Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καρυωτάκης Κώστας (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καρυωτάκης Κώστας (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Ρένος Αποστολίδης - Για τον Καρυωτάκη

 Στὴν ποίηση ὑπάρχει ἕνα ὅνομα-τομή: ὁ Καρυωτάκης. ᾿Εκεῖ ξαφνικὰ ἐμφανίζεται κάτι τ’ ὁποῖο σπάει τὰ κρατοῦντα. ῞Ενας ποιητικὸς λόγος ἄγριος, βάναυσος, ἀκόμα κι ἄτεχνος πολλὲς φορές, ἀλλ’ ὠμός, μ’ αἷμα γραμμένος, βαθύτατα ἀπαισιόδοξος, σκοτεινός, μαῦρος… ῾Υπάρχει ἀπαισιόδοξη ποίηση ποὺ μαχητικοποιεῖ – καὶ μάλιστα τοῦ Καρυωτάκη μ α χ η τ ι κ ο π ο ί η σ ε !

῾Ο Καρυωτάκης μὲ τὴν ἀπαισιοδοξία του ἄσκησε τεράστια ἐπίδραση στοὺς νέους, μεταξὺ τοῦ ’30 καὶ τοῦ ’40. ᾿Εγὼ ἀπ’ τὰ 14 τὸν διάβαζα! ῾Οπότε; Ποῦ ‘ναι ἡ ἄποψη ὅτι τάχα ὁ Καρυωτάκης εἶν’ ἡ ποίηση τῆς ἡττοπάθειας; Νὰ τὸ ἀντιστρέψω; ᾿Επαναστάτης δέν ἦταν ὁ Μαγιακόφσκι; Τότε γιατί μὲς στὸν «παράδεισο» τῆς «ἐπανάστασης» α ὐ τ ο κ τ ό ν η σ ε;

Πάντως, μὲ τὸν Καρυωτάκη, μπαίνει στὴν ποίηση κατὰ μεγάλες ποσότητες τὸ ‘καινούργιο’, τὸ ἄλλο βλέμμα.

῾Ο Καρυωτάκης ἦταν μιὰ ἐντελῶς προσωπικὴ περίπτωση. ῞Ενας ποιητὴς μελαγχολικός, ἀπαισιόδοξος, προσωπικώτατος, πνεῦμα κριτικό, ἀρνητικό –ναι! ἀ ρ ν η τ ι κ ὸ ς κ α τ ὰ τ ο ῦ κ α κ ο ῦ, κ α τ ὰ τ ο ῦ ἀ ρ ν η τ ι κ ο ῦ ποὺ διατείνεται πὼς εἶναι τάχα θ ε τ ι κ ό–, μὲ τόση ἀπολυτότητα σ’ αὐτὲς τὶς τάσεις του, ὥστε δὲν τοῦ ἦταν ἀνεκτὴ ἡ γύρα του νεοελληνικὴ πραγματικότητα τῆς δεκαετίας τοῦ ’20. Εἶχε λοιπὸν μιὰ ἐντιμότητα ἡ αὐτοκτονικὴ αὐτὴ πράξη του – ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνουμε…

Εἶναι, λοιπόν, ἕ ν α ς ἀ ρ ν η τ ή ς!.. Βέβαια οἱ κοινωνίες δὲ συγχωροῦν ποτὲ νὰ λές ἀλήθειες.

῍Αν μὲ ρωτούσατε, δὲ θὰ σᾶς ἔλεγα ὅτι εἶναι μ ε γ ά λ ο ς ποιητής – ἀλίμονο! Εἶναι ὅμως πολὺ ἀληθινός – τόσο ἀγαπητὸς στὴν ἀδυναμία του, στὶς ἀνθρώπινες στιγμές του, πούναι καὶ δ ι κ έ ς μ α ς στιγμές, τόσο συνεπὴς σ’ αὐτὸ ποὺ πιστεύει καὶ τὸ πλήρωσε τόσο ἀκριβά! Ψέμα δε λέει! Δὲν εἶναι φτηνὴ πληρωμὴ νὰ πᾶς ν’ αὐτοκτονήσῃς στὰ 32 σου χρόνια, ἀφοῦ ἔγραψες καὶ μία, καὶ δεύτερη καλὴ συλλογή!..

῏Ηταν πολὺ προδρομικὸς στὸν καιρό του· λ ό γ ῳ ψ υ χ ο σ υ ν θ έ σ ε ω ς – ὄχι γιατὶ ἔκανε στύλ.

᾿Εγὼ θάλεγα ὅτι δὲν εἶν’ ἄρρωστος ἕνας βασικὰ μελαγχολικός, ποὺ ἡ μελαγχολία του γίνεται ὑποδομὴ μιᾶς τρομερῆς κριτικῆς. Κάθε κριτικὸ πνεῦμα στὸν κόσμο εἶναι στὴ βάση του μελαγχολικό.

Κι αὐτὸς τόλμησε τὸ θ ά ν α τ ο! ῎Ηθελα νὰ ρωτήσω ὅσους ἐπικρίνουν ἕναν αὐτοκτόνο, ἕναν Καρυωτάκη ἢ ἕναν Μαγιακόφσκι: ἀλήθεια, θὰ τολμοῦσαν, ὅπως αὐτοί, ἰδεολόγοι ἢ κομμουνιστές, νὰ τὰ τινάξουν ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ «ἐπανάσταση» δεν εἶν’ αὐτὸ πούχαν ὀνειρευτῆ;

῾Η ἐπίδρασή του ὑπῆρξε τεράστια! Τί Βρεττάκος, τί Ρίτσος – αὐτοὶ ὠμότερα ἀπ’ τὸν Καρυωτάκη! ῾Ο Σεφέρης; Παρομοίως! ῎Όχι ὁ κύριος ᾿Ελύτης. ῞Ολ’ ἡ ἀπαισιοδοξία κ’ ἡ μελαγχολία τοῦ ὑπόλοιπου Μεσοπολέμου καὶ τοῦ Μεταπολέμου παράγεται ἀπ’ τὸν Καρυωτάκη! Κι ὁ Δημαρᾶς τοῦ ἀφιερώνει δυὸ ἀράδες! ῾Ο Κορδᾶτος τὸν ἀποκηρύσσει διότι δὲν εἶναι ἐπαναστατικός!

Ρένος, Ζ τοῦ Κενταύρου, 2014

Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Χριστίνα Ντουνιά - Καρυωτάκης και αυτοκτονία

 Επειδή πολλά γράφτηκαν και γράφονται.   Η αυτοκτονία έχει κοινωνιολογικό, ιστορικό  και βιογραφικό ενδιαφέρον αλλά δεν είναι στοιχείο αξιολόγησης. Με τα Ελεγεία και Σάτιρες ήδη είχε γίνει αντιληπτό το ποιητικό μέγεθος του Καρυωτάκη:

«Για λόγους δικαιοσύνης θα πρέπει εδώ να υπογραμμίσω ότι ο Κλέων Παράσχος ήταν ο πρώτος που διέκρινε και ανέδειξε εμφατικά τον «προσωπικότατο» «μοντερνισμό» του Καρυωτάκη, τον Ιανουάριο του 1928, αμέσως μετά την κυκλοφορία της τελευταίας του συλλογής: «μπαίνει όχι μόνο στην εντελώς πρώτη σειρά των ποιητών της γενεάς μας, αλλά και στην πρώτη σειρά όλων εν γένει των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών». Τρεις μήνες αργότερα, επανέρχεται με νέα κριτική στη Νέα Εστία, όπου εμφατικά δηλώνει την πεποίθησή του στην αξία της καρυωτακικής ποίησης: «τι οξύτης συναισθηματική, τι πρωτοτυπία στη σύλληψη και στην ανάπτυξη του θέματος, και τι τόνος γνησιότατα, ειλικρινέστατα μοντέρνος!». Εκεί απευθύνει και το ερώτημα προς «καμποτίνους» κριτικούς, που δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν: «πώς να εξηγήσεις […] ότι ο Καρυωτάκης δεν είναι μόνο ο καλύτερος ποιητής της γενιάς του, αλλά από τους τρεις τέσσερις καλύτερους που έχουμε […] μερικά ποιήματα της νεόφαντης συλλογής του δεν συναντώνται συχνά όχι μόνο στη δική μας, αλλά και σε οποιαδήποτε ξένη ποίηση;»

Πηγή: https://www.facebook.com/christina.dounia/posts/pfbid029pA4TiAL9LAVomrdwWLvFq13Efyt8fiqTLAmuscsbvv3PuQNgW7WDoKdnJud7MH2l

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Κώστας Καρυωτάκης - Πρέβεζα και αυτοκτονία

«ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΔΙ’ ΑΣΗΜΑΝΤΟΝ ΑΦΟΡΜΗΝ»

— ἐφ. Ἑστία, Τετάρτη 25 Ἰουλίου 1928

[…]Γενικὰ ἐδῶ ὁ κόσμος εἶναι ἀμόρφωτος καὶ φτωχός. Ἕνα σπίτι ἀνθρώπινο δὲ βρίσκεις, οὔτε μιὰ κουβέντα νὰ πῇς. Ἂν πῇς κάτι περσότερο ἀπὸ τὸ «ἐλιὲς ψιλιές, καλιές», θὰ σὲ κοιτάξουν περιέργως. Οἱ ὑπάλληλοι, τὸ ἴδιο φουκαρᾶδες. Ὅσοι σέβονται τὸν ἑαυτό τους φροντίζουν καὶ φεύγουν ἐγκαίρως.

Εἰς ἐπίμετρον: ζέστη, ὑγρασία καὶ πυρετοί.

Σοῦ ἐσωκλείω ἕνα ποίημά μου [τὸ «Πρέβεζα» μὲ τίτλο «Ἐπαρχία»] γιὰ νὰ γελάσεις καὶ νὰ πληροφορηθεὶς καλύτερα.

— Πρέβεζα, Κυριακή 1 Ἰουλίου 1928, ἐπιστολὴ στὸν ἐξάδερφό του Κώστα Δ. Καρυωτάκη


[…] Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ Καρυωτάκη εἶνε ἡ σπαρακτικὴ ἱστορία τῆς ἐποχῆς, τὸ τραγικὸ σύμβολο τῆς ἐγκληματικῆς ρουτίνας καὶ τῆς παραγνωρίσεως, μέσα στὴν ὁποία παίρνουμε τὶς λίγες πνιχτὲς ἀσφυκτικές μας ἀναπνοές, φλομωμένοι ἀπὸ τὴν ἐξάτμισι τῆς βενζίνας, μὲ ψεύτικα λόγια καὶ ψεύτικα αἰσθήματα στὸ βωμὸ τῶν συμβατικῶν ἀξιῶν.  

[...]

Καλὰ ἔκαμε καὶ σκοτώθηκε. Ἤτανε ποιητὴς καὶ σ' ἕνα τέτοιο τόπο κ' ἕναν τέτοιο καιρὸ δὲν τοῦ ἀξίζει νάχη ποιητάς.

Τὸν Καρυωτάκη ποιός τὸν ἤξερε;

Μήπως ἔβαλε κάλπη νὰ μᾶς δείξη τὰ μοῦτρα τοῦ κολλημένα στὸν τοῖχο γύρω ἀπὸ ἀναμμένα βεγγαλικὰ καὶ ζητωκραυγές; Τὸν κατεδικάσαμε εἰς θάνατον δι' ἐπισήμου ἐγγράφου γιατί μᾶς ἤτανε περιττός. Ἡ πιστολιά του ἦταν ἡ ἔκφρασις τῆς βαθυτέρας περιφρονήσεως πρὸς τὰ χάλια μας. Νὰ μείνουμε μόνοι μας, νὰ ζήσουμε ὅπως μᾶς ἀρέση νὰ ζοῦμε, ἡ ποίησις δὲν ἔχει θέση κοντά μας καὶ μᾶς τὴ χαρίζει μιὰ τέτοια ζωή.

— Κώστας Ἀθάνατος, ἐφ. Ἔθνος, Κυριακή 29 Ἰουλίου 1928


[…] Ἀργὰ ἢ γρήγορα θάβρισκε μόνος τοῦ τὴ μόνη λύση ποὺ τοῦ ἀπόμενε, τὸ θάνατο, ποὺ πάντα τὸν περίμενε σὰν ἀπολύτρωση πραγματική. Τὸν ἄκουγα συχνὰ νὰ λέει πὼς ἄξιζε νὰ ζεῖ κανεὶς μονάχα γιὰ νὰ κάνει κάτι στὴ ζωή του, κι' ὕστερα νὰ φεύγει. Ὅταν λοιπὸν ἐθεώρησε τὴν ἀποστολή του τελειωμένη καὶ συμπληρωμένο τὸ ἔργο του, τὸ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν ἀποθαρρημένη νοσταλγία τῆς χαμένης χαρᾶς, τὸ σφράγισε μὲ τὴν πορφυρὴ πληγὴ ποὺ ἄνοιξε στὴν καρδιά του.

— Χαρίλαος Σακελλαριάδης, «Κ. Γ. Καρυωτάκη. Ἅπαντα Ἔμμετρα καὶ Πεζά», 1938, Γκοβόστης



Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Βάκης Λοϊζίδης - Το καφέ σακκάκι

 ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΑΚΑΚΙ


Στο μουντό Λονδίνο

τον έδιωξαν από τη δουλειά

γιατί φορούσε καφέ σακάκι.

Χρώμα αντιεπαγγελματικό

όπως του εξήγησαν

Δείλιασε να τους πει

ότι καφέ είναι οι κορμοί των δέντρων

καφέ είναι και η γη που κατοικούμε

Φόρεσε γκρι κουστούμι κι επέστρεψε

επαγγελματίας στη δουλειά

Στη μέσα τσέπη είχε

τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.


(Κινητά Μνημεία, 2002)

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Σοφία Κολοτούρου - Καρυωτάκης - Πολυδούρη, 2009


Γνωρίζω μια πολύ παράξενη ιστορία
- μα ίσως και να την έχω μόνο ονειρευτεί.
Όχι, δεν πέθανε, μου ‘παν, στη Σωτηρία
η Πολυδούρη, κάποιο Απρίλη, ένα πρωί.
Πρωτύτερα, ασφαλώς, δεν είχε αυτοκτονήσει
ο Καρυωτάκης, με μια σφαίρα στην καρδιά.
Εξοστρακίστηκε, όπως λεν, πριν τον χτυπήσει,
σε κάποιου δέντρου που ‘ταν δίπλα, τα κλαδιά.
Κι έπειτα, χάθηκαν τα ίχνη τους για χρόνια.
Θα ‘ναι σαράντα τώρα; Εξήντα; Εκατό;
Είπαν οι μύθοι πως θα ζήσουνε αιώνια,
μα θα το κρύβουν, θα ‘ναι απ’ όλους μυστικό.
Λένε, παντρεύτηκε στα σίγουρα η Μαρία
- κάποιον απ’ τους πολλούς, που είχε, θαυμαστές.
Τα πρώτα χρόνια, ήτανε όλο ευτυχία,
αλλά της λείπανε πολύ οι εραστές.
Έκαν’ ένα παιδί - δεν ξέρουνε - ή δύο,
και ζει στου γάμου μια νοερή της φυλακή.
Τους στίχους θέλει ν’ απαγγέλει – το βιβλίο
δίπλα της το ΄χει, να θυμάται τον ποιητή.
Ο Καρυωτάκης, έχει πάει σε κάποια χώρα
του ονείρου – Πουέρτο Ρίκο, Κούβα, Αργεντινή,
Ουρουγουάη, Βραζιλία, που να ‘ναι τώρα;
Ή πάλι, επέστρεψε και στο έρμο του νησί.
Ανύπαντρος σαφώς – τι τα δεσμά του γάμου
περιφρονούσε, και γελούσε ειρωνικά.
Εκεί θα μάζευε κοχύλια, κόκκους άμμου,
θα φώναζε ύστερα ξανά στην ερημιά.
Επικοινώνησαν ποτέ μαζί; Ποιος ξέρει…
Ίσως και να ‘χαν βρει τον τρόπο, μυστικά
μηνύματα να στέλνουν, κάθε καλοκαίρι∙
σχέδια να καταστρώνουν, επιτελικά.
Είπαν: Αυτόν, τον καταδίωκε ένα πνεύμα
κι εκείνη, λογιζόταν γι’ άστατη καρδιά.
Τους είδαν κάποτε να ‘ναι κόντρα στο ρεύμα,
αλλά μαζί δεν κάναν, ούτε μια βραδιά.
Έτσι μου είπανε σ’ αυτό το παραμύθι,
- που μάλλον το ‘χω εξ ολοκλήρου ονειρευτεί:
Ότι η Μαρία καταπνίγει μες τα στήθη
κάθε κρυφήν επιθυμία, να ξεχαστεί.
Κι ο Καρυωτάκης; Όλο βρίσκεται στην άκρη
του βράχου, μόνος πάντα στο έρμο του νησί.
Τρέχει στα κύματα, ξανοίγεται στα μάκρη,
θαλασσοδέρνεται, μα δεν αυτοκτονεί.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Μαρία Πολυδούρη - [Άτιτλο]

 Με της σιωπής τα κρίνα που λυγούνε

μέσα στα νικημένα μου τα χέρια

με τις σκέψεις που μάταια κυνηγούνε

η μια την άλλη πέρα από τ’ αστέρια,


Με τα μάτια που κάτι νοσταλγούνε,

κάτι που είναι αγνοημένο πλέρια,

σα να μη βλέπουν, σα να μην αλγούνε,

εξαϋλωμένα μάτια, μάτια αιθέρια,


Στέκω οραματισμένη και πιστεύω.

Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω

τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω.


Στη σκέψη σου και στη βουλή του απείρου.

Κι’ όπως ποτέ τα μάτια δε σφαλίζω

ξέρω πως πια δεν είνε απάτη ονείρου.


Οι Τρίλλιες που Σβήνουν

Σημ.: Η ποιητική σύνθεση «Αφιέρωση», που αποτελείται από έξι σονέτα, έχει έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα ποιήματα της Πολυδούρη. Ο τίτλος και η θέση της, πρώτη και χωρισμένη από τις υπόλοιπες ενότητες, υπογραμμίζουν τη σημασία της αφιέρωσης. Από όλες τις ενδείξεις είναι προφανές ότι ο Φίλος στον οποίο αναφέρεται το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι άλλος από τον Κώστα Καρυωτάκη. Τα έξι σονέτα που την απαρτίζουν αναφέρονται στην πορεία της σχέσης τους: ο έρωτας, ο χωρισμός, η ποίηση, η φιλία και ο θάνατος είναι οι βασικοί άξονες αυτής της πορείας. Το τελευταίο σονέτο προφητεύει την αποφασισμένη κάθοδο της Πολυδούρη «στων ασφοδέλων τον αγρό». * Η στήλη φιλοξενεί το πέμπτο κατά σειρά από τα έξι σονέτα της «Αφιέρωσης», άτιτλα όλα.  


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/polydouri-karyotakis/2/ ]


Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Μιχάλης Γκανάς - Μνήμη Κ. Γ. Καρυωτάκη



                Στον Γ. Π. Σαββίδη


Παράθυρα που κούρασε η θέα
στη Νίκαια, στο Μετς, στην Καλλιθέα
και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν περιβάλλον.

Τα χτίζουν ένα ένα τα καημένα
στων τοίχων τα πλευρά και των μετάλλων,
άνθρωποι σαν εσένα σαν εμένα.

Στο τέλος τα δουλεύουν οι τζαμτζήδες
γράφοντας τις ομάδες που αγαπάνε.
Φαίνεται καθαρά πόσο πονάνε
σ’ εμάς τους μανιακούς μπανιστιρτζήδες.

Οι ένοικοι κρεμάνε τις κουρτίνες,
να κρύψουν τί στ’ αλήθεια κι από ποιόνε.
Όλοι το ίδιο γδύνονται και τρώνε
και χάνονται στο κρεβατιού τις δίνες.

Γιατί να τελειώνει λυπημένα
το ποίημα πού τόσοι κατοικούνε.
Ποιός τάχα να το χρέωσε σε μένα
και πίσω από την πλάτη μου γελούνε
ένοικοι, εργολάβοι, θυρωροί…


Από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989)


Ποιήματα 1978-2012


(Μελάνι 2013, σ. 109)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Κλείτος Κύρου - Κυριακή απόγεμα


Παραθαλάσσιο κέντρο
Καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
Μουσική χειροκροτήματα
Ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά
Τα παιδιά τρέχουν
Στη θάλασσα σέρνονται φώτα
Τραγούδια
(Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)

Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
Βραδιάζει
Οι εκδρομείς επιστρέφουν
Με λουλούδια
Με λιοκαμένα πρόσωπα
Χαρούμενοι
(Θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)

Άγγλοι αντιπαθητικοί
Ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
Μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετιλίνης
Οι δρόμοι αδειάζουν
Κορμιά κολλημένα στους τοίχους
Λαχανιασμένοι ψίθυροι
(Νιώθουμε ξένοι
Νιώθουμε μόνοι πολύ μόνοι)

Ποιος θα μας σώσει
Ποιος θα μας ξεκουράσει
Κατά πού να γυρίσουμε
(Είμαστε νικημένοι
Και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

Από τη συλλογή Αναζήτηση (1949)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Κλείτος Κύρου, εν όλω | Συγκομιδή 1943-1997 (εκδ. Άγρα, 1997)

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Κακουλίδης - Τρία ποιήματα

 Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Έχασα την ψυχή μου ξαφνικά
από μια μάγισσα που όταν σ’ αγγίξει
γίνεσαι πουλί από φωτιά
που λόγο έχει μόνο να φωτίζει.
Όταν ξυπνάω στα βαθιά
με όνομα που εκείνη μου παρέχει
δελφίνι είμαι, κτήνος ή σκιά
νεκρός σαν ζωντανός που επιμένει.
Από μικρό παιδί κι από τρελό
σαν βασιλιάς που σπάει σε μια λάμψη
ο πειρασμός της μάχης πλησιάζει
σαν τον ακούς, πεθαίνεις να πεθάνεις.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Το παιδί που γνώρισε
ένα μεγάλο πάθος
ξέρει τι είναι τάφος
και ύστατη στιγμή.
Το γαλάζιο σώμα του
έγινε νεφέλωμα
και το μαύρο γέλιο του
με χτυπάει όπου με βρει.
ΑΚΟΥΓΑ
Φωνές που άκουγα
και μέσα τους πέθαινα
Γαλάζιους νεκρούς να προχωρούν
μέσα στου κόσμου την αρχαία τάξη
Γαλάζιους νεκρούς να υποχωρούν
μπρος στην ανάσταση που πλησιάζει.

Γιώργος Κακουλίδης, Ο πειρασμός της μάχης, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, Μάρτιος 2000, σελίδες 18, 21 & 29.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Κακουλίδη

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Νάσος Βαγενάς - Κ. Γ. Καρυωτάκης


Κοιτάζοντας στα μάτια την αλήθεια,
όταν τη βρήκες, δεν σου φάνηκε αληθινή.
Έμοιαζε πιο πολύ με φαεινή
ιδέα που καταντάει συνήθεια.
Και καθώς δεν μπορούσες να υποφέρεις
το ψεύδος, ένιωθες πως θα έμπαινες στη γη.
Στη θάλασσα πεθαίνουν μόνο οι ναυαγοί,
όταν δεν βρίσκουν, να πιαστούν, μαδέρι.
Εσύ βρήκες, μα δεν σε κράτησε πολύ.
Τώρα στο στήθος σου μιά τρύπα, σήραγγα που βγάζει
ψηλαφητά στα υπόγεια του Παραδείσου,
εκεί όπου η οροφή δεν στάζει.
Κι όπου μαζί σου φτερουγίζουν σιωπηλοί
άγγελοι που έχουν γίνει οπαδοί σου.
(Από τη συλλογή : «Στη νήσο των Μακάρων», σελ.28 εκδ. Κέδρος, 2010

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Θανάσης Μαρκόπουλος - Αναλογίες


Να γέρνει το βράδυ
μαύρη φτερούγα στην Κοζάνη
κι εσύ να μπαίνεις
στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ
για το Τσοτύλι
Να πέφτει το βράδυ
μαύρο μπαμπάκι στην Αθήνα
κι εσύ να παίρνεις
το λεωφορείο του ΚΤΕΛ
για την Κοζάνη
Αντί να πάρεις το περίστροφο
για την Πρέβεζα

Πηγή: Χαμηλά ποτάμια, Μελάνι 2015

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Μαρία Πολυδούρη - Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον...

Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ' είνε και διαλεχτή!

Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι' όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.

Κι' ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.

Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.

Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.

Ανέκδοτα ποιήματα


Σημ.: Πρώτη δημοσίευση «Ελληνίς», τχ. 5 (Μάιος 1930), σελ. 120. Μάλλον πρόκειται για το τελευταίο ολοκληρωμένο ποίημα της Πολυδούρη. Σύμφωνα με την πληροφορία που αντλούμε από το συνοδευτικό κείμενο της Αθηνάς Γαϊτάνου-Γιαννιού, διευθύντριας του περιοδικού «Ελληνίς» και φίλη της ποιήτριας, η Πολυδούρη της το είχε δώσει για δημοσίευση τη Μεγάλη Παρασκευή, λίγες μέρες πριν πεθάνει, λέγοντάς της: «Ύστερα από όσα έγραψε για μένα τελευταία ο Παράσχος, έγραψα ένα τραγούδι. Θα το δημοσιέψεις στην Ελληνίδα;» (βλ. «Μαρία Πολυδούρη», «Ελληνίς», τχ. 5, 1930, σελ. 119). Πράγματι, ο Κλέων Παράσχος, φίλος του Καρυωτάκη, γράφει μια θερμή κριτική για τις δυο ποιητικές συλλογές της Πολυδούρη στη «Νέα Εστία» (τ. Ζ’, τχ. 78, 15.3.1930, σελ. 332-333), όπου μεταξύ άλλων αποφαίνεται: «Πηγή του τραγουδιού της και όλο της το τραγούδι είναι ένας αγαπημένος νεκρός». Το ποίημα γράφεται τελευταίο στο τετράδιο της Πολυδούρη, το οποίο ο Παπαντωνόπουλος σημειώνει ως τετράδιο II.


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/polydouri-karyotakis/5/ ]

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Γιάννης Καρυωτάκης - Η προτομή



Κυριακή πρωί, γυαλίζει όλη η χώρα.

Ο Κώστας Καρυωτάκης «αποκαταστημένος» πια

σε άγαλμα, μαύρος και γελώντας πυροβολεί.


Αν δεν είχανε κάνει όλες τις μέρες

καθαρές Κυριακές, ακόμη αν δεν συνέβαιναν

αυτά και τα άλλα που ετοιμάζουν

θα έτρεχα τώρα πάνω στη λίμνη

στα Γιάννινα κυνηγώντας τη μουσική σου

με το κεφάλι του Πασά στο χέρι.


Αχ, θα έτρεχα πλάι στο κορμάκι σου.


Γιάννης Κοντός (1943-2015), Τα απρόοπτα, εκδόσεις Κέδρος, 1975

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Τέλλος Άγρας και Μίλτος Σαχτούρης για Κ. Γ. Καρυωτάκη



Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ’ όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικού «Παιδικός Αστήρ», που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα… Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή […] μικρό τεύχος από δεκαέξη μόλις σελίδες ― μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα― πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ’ εκεί επήγασαν τ’ αγαθά της, απ’ εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος ― ο «μεσσιανισμός» της· απ’ εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ’ αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.

Ο Καρυωτάκης απ’ όλ’ αυτά έλειπεν.

Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. ― Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ’ αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του. […] κι έξαφνα στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά…»

(Τέλλος Άγρας, «Καρυωτάκης», Τα Νέα Γράμματα 12, 1935, σ. 674-706)

[...]

Σε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο «καρυωτακισμός».

«Καρυωτακισμός» σήμερα το 1988 δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη από την παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος, πεισιθάνατος κ.λπ. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες.

Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του.

Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο οι άλλοτε αρνητές του Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του έτσι τον αποκαλεί, «μεγάλο»: «Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης». Όσο για τον Σεφέρη δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του.

(Σημείωμα του Μίλτου Σαχτούρη για τον «καρυωτακισμό» στο περιοδικό η λέξη 74, 1988)

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Κοτζιούλας - Ποιήματα

ΕΛΕΓΕΙΟ ΣΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Και συλλογιέμαι, Καρυωτάκη, τώρα
που η νύχτα πια του ερέβους σε κρατεί
για πάντα στης ανυπαρξίας τη χώρα,
συλλογιέμαι τη μοίρα του ποιητή.

Μια νύχτα, είχες βρεθεί χωρίς κανένα
σύντροφο στ’ ακρογιάλι ναυαγός
και πέρα κάπου εγύρναες ολοένα
τα βλέμματά σου, αιώνιος νοσταλγός.

Ήσουν, αλήθεια, τόσο απαυδημένος
απ’ τον αγώνα τον καθημερνό:
ένας μεγάλος εγκαταλειμμένος
από την γη και τον ουρανό

Και μες στην ώς θανάτου απόγνωσή σου
ξάφνου σε μια πικρότατη στιγμή
ερίχτηκες στα βάθη της αβύσσου
όπου τελειώνουν όλ’ οι σπαραγμοί

Τι να σου πω και πώς να σε θρηνήσω,
στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό;
Έφυγες πριν ακόμα σε γνωρίσω
και μόλις τώρα σ’ ένιωσα, νεκρό.

Μα κι αν εχάθης, ακριβέ, μού μένει
σ’ αυτόν τον ασυμβίβαστο καιρό,
μου μένει σαν υπόμνηση η ειμαρμένη,
και ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.

Από την πρώτη του συλλογή (Εφήμερα, 1932) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938)

ΣΤΡΟΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ

Ο Αλέξαντρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη
ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει
λουρί, γιʼ αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση
μʼ ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Όταν πάλι
τουʼδιναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,
δεν τοʼπαιρνε, γιατί δεν τοʼχε μαθημένο.

Φεύγοντας ύστερη φορά για τʼ ακρογιάλι
(πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)
τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει
τʼ αγόρι τʼ αδερφού του κάπου να το βάλει.
«Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω»
κρυφοτρεμούλιαζε τʼ αχείλι πικραμένο.

Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα•
κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;
Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,
δε σώνει το χαλκά να πιάσει τʼ ουρανού.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων. Θα συμφωνήσω με τη Σοφία Κολοτούρου ότι είναι κρίμα που δεν μπήκε το ποίημα στην ανθολογία «Ποιητές για ποιητές» του Θ. Νιάρχου.

Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938)

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τζουμέρκα – Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι,
μου ‘λειψε εδώ και το ψωμί.

Αρχή κακού ηταν που δεν είχα
κουκούτσι πνεύμα πραχτικό
τριχιά την έκανα την τρίχα,
της φαντασίας μου υλικό.

Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε
να βλέπω ανθρώπινη θωριά.
«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)
γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.

Αργότερα θα μ’ έχουν βάλει
με δυο σειρές στο λεξικό.
Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,
θα γίνει ντόρος και κακό.

Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Από τη συλλογή Ο γρίφος (1938)

Ο ΓΡΙΦΟΣ

Ι.

Στίχο με στίχο, λέξη με λέξη, κόμμα με κόμμα,
το κεντρομέτρι το πατρικό μου στα χέρια ως να ʼχα,
γύρευα, διάλεα, κι αγωνιζόμουν, ξανά κι ακόμα,
να γίνει κάτι για νʼ ανασάνω –τότε μονάχα.

Καθώς η σκύλα που της αρπάξαν τα νέα κουτάβια,
παρόμοια σκούζω κι εγώ στης νύχτας το έναστρο πλάτος•
ω, εσείς που πάτε στης γης την άκρη γοργά καράβια,
στείλτε σινιάλο κι όλα τʼ αφήνω να ρθώ τρεχάτος.

Ζητιάνος είμαι κι είχα ό,τι θέλει η ψυχή του ανθρώπου•
αέρας ήταν ο θησαυρός μου, μα ποιος τα ξέρει!
Μέρα και νύχτα, ξάπλα ή ολόρθος, στην πόλη κι όπου
μʼ έφερνε η τύχη, τα συλλογιόμουν όπως οι γέροι

παλιές μονέδες που κομποδιάζουν μες στη σακκούλα
κι όλο φυλάνε μην τους προφτάσει γλήγορο μάτι.
Κι αν με ρωτούσαν: Ποιο είναι το βιο σου, Γιώργο Κοτζιούλα;
θʼ αποκρινόμουν: — Οι κόποι μου είναι στίχοι μονάτοι.

Χώμα ήταν χάμου, βροχή αποπάνου, γύρω υγρασία
κι ο σύντροφός μου κουκουλωμένος όλο εβλαστήμα.
Σε μένα (ω θάμα!) χαμογελούσε η Αθανασία
κι άσε τους άλλους να προσκυνάνε, μούʼλεε, το χρήμα.

Κάποτʼ ερχόταν ο ήλιος πλάι μου στο παραθύρι
κι από την όψη μου έφευγε αμέσως όλη η χλωμάδα,
η άφωνη πίκρα πόχει το μούτρο του κακομοίρη•
δεν είχα τότε νου να κοιτάξω πώς παν τα γράδα.

Ο Αράπης ήταν κουλουριασμένος εκεί πιο πέρα
και μʼ ένα νόημα του αφεντικού του πετιόταν ίσια.
Στο δάσος πρέπει να τριγυρίζεις τέτοιαν ημέρα,
να κόβεις ρείκια και να μυρίζεις κρίνα βουνίσια.

Χίλια παιγνίδια μού έκανʼ ο σκύλος δίπλα στο ρέμα
(παράσταινʼ ο άθλιος του ιπποδρομίου τʼ ακράτητα άτια),
για να μου δώσει να καταλάβω πως ήταν ψέμα
τα όσα μου λέγαν οι εχτροί του τάχα για τα κομμάτια.

Καθώς επάαινα κάτου απʼ τα δέντρα με βήμα πλάνο
συχνά γυρνούσε μες στο μυαλό μου μια τέτοια ιδέα:
Δε φέρνʼ ο διάολος εδώ κανέναν Αμερικάνο,
μην του γλιστρήσει το πορτοφόλι –θαʼ ταν ωραία!

Όσο να ταʼ βρω, κουτσοπερνούσα, μʼ ελιά και σκόρδο
(καλύτερα έτσι παρά να τρέχω σε πόρτα ξένη).
Μα δεν πειράζει, θα συγκινήσω κανένα λόρδο,
μόλις θα μάθουν τι έχω γραμμένα στην οικουμένη.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής Ο γρίφος (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του

Από τα ανέκδοτα ποιήματα της περιόδου 1928 – 1942

Της εξοχής

Μπορεί να τα στερώ από τίποτα αλεπούδες
αλλά μου αρέσουνε τα κούμαρα πολύ
και σκύβοντας μαζώνω σύριζα στις φλούδες
που σκάσαν από τον κορμό τον κανελή.

Μόνο ζουλάπια εδώ τρυπώνουν ή πουλάκι
που τουʼ λειψε η καλοκαιριάτικη τροφή.
Πήρε να βρέχει τώρα, δρόσισε λιγάκι
– το ζώδιο άλλαξε, που λένε κι οι σοφοί.

Χωρίς να με σκοτίζει εμένα για το γένι
που το ʼευχαριστώ αφήσει μια βδομάδα, τριγυρνώ
στην εξοχή μου πάλι την αγαπημένη
με το μαβί κατά το σούρουπο βουνό.

Τι να ζηλέψω απʼ τις σπουδαίες μεγαλοπόλεις
όπου πληρώνεις αρμυρά το καθετί;
Δεν ήμουν έμπορας εκεί ούτε καπνοπώλης
με τον αέρα ζούσα, τύπος ποιητή.

Από τον πρώτο τόμο των Απάντων του, όπου περιλαμβάνεται στην ενότητα Ανέκδοτα ποιήματα 1928-1942

Ποιήματα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά μετά τον πόλεμο

Προσωπική καταγγελία

Σιχάθηκα όσους έμαθαν να χάφτουν με τα δυο
και γράφουν με τα πόδια,
γιʼ αυτό γυρνάω μʼ αδύναμο κάκιωμα αθώων παιδιώ
διαμαρτυρία πλανόδια.

Αφού δεν έχω να τρυγάω κι εγώ από τα δικά
μου, πότε θα γλυτώσω,
Θε μου, από τα τυπογραφεία και τα περιοδικά,
που τα ʼθελα όμως τόσο;

Αχ, μʼ έχει πιάσει η μέγκενη του κακοπληρωτή
με τη βαριά σακούλα:
να ποιοι, χωρίς να φαίνονται, σταυρώνουν τον ποιητή
που λέτε εσείς Κοτζιούλα.

Ανθρωπομάζωμα

Σαν εκείνους τους σκασμένους που γενήκαν άρατοι,
κι άλλοι τους, θροφή των όρνιων, μείναν στις λακκούβες
μάς σηκώσαν απʼ το στρώμα νύχτα οι τρισκατάρατοι
και μας σάκιασαν οι μπόηδες τσούρμο μέσʼ στις κλούβες.

Άιντε μωρέ παιδιά δεν είναι τίποτα
ποιος θα σκιαχτεί από μας μούτρα ξετσίπωτα!

Δίχως φταίξη, δίχως κρίση (βρε τους αλειτούργητους!)
μέσʼ στις φυλακές μας ρίχνουν και στα ξερονήσια,
καταπώς τούς ορμηνεύουν οι τρανοί οι κακούργοι τους
που κοπιάσαν στην Ελλάδα φορτωμένοι αλύσια.

Μωρʼ ξένα αφεντικά πότε μας άρεσαν;
Όσοι άπλωσαν εδώ μας εμαγάρισαν.

Έρχεται καιρός, αδέρφια, κι όλοι τον ξανοίγουνε
που στην άφοβη γροθιά μας μπρος, την οργισμένη
κι οι αλλόφερτοι ένας-ένας παν καπνός –θα φύγουνε–
κι ούτε για σπορά δικός μας τύραννος δε μένει.

Μʼ ανασυρμένα, βάι, μαχαιροθήκαρα
τραβάμε το χορό πρωτοπαλήκαρα!

Επανάσταση

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τʼ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θα ʼβγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στʼ απόμερα χωριά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κι απʼ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μʼ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου του ʼχατε χαλκά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτʼ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξανε να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θα ʼστε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούτσος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσʼ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απʼ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απʼ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετʼ ο καθένας, να φλομώνεται μʼ αυτά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Παίρνατʼ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απʼ αυτές που το ʼχουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζʼ η εξουσία και γιʼ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξʼ ο καιρός.

Το μαστορόπουλο

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.

Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».

Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.

Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ʼναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.

Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938) και στη συνέχεια στον πρώτο τόμο των Απάντων του.

Κοντός ψαλμός

Ήμουνα μικρό παιδάκι
μʼ έλεε ο πατέρας Γάκη
και με βλέπαν τοσοδούλη
στο σκολειό με το τσατσούλι.

Μη ζηλεύοντας τη χάρη
του τσοπάνου του εξοχάρη,
γράμματα ήθελα να μάθω
να μην κάνω ούτʼ ένα λάθο.

Πήγα στα Κατσανοχώρια
να ʼμαι απʼ τους δικούς μου χώρια
και της Άρτας το γιοφύρι
μʼ είχε χρόνια μουσαφίρη.

Το παιδί της Πλατανούσας
(χωριατόπουλα, το νου σας!)
γράμματα ήθελε να μάθει
και κατάντησε στη Βάθη.

Μη ρωτάτε παρακάτου
ποια ήταν τα καλά υστερνά του.
Για σπουδάματα όποιος τρέχει
διάφορο τη φτώχεια του έχει.

(1948)

Το ποίημα αυτό μπήκε «Σαν επίλογος» στη συλλογή αφηγημάτων «Από μικρός στα γράμματα» που δημοσίευσε ο Κοτζιούλας σε συνέχειες στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία, και στη συνέχεια στη συλλογή «Ηπειρώτικα» που τύπωσε ο Κοτζιούλας το 1953.

Πηγή: https://www.poiein.gr/

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Γιοσέφ Ελιγιά - Κιλκίς



Στη μακάρια σκιά του ποιητή της Πρέβεζας




Αχ πόσο οδυνηρό και πόσο απαίσιο

Σ’ ένα στενό, τραγικό πλαίσιο

Η ζωή σου να λιμνάζει οκνή

Η ανία το θρήνο ν’ αρχινάει.

Και σβούρα να στριφογυρνάει

Στον ίδιο άξονα η ψυχή.

Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη


Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη

Να σβύνουν σα μουντός καπνός


Πουρνό – βραδύ, στην πονεμένη

Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνει

Ο μολυβένιος ουρανός.

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Τέλλος Άγρας -Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες

Ο Καρυωτάκης ἀπ ̓ ὅλ ̓ αὐτὰ ἔλειπεν. Αμέτοχος ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἐργασία του ἄγνώστη. Αὐτὸς ἐρχόταν, μόνος του, ἀπ ̓ ἀλλοῦ. Ἐρχόταν αργά, από δρόμο δικό του.
Κι' ἔξαφνα, στα 1927, μὲ τὴν τρίτη και τελευταία του ποιητικὴ συλλογή, Ελεγεῖα καὶ Σάτιρες, μᾶς ἐξεπέρασαν ἀμέσως ὅλους ! Ἔγινεν ἀμέσως maitre. Απέκτησε καλοὺς μαθητὰς καὶ κακοὺς μιμητάς.
Τὸν ἐγνώρισα τέλος καὶ προσωπικά. Τὸν ἐγνώρισα σ ̓ ἕνα λαμπρό - τουλάχιστον τότε - καί, ὑπηρεσιακῶς, σχεδόν ἀνεξάρτητο, Παράρτημα τοῦ Ὑπουργείου τῆς Προνοίας στὴν ὁδὸ Κοραή, μέσα σ' εὐρύχωρο κι' ἀξιοπρεπέστατο γραφεῖο, μὲ χαλιά, μὲ καλο- ριφέρ, μὲ καινούργια ἔπιπλα, μὲ πέτσινες πολυθρόνες - κ ̓ ἐκεῖνος μόλις είχε γυρίσει ἀπὸ τὴ χειμωνιάτικη Βιέννη, ἄψογα ντυμένος ὅπως πάντα, ἄλλως τε —, ὑπάλληλος μὲ πολὺ καλὴ θέση, πρόθυμος καὶ περιποιητικός, τουλάχιστον στὸ φαινόμενο, ὁμιλητικὸς καὶ συνετός. Ήταν μᾶλλον κοντόσωμος, τοῦ ἔλειπε κάποιος αέρας, κάποια ἄνεσις· τὰ μάτια του έπαιζαν, ἀνήσυχα καὶ ἄστατα. Τὸ στόμα καὶ τὸ πηγοῦνι ἦσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μὰ κατὰ τὰ λοιπά, τίποτε δὲν ἔδειχνε τὸ ἰδιόρρυθμο ἢ τὸ ἀποκαλυπτικό. Ὅσο γιὰ τὴν ὁμιλία του, ἦταν ἀπὸ τὶς λίγες τίμιες, στρωτές ὁμιλίες : ἀνεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική – καὶ ἁπλῆ. Τὸ γέλοιο του, μόνον αὐτὸ δὲν ἦταν τόσον ἁπλό. Ὁ Καρυωτάκης γελοῦσε, συχνά, δηλαδὴ μᾶλ λον χαμογελούσε συχνά μὰ — παράξενο πράγμα! ἀκριβῶς τὸ χαμόγελό του ἦταν τὸ μόνο ποὺ φανέρωνε ὅλη του την πικρία! Χαμογελοῦσε, μπορεῖ νὰ πῆ κανείς, μόνο μὲ τὸ μισό πρόσωπο. Τὸ ἄλλο μισὸ ἔμενε ὅπως καὶ πρίν. Κ' ἔτσι, ἡ φυσιογνωμία του γινόταν ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Καὶ κατέβαζεν ἀμέσως τὰ μάτια κάτω, σὰ νἄκανε ἁμαρτία. Ως τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ὀλίγες φορὲς εἴχαμε ξανασυ ναντηθῆ, τις περισσότερες στὴν ὁδὸ Σταδίου. Ὁ Καρυωτάκης, ὁ ἴδιος πάντα. Φοροῦσε τάχα τὴν προσωπίδα του κοινωνικοῦ ἀνθρώπου ; Μὲ ἀνεχόταν ; Ἴσως. Αφ ̓ ὅτου διάβασα τὶς Ελεγείες καὶ Σάτιρες,αυτό πιστεύω.
Τὴν ποιητικήν του τέχνη τοῦ ἐδίδαξαν κυρίως οἱ ξένοι· οἱ γάλλοι πρῶτα, οἱ ποιηταὶ τῆς ̓Αναγεννήσεως, οἱ προκλασικοί, ἀπὸ τὸν François Villon ὣς τὸν Mathurin Regnier, ἔπειτα οἱ μεταρρωμαντικοί, οἱ συμβολισταί, ἀπὸ τὸν Jules Laforgue ἕως τὸν Laurent Tailhade, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξυπνότατη, φαίνεται, σατιρικὴ ποίησις μένει ἐντελῶς ἄγνωστη στην Ελλάδα. ̓Απὸ τὶς πολυαριθμότατες μεταφράσεις που περιέχουν τὰ βιβλία του, κ ̓ οἱ ὁποῖες ἄλλως τε εἶναι ἀπὸ τὶς ἄριστες ἑλληνικὲς μεταφράσεις, μεταφράσεις δημιουργικές, φαίνεται πόσον ὁ Καρυωτάκης ἐντρυφοῦσε στοὺς ξένους ποιητὰς καὶ πόσο τοὺς ἀφωμοίωνε. Ὅταν ὅμως ἠθέλησε νὰ ἐκφρασθῆ κι ̓ ὁ ἴδιος, τότε ἐπῆρε, βέβαια, στοιχεῖα κι ̓ ἀπὸ τοὺς δικούς μας. Από ἐκείνους τοὺς δικούς μας, οἱ ὁποῖοι - μερικά τουλάχιστον, ὄχι βέβαια γενικά - εἶχαν προηγηθῆ στο δρόμο τον δικό του.
Παρεμβάλλω μια μετάφρασή του :
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! (Andre - Spire)
Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;
Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.
Καταλαβαίνεις;
Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες...
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,
ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.
Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,
καταλαβαίνεις;
Ποιὸ εἶναι τὸ συναίσθημα ποὺ περιμένει τὸν ἄνθρωπο, ἂν ἐξα- κολουθήση νὰ ζῆ καὶ δὲν συντριβῆ, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση τὴν πλέον ὁριστική ; - Ἡ Σάτιρα. Ποιὸ εἶναι τὸ θέμα, ὅπου θὰ στραφῆ ὁ ποιητής, ἂν ἐξακολουθήση νὰ γράφη κι ̓ ὕστερα ἀπὸ τὰ σπαρακτικώτερα ἐλεγεῖα ; Η Σάτιρα. «Ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦνε στη Ρώμη». Ὅλοι οἱ δρόμοι ὡδήγησαν τὸν Καρυωτάκη στη Σάτιρα.
Εν πρώτοις, η μετρική του εἶναι ποικιλώτατη. Ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρό, ἐπεριμάζεψε τους στίχους του ἀπὸ τὰ μάκρη καὶ τὴ μονοτονία τῶν δεκαπεντασυλλάβων, καὶ τοὺς ἔφερε μέσα σὲ σχήματα πιο σφιχτά, πιὸ πλαστικά κι ̓ ἁρμονικά, ποὺ εἶχαν ἀχρη- στευθῆ καὶ λησμονηθῆ ἀπὸ πενήντα χρόνια τουλάχιστον. Αλη θινά, κάποια μικρή στιχουργική Αναγέννηση ἐπήγασεν ἀπὸ τὸν Καρυωτάκη γιὰ τοὺς νεωτέρους του, κ ̓ ἴσως καὶ γιὰ μερικούς παλαιοτέρους του... Ο στίχος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποικιλία του, παίρνει στα χέρια τοῦ Καρυωτάκη νεύρα κ' ευρωστία, πατά στερεά, στερεώτερα τελειώνει. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό του! Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀφήνει, στὸ τέλος—ὅπως κι ̓ ὁ στῖχος τοῦ Καβάφη !—μιὰν αἴσθηση συμμετρίας!
ΥΠΟΘΗΚΑΙ
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ πονῆς,
μποροῦνε μὲ χίλιους τρόπους.
Ρίξε τ ̓ ὅπλο καὶ σωριάσου πρηνής,
ὅταν ἀκούσης ἀνθρώπους!
Ὅταν ἀκούσης ποδοβολητὰ λύκων,
ὁ Θεὸς μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου μὲ μάτια κλειστὰ
καὶ κράτησε τὴν πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στὸν πλατύ κόσμο μιὰ θέση.
Οταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν τὸ κακό,
τοῦ δίνουν ὄψη ν' ἀρέση.
Του δίνουν λόγια χρυσᾶ,
ποὺ νικοῦν μὲ τὴν πειθώ, μὲ τὸ ψέμα.
ὅταν ἄνθρωποι διαφιλονεικοῦν
τὴ σάρκα σου καὶ τὸ αἷμα.
Ὅταν ἔχεις μιὰ παιδικὴ καρδιὰ
καὶ δὲν ἔχεις ἕνα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Ασε τὰ γύναια καὶ τὸ μαστρωπό
λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα.
Σὲ βάραθρο πέφτοντας αγριωπὸ
κράτησε σκήπτρο καὶ λύρα.
Ελεγεῖα καὶ Σάτιρες.

κείμενο δημοσιευμένο στα 1935 στο περ. Νέα Γράμματα

Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Φώτος Γιοφύλλης - Καρυωτάκης


Θυμάσαι που ζητούσες για ν' αντλήσεις
ποίηση από κότα μαδημένη;
Και πίστεψες πως μπόριες να φυσήξεις
δροσούλα σε μια ζήση ξεραμένη;
Απ' όλα γύρω σου απομένει
το φαρμάκι που ζήταες να το χύσεις
σε στίχους - κ' ήσαν τόσο πικραμένοι!
Μα ήταν γραμμένο πια και ν' απαυδήσεις.
Δύστυχε πώς βουτούσες στα βαθιά μας
κ' ήξερες να ξεσκίζεις με χαρά
τα σπλάχνα μας, ν' ανοίγεις την καρδιά μας
μόνο με χαμογέλια σουβλερά!
Μα στράγγιξες στο τέλος στον αγέρα
και λυτρωτής σου στάθηκε μια σφαίρα!
Θανάσης Θ. Νιάρχος, Ποιητές για ποιητές, Καστανιώτης 2002.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη