Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπατσώνης Τάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπατσώνης Τάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Τάκης Παπατσώνης - Κατάνυξις Μεγάλης Παρασκευής

Η Παναγία με τη ρομφαία στα σωθικά εθρήνει

και τάβλεπε όλα σκοτεινά από την πικρήν οδύνη.


Που ο Άγγελός της στις φωτιές παράδερνεν, ο Γιος της,

των παρανόμων ταπεινός και πράος και γλυκός Σώστης.


Και εμείς, οι ευγενικοί θνητοί, φριχτά ας ταπεινωθούμε

με το φαρμάκι της Νηστείας και τέφραν ας λουσθούμε.


Και η θλίψη μας, μακριά από κάθε γήινα ζιζάνια,

ας υψωθεί ως κερί λιγνό, χλωμό, προς τη μετάνοια.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Τάκης Παπατσώνης - Η Εθνεγερσία


Δεν πρόκειται για τη Δόξα,
αυτή οπωσδήποτε έχει καταμερισθεί.
δεν πρόκειται ούτε για τη Μέρα,
γιατί συχνά κι’ αυτή αμφισβητείται.
δεν πρόκειται για τον τόπο,
γιατί πολλοί τόποι ερίζουσιν.

Αλλ’ ακέραιο μένει κι’ αδιαίρετο
το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων
(κι’ ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)
κι’ η πρόοδός τους με ζήλο πανηγυριού
για το Μαρτύριο το θελημένο του πληρώματος.

Οργώθηκε η Πατρίδα για τη λύτρωσή της
και σπάρθηκε από Άγγελο επιτήδειο.
Θολές ήταν οι μέρες, βροχερές
πλουτίζανε ποτιστικά τη γης
κι’ όλη η λαμπράδα έφεγγε κρυμμένη
με τις μπαρούτες έτοιμες να σκάσουν.

Ήταν η ώρα δειλινού, κι’ αποσπερίς
ψαλθήκανε οι ουράνιοι παιάνες.

Όσο κι’ αν έδειχνε ο χειμώνας
πώς δε θα φύγει, απ’ όπου ευρέθη,
μεγάλη κίνηση είχε ο ουρανός
και τα φτερά τα εαρινά
πολύ δουλέψαν.

Ο άπιστος κι’ ο αγριωπός δεν είχε θέση
σε μιαν Ελλάδα που αφιερώθηκε στο Θεό της
απόκομμα ασημένιο κολλημένο
στο εικόνισμα το πολυφιλημένο.

Ήρθε στιγμή που ομοιώθηκε η Ελλάδα
με Παναγία κι’ είπε πάλι Εκείνη
το Ιδού, η δούλη κι’ εγώ του Κυρίου.

Κοινολογείτο από παντού ο θείος ο λόγος
στα φανερά: Εγγύς το Πάσχα, ετοιμασθείτε.

Κι’ ήρθε το Πάσχα τω όντι,
αφού του προηγήθη
ο Μυστικός ο Δείπνος
του Μεσολογγιού.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Τ. Κ. Παπατσώνης - Μύθος

Ρίγη δροσιάς διαδράμανε, τι λέω, εν μέρει ψύχους

την Λεύκα της νυκτός· μεταδοθήκαν

σε βάθη της ψυχής μας τα ίδια θροΐσματα·

συμμελωδήσαμε Ώρες της συλλογής,

ξεφεύγοντας του ύπνου της αρνήσεως. Θάμπη Σελήνης

πλήρους, μεσουράνιας, φωτίσαν Λεύκα της νυκτός. Η φωτεινή

Συγγνώμη, πουλάκι νέο του κελαηδήματος,

προσπέταξε, ήρθε και κατώκησε τα δαιδαλώδη

φυλλώματα του Ανθρώπου. Το λοιπόν, ω Νύχτα,

Νύχτα γαληνότατη· ω μεταξύ των άλλων θαυμασία

Νύχτα, που προσδοκώσουν, και δεν έφθανες, και ιδού σε,

διάρκεσε τώρα μήκη των ωρών· μην ανακόπτεις

την Ισορρόπηση που επλάσθη των Στοιχείων,

και άνευ αυτής το Χάος.

(Εκλογή, Β΄, Ίκαρος, Αθήνα 1962)

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Τάκης Παπατσώνης - Πόρος

 Ζεύξη του ποταμού, διάβαση των ανθρώπων,

εναλλαγή μεγάλη απ’ όχθη σε άλλην όχθη,

άγνωστο πια αν ξανάρθει στιγμή επιστροφής·

πώς όλα παραλλάζουν απέναντι, οι φυτείες,

ακόμη και το κλίμα, όλη η σκηνοθεσία

της φύσεως είναι άλλη· και η ζωή μας με το διάβα

του πόρου γίνεται άλλη· έρχεται ο χωρισμός

τραχύς, ενώ η πηγή του φαίνετο σύμπτωμα να ήτο,

μακράν της συνεπείας· αρχίζει πια η σκέψη

της ζωής προ της Εξόδου να λάμπει ως Παρελθόν,

με όλα των αναμνήσεων τα περιστατικά

και λεληθότως, όλα του αναποφεύκτου Τέλους,

μιανής εννοίας γήινης: την μάχεται του Όντος

η έξαρση δικαίως, αλλά να, που δεσμία

συμφύρεται μαζί της. Τούτων ούτως εχόντων,

πώς να μην κυνηγάς τη λύτρωση διαβαίνοντας

ματαίως τους ποταμούς;


(Εκλογή Β΄, 1962)

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Τα Χριστούγεννα των δακρύων

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μαυρίλα πόπεφτε απ’ τα ύψη
άπλωσε γύρω γύρω θλίψη.
Χαρούμενον, με κύκλωνε όμως
ο μεταφυσικός ο τρόμος,
και λίγο λίγο, λίγο λίγο,
ευρύτατο ένα χάος ξανοίγω,
που ούτε να βλέπω ή να θυμούμαι
ή να ονειρεύομαι ως κοιμούμαι
δεν θέλω πλέον, τόσο μου δίδει
φαρμάκι το ανοιχτίρμον φίδι
του Μέλλοντος, που μαρτυριέται
στο σκότος, που ως αστράφτει σβηέται.

«Μάταια χαράς ζητάς πηγάδι,
όαση μικρή σε άπειρον Άδη
που περιφέρνεσαι, Άδη αμμώδη,
που κάθε βήμα και το πόδι
βουλιάζει πιότερο ώς το γόνα
φέρνοντας κούρασες γι’ αρρεβώνα
του Μέλλοντος που σ’ απαντέχει,
όταν το σώμα δεν αντέχει.
Λίγης βροχής η οπτασία,
δυο τρεις σταγόνες ευλογία,
καινούργιο Βάφτισμα θα σου ήτο,
ελπίδες χίλιες θα σου διηγείτο.
Αλλ’ ενού Ήλιου η περιφορά,
διαρκής, ξεραίνει τη χαρά».

Τί κι’ αν το Βρέφος εγεννήθη
απόψε, ο Θεός μέσα στα πλήθη,
κι’ ο ουρανός αναγαλλιάζει
με μελωδίες αγγελικές·
της Βηθλεέμ τί κι’ αν γιορτάζει
μιαν ερημιά με τ’ άλογά της,
τις στάνες, τα βόδια, τ’ αρνιά της
και τις ποιμενικές χαρές;
Για μένα στήθηκε προχείρως
«Τόπος Κρανίου». Ένας γύρος
σταυροί με ζώσανε, να εκλέξω
τον πιο αλαφρό και νάβγω έξω,
να με κρεμάσουν Ιουδαίες
άνομες, οι Έγνοιες φρικαλέες.

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μου προείπε πώς θα με δροσίσει
μονάχα των δακρύων η βρύση:
στη μοναξιά θαρθούν, θα τρέχουν,
το πρόσωπο να περιβρέχουν
με την παθητικιά λαχτάρα
της Αγάπης. Με τη λαχτάρα
τη μητρική που φλέγει τη όλη
η συγκλόνιση, η πολλή συμπόνια
και δείχνει ολόανθο το περβόλι
της παρηγόριας, με πλεγμένα κλώνια
ελπίδας, πίστης και λατρείας,
τους τρεις κισσούς μονώσεως αιωνίας.

Μου είπεν η Σίβυλλα, «Συλλογίσου
το ποτάμι που ρέει του Παραδείσου
με φλοίσβο εωθινό. Σκέψου το αηδόνι,
να κελαηδά παθητικά τη μόνη
γοητεία, πρωί πρωί, που δίνει
η Αυγή με τη σιγή και τη γαλήνη.
Το Φεγγάρι, που χλωμαίνει, που χλωμαίνει,
αλλά, με όλον τον Ήλιο, παραμένει
και φαίνεται σαν νέφος. Το αεράκι,
που σκορπίζει της αχλύος τα ράκη.
Το ποταμόπλοιο τέλος με τριπλοανοιχτά
τα ολόλευκα λαμπρά πανιά,
που, σιγανό αλλ’ ασφαλές, δεν παύει
να πλέει προς σένα, να σε παραλάβει».

Πηγή:
Εκλογή Β´, 1962

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Τάκης Παπατσώνης -Κατά την γέννησιν του Κυρίου

 Ποιμένας ταπεινότατος, και όχι αυλητρίδα εταίρα,

και θεάρεστη και συνετή κάμνω του αυλού μου χρήση•

αλλά έπαψεν απόψε πια η γαλήνη των προβάτων

νάναι ο σκοπός της γλυκερής μου εσπερινής λατρείας,

και ούτε η πομπή του Ωρίωνα, ούτε η όψη της Κασσιόπης

δεν μούθηκαν παραμικρή διανόηση στ’ όραμά μου.

Μ’ ελκύει το κάτι Απώτερο, που παιδεμός ναν τόβρω,

αλλά, και χάρη περισσή το στέφει, ώστε να λέω,

«Ας μου χαθούν κι ένα και δυο από τα βοσκήματά μου,

και ας πλανηθούν δυσεύρετα στο σκότος της Σελήνης,

και ας κράζουσι τα υπόλοιπα σαν Αστραπές της Νύχτας,

αλλά είναι Αλλόκοτον εμένα η προσμονή μου:

δεν περιμένω να ορθωθεί το Εωθινό Φεγγάρι,

ούτε του τάδε, ούτε του δείνα Αστερισμού το αχνάρι.

Δεν περιμένω την οσμή καμιάς σπανίας βοτάνης,

αλλά το Υπερουράνιο, που, Θεέ μου, θα με ράνεις,

και θα φανώ Ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,

που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.

Παρ’ όλα τα τρισκόταδα, λαμπρά το παν διακρίνω,

ώστε και θέλοντας, και μη, κάτι να μεγαλύνω.

Η γενική αναστάτωση των υπεργείων Ταγμάτων,

έκαμε μέτοχο κι εμέ, κι οι αχτίνες των ομμάτων

φθάνουν αυτού, που πριν λαμπροί οι ταχτικοί αστέρες

με φέρναν σε υπολογισμούς για Έτη, Μήνες, Ημέρες.

Φόβος, ούτε καν φαίνεται, και χαρά με συνέχει

και βλέπω Ήλιους νυχτερινούς, κι η Ιδέα μου όλο τρέχει.

Εορτάζω. Μα είμαι πάνσοφος Ποιμένας, για τρελάθη

ο λογισμός μου, ώστε να ιδώ παρόμοια ένδοξα λάθη;»


1915


[Από την Εκλογή Α΄.]

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Τάκης Παπατσὠνης - Θεότητα του καλοκαιριού (στίχοι 1-6)


Όνειρα, πια, σκιά μου,

που σου φοβίζαν τις νύχτες

δεν θα ξαναρθούν, οι νύχτες

μικρύναν κι αλαφρώσαν, κι εμείς,

δεν το αισθάνθηκες ακόμη; ―γινήκαμε

οι ήρωες ενός καλού μεγάλου Ονείρου.


Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 19.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Τάκης Παπατσώνης -«Εκλογή Β΄»

 


Η εθνεγερσία


Δεν πρόκειται για τη Δόξα,

αυτή οπωσδήποτε έχει καταμερισθεί˙

δεν πρόκειται ούτε για τη Μέρα,

γιατί συχνά κι’ αυτή αμφισβητείται˙

δεν πρόκειται για τον τόπο,

γιατί πολλοί τόποι ερίζουσιν.


Αλλ’ ακέραιο μένει κι’ αδιαίρετο

το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων

(κι’ ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)

κι' η πρόοδό τους με ζήλο πανηγυριού

για το Μαρτύριο το θελημένο του πληρώματος.


Οργώθηκε η Πατρίδα για τη λύτρωσή της

και σπάρθηκε από Άγγελο επιτήδειο.

Θολές ήταν οι μέρες, βροχερές

πλουτίζανε ποτιστικά τη γης

κι’ όλη η λαμπράδα έφεγγε κρυμμένη

με τις μπαρούτες έτοιμες να σκάσουν.


Ήταν η ώρα δειλινού, κι’ αποσπερίς

ψαλθήκανε οι ουράνιοι παιάνες.


Όσο κι’ αν έδειχνε ο χειμώνας

πως δε θα φύγει, απ’ όπου ευρέθη,

μεγάλη κίνηση είχε ο ουρανός

και τα φτερά τα εαρινά

πολύ δουλέψαν.


Ο άπιστος κι’ ο αγριωπός δεν είχε θέση

σε μιαν Ελλάδα που αφιερώθηκε στο Θεό της

απόκομμα ασημένιο κολλημένο

στο εικόνισμα το πολυφιλημένο.


Ήρθε στιγμή που ομοιώθηκε η Ελλάδα

με Παναγία κι’ είπε πάλι Εκείνη

το Ιδού, η δούλη κι’ εγώ του Κυρίου.


Κοινολογείτο από παντού ο θείος ο λόγος

στα φανερά: Εγγύς το Πάσχα, ετοιμασθείτε.


Κι’ ήρθε το Πάσχα τω όντι,

αφού του προηγήθη

ο Μυστικός ο Δείπνος

του Μεσολογγιού.


***

Τα Χριστούγεννα των δακρύων


Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,

μου προείπε τί μου είναι γραφτά.

Μαυρίλα πόπεφτε απ’ τα ύψη

άπλωσε γύρω γύρω θλίψη.

Χαρούμενον, με κύκλωνε όμως

ο μεταφυσικός ο τρόμος,

και λίγο λίγο, λίγο λίγο,

ευρύτατο ένα χάος ξανοίγω,

που ούτε να βλέπω ή να θυμούμαι

ή να ονειρεύομαι ως κοιμούμαι

δεν θέλω πλέον, τόσο μου δίδει

φαρμάκι το ανοιχτίρμον φίδι

του Μέλλοντος, που μαρτυριέται

στο σκότος, που ως αστράφτει σβηέται.


«Μάταια χαράς ζητάς πηγάδι,

όαση μικρή σε άπειρον Άδη

που περιφέρνεσαι, Άδη αμμώδη,

που κάθε βήμα και το πόδι

βουλιάζει πιότερο ώς το γόνα

φέρνοντας κούρασες γι’ αρρεβώνα

του Μέλλοντος που σ’ απαντέχει,

όταν το σώμα δεν αντέχει.

Λίγης βροχής η οπτασία,

δυο τρεις σταγόνες ευλογία,

καινούργιο Βάφτισμα θα σου ήτο,

ελπίδες χίλιες θα σου διηγείτο.

Αλλ’ ενού Ήλιου η περιφορά,

διαρκής, ξεραίνει τη χαρά».


Τί κι’ αν το Βρέφος εγεννήθη

απόψε, ο Θεός μέσα στα πλήθη,

κι’ ο ουρανός αναγαλλιάζει

με μελωδίες αγγελικές·

της Βηθλεέμ τί κι’ αν γιορτάζει

μιαν ερημιά με τ’ άλογά της,

τις στάνες, τα βόδια, τ’ αρνιά της

και τις ποιμενικές χαρές;

Για μένα στήθηκε προχείρως

«Τόπος Κρανίου». Ένας γύρος

σταυροί με ζώσανε, να εκλέξω

τον πιο αλαφρό και νάβγω έξω,

να με κρεμάσουν Ιουδαίες

άνομες, οι Έγνοιες φρικαλέες.


Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,

μου προείπε τί μου είναι γραφτά.

Μου προείπε πώς θα με δροσίσει

μονάχα των δακρύων η βρύση:

στη μοναξιά θαρθούν, θα τρέχουν,

το πρόσωπο να περιβρέχουν

με την παθητικιά λαχτάρα

της Αγάπης. Με τη λαχτάρα

τη μητρική που φλέγει τη όλη

η συγκλόνιση, η πολλή συμπόνια

και δείχνει ολόανθο το περβόλι

της παρηγόριας, με πλεγμένα κλώνια

ελπίδας, πίστης και λατρείας,

τους τρεις κισσούς μονώσεως αιωνίας.


Μου είπεν η Σίβυλλα, «Συλλογίσου

το ποτάμι που ρέει του Παραδείσου

με φλοίσβο εωθινό. Σκέψου το αηδόνι,

να κελαηδά παθητικά τη μόνη

γοητεία, πρωί πρωί, που δίνει

η Αυγή με τη σιγή και τη γαλήνη.

Το Φεγγάρι, που χλωμαίνει, που χλωμαίνει,

αλλά, με όλον τον Ήλιο, παραμένει

και φαίνεται σαν νέφος. Το αεράκι,

που σκορπίζει της αχλύος τα ράκη.

Το ποταμόπλοιο τέλος με τριπλοανοιχτά

τα ολόλευκα λαμπρά πανιά,

που, σιγανό αλλ’ ασφαλές, δεν παύει

να πλέει προς σένα, να σε παραλάβει».



***


Τα φίδια 


Οι πλούσιες των παραποταμίων των λιβαδιών φυτείες

μολύνονται από τα φαρμακερά, τα αισχρά τα φίδια:

τα ωραία καλάμια, θρυλικά της δροσιάς των οχτών τα στολίδια,

χάμου, των πλατανιών τα πηχτά φύλλα, — εστίες

όλα γινήκανε στις όχεντρες, που είναι Αμαρτίες

παλιές, βαρειές, τιμωρημένες:  — «Σεις την ίδια

τη Γη, που σας εγέννα, να την τρώτε! Και τις θείες

εκστάσεις τ’ ουρανού να στερηθείτε, ω αισχρά φίδια!»

είπεν ο Θεός.

                            — Μα κι’ από σένα, ω Γόητα, κι’ απ’ το κορμί σου

το αγαλματένιο, Έφηβε μάγε, το μουντό σαν γάλα,

με τις απόπνοιες μόσχου αγνού βουνίσιου,

κι’ από τα μάτια σου τα ερωτικά και τα μεγάλα,

κι’ από τα μελιστάλαχτα τα χείλια,

πετιέται βάρβαρη όχεντρα και με δαγκώνει, η Ζήλεια.


***


Σοφία


Εφθάσαμε έτσι λίγο λίγο στη γυμνότητα,

ένα ένα αποδοθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,

τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά τών γοητειών,

και μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι από πριν,

κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,

όμως, μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι

είδαμεν, ότι χους εσμέν. Άθλιας επίγνωση

σοφίας. Ένδεια σημερινή. Βραδύνοια της χθες.

Δουλειά μας τώρα να την αναγάγομε σε θρίαμβο.



Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Η εξαγγελόμενη


Όλα σου τα παρέχει πριν
της τα διατυπώσεις καν
τόση είναι η πολλή της δαψίλεια
και τεντώνεται μέσα σου
η συνισταμένη
των πιο πολυσύνθετων ευδαιμονιών
ένα μονάχα ακροτελεύτιο
μένει στο χάος του γκρεμού
ερώτημα αν ποτέ φύγει
αν ποτέ στον ίλιγγο της η σφεντόνα
στροβιλιστεί τόσο που ν' αποσπάσει
από το αστρικό μας σύστημα
το διαπυρωμένο τούτο αντίβαρο του ήλιου.

Ursa minor

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Καινούργιο φεγγάρι


Έφτασε σήμερα ο ταχυδρόμος στη χώρα,
φτάσαν μαντάτα καθώς λένε με τo τσουβάλι,
τα περιμέναμε πώς και τί, κουβαριασμένες
γνώμες, οι γριούλες κάπου πέρα οι πολύπειρες
με τη στυγνή τους την απάθεια τις κουβαριάσαν,
μας έρχονται, και φουντώνει φωτιά το πάθος,
απλώνει η επιθυμία και καταλύεται η υπομονή:
να σμίξουμε, ας είναι κι από μια κλωστή,
με ό,τι δικό μας τάχθηκε να μένει στα ξένα.
Τόσον καιρό προσμέναμε τόσον καιρό
δουλεύοντας αποκοιμίζαμε την προσμονή,
το περιβόλι, τα δίχτυα, τα κατάρτια,
τα ψαρικά, οι αρματωσιές, τα καραβόπανα.
Μα ακάλεστο ερχόταν τ’ όνειρο και μάς τσιμπούσε
κι’ αλαφιαζόμαστε μέσα στη νύχτα,
πετάγαμε παπλώματα και σεντόνια,
μας υψωνόταν μέγα αστέρι,
φόβος και τρόμος προς τα ξημερώματα.

Χτες βράδυ, τίποτε δε μας ξύπνησε,
μιαν αλαφριά νοτιά μας χάιδευε αποβραδίς,
μας έκλεισε τα βλέφαρα, ως το πρωί,
κι’ ως τόσο, δίχως προετοιμασία καμιά,
έφτασε ο ταχυδρόμος, φτερωτός
τραγουδιστά, σαν κύματα
σίμωσαν τα μαντάτα,
και λένε,
ή εμείς θαρρούμε πώς λένε,
για τη χαρά που αγρίεψε τον ορίζοντα
κι’ όλη η μουντάδα του ξαμολιέται,
αναρριπίζοντας το πέλαγος, και τρέχει
προς τα εδώ, προς τα εμάς.

Με τέτοιους τρόπους έρχεται πάντα
το συντάραχο της χαράς.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Καμωμένος από πηλούς,

 Καμωμένος από πηλούς, από φθαρτές ουσίες

ο άνθρωπος, δεν έχει σταθερή ενατένιση, ούτε ομοιάζει

άνθρωπος προς άνθρωπο· σπουδαίες διαφορές τον κόσμο χωρίζουν.

Γι’ αυτό βλέπεις άλλον ν’ αρκείται στον κόσμο

που μοναχός του δημιουργεί, ενώ άλλος παρέκει

τα περιμένει έξωθεν όλα, είτε από τον πλησίον, είτε από τον ουρανό.

Πικρά λυπούμαι το αδύνατο τούτο μέρος των ανθρώπων.

Καμωμένοι δεν είναι όλοι να θαμπώνονται από κάθε στιγμή

της ημέρας ή της νύχτας, από κάθε δίπλα της δημιουργίας,

από κάθε αποσκίαση του βουνού, από κάθε τροπή του καιρού.

Γράφω για όσους δεν έχουν το κράτος να ξεδιαλύνουν

τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων.

Γι’ αυτούς απομένει το μέγα θέλγητρο της αναμονής.

Γι’ αυτούς απομένει ο λαμπρός Ήλιος της Επιούσης.

Κάθε νύχτα περιμένουν. Περιμένουν το μέλλον της Ημέρας,

τρέφουν την ελπίδα που θα τους κομίσει το μέγα Απρόοπτο,

την αψηλή φαντασία, τη νέα σπουδή, το βαθύ πάθος,

ό,τι κάνει να σπαράζουνε επί καλού τους ή κακού τους οι ψυχές.

Φθάνει να τους κομίσει κάτι ογκώδες νέο, ας είναι τραγικό,

ας είναι αγαθό, μόνο η φριχτή ηρεμία να μην είναι πια,

η πραϋντική, η ηρεμία της βλακείας και της ανοστιάς.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Εἰς ἦχον Ἀναστάσιμον


Πληροῦται ἡ ἀσματογράφος φωνή,
τώρα, ποὺ οἱ πρόσκαιροι ἴσκιοι ἀναλυθῆκαν
στὸ ἀπρόσιτο τὸ φῶς τῆς μιᾶς Αὐγῆς.
Μὴ δὰ οἱ νεκροὶ θὰ Σὲ παινεῦαν;
ζωντανοὶ τώρα ἐμεῖς θὰ Σὲ παινέψουμε.
Μὴ δὰ οἱ ψυχροί, ποὺ εἶχε στερέψει τὸ αἷμα τους;
Σὲ μᾶς λαχαίνει νὰ γευτοῦμε
τὴν εὐδοκία τοῦ Παντοκράτορα, εὐχὴ τῶν γηγενῶν.
Σὲ μᾶς λαχαίνει νὰ τονίζουμε
μὲ γεγονυῖα φωνὴ κι' ἀσματικὰ τὸ
«θάνατος φροῦδος ὤφθη», καὶ ποιὸς θὰ τόλεγε,
λίγες ὧρες πρωτύτερα, τότε ποὺ σχίζετο
τὸ Καταπέτασμα καὶ τὰ Ξαφτέρυγα συνοφρυοῦντο.
Ὄχι, δὲ φεύγουμε κι' ἐμεῖς, ἕνας ἕνας,
δὲ θὰ μαυρίσει ὁ κόσμος τοῦτος ὁλοτελῶς,
δὲ θ' ἀποτραβηχθοῦμε στοὺς Κυπαρισσῶνες.
Κρατώντας τὸ καλάμι του μὲ τὸ χουνὶ
καὶ τὸ σφουγγάρι, ἀπόκοσμη εἰκόνα
ἄγνωμου Λογχιστῆ τοῦ Γολγοθᾶ,
σβήνει ὁ Ἐκκλησιάρης ἕνα ἕνα,
ὕστερ' ἀπ' τὴν Ἀπόλυση τὰ κεριὰ τοῦ Βωμοῦ.
Ἐκεῖ ποὺ ἔλαμπες, Θεέ μου, καὶ χοροστάτεις,
σκοτάδια γίνονται. Κρυφὴ γωνιὰ
φωτίζει τώρα μονάχα τὴν πηγὴ τοῦ Ἐλέους
ἕνα καντῆλι, ἔσχατο χνάρι λατρείας,
κι' ὅ,τι κρατάει ἀπὸ τὸ εὐῶδες θυμίαμα.
Σφαλνᾶνε κι' οἱ πυλῶνες, μονάζει τὸ καμπαναριό.
Ὄχι ἔτσι ἐμεῖς: τοὺς νιοσκαμμένους τάφους
θὰ τοὺς ἀνοίγουν οἱ νεκροὶ γιὰ τοὺς νεκρούς τους,
ἄφετε τούτους θάπτειν, ὄχι ἐμεῖς,
«τὴν τῶν Ἑλλήνων νεκρὰν φωνὴν καταθάπτει
»ὅλος ὁ Δῆμος τῶν Ἀποστόλων, καθὼς θεολογεῖ».
Ἂς καταθάπτει, ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς.
Εἶπαν καὶ τοῦτο τὸ στενόκαρδο,
σὲ ὥρα ὑψηγορίας: «Ὁ Πέτρος ρητορεύει,
»ὁ Πλάτων κατεσίγησε• διδάσκει Παῦλος,
»Πυθαγόρας ἔδυσεν»• Ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς
δὲν θὰ τὸ ποῦμε. Καὶ Πέτρο κηρύσσουμε,
καὶ Πυθαγόρα μὲ τὰ τρίγωνα. Καὶ τὸν Ταρσέα Παῦλο
καὶ Πλάτωνα ὑψιπέτη κι' ὅλοὺς τοὺς ὁμίλους
ἄχρονους καὶ πνευματικούς, κι' ὅλους τοὺς εἰς Χριστόν,
Ἑβραίων κι' Ἑλλήνων σκάνδαλο καὶ μωρία,
Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον,
Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ λάβαρο καὶ ποὺ ἀληθῶς
ἀνέστη, ἡ ὀρθὴ καὶ ζῶσα καταλαλιὰ
γιὰ ὑπναλέους ψεύτικους μάρτυρες
ποὺ σκυθρωπάζουν, φρουροὺς
περιδεεΐς καὶ δωρολῆπτες.
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Τάκης Παπατζώνης - Τὰ εἰς ἐμαυτόν


Πᾶν ἐφήμερον: 

Καί τὸ μνημονεῦον

καί τὸ μνημονευόμενον.

Μάρκου Αὐρηλίου Τὰ εἰς ἑαυτόν Δ΄ 34.]

Τ’ ἀγαπημένα, τὰ ὀρθάνοιχτα χρόνια τῆς ζωῆς μου,

ποὺ τὰ σφαλήσανε στὴν ἄπνοια καὶ τὴν καταχνιά –

ὅ,τι μὲ στέρησαν, ποῦ νὰ τὰ ξανάβρω;..

 

Προσπάθησα μὲ τὶς ἀφαίρεσες ν’ ἀναπληρώσω

ἁρμύρες, ἄστρα, δέντρα, πολιτεῖες·

ἦρθε καὶ μὲ συντρόφεψε ἡ μελέτη·

σκληρή κι αὐτή, μοῦ φώτισε τὸ τί ἔχω χάσει…

 

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές· πῶς θ’ ἀναπλήρωνεν

ὁ θάνατος τὴ ζωή, κ’ οἱ ξεραΐλες

πλούσια χλωρίδα τῶν καλῶν καιρῶν;

Μήν οἱ νεκροί ἀναστήσονται κ’ αἰνέσουσί σε;..

 

Κλείσθηκα καὶ μονώθηκα μὲ τὴν ἀγάπη –

τὴ βαθύρριζη ἀγάπη, τὴν πολύ πιστή·

κ’ ἦταν πηγάδι ἀστέρευτο ἡ εὐφροσύνη:

μ’ ἔγνοιες, μὲ μέριμνες καὶ μὲ στοργές –

σύνεργα ποὺ γεμίζανε τοὺς ἀδειασμένους

κι ἀμελημένους χώρους μιᾶς ἄθλιας ψυχῆς…

 

Ἀλλὰ ἦρθαν καὶ τὰ κόψανε τὰ νήματα!

Μοῦ στρέβλωσαν τὴν ἁρμονία καί τῆς ἀγάπης!

Οὔτε αὐτήν δὲν μοῦ ἀφῆκαν· μάταιες οἱ ἔγνοιες

κούφιες οἱ μακρόσυρτες προσευχές!..

 

Καὶ τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή

ἢ ποιά στροφή θὰ μοῦ ἀποδώσῃ ὅ,τι ἀφαιρέθη;

 

Καὶ το ἄδικο ποὺ μοῦ ’γινε ποιά μοῖρα

τὸ ἄδικο τὸ τόσο μεγάλο

θὰν το ἀστερώσῃ,

 

γιὰ νὰν τὸ βλέπουν οἱ μελλούμενοι στὶς νύχτες τους

καὶ ν’ ἀνακράζουν:

 

…Βλέπεις τοῦτα τ’ ἄστρα,

μόλις θεατά, μὲ τὰ στριμμένα σχήματα;..

 

Εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς δυστυχίας κάποιου Παπατζώνη,

ποὺ τόσο ὑπόφερε, τότε ποὺ μάχονταν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι,

χρόνια κλεισμένος στὸν περίβολο τῆς μάντρας του,

χτυπημένος ἀπὸ βολίδα τοῦ κακοῦ…

 

Τοῦ Παπατζώνη ποὺ ἔχασε τὰ ὡραῖα του χρόνια·

ποὺ ὅ,τι ἀγαποῦσε τοῦ διαλύθηκε σὰν ὑδρατμός,

καὶ στοίχειωσαν οἱ ἄδειοι χῶροι γύρω του –

οἱ ἄδειοι χῶροι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς…

 

Καὶ θάρχεται κάτι λίγο σὰν φθόνος

στοὺς ἀγρυπνοῦντες, τοὺς ὀνειροπόλους,

βλέποντας τ’ ἄστρα μὲ τὰ στρεβλά σχήματα,

γιατὶ δέν θὰ στοχάζωνται τί πυκνωμένο

φαρμάκι κάθε ἀστέρι τῆς εἰκόνας

τόχει μορφώσει καὶ τί φούντωμα ἀνταρσίας!..

 

Ἔτσι εἶναι ἀστόχαστες γενιές μελλούμενες

καὶ θέλγονται ν’ ἀποζητᾶνε πάθη

ποὺ δέν τὰ ξέρουν πόσο εἶναι ἀβάσταχτα…

 

Ἔτσι θαμπώνονται τὰ φτωχά βλέμματα

μὲ δυό χλωμὲς ἀχτῖδες, δυὸ φωτερά

στίγματα -ἀξιοδάκρυτη εἰσφορὰ στὴν πλησμονή

τοῦ ἐράνου ποὺ προσφέρει τὸ βαρύ

στερέωμα…

 

Ὅμως ἐμένα, ὅλος τοῦτος ὁ ὄγκος

ἑνου ἄστοργου στερεώματος γνώριμος εἶναι

στὰ στήθια μου, ποὺ τὰ συμπίεσε καὶ τὰ σύνθλιψε

σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ πικροῦ μου αἰώνα

κατὰ τὰ χρόνια ποὺ ἔχασα

καὶ δέν θὰ μεταβρῶ…


[Ὅπως τυπώθηκε στὶς Διορθώσεις, τ. 43, σελ. 1624-5.]


Πηγή: https://dieleusi.map-in-box.gr/post/%CF%84%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%B6%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%84%E1%BD%B0-%CE%B5%E1%BC%B0%CF%82-%E1%BC%90%CE%BC%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C%CE%BD

Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Η πέτρα


Όταν, τα καλοκαίρια, σημάνη η ώρα να φυσήξουν οι άνεμοι της δροσιάς,

για να διαλύσουν μονομιάς την κυριαρχία του βαριού ήλιου,

φτασμένοι από τη θάλασσα, που τη ριπίζουν ξαφνικά και, από καθρέφτη

ασάλευτο, το ρίγος της ορμής τής φέρνουν και την φωσφορίζουν,

-πάλι το κέντρο όλου του γύρω κόσμου δεν παύει να είναι

αυτός ο μεγάλος φλεγόμενος Δίσκος.

Αυτός απομονώνει το καθετί στην ενατένισή του.

Αυτός κρατά το σκήπτρο της Ημέρας και του Κόσμου.

Αυτός συγκλονίζει το λογικό στην άχνα της μαρμαρυγής του.


Και σαν η Νύχτα πέση, η τόσο σιωπηλή και μυστική,

στην ίδια Παραλία την παραλλαγμένη,

εκεί που η αμμουδιά διαρκώς αλλάζει σύνορό της

με τη γραμμή του κύματος που δεν αναπαύεται,

ποιος χρωματίζει τη θαμπή αυτή Σελήνη, με το περήφανο,

νεκρό της χρώμα, παρεχτός ο ίδιος Ήλιος; Και μολονότι

προ δύο ή τριών μόλις ωρών προετοίμασε μια τόσο φλογοβόλη

αποχώρηση κάτου κι έξω του κόσμου με σαλπίγματα και πορφύρες,

και άφαντος, ξέρει πάντα, και κρυμμένος να στέλνη κάτι

που να μας θυμάη την αιώνια του παρουσία.


Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τις ώρες στα εσώτατα του

ανθρώπου,

που, είτε σαν Ήλιος, είτε σαν Σελήνη, έχει θρονιάσει

καταμεσίς της ψυχής, και του χαρίζει

τη λάμψην ενού σκότους που δεν παραλλάζει

από τη νόηση του Θεού ή τη συντριβή της Εκκλησίας.

Μια ροπή προς το καλό και προς το ατάραχο. Μιαν Αγάπη

κι ένα αγκάλισμα προς όλα τα γύρω. Δίχως διάκριση ή προτίμηση,

δίχως αποσκίαση, δίχως φθορά ή κατατριβή.


Δίχως διάκριση, εχτός, αχ, μιας, Θεέ μου. Της βαριάς,

της οξείας εκείνης Πέτρας, που έταξες μερικών ανθρώπων


να τους βαραίνη το στήθος τις νύχτες τόσο πολύ και ασφυχτικά,

τόσο απελπιστικά και ωραία. Που, αν πρόκειται ν’ αποσειστή ποτέ,

θα ’ναι για να την διαδεχτή η διαρκής του τάφου.

Τόσο κυριαρχικά, τόσο έμμονα έχει στηθή για πάντα.


(1929)

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Περί του Ξύλου

 Ψυχή μου, ευλόγα σήμερα πρωί, όλη τη μέρα

και την ακολουθούσα νύχτα όλη, το σωτήριο τούτο Ξύλο.

Εκεί είναι η βασιλεία του, στολισμένο με φύλλα θροούντα.

Εκεί έρχεται σε κοινωνία με τις δροσιές της Νύχτας, με τα θάμπη

των Ημερών. Εκεί του περιπλέχουνται οι κισσοί και οι άλλες

περιπλοκάδες, γεννώντας την ιδέα της ομορφιάς και της αγάπης.

Σπάνιο είναι να τ’ αφήσουν να γεράσει, να τη ζήσει

την αιώνια ζωή, και σπάνιο είναι κεραυνός να τόβρει,

μήνυμα επουράνιο, ένωση ουρανού και γης με λάμψη ακαριαία

και θάνατος στο δάσος, όπως πρέπει.

Ψυχή μου, ευλόγα και την ώραν,

οπότε ξεκινάμε με τα πελέκια μιαν αυγή, άκαρδο, δουλευτικό

σμήνος οι υλοτόμοι. Γουρμάζει τότες η γραμμένη

σιωπηλή στιγμή της θυσίας. Με τα πολλά καταπέφτει

το θειότατο ξύλο. Του αποξεραίνουνται οι χυμοί.

Ξερό απομένει· και όμως ξερό, δεν έρχεται ολότελα

να το ξενώσει η ξεραΐλα από τις φυσικές του επιρροές.

Το διαβιβρώσκει η υγρασία ή το φουσκώνει. Του ανοίγει

ο χρόνος τις ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Εχτός αν το προορίζουνε

για τις φωτιές, οπότε πάλι τρίζει, τρίζει, και αφού αναλάμψει,

τέφρα γίνεται, καθώς όλα. Είπα όμως σήμερα της ψυχής μου

να γράψει για το Ξύλο εκείνο το προορισμένο από αιώνων,

για το Ξύλο, που η γέννησή του βαστάει από τις πρώτες

της γης μας φύτρες. Ετούτο εκόπη για να γίνει

Ζυγός μέγιστος, θαυματουργός Στατήρας,

που εστήθηκε στη μέσην ακριβώς του χρόνου

για να ζυγιάσει την κούφιαν έγνοια των ανθρώπων.

«Δεν είναι δάσος, που να προσφέρει ξύλο παρόμοιο».

Το Ξύλο αυτό δεν είναι διόλου ύλη απαθής.

Έχει ψυχή και δείχνει τη κάθε τόσο.

Ενώ κατάξερο είναι και κομμένο, όμως ανθεί

και μέσα του μυκάται και αναβράζει χυμός σεβάσμιος.

Δε θα ξετάξω το γιατί έφερε Λύτρωση το Ξύλο ετούτο.

Ούδε ποια Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο να ευλογήσεις

την ουσία του Ξύλου, οπόθε αχτινοβόλησε του κόσμου η λάμψη.

Και την ευγένεια που του εδόθη ένα πρωί, όταν ποτίστη

μέχρι του βάθους των φλεβών του από αίμα εξαγοραστικό

και ζωογόνο. Ποιο βάρος φορτώθηκε! Ποιον πόνο

φορτώθηκε! Όλου του κόσμου! Του καθηλώθησαν

όλοι οι δρυμοί της αγωνίας. Χαίρε, Σταυρέ, που μ’ όλα,

μονάχη ελπίδα εσύ αποβαίνεις στις ερημώσεις.


Από τον Συγκεντρωτικό τόμο «Τ. Κ. Παπατσώνη, Εκλογή Α’, Ursa Minor, Εκλογή Β’» – ενότητα «Ο Ενιαυτός». Εκδόσεις Ίκαρος, 1988.

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/takis-papatsonis/ ]


Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Τάκης Παπατσώνης - Το μη χείρον

 

Δασύτριχα ορφανά μπλέκουν στα πόδια μας γυμνά,
έλεος ζητάνε και τ' αποδιώχνουμε, κυρίως για λόγο αισθητικής,
(είναι άπλυτα, άσχημα και μαύρα, υγείας κακής).
Ο κληρονόμος εντός μας άνθρωπος φιλανθρωπίας
τόσων αιώνων εξανίσταται για την άρνηση της μικρής βοηθείας.
Με τέτοια μέσα συμπιέζεται η ορμή του πρωτοπόρου
και φθάνει ακόμη μέχρι ελεημοσύνης του απόρου.
Τούτ' όμως, με τη δυσφορία του ηττημένου καθώς έχει γίνει,
είναι πολύ χειρότερο από το ν' αρνιέσαι την ελεημοσύνη.
Και με τον τρόπο που σκοντάφτουνε σε σκοτεινές δυνάμεις
σκιρτήματα χειραφετήσεως και σκληρότητας, πρέπει να συμπεράνεις,
πως η γενεά μας προτιμότερο να μείνει
εκεί που βρίσκεται, με αμιγή τουλάχιστον την καλοσύνη:
αντί στα νέα κηρύγματα Οίκτος παλιός να εμβαίνει
να τα νοθεύει, καλύτερα κυρίαρχο ακόμη το Έλεος να παραμένει.
Μέσα μας είναι ζωηρό πολύ, θέμε δε θέμε,
εκείνο το "ήμην γυμνός και συνηγάγετέ με".
Τ.Κ. Παπατσώνης, Αναβαθμοί προς Παρνασσόν, Εκλογή Β, Ίκαρος, 1988.

Τ. Κ. Παπατσώνης - Το κούτσουρο των γερόντων





Κλειστοί Kαιροί· κλειστοί, περίκλειστοι

μακράν της θέας τ’ ουρανού, παρατημένοι

σε ανέμους, θύελλες, χιόνια καί θολούρες.

Μάτην φωνούν οι αλέχτορες την εθισμένην ώρα:

δεν ξεδιαλύνουν τα σκοτάδια· φώς δεν έρχεται,

κακές ειδήσεις φθάνουν. Τούτες δέχεται

κουκουλωμένος Γέρος με αναμμένο

λύχνο μεσημεριάτικα: του χειμερίου

ανθρώπου το κατάντημα ιδού το, αδιαφορεί

προς όλα· η μόνη μέριμνα, πώς να μη σβήσει

το κούτσουρό του. Εικονικές απόβηκαν οι ώρες.

Εικονικές οι μέρες των μηνών· ιδού, γενάρης,

εικοσιμία, Αγνής Παρθενομάρτυρος (δεκατριών

χρονών ρίφθη στη γέενα του μαρτυρίου)· γενάρης,

στις δεκαεννέα, Κυριακή δεύτερη από τα Φώτα,

ο γάμος του Κανά, Σεβαστιανού

και Φαβιανού, Μαρτύρων, (του σταλήκανε

βροχή τα βέλη, λέπια στο σώμα του εφήβου).

Τι προς ημάς; πώς πια να διακριθεί

η μια μέρα από την άλλη, ίδια κλειστή,

που χώρισμά τους χάθηκε πια η νύχτα,

που συνεχής η μέρα νύχτα είναι γινωμένη,

και μέριμνά μας, των γερόντων, όχι οράσεις

της πίστεως, όχι το Μαρτυρολόγιο με τις φλόγες του,

αλλά μην καεί το κούτσουρο αυτό εδώ για πάντα.

Από τη συλλογή «Εκλογή Β´», εκδ. Ίκαρος, 1962

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Τάκης Κ. Παπατσώνης - Για τους Φτωχούς Ανθρώπους



Κάρβουνο των μαλλιών σου, αστραπές των ματιών,
βασιλική σου εσθήτα, είτε χάρη της κορμοστασιάς,
δροσιά της νιότης, το μέλος της φωνής,
η αγγελική σου η όψη, το κάλλος κι' η ευμορφία,
- δεν είναι αυτά που κατισχύσαν, για να σύρουν
από το δώμα της μεγαλωσύνης του το Βασιλιά
των Ουρανών προς τη δική μας φαύλη ζωή,
για να γυρέψει σάρκωση στο σώμα σου, ω Μαρία,
μητέρα των Χαρίτων, έσοπτρο των Αγαλλιάσεων·
αλλά η ταπείνωση σου, μονάχη αυτή κατίσχυσε,
που υπήρξε τόσο ογκώδης, ώστε να καταπατά
τα εμπόδια της παμπάλαιας καταφρόνιας.
Ίδια ταπείνωση παράσχου και σε μένα τώρα,
τα χνάρια της ακολουθώντας, ν' ανεβώ
κατανυγμένα στα Βασίλεια τα μακαριστά.

Ω άστρο ανέσπερο, άστρο αυγερινό, που δεν είδε
η σπίθα του βασίλεμα, άστρο, που όλο το Σύστημα
Βοριά και Νότου καταργείς, γερό πηδάλιο
στο ακάτιο του αλιέα Πέτρου, δίφρε
του δισυπόστατου του Γρύπα, που μιαν άνοιξη
παράτησε όλη την Άνω Νύμφη του Ιερουσαλήμ
και βάλθηκε να γίνει φάρμακο ιατρείας,
αφού πρωτύτερα αυτοβούλως φυλακώθηκε
στη στενοχώρια του κελλιού μιανής Παρθένου:
ιατρείας του κακού, που με ανυπακοή του,
κάτω απ' τα μάγια μιάς προϊστορικής Μηλιάς,
ένα πρωτόβγαλτο ζευγάρι εργάσθηκε για συφορά μας,
σκάβοντας το δικό του και δικό μας λάκκο·
- ω άστρο λοιπόν, πηδάλιο, δίφρε, Παναγία,
εκεί που εδραιώθηκες, κυβέρνα μας για πάντα.

Εγώ, με όση μου δύναμη, ανιστόρησα
τις δόξες σου, και πέφτω και σε προσκυνώ.
Ρίξε και συ τα ελέη σου προς την κατάντια μου,
Δέσποινα τ' Ουρανού, που του στολίζεις
το θόλο με το βαθυγάλαζο χιτώνα σου,
και με το καπνισμένο απ' τα κεριά
των δεήσεών μας το ευλαβές σου ομοίωμα
μας κυριαρχείς στην κόγχη της Εκκλησίας,
Βασίλισσα αδιαφιλονίκητη της προστασίας.
Μα τις δόξες που χαίρεσαι, άγια Παρθένο,
παρακαλώ σε, την ελπίδα που μου εμπνέεις,
κάμε την πράξη γρήγορα, πρόσεξέ τα
τ' άθλια μου δάκρυα, συμπόνεσέ με,
βλέπε την, πως με αποτραβάει απ' την ευθεία
η αστάθεια των βημάτων, και τις διαβολές
κατάλυσε εκεινού, που στο αυτί μου σφυρίζει.


Κοντά σου, βέβαια, πλούσια αξιομισθία της
θα βρει τόση μου αγάπη· της λείπει μόνο
η ευστάθεια· καθίδρυσέ την, και παρευθύς
τόσοι σωρείτες ραθυμίας και σφαλμάτων
θα διαλυθούν. Και τότε, θα ξεθαρρέψω
να σου δεηθώ γι' αυτό που κρύβω μυστικό:
καμιά παράκληση δεν έχω για τον εαυτό μου·
για όλον ετούτον το λαό μας θα σου δεηθώ,
που αγρίεψε πια απ' τον πόνο, πια απελπίστη,
ζητάει λιγάκι ειρήνεψη, ν' ανασάνει.
Άλλοτε του την έδινες πλουσιοπαρόχως,
πικρό παράπονο τόχει, που τον αμέλησες.
Μάνα τους σ' έλεγαν, και μάνα τους στεκόσουν.
Δείξε τους πάλι την καρδιά σου, Ειρηνοφόρα μου.
Στους ταπεινούς, η ταπεινή φανερώσου,
Περιστερά πάλι του Νώε μαντατοφόρα,
στήριξε στη γαλήνη τους φτωχούς ανθρώπους.


Τάχυνε, τώρα που άκουσες το μυστικό μου,
είναι καημός που χρόνια με παιδεύει.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Τάκης Παπατσώνης - Τα εις εμαυτόν

Πᾶν ἐφήμερον: 

Καί τὸ μνημονεῦον

καί τὸ μνημονευόμενον.

Μάρκου Αὐρηλίου Τὰ εἰς ἑαυτόν Δ΄ 34.]

Τ’ ἀγαπημένα, τὰ ὀρθάνοιχτα χρόνια τῆς ζωῆς μου,

ποὺ τὰ σφαλήσανε στὴν ἄπνοια καὶ τὴν καταχνιά –

ὅ,τι μὲ στέρησαν, ποῦ νὰ τὰ ξανάβρω;..

 

Προσπάθησα μὲ τὶς ἀφαίρεσες ν’ ἀναπληρώσω

ἁρμύρες, ἄστρα, δέντρα, πολιτεῖες·

ἦρθε καὶ μὲ συντρόφεψε ἡ μελέτη·

σκληρή κι αὐτή, μοῦ φώτισε τὸ τί ἔχω χάσει…

 

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές· πῶς θ’ ἀναπλήρωνεν

ὁ θάνατος τὴ ζωή, κ’ οἱ ξεραΐλες

πλούσια χλωρίδα τῶν καλῶν καιρῶν;

Μήν οἱ νεκροί ἀναστήσονται κ’ αἰνέσουσί σε;..

 

Κλείσθηκα καὶ μονώθηκα μὲ τὴν ἀγάπη –

τὴ βαθύρριζη ἀγάπη, τὴν πολύ πιστή·

κ’ ἦταν πηγάδι ἀστέρευτο ἡ εὐφροσύνη:

μ’ ἔγνοιες, μὲ μέριμνες καὶ μὲ στοργές –

σύνεργα ποὺ γεμίζανε τοὺς ἀδειασμένους

κι ἀμελημένους χώρους μιᾶς ἄθλιας ψυχῆς…

 

Ἀλλὰ ἦρθαν καὶ τὰ κόψανε τὰ νήματα!

Μοῦ στρέβλωσαν τὴν ἁρμονία καί τῆς ἀγάπης!

Οὔτε αὐτήν δὲν μοῦ ἀφῆκαν· μάταιες οἱ ἔγνοιες

κούφιες οἱ μακρόσυρτες προσευχές!..

 

Καὶ τάχα τώρα ποιά πλέον προσμονή

ἢ ποιά στροφή θὰ μοῦ ἀποδώσῃ ὅ,τι ἀφαιρέθη;

 

Καὶ το ἄδικο ποὺ μοῦ ’γινε ποιά μοῖρα

τὸ ἄδικο τὸ τόσο μεγάλο

θὰν το ἀστερώσῃ,

 

γιὰ νὰν τὸ βλέπουν οἱ μελλούμενοι στὶς νύχτες τους

καὶ ν’ ἀνακράζουν:

 

…Βλέπεις τοῦτα τ’ ἄστρα,

μόλις θεατά, μὲ τὰ στριμμένα σχήματα;..

 

Εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς δυστυχίας κάποιου Παπατζώνη,

ποὺ τόσο ὑπόφερε, τότε ποὺ μάχονταν ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι,

χρόνια κλεισμένος στὸν περίβολο τῆς μάντρας του,

χτυπημένος ἀπὸ βολίδα τοῦ κακοῦ…

 

Τοῦ Παπατζώνη ποὺ ἔχασε τὰ ὡραῖα του χρόνια·

ποὺ ὅ,τι ἀγαποῦσε τοῦ διαλύθηκε σὰν ὑδρατμός,

καὶ στοίχειωσαν οἱ ἄδειοι χῶροι γύρω του –

οἱ ἄδειοι χῶροι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς…

 

Καὶ θάρχεται κάτι λίγο σὰν φθόνος

στοὺς ἀγρυπνοῦντες, τοὺς ὀνειροπόλους,

βλέποντας τ’ ἄστρα μὲ τὰ στρεβλά σχήματα,

γιατὶ δέν θὰ στοχάζωνται τί πυκνωμένο

φαρμάκι κάθε ἀστέρι τῆς εἰκόνας

τόχει μορφώσει καὶ τί φούντωμα ἀνταρσίας!..

 

Ἔτσι εἶναι ἀστόχαστες γενιές μελλούμενες

καὶ θέλγονται ν’ ἀποζητᾶνε πάθη

ποὺ δέν τὰ ξέρουν πόσο εἶναι ἀβάσταχτα…

 

Ἔτσι θαμπώνονται τὰ φτωχά βλέμματα

μὲ δυό χλωμὲς ἀχτῖδες, δυὸ φωτερά

στίγματα -ἀξιοδάκρυτη εἰσφορὰ στὴν πλησμονή

τοῦ ἐράνου ποὺ προσφέρει τὸ βαρύ

στερέωμα…

 

Ὅμως ἐμένα, ὅλος τοῦτος ὁ ὄγκος

ἑνου ἄστοργου στερεώματος γνώριμος εἶναι

στὰ στήθια μου, ποὺ τὰ συμπίεσε καὶ τὰ σύνθλιψε

σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ πικροῦ μου αἰώνα

κατὰ τὰ χρόνια ποὺ ἔχασα

καὶ δέν θὰ μεταβρῶ…

[Ὅπως τυπώθηκε στὶς Διορθώσεις, τ. 43, σελ. 1624-5.]

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Τ.Κ. Παπατσώνης - Οι Γιορτάδες


Κοπήκανε τα πράσινα φυλλώματα αρμαθιές,
και δέσμες τα φανταχτερά λουλούδια του χειμώνα,
της παγωνιάς ανθίσματα, την είσοδο στο σπίτι
κάμνουν. Μας φέρνουν την εορτή, βουνίσια, δροσισμένη,
να τη θρονιάσουν στα θερμά μοναχικά δωμάτια.
Αλλάζουν τα περίγυρα. Κατοικητήρια του φωτός
γίνονται οι σύθαμπες  γωνιές. Τα σκεβρωμένα ξύλα
λες και ξεπέταξαν κλαριά και βάτους, λες κι ανθίσαν.
Έφεξε το πρασίνισμα κι άστραψε το λουλούδι﮲
οι τοίχοι χαμογέλασαν, φάνταξε το τραπέζι,
στήσανε τα βιβλία χορό στα ράφια τους τα σκούρα
και δάσος πλήρες φούντωσε το πλούτος του τζακιού.
Τα είδαν οι γέροι του σπιτιού και σιγοκελαηδήσαν
τα είδαν οι νιοι και χάρηκαν και τα μωρά ευφρανθήκαν,
ολούθε βγήκε μια ύμνηση στη θαλερή  τη φύση,
που μας θυμήθη τους κλειστούς και μοναχούς ανθρώπους
κι εδώ μας μετατέθηκε, και δώρα μας φορτώνει,
και τους χειμώνες καταλυεί με άνθηση του σπιτιού.
Κοιτάχτε, όπου έβοσκε ανοστιά, χοροπηδάει μια πλάση
ζωντανεμένη στις χαρές γιορταστικής βλαστήσεως.


Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Εκλογή Β΄ (1962) του Τάκη Παπατσώνη, προδρόμου της μοντέρνας ποίησης (Εκλογή Α΄, Ursa Minor, Εκλογή Β΄, Αθήνα: Ίκαρος, 1988, σ. 271).