«Τι ιδέα πρέπει να σχηματίσουμε για τον Κάφκα; Σίγουρα όχι αυτή που ο ίδιος είχε για τον εαυτό του, ή τουλάχιστον ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είχε. Σε μια επιστολή στην υπομονετική αρραβωνιαστικιά του Φελίτσε Μπάουερ δήλωνε: «Συνίσταμαι από λογοτεχνία: δεν είμαι και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο». Αυτή η αντίληψη του εαυτού του ως βασανισμένου καλλιτέχνη συνδέεται στενά με την εικόνα ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται να διατηρήσει τη σωματική και πνευματική του υγεία απέναντι σ’ έναν κόσμο αμείλικτα αφιλόξενο.
Στα διάφορα χρονικά της ψυχικής οδύνης, από το βιβλίο του Ιώβ και του Ιερεμία ως τον Ακατονόμαστο του Μπέκετ, κανείς δεν αφιερώθηκε στην τέχνη του συνεχούς θρήνου με την αφοσίωση, την ενέργεια και την εξαιρετική λεπτότητα του συγγραφέα της «Ετυμηγορίας» και της «Επιστολής προς τον πατέρα», των ημερολογίων και της αλληλογραφίας με τη Φελίτσε Μπάουερ και την ερωμένη του Μιλένα Γιέσενσκα, αλλά και με τον φίλο του Μαξ Μπροντ. Παρά την ιδιαιτερότητα του έργου του (ποιος άλλος συγγραφέας δημιούργησε ένα λογοτεχνικό τοπίο τόσο άμεσα αναγνωρίσιμο όσο το δικό του;), σαν καλλιτέχνης ο Κάφκα αντιμετωπίζεται ως tabula rasa, άγραφος πίνακας.
Στο σύντομο δοκίμιό του με τίτλο Φραντς Κάφκα: Ο ποιητής της ντροπής και της ενοχής, ο Σολ Φριντλάντερ παραθέτει την άποψη του γερμανο-αμερικανού κριτικού Έριχ Χέλερ για τον σπουδαίο αυτό συγγραφέα: «Ο Κάφκα είναι ο δημιουργός της πιο σκοτεινής διαύγειας στην ιστορία της λογοτεχνίας»• και συνεχίζει παρατηρώντας ότι η αδιαφάνεια των κειμένων του συντέλεσε ώστε να θεωρηθεί «νευρωτικός Εβραίος, θεοσεβούμενος, μυστικιστής, Εβραίος που μισούσε τον εαυτό του, κρυφο-χριστιανός, γνωστικιστής, αγγελιοφόρος ενός αντιπατριαρχικού φροϊδισμού, μαρξιστής, κατεξοχήν υπαρξιστής, προφήτης του ολοκληρωτισμού και του Ολοκαυτώματος, φωνή-σύμβολο του μοντερνισμού, και πολλά άλλα ακόμα…» [...]
μετάφραση: Ευαγγελία Γιάννου