis/

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Έξι ποιήματα

 H μοίρα μας

Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τʼ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…

Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γιʼ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους

Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γιʼ αυτούς ξενυχτούμε σʼ ένα τραπέζι με μια λάμπα

Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου

Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε νʼ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους

Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν
Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι
Πόσοι ξαφνιάζονται
Πόσοι ακόμα και τρομάζουν
Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.

O θαλασσοπόρος
Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,
θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.

Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,
ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.

Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή
τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!

Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι
δίπλα τους νʼ αράξει τʼ άσπρο μου καράβι.

Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισσισσιππή
τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.

Το φεγγάρι μέσα απʼ το πυκνό πλατάνι
στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.

Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,
το τιμόνι αν στρίψω, νά κι η Αφρική.

Πίσω απʼ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,
έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.

Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,
ώς να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.

Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο
δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Κʼ έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι
Και στα νεκρά σκίρτησαν σωθικά μου
Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;

Ανέστη, Θέ μου, ο πόθος του έρωτα του,
Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κι η λύπη
Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!

Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι
Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει….

Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
Από μια σκέψη που έκανα και μόνη
Που πέρασε σα σύννεφο και πάει…

Υπόγειο
Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ‘σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα

Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι

Σου ‘φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο

Φως ιλαρόν
Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σʼ αβράδυαστη μέρα σʼ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σʼ ουρανούς δίχως σύνορα.

Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.

Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απʼ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση

Σ΄όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.

Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απʼ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τʼ ανθρώπινα ποίμνια.

Δείξε σʼ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απʼ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.

Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τʼ αμάξια

Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο

Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ʽναι του Ανθρώπου.

Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί

Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απʼ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.

Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στʼ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.

Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε
-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει
κι η Αριάδνη ήταν μύθος-
πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού
κωφεύομε
στη μυστική επίκληση της φρόνησης
είμαστε έτοιμοι για το πήδημα
του θανάτου
για την πάλη της αγάπης
εναντίον όλων
για την ελπίδα που τρέμει
και ζητά να ζήσει
μες στα ερείπια και στις στάχτες
για την απόφαση
να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα
όλα τα θρύψαλλα
σʼ έναν καθρέφτη γαλανό
με χλοερές ανταύγειες
και δάφνες άκοπες στις όχθες
να ιδούμε ακόμα μια φορά
ολάνθιστο το πρόσωπο μας.



Η Βωδάμαξα

… Πηγαίνεις αργά σα βιβλική χελώνα
σηκώνοντας  τη μοίρα των ανθρώπων της γης,
πιο λυπημένη απ’ το μαγγανοπήγαδο και το σαλιγκάρι,
με ρόδες σκοτεινές δίχως αχτίνες,
φέτες γριάς βαλανιδιάς πελεκημένες απ’ τον πρόγονο,
κυλάς πάνω στον κάμπο που δεν έχει δρόμους,
μα είναι δίσκος τοξωτός μ’ ανατολή και δύση
και το Θεό ανάμεσα μεγάλο
για να σκεπάζει τα χωράφια μας.

Ξανθό βουνό απ’ άχερο σηκώνεις το θεριστή μήνα
γλυστρώντας σε πελώρια ψάθα ψαλιδισμένη
απ’ τις φεγγαροπρόσωπες θερίστρες αδερφές μου
και πας μονάχη κάτω απ’ το λιοπύρι,
γιατί ο αφέντης σου πληγώθηκε απ’ το κάμα
και μες στο θησαυρό του βουλιαγμένος,
πιο κίτρινος απ’ τ’ άχερο,
πιο γυμνός απ’ την πέτρα
νειρεύεται μπορεί μια πετροπέρδικα
και λούζεται σε μια βουνίσια ανάβρα…

Ροή

Εμένα δεν ανέβηκε ο θάνατος από τις φτέρνες,
όρμησε ίσα στην καρδιά μου,
γι’ αυτό τα πόδια έχω ζεστά κι ας είμαι σκοτωμένη.

Έτσι ζεστή εδιάβηκα τη γέφυρα του πιο μεγάλου ύπνου
δίχως να στρέψω πίσω το κεφάλι
με κεντημένα τα γοβάκια μου άστρα

για να σταθώ ψηλαφητά στην πόρτα
που τη φυλάν μαρμάρινα σκυλιά και κυπαρίσια.
Οι φίλες μου δεν έμαθαν ποτέ
τη λέξη που ψιθύρισα σαν ξεψυχούσα,

μηδέ και συ, που ήσουν ο δικός μου!

Μην αφουγκράζεστε τη νύχτα, αγαπημένοι μου,
τώρα η φωνή μου πια δεν έχει λέξεις
σα να μην ήταν κοριτσιού ποτέ-
παρά του δάσους, των κυμάτων.

Ωστόσο η λησμονιά σας θα με σκότωνε ξανά.
Μη με ξεχνάτε,
αναζητάτε με παντού, το θέλω:
Στις άμπελες χτυπώ τα φύλλα μου
στις όχθες τρίζω σαν καλάμι…

Πηγή: https://www.poiein.gr/2007/11/22/nssoa-idhiyic-dhadhu-1906-1984-oyooana-dhiethiaoa/

https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-rita-mpoymi-pappa-1906-1984-2/

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Ρίτα Μπούμη Παπά - Ολόκληρη η ιστορία


Ολόκληρη η Ιστορία της Γης,
από τους πυρολάτρες ως τους αστροναύτες,
οστεοφυλάκιο από βιαίους θανάτους –
Μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων
με νικητή το κτήνος και τον χάλυβα!..
(Κ’ εγώ να μην μπορώ
ούτε και με το θρήνο μου
να μεταπείσω τέτοια μοίρα!..)

Ρίτα Μπούμη-Παπά

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Πολυτίμη


Ας χιόνιζε τρεις νύχτες στον κήπο του κορμιού μου
όλα, όπως θα θέλατε, δεν μπόρεσε να τα καλύψει.
Εφτά ρόδα κατάστηθα
αιμάτινα, εκατόφυλλα, νωπά
ποιοι είσαστε θα μαρτυρούνε.
Τώρα ντυμένη χίλια σχήματα
σας βλέπω, ας μην το ξέρετε,
με χίλιους ήχους σας μιλώ και δεν μ' ακούτε.
Τόσο λειψές είναι οι αισθήσεις σας
τόσο κοντή η όρασή σας.
Μονάχα όσοι μ' αγάπησαν μαντεύουνε το θρο μου
πίσω από τις βραγιές που δεν μπορώ να λησμονήσω
τα βράδια σαν τις πυρπολεί το κρητικό φεγγάρι.
Δεν είναι σαύρες που σας συγκρυάζουν
στο φωτισμένο τζάμι σας
το πρόσωπό μου αχνίζει κάθε νύχτα
και δεν το βλέπετε
σαν σκύβει μέσα για να μάθει -
όταν δακρύζει που σας αντικρύζει
συγκεντρωμένους για το δείπνο.
Γιατί με μάτι αετού κοίταξα απ' την ομίχλη
γιατί ονειροπόλησα των δούλων σας την ευτυχία
με κάνατε ένα φάντασμα από στάχτη
προτού ένας άνδρας λατρευτός μου δώσει τ' όνομά του
και μ' ανθισμένα κλήματα με στεφανώσει.

Χίλια σκοτωμένα κορίτσια, Καρανάσης, 1981

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Ρίτα Μπούμη - Παπά - Τα τραγούδια της αγάπης (αποσπάσματα)


IV
Όλα για σένα, όλα! Τούτο, κείνο
τ' άλλο και μαζί όλα είναι δικά σου,
τα λυώνω μέσ' στη σκέψη και τα χύνω
ασφυρήλατα στο εικόνισμά σου.
Της παρθενιάς μου το άσπιλο το κρίνο
σαν 'να κοινό λουλούδι στα μαλλιά σου
το ξεφυλλίζω, κι όλα σου τ' αφίνω
και νιότη και ζωή στα γόνατά σου.
Εσύ 'σαι, Αγάπη, πάντα συ και μόνη
κι όπου και να γυρίσω τη θωριά μου
τη λάμψη σου θα νιώσω να με ζώνει
πότε υποτακτική, πότε κυρά μου,
πάντα ψηλά με σέρνει και μ' υψώνει
και δε μ' αφίνει πια ν' αγγίξω χάμου.
V
Σε καρτερώ. Η ψυχή μου σαν μια λύρα
απόψε κρούει και τα δάχτυλά μου
ραντίσαν τα μαλλιά μου μ' ανθών μύρα
και βάψαν με φωτιά τα μάγουλά μου.
Μισόγυρτη έχω αφίσει έξω τη θύρα
για σένα και μετάξια έστρωσα χάμου
στη γη που θα πατήσεις και πορφύρα
ώς μέσ' στη σκοτεινή την κάμαρά μου...
Γυμνή, μες της λαχτάρας τυλιγμένη
το διάφανο το πέπλο περιμένω
ν' ακούσω τ' αργό βήμα σου να μπαίνει
ώς μέσα κει που, Αγάπη, σκυφτή υφαίνω,
με φύλλα ρόδων κλίνη μυρωμένη
και νείρομαι κοντά σου πως πεθαίνω!
VI
Δεν ήρθε. Ό,τι ετοίμασα, καθένα
ανέγγιχτο έχει μείνει και λες κλείνει
εντός του ένα παράπονο που η πέννα
να το ιστορήσει δεν μπορεί και κείνη.
Μαράθηκαν και δίπλωσαν θλιμμένα
τ' άσπρα φτερά τους οι ατλαζένιοι κρίνοι
μέσ' τ' ανθογυάλια, κι όσα σκορπισμένα
ροδόφυλλα είχα νέκρωσαν την κλίνη...
Ξαγρύπνησα, καρτέρησα στη στάση
της αγωνίας μαζί μ' όλα γύρα
που ετοίμασα η τρελλή, για το γιορτάσι
της σμίξης, κι όλο κοίταζα τη θύρα
απ' όπου όλη τη νύχτα να περάσει
δεν είδα την Αγάπη η κακομοίρα!

Πηγή: Τα τραγούδια της αγάπης, Μαυρίδης, 1930

Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Δύο αποσπάσματα

 Διακόσιοι (απόσπ.)

Τον είδαμε το βίαιο θάνατό σας
που σας λευτέρωσε μεμιάς απ’ τα δεσμά της γης
είδαμε τα μεγάλα μάτια σας
να σπαρταρούν στο γαλανό αιθέρα
αντίκρυ απ’ τις ολάνθιστες μηλιές, την ώρα
που αετοί γινόσαστε με ρήγισσες φτερούγες
κι ο Μάης εκορύφωνε την αποθέωσή σας.

Το πώς στην άσφαλτο σειρά δεκαοχτώ καμιόνια
προσμέναν τ’ αχνιστά σφάγιά σας να πάρουν…

Η οδός Φορμίωνος, οδός του Γολγοθά σας,
σπάρθηκε όλη με κόκκινα γαρίφαλα νωπά
που τα μαζεύομε μες σε λευκά μαντίλια
τη Λευτεριά να ράνομε που αργεί…

Καλάβρυτα (απόσπ.)

Αδειάσανε τα σπίτια απ’ τη χαρά τους
το νιο χορτάρι κόπηκε πέρα ως πέρα
σωροί νεκροί με μισοπεθαμένους
μαύρα πουλιά εγκληματικά πετούνε.
Μα τι συμβαίνει;
«Α τίποτα» απαντάει ο λεβεντόγερος
με ματωμένη την καρδιά της φέρμελής του.
«Οι Γερμανοί θυμώσαν σήμερα πολύ»
και σέρνει με σκοινί
τους τρεις σφαγμένους γιους του.

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Το φίδι


Σαν έφτασα στα μισά του δρόμου
και ζύγισα το βάρος που σηκώνω πενήντα χρόνια
για να μπορείς πιο ελαφρά να περπατάς
είδα πόσο ήμουνα μόνη.

Πού είσαι; Ώς χτες επροχωρούσαμε μαζί
ξαφνικά τώρα δε σε βρίσκω
έχει κακοτοπιές, είμαι τυφλή
φυσάει δυνατός αέρας.

Ίσως να σε παρέσυρε η άνοιξη,
στα μάτια μιας ξένης γυναίκας
να είδες πάλι
τον εαυτό σου έφηβο ξανθό.

Η εφετινή χαρά σου σε προδίδει
έρχεσαι από κει που δεν πηγαίνω πια
σε μέθυσαν οι μυρωδιές του δρόμου
δεν ευκαιρείς να ιδείς το φίδι
που ‘χει τυλίξει το λαιμό σου.

Το Ρόδο της Υπαπαντής, 1960

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Φωτεινή


Τότε που την καρδιά μου πόρτα πόρτα μοίραζα
κι αστράφτανε τα λόγια μου και σπαρταρούσαν
σαν ψάρια ζωντανά στο δίχτυ,
τότε που τα περαστικά πουλιά της αλλαξοκαιριάς
περίφοβα απ’ την καταιγίδα
άσυλο ζητιανεύοντας στο τζάμι μου χτυπιόνταν
κι οι φωτομάχοι με παραμονεύαν
τις νύχτες όταν μοίραζα συνθήματα
για την αυγή του κόσμου,
τότε ήταν που μ’ έπιασαν στη Λάρισα
και μ’ οδογήσαν στο σφαγείο.

Όμως ήταν αργά.
Πια είχα πιει όλο το φως
με τ’ όνομά μου κύπελλο
κι είχα μεθύσει.

Γι’ αυτό και δεν κατάλαβα
πότε δρασκέλισα το φοβρό το σύνορο
πότε χωρίστηκα
από τον πράσινον ορίζοντα της πεδιάδας.
Τα βλέφαρά μου ήταν κλειστά
και δίχως βάρος ησυχάζαν
σαν δυο κλειστές λευκές τουλίπες.

Μην κλαίτε όσοι γνωρίσατε τα γαλανά μου μάτια
και μη με σφάζετε ξανά
λέγοντας πως εχάσατε τη φιλντισένια σας πυξίδα,
πως μείνατε ολομόναχοι στην τρικυμία…

Χίλια Σκοτωμένα Κορίτσια, 1963

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες



Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στιφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν -
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.


Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες;»
- αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες


Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε τη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη -
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες


Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν -
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

  Χίλια σκοτωμένα κορίτσια, 1963

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Ρίτα Μπούμη-Παπά-Ένας μετανάστης στο χιόνι



Περαστικέ χλωμέ
κάτω απ΄ το μπαλκόνι
άγγελε πρωινέ
καϋμέ σημερινέ
παντοτινέ
συννεφιασμένο χελιδόνι
στο χιόνι
αμίλητε και πικραμένε
άγγελε μετανάστη
ξένε,
που μουπες «καλημέρα»
και μ΄ είδες σαν μητέρα
μόνη στο χιόνι
στο μπαλκόνι.


Γιατί να μην τολμήσω
να σου μιλήσω
να σε ρωτήσω
να σε φροντίσω
άγγελε πρωινέ
φευγάτε απ' το χωράφι και τ΄ αλώνι
με τρύπιο πανταλόνι
στο χιόνι που πληγώνει και ματώνει;
οι πόνοι σου, φτωχό μου αγόρι,
δεν μου είναι ξένοι
γνωστό το ξεροβόρι
του δρόμου στο πρόσωπό μου
η φτώχια
τ' ανεμοβρόχια.

Αντιγραφή από χειρόγραφο που κατέχει ο συλλέκτης Δημήτρης Πατσάς

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Ρίτα Μπούμη-Παπά -Υπόγειο



Υπόγειο 

Στίχοι: Ρίτα Παππά
Μουσική: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας
Εκτέλεση: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας


Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού 'σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα.

Σ' έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ' έθαψαν
σε χιόνι λασπερό.

Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ' τη νιότη σου
γι' αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους.

Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ' τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι.

Σου 'φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη γίνου όμορφη
στα περιβόλια θα σε δείξει

Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριασαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ' ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο.
.

Από τη συλλογή Καινούργια χλόη (1952)

[πηγή: Ρίτα Μπούμη-Παπά, Άπαντα, τ. 3, Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1981, σ. 141]

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Ρίτα Μπούμη Παπά-ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΑΨΩ



Θέλω να κλάψω
για το τρομακτικό κενό που ανοίγει μεμιάς
εκεί που πίστεψα αράγιστο το έδαφος
τον κήπο αειθαλή και τις πηγές αστείρευτες.
Θέλω να κλάψω
για την απελπισία που ακολουθεί μια κερδισμένη νίκη
για τα παγόβουνα που κατάκλυσαν την εύκρατη θάλασσα
για τις άδειες στιγμές
την έλλειψη θερμοκρασίας.
Ω, πίστεψε,
δεν υπάρχει άλλη πόρτα φυγής
άλλο σειρήτι για το λαιμό μου απ' το κόκκινο
προπάντων
στην εξόριστη συνοικία μέρα γιορτής
προς το βράδυ
με τα λαϊκά όργανα που θρηνούν
και πριν ξαπλώσω στο φέρετρο που μέ κηδεύουν
δίχως αέρα
δίχως τη δύναμη να μετατοπίσω μια πέτρα
ν' αλλάξω μια συλλαβή
στη θανατική καταδίκη
που εξέδωσα μόνη ...

Ρίτα Μπούμη Παπά

''Η σκληρή αμαζόνα'', εκδ. Καρανάση (1982)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Ρίτα Μπούμη - Παπά-Αυτοβιογραφικά στοιχεία

Μικρή παιδούλα, έβλεπα
κάθε καράβι που 'φτιαχνε ο πατέρας
να βγαίνη στ' ανοιχτά με τα πανιά του
σπρωγμένο από τον άνεμο,
να χάνεται -.
Κι' ήταν σαν όνειρο
η θάλασσα, ο ουρανός, το καράβι.
Ακόμα δεν εγνώριζα
τις διαστάσεις τις σωστές του κόσμου.

Καθώς το σαλιγκάρι
που το μεθά το πρωτοβρόχι,
σηκώνω στη ράχη μου
ένα όστρακο κατάστικτο με απάτες
και απελπισμένα σφίγγομαι
σ' ένα υγρό πράσινο φύλλο
να μην πεθάνω.

Δέκα πενταετίες ξόδεψα
για να γεμίσω μιαν άβυσσο με λέξεις
να υψώσω ένα τείχος γύρω μου,
ν' αντιληφθώ
πως όλα
ακόμα κι' η ηδονή κι' ο έρωτας
είναι αφορμή για δάκρυα.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Ρίτα Μπούμη- Παπά "Η σκληρή αμαζόνα"

Αποτέλεσμα εικόνας για μπουμη παπα ριτα



Στον άκαρπο δρυμό των άστρων
που διασχίζει ο χρόνος οδοιπόρος
είμαι κι εγώ ένα τρίμμα φωτερό.
Κάθε αυγή, όταν κοιμάστε,
περνά έν' άτι αόρατο με μάτια υγρά
το ιππεύω και καλπάζω
όχι για ν' ανταμώσω κάποια νέα πόλη,
(οι πολιτείες όλες έξω απ' την πόρτα μου περνούν)
αλλά για κει που τρέφονται οι άνεμοι
και μεγαλώνουν.
Μην τρέχεις με τροχούς πάνω στην άσφαλτο
με κινητήρες στον αιθέρα
με στόχο να με προσπεράσεις.
Καύσιμη ύλη πιο ισχυρή
από τον πυρετό μου
δεν υπάρχει.
Ρίτα Μπούμη- Παππά "Η σκληρή αμαζόνα", Αθήνα 1964