Τρίτη 29 Ιουλίου 2025
Κυριακή 13 Ιουλίου 2025
Κυριακή 27 Απριλίου 2025
Κυριακή 30 Μαρτίου 2025
Κυριακή 23 Μαρτίου 2025
Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024
Amand von Schweiger Lerchenfeld - Καλαμάτα
Από το βιβλίο του αυστριακού περιηγητή Amand von Schweiger Lerchenfeld (1846-1910)
____________________
Τίτλος: Καλαμάτα
Πρωτότυπος τίτλος: Kalamata
Χρονολογία έκδοσης: 1887
Έκδοση: SCHWEIGER LERCHENFELD, Amand, (Freiherr von). Griechenland in Wort und Bild, Eine Schilderung des hellenischen Konigreiches, Λειψία, Heinrich Schmidt & Carl Günther, 1887 / Kettwig, Phaidon, 1992 (Σελίδα: 79)
(πηγή: el.travelogues.gr)
Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024
Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023
Κώστας Κωνσταντόπουλος - Καλαμάτα, 1984, λήψη βόρεια της πλατείας Ταξιαρχών
Διακρίνουμε ένα κτήριο που διαδραμάτισε πολλούς ρόλους κατά τη διάρκεια της νεότερης ιστορίας της πόλης.
Αρχικά, στο κτήριο αυτό στεγάστηκαν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1880 και μέχρι το 1909 οι στρατώνες.
Έπειτα, κατά τη διάρκεια της κατοχής, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή από τα τάγματα ασφαλείας Καλαμάτας, ενώ αργότερα εκεί στεγάστηκε και το γυμνάσιο θηλέων.
Από το 1996 μέχρι και σήμερα, στη θέση του, στέκει το 21ο δημοτικό σχολείο.
Πηγή: https://www.facebook.com/groups/kalamataofficial/permalink/10160817377092655
Κυριακή 24 Ιουλίου 2022
Πανταζόπουλος Πέτρος-Πανώρια μου πατρίδα
Τ' άστατα μαλλιά κι η άγρια πνοή του νότου
Μπρογκούνε, σε σειρές, τ' αφρόπλαστα τα άλογα,
Που τριποδίζουν ξέφρενα στις ράχες των κυμάτων
Και στης Ντουάνας το μακρύ τ' ακρόγιαλο
Με βία τα σπρώχνουν και τα πάνε,
Ραντίζοντας μ' αρμύρας πάχνη τα ψηλώματα...
Στα μέσα ριγη σου σκορπούν νιφάδες γλυκασμού,
Αν είναι και γροικάς στους βόγκους της δαρμένης θάλασσας
Των σκοτεινών βυθών τα μυστικά τραγούδια
Μεσ' στους μπαξέδες βόσκουνε λεμονανθών τα μύρα
Κι απ' του χιλιόχρονου του κάστρου τα ριζά
Τ' άγια της Πεπαντής υψώνονται, δεητικά, τα χέρια...
Και λες Πανώρια μου πατρίδα καλαματιανή,
Πόχεις στον όμορφό σου το λαιμό μετάξινο μαντήλι,
Για σένα όλων οι ματιές γιομίζουν θαυμασμό
Και παινεψιές ατέλειωτες έχουν να λεν τα χείλη
Μπρογκούνε=Σπρωχνουνε
Πεπαντης=Υπαπαντης
Πετρος Πανταζοπουλος(1934)
Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022
Κυριακή 22 Αυγούστου 2021
Τα προσφυγικά της Καλαμάτας και η ιστορία που… “κουβαλούν”
Η Καλαμάτα υπήρξε πόλος συγκέντρωσης προσφυγικού πληθυσμού, καθώς αποτελούσε μία πόλη-λιμάνι αλλά και ένα αξιόλογο εμπορικό-βιομηχανικό κέντρο. Αυτά τα χαρακτηριστικά την κατέστησαν, εκτός από τόπο εγκατάστασης, σημαντικό σταθμό προσφυγικών πληθυσμών.
Ο προσφυγικός πληθυσμός της πόλης εκτινάχθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Η πόλη της Καλαμάτας, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές της εποχής, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη σε ποσοστό εγκατάστασης προσφύγων (12,4%) στην Πελοπόννησο!
Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές ο πληθυσμός που τελικά εγκαταστάθηκε στην πόλη ανερχόταν σε 2.200 περίπου άτομα. Από αυτούς, η συντριπτική πλειονότητα (2.090) εγκαταστάθηκε στην πόλη της Καλαμάτας, ενώ ένας μικρός αριθμός διοχετεύτηκε στην παρακείμενη Μεσσήνη. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, σε σύνολο 28.961 κατοίκων, οι 3.587 ήταν πρόσφυγες.
Οι λόγοι που οι πρόσφυγες προτιμήσαν την Καλαμάτα
Η αιτία στην επιλογή της πόλης της Καλάµάτας για την εγκατάσταση των προσφύγων όπως και στις περισσότερες µεγάλες και εµπορικές πόλεις της Ελλάδας ήταν οτι οι ευκαιρίες απασχόλησης ήταν πολύ περισσότερες και ποικίλες απ’ οτι στην ύπαιθρο. Εκτός αυτού, η Καλάµάτα ήταν και µια παραθαλάσσια πόλη που έδινε την ευκαιρία στους µετανάστες να µην αφήσουν τον τρόπο ζωής που είχαν και που ήταν κυρίως µε την ναυτιλία και το ψάρεµα (Αϊβαλί, Κων/πολη κλπ).
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί (μαχαλάδες) που δημιουργήθηκαν στην πόλη ήταν συνολικά οκτώ.
Η Αγία Τριάδα, η Πλεύνα, ο Κορδίας, η Φυτεία, ο Αγιος Κωνσταντίνος, ο Νικηταράς, ο συνοικισµός Αναλήψεως (∆. Παραλία) και ο συνοικισµός Αγίου Ιωάννου Ράχης.
Πρόκειται για περιοχές που αναπτύχθηκαν στο µεσοπόλεµο και µετά τον πόλεµο. Οι συνοικισµοί αυτοί παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά της αναξέλεκτης ανάπτυξης, όπως όλες οι περιοχές που κατοικούνται από τάξεις χαµηλού οικονοµικού εισοδήµατος. Εχουµε εποµένως µια κοινωνική και οικονοµική διαφοροποίηση απο το σύνολο της πόλης.
Οι συνοικισμοί αυτοί -ξύλινοι στην αρχή, πέτρινοι στη συνέχεια- στήθηκαν στις παρυφές της πόλης από την ΕΑΠ και από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, και κάλυπταν µόνο τις βασικές ανάγκες.
Ένας προσφυγικός συνοικισμός που είναι απαράλλαχτος στο χρόνο, βρίσκεται πίσω από την κοσμική Μαρίνα της πόλης.
Ο συνοικισμός αποτελούνταν από κατοικίες σε σχήμα «π» ή «τ», που χτίζονταν με τη λογική της επανάληψης ή της αντιστροφής (mirror). Τα κτίσματα που τον απαρτίζουν είναι απλά, λιτά και συμμετρικά μεταξύ τους. Είναι χαμηλά, έχουν μόνο δυο ορόφους. Οι στέγες είναι φτιαγμένες από κεραμίδια και στηρίζονται πάνω σε ξύλινα υποστηρίγματα.
Τα σπίτια αποτελούνταν από ένα έως τρία δωμάτια και διέθεταν κουζίνα. Δεν υπήρχε ούτε αποχετευτικό σύστημα ούτε θέρμανση, ενώ η ύδρευση γινόταν από «κρήνες» και πηγάδια, αλλά και από τους χαρακτηριστικούς “νερουλάδες”.
Οι προσφυγικοί οικισμοί χτίστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως χώροι κατοικίας. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, αυτό άλλαξε.
Η σημερινή κατάσταση
Σήμερα η ανοικοδόμηση της περιοχής συνεχίζεται, ακολουθώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των κτιρίων του συνοικισμού. Όμως κάποια από τα προσφυγικά εκείνης της εποχής βρίσκονται σε κακή κατάσταση, λόγω παλαιότητας, φθοράς των υλικών, αλλά και λόγω του σεισμού. Επειδή η ανακατασκευή και η συντήρησή τους είναι δαπανηρή, πολλά από αυτά έχουν εγκαταλειφθεί.
Όμως, ο προσφυγικός συνοικισμός αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία της ιστορίας του τόπου και των προσφύγων. Είναι ένα σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής παράδοσης και αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της Καλαμάτας που πρέπει να παραμείνει ζωντανό.
Πληροφορίες και υλικό αντλήθηκαν από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Πηγή: https://kalamatain.gr/new/ta-prosfygika-tis-kalamatas-kai-i-isto/?fbclid=IwAR1mlFMcvUBBENOythJpaQ1RHLxx42MD-TpyuqQrX83_IiN9jQF_6LsYYSQ
Σάββατο 5 Ιουνίου 2021
Παρασκευή 8 Μαΐου 2020
Τα Λιμενεργατικά της Καλαμάτας

Μια σημαντική επέτειος για την πόλη της Καλαμάτας σήμερα, που δυστυχώς έχει ξεχαστεί στο σεντούκι της ιστορίας. Πρόκειται για τα 86 χρόνια από την εξέγερση των λιμενεργατών στις 9 Μαΐου 1934 που βάφτηκε στο αίμα με 7 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, με το λαό της Καλαμάτας αλληλέγγυο στα αιτήματα των εργατών απέναντι στις κρατικές και παρακρατικές κατασταλτικές δυνάμεις. Με αφορμή την 86η επέτειο από τη σφαγή αυτή, θα αναφερθούμε στα Λιμενεργατικά της Καλαμάτας προσπαθώντας να διορθώσουμε την ιστορική αδικία.

Πριν ξεκινήσουμε πρέπει να τονίσουμε τη σημασία των Λιμενεργατικών της Καλαμάτας στην περαιτέρω οργάνωση και δράση των πανελληνίων εργατικών κινημάτων στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 . Απ΄το 1929 η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε βαθιά ύφεση η οποία άγγιξε σε μεγάλο βαθμό και την Ελλάδα ενώ η αδυναμία των αστικής κατευθύνσεως κυβερνήσεων Λαϊκών και Φιλελευθέρων να αποσοβήσουν το αντίκτυπο της κρίσης έφεραν στο προσκήνιο συντηρητικότερους κύκλους προσκείμενους στους στρατιωτικούς Γεώργιο Κονδύλη και Ιωάννη Μεταξά που στόχευαν αρχικά στην κατάλυση της Β΄ Ελληνικής Προεδρευομένης Δημοκρατίας (1924-1935) και στην επαναφορά στο θρόνο του έκπτωτου Βασιλιά Γεωργίου Β΄ και μακροπρόθεσμα στην επιβολή δικτατορικού καθεστώτος με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο δεδομένης της αυξανόμενης απήχησης σοσιαλιστικών ιδεών (εκλογές 1932) κυρίως στον εργατικό χώρο που μπολιάστηκε με τον κοσμοπολιτισμό, την τεχνογνωσία και την ακάματη διάθεση για εργασία των προσφύγων που εκδιώχτηκαν απ΄την Μ. Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη μετά την ανεπιτυχή κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922) και την συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών της Λωζάνης (30 Ιανουαρίου 1923). Παρόλου όμως τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα αποτελούσαν την ατμομηχανή της κοινωνίας χειμάζονταν κάθως πέραν της κρίσης είχαν να αντιμετωπίσουν και την βιομηχανοποίηση της χώρας, καθώς οι μηχανές που εισήχθησαν σε εργοστάσια, λιμάνια και λοιπούς χώρους εργασίας μείωναν τα απασχολούμενα εργατικά χέρια.

Σ΄ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, κινήθηκαν οι εργατικές κινητοποιήσεις της 8ης και 9ης Μαΐου 1934 στην Καλαμάτα ,ενώ πέραν των λιμενεργατών που ωθούνταν στην εργασία στους δρόμους ξεχύθηκαν όλοι οι εργαζόμενοι και επαγγελματίες της πόλης ως αλληλέγγυοι στα αιτήματα των διαδηλωτών. Πρελούδιο των κινητοποιήσεων του 1934 δίχως αμφιβολία ήταν η απεργία των φορτοεκφορτωτών Καλαμάτας τον Οκτώβριο του 1932 καθώς το αίτημά τους να εργάζονται εκ περιτροπής για να κερδίζουν κάποια μεροκάματα όλοι οι εργαζόμενοι στον κλάδο δεν έγινε αποδεκτό από τους εργολάβους του λιμανιού. Κατά τη διάρκεια της απεργίας έγιναν συμπλοκές κατά τις οποίες απεργοί υπέστησαν άγριους ξυλοδαρμούς από την αστυνομία και απεργοσπάστες. Στις αρχές του επόμενου έτους οι λιμενεργάτες κήρυξαν απεργία ζητώντας να μη λειτουργήσει το σιλό (ρουφήχτρα) των κυλινδρόμυλων Ευαγγελίστρια (ιδιοκτησίας Πάστρα και Τραβασάρα) για να μη χάσουν τις δουλείες τους ή τουλάχιστον όσοι θα απολύονταν να έπαιρναν κάποια αποζημίωση. Το Σεπτέμβριο του 1933 σημειώθηκαν σκληρές συγκρούσεις μεταξύ λιμενεργατών και ιδιοκτητών φορτηγίδων με αφορμή την εκφόρτωση ενός καραβιού. Αποκορύφωμα των συγκρούσεων αυτών ήταν η δολοφονία του Κ.Καλογεράκου, ιδιοκτήτη φορτηγίδας, από τον πρόεδρο της Ένωσης Φορτοεκφορτωτών Λιμένος Απ. Διαμαντόπουλο.

Δύο χρόνια μετά οι πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις παίρνουν μεγάλες διαστάσεις καθώς κατεβαίνουν σε 24ωρη απεργία οι εργάτες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Βόλο, Λάρισα, Πάτρα, Καλαμάτα, Σέρρες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην Καλαμάτα για πρώτη φορά γίνεται κοινός γιορτασμός των τριών εργατικών οργανώσεων και η συγκέντρωση ήταν ογκώδης. Εκείνη την εποχή υπήρχε το Εργατικό Κέντρο Καλαμάτας που ελεγχόταν από τους αρχειομαρξιστές, το Πανεργατικό Κέντρο που δεχόταν βολές ως εργοδοτικό και τα Ταξικά Επαναστατικά Συνδικάτα που βρίσκονταν στην επιρροή του ΚΚΕ. [1] Για να κατανοηθεί η σημασία των εργατικών αυτών εκδηλώσεων πρέπει να κατανοηθεί η βαθύτατη κρίση που υφίσταται η στηριζόμενη στην σταφιδοκαλλιέργεια τοπική οικονομία της Μεσσηνίας δεδομένης της σταφιδικής κρίσης που επηρεάζει και τη βιομηχανία. Όπως είναι λοιπόν εύλογο το λιμάνι της Καλαμάτας που αποτελούσε το βιομηχανικό κέντρο της εποχής αποτέλεσε δίαυλο διάδοσης διαφόρων εργατικών ιδεολογιών στους Καλαματιανούς εργάτες κυρίως πρόσφυγες που αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης . Σ΄αυτό το σημείο δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη σύσκεψη που έγινε στις 26 Απριλίου 1934 παρουσία εκπροσώπου του υπουργείου Εργασίας, στην οποία συζητείται ένα σχέδιο μείωσης των λιμενεργατών, από 340 άτομα σε περίπου 140, με την ίδρυση ταμείου σύνταξης για εκείνους που ήταν μεγαλύτεροι των 40 χρόνων και θα αποχωρούσαν, ωστόσο σημειώνεται σοβαρή διαφωνία για το ποσόν αποζημίωσης που ζητούσαν οι λιμενεργάτες αναδρομικά από το 1928, λόγω λειτουργίας του σιλό: ζητούσαν 8 δρχ. για κάθε κιλό σιταριού που ξεφορτωνόταν, ενώ οι κυλινδρόμυλοι έδιναν μόνο 5 δρχ. [2] Στις 8 Μαΐου 1934 το βιομηχανικό κέντρο της Καλαμάτας αδειάζει καθώς πέραν των εργατών που βρίσκονταν σε απεργία οι καταστηματάρχες της πόλης κλείνουν τα μαγαζιά τους . Στο μεταξύ συνδικαλιστές από την Αθήνα που συμφωνούσαν με την πρόταση για τη λειτουργία του σιλό έφθασαν στην Καλαμάτα, όμως με απόφαση της γενικής συνέλευσης των λιμενεργατών οι τελευταίοι απέρριψαν τη συμφωνία και αποκήρυξαν τους συνδικαλιστές.Δίνεται η εντολή από τον υφυπουργό εργασίας Στεφανόπουλο να λειτουργήσει το σιλό και κινητοποιούνται ισχυρές δυνάμεις της Αστυνομίας και του στρατού για να το προστατεύσουν. Δημιουργούνται ζώνες μπροστά από το Τελωνείο και στήνεται ακόμη και οπλοπολυβόλο. Το μεσημέρι εμφανίζεται έξω από το λιμάνι το πλοίο «Λίμνη» και λίγο αργότερα μπαίνει στο λιμάνι και πλευρίζει στους κυλινδρόμυλους. Η απόπειρα των λιμενεργατών να σπάσουν τον κλοιό, που έχει σχηματιστεί από αστυνομικούς και στρατιώτες, αποτυγχάνει και μέχρι τα μεσάνυχτα συνεχίζονται οι αψιμαχίες. Το πρωί της 9 Μαΐου ομάδα απεργών λιμενεργατών προσπάθησε να εμποδίσει τη λειτουργία του σιλό και τότε στρατιώτες πήραν εντολή να ανοίξουν πυρ με αποτέλεσμα 5 εργάτες να χάσουν τη ζωή τους και άλλοι δέκα να τραυματιστούν. Στη συνέχεια άλλοι εργάτες πήραν τις σωρούς των συναδέλφων τους και τις περιέφεραν στους δρόμους της πόλης, σε έξαλλη κατάσταση βρίζοντας και φωνάζοντας κατάρες για τους δολοφόνους. Διαδηλωτές πέταξαν πέτρες στην Τράπεζα Αθηνών και μπήκαν στο σπίτι του κυριότερου μετόχου του Κυλινδρόμυλου και προκάλεσαν ζημιές. Ακολούθησαν νέες συγκρούσεις στις οποίες άλλοι δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και τρεις τραυματίστηκαν σοβαρά.

Φωτογραφία τεσσάρων νεκρών λιμενεργατών που βρίσκεται στο Εργατικό Κέντρο της Καλαμάτας

Φωτογραφία της κηδείας των νεκρών εργατών απο εφημερίδα της εποχής
Για τα γεγονότα στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα και τις δολοφονίες των εφτά ανθρώπων η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη δέχθηκε επικρίσεις από διάφορους πολιτικούς. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου δήλωσε ότι τα γεγονότα των Καλαμών προξενούν και θλίψιν και έκπληξιν και αγανάκτησιν ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ζήτησε η ποινή η οποία θα υποβληθεί στους υπευθύνους να είναι αληθώς αμείλικτος. Τέλος η ΓΣΕΕ κατήγγειλε την κυβέρνηση Τσαλδάρη ως την κύρια υπεύθυνη για τις δολοφονίες. [3]Τα γεγονότα της 9ης Μαΐου περιγράφει η αθηναϊκή εφημερίδα «Ανεξάρτητος» σε ανταπόκριση από την Καλαμάτα που δημοσιεύεται στο φύλλο της 10ης Μαΐου: «Η χθεσινή ημέρα ανέτειλε υπό το καθεστώς αυτό της απίστευτης στρατοκρατίας και τρομοκρατίας, διά να βαφή με το αίμα αθώων εργατών, βληθέντων δολίως και ατίμως υπό των ατυχών στρατιωτών οι οποίοι διετάχθησαν να ρίψουν στο ψαχνό!
Αυτήν την όψιν παρουσίαζον αι Καλάμαι, όψιν πόλεως τελούσης εις κατάστασιν πραγματικής επαναστάσεως, με τους λιμενεργάτας και μυλεργάτας από το ένα μέρος εις απεργίαν ευνοουμένην από ολόκληρον τον λαόν, και από το άλλο μέρος τον στρατόν και την χωροφυλακήν επιτιθεμένην και τρομοκρατούσαν...
...Η πρώτη αιματηρά συμπλοκή εγένετο την 9ην πρωινήν. Κατ’ εκείνην την ώραν πολυάριθμος ομάς απεργών λιμενεργατών επεχείρησεν έφοδον εις τον λιμένα διά να παρεμποδίση την λειτουργίαν του απορροφητικού μηχανήματος, το οποίον είχε τεθεί εις κίνησιν. Συγχρόνως τμήμα της ομάδος αυτής επέβη λέμβου και επροχώρησεν προς το ατμόπλοιον "Λίμνη" προς τον αυτόν σκοπόν.
Τότε ο στρατός, κατόπιν διαταγής των ανωτέρων του, ήρχισε να βάλλη πυρά ομαδόν. Εναντίον της λέμβου και των εις τον λιμένα εργατών εχρησιμοποιήθη και οπλοπολυβόλον. Η συμπλοκή σκληρά και πεισματώδης, διήρκεσε περί τα 20’ της ώρας με αποτελέσματα απεριγράπτως τραγικά. Εκ των εργατών εφονεύθησαν πέντε και ετραυματίσθησαν δέκα... ο αριθμός των ριφθέντων πυροβολισμών δι’ όπλων και οπλοπολυβόλου είναι αδύνατον να καθορισθή...
...Ευθύς ως κατέπαυσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, οι εργάται εν εξάλλω καταστάσει παρέλαβον τα πτώματα των φονευθέντων συναδέλφων των και ήρχισαν να τα περιφέρουν ανά τας οδούς της Παραλίας και τας κεντρικάς πλατείας, κραυγάζοντες και καταρώμενοι τους δολοφόνους... αι γυναίκαι των εργατών αγνοούσαι τα ονόματα των θυμάτων έσπευδον εν αλλοφροσύνη πλησίον των νεκρών...
…Οι ζωηρότεροι των απεργών συνεννοηθέντες με άλλους εργάτας και πολίτας, αντί να πτοηθούν από τα ενταθέντα νέα έκτακτα στρατιωτικά μέτρα εγένοντο μαχητικώτεροι και ήρχοντο εις νέαν σύγκρουσιν περί την 10.30 εξ ίσου αιματηράν με την πρώτην, τα αποτελέσματα της οποίας ήσαν και πάλιν να αφήσουν επί του πεδίου της μάχης δύο νεκρούς και τρεις σοβαρώς τραυματισμένους.
...Οι εργάται έχοντες δύο πτώματα φονευθέντων, ανεχώρησαν εκ της Παραλίας και διά της οδού Αριστομένους ανήρχοντο προς την πόλιν. Καθ’ οδόν ελιθοβόλησαν την Τράπεζαν Αθηνών και κατόπιν ομάς εξ αυτών ανελθούσα εις την οικίαν του κυριωτέρου μετόχου του Κυλινδρόμυλου, κ. Πάστρα, έθραυσε τα εν αυτή έπιπλα και παν ό,τι ευρίσκετο εντός. Εν συνεχεία εσταμάτησαν ένα τραμ, του οποίου έσπασαν με ξύλα τα τζάμια. Επετέθησαν και κατά του ανθυπολοχαγού κ. Παναγιωτάκου και της φρουράς που ήτο επικεφαλής, τραυματίσαντες τινάς εξ αυτών. Κατόπιν τεράστια διαδήλωσις από εργάτας και πολίτας σχηματισθείσα μετά την δεύτερη συμπλοκή επεχείρησε να περιέλθη τας οδούς αλλά ημποδίσθη και διελύθη παρ’ εφίππου χωροφυλακής και στρατού. Μεταξύ των νεκρών της 10.30 π.μ. συγκαταλέγεται και μία γυναίκα φονευθείσα εντός του περιπτέρου του συζύγου της ονομαζομένου Γ. Γκριζέπη. ...Λέγεται ότι εις λοχίας και δύο στρατιώται έρριψαν τα όπλα αρνηθέντες να πυροβολήσουν.
Αι αλλεπάλληλαι συμπλοκαί έληξαν περί την 12.30. Από της 1 μ.μ. ήρχισε να επικρατεί σχετική ησυχία χωρίς να σταματήση η έξαψις...
Εν τω μεταξύ τα πτώματα παρέμειναν εκτεθειμένα εις τους δρόμους, απηγορεύθη δε να παραληφθούν..."
Και ο ανταποκριτής συνεχίζει:
«Ο λαός έχει ταχθή εις το πλευρόν των απεργών, τα αιτήματα των οποίων αναγνωρίζει ως δίκαια. Οι επαγγελματίες της Παραλίας από της Τρίτης το απόγευμα έκλεισαν τα καταστήματα εις ένδειξιν αλληλεγγύης. Επίσης σήμερον Τετάρτην ο Δικηγορικός Σύλλογος κυκλοφόρησε 2.000 προκηρύξεις διά των οποίων καταγγέλλει τας στρατιωτικάς αρχάς ως υπαιτίους των σκηνών.
Ο Εισαγγελεύς των Πρωτοδικών καλέσας παρ’ αυτώ τον διοικητήν του Συντάγματος Καλαμών, συνταγματάρχην Α. Παναγόπουλον, του έκαμε δριμείας παρατηρήσεις...
...Προς κατευνασμόν των πνευμάτων, διετάχθη η απομάκρυνσις του σιτοφορτίου ανασταλείσης της λειτουργίας του σιλό... ενώ ο Φρούραρχος Καλαμών εζήτησε στρατιωτικάς ενισχύσεις από τας φρουράς Ναυπλίου και Τριπόλεως.
...Εις το υπουργείον των Στρατιωτικών ελήφθη τηλεγράφημα του συνταγματάρχου Καλαμών Παναγοπούλου. Εις αυτό αναφέρει ότι, επειδή η Χωροφυλακή δεν διέθετεν επαρκή δύναμιν διά την τήρησιν της τάξεως εν Καλάμαις, διετέθη προς ενίσχυσιν δύναμις 120 ανδρών εξ ων οι 30 ήσαν παλαιοί στρατιώται και οι 90 νεοσύλλεκτοι. Το τηλεγράφημα προσθέτει ότι ο επικεφαλής της Στρατιωτικής δυνάμεως ανθυπασπιστής Παπαδόπουλος ετραυματίσθη διά λίθου εις την κεφαλήν...».
Στον τόπο των συγκρούσεων σκοτώθηκαν οι λιμενεργάτες Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Παναγιώτης Μπλίκος, Γιάννης Κολιτσιδάκης και Βασίλης Γιαρετσινός. Τραυματίστηκε βαριά και υπέκυψε αργότερα ο Βασίλης Καπετανέας.
Τραυματίστηκαν οι Δ. Καρβέλας, Ανδρέας Πετρόπουλος, Αναστάσιος Μπάμπος, Σταύρος Πολίτης, Θανάσης Ελιάς, Μιλτιάδης Μπαμπούκας, Αναστάσιος Γιαννιτζόγλου, Λούλα Μπασούρου, Θανάσης Γαϊτάνος, Ιωάννης Σαρακηνός, Μιχάλης Φουρίδης, Μαρία Κριτσέπη (ιδιοκτήτρια περιπτέρου που αργότερα κατέληξε), Γιάννης Γαμπαρόλης. [4]
«Μετά τον πρώτον συγκλονισμόν εκ των προχθεσινών κανιβαλισμών της Παραλίας η κοινή γνώμη δοκιμάζει ήδη την μεγαλυτέραν κατάπληξιν. Οι δήμιοι του άοπλου λαού, που αιματοκύλισαν την πόλιν και έβαψαν τους δρόμους της με το τιμημένο αίμα του πολυπαθούς εργατικού και προσφυγικού στοιχείου, σε αποστολή του "ηθικού ρυθμού" δεν δεικνύουν ούτε αισθήματα εντροπής ούτε καν συναισθήσεως. Και με κυνισμόν που υπερβαίνει τα τολμηρότερα όρια διακηρύσσουν με εντατικά έργα και με αναίσχυντους λόγους ότι κατόρθωσαν να επιβάλουν την τάξιν. Και είναι ήσυχοι δι’ αυτό. Είναι ήσυχοι διότι πιστεύουν πιθανώς ότι η εργατική μάζα κατόπιν του αιματηρού μαθήματος δεν θα τολμήση πλέον να ενοχλήση τας υψηλάς των προσωπικότητας και να παρέχη πράγματα εις τας εξοχότητάς των. Αλλά λοιπόν η τραγωδία ετελείωσεν εκεί; Το ζήτημα συνεκαλύφθη μετά τας αρειμανίους περιπόλους που εξαπέλυσαν εις τους δρόμους και με τα μυδραλιοβόλα που έστησαν εις τα πλουτοκρατικά προπύργιά των; Τίνος λοιπόν είναι αι ευθύναι; Ποιος είναι ο υπαίτιος του τερατώδους αιματοκυλίσματος της Παραλίας; Αλλά εις το σημείον αυτό οι κήνσορες της μετριοπαθείας -ζητούν μετριοπάθειαν από τους εργάτας ενώ στρέφουν τα πυρά εις τας σάρκας των- αισθάνονται ότι κάπου πρέπει να δώσουν λόγον. Αν όχι εις την κυβέρνησίν των του "ηθικού ρυθμού", κάπου όμως αλλού εις έναν αιώνιον ηθικόν νόμον τιμωρόν, που ίσταται υπέρ τας εποχάς και τα καθεστώτα. Και συζητούν περί ευθυνών. Και παριστάμεθα εις το αηδιαστικόν θέαμα της από χθες την πρωίαν καταβαλλομένης προσπαθείας της αποσπάσεως των συντριπτικών ευθυνών από των ιδίων ώμων. Δεν πταίει ο κύριος Νομάρχης, ο οποίος εν τούτοις δεν εδίσταζε προχθές να διαδηλοί ότι θα στρώση την πόλιν με πτώματα - διότι έλαβεν εντολάς αντιθέτους προς τας συστάσεις του.
Δεν πταίει ο κύριος Λιμενάρχης διότι και αυτός έλαβεν εντολάς και διότι δεν προέβλεψεν την έκτασιν των ενδεχομένων συρράξεων. Δεν πταίει ο κύριος Παναγόπουλος ο οποίος διέταξε μεν τα πολυβόλα να βάλουν και έστρεψεν τας κάννας των τυφεκίων κατά του λαού, αλλά πιθανώς δεν υπελόγιζεν τας συνεπείας. Πταίει λοιπόν ποίος; Οι εργάται οι οποίοι προσεφέρθησαν βορά εις τας καννιβαλικάς ασχημοσύνας... Η άσκησις των κοινών είναι λειτουργία ιερά και δεν ημπορούν πλέον να ασκούν λειτουργίαν παρομοίαν με τας χείρας αιματοβαμμένας...».
Παρ’ όλ’ αυτά στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται οι εργάτες τον Ιανουάριο του 1935. Ο νεαρός τότε δικηγόρος Σταύρος Κανελλόπουλος, που έφθασε από την Αθήνα απεσταλμένος της Εργατικής Αλληλεγγύης, αποτύπωσε με την πολύ χαρακτηριστική φράση την εξέλιξη: «Αντί να είναι κατηγορούμενοι οι φονείς, είναι τα θύματά των». Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων αναλαμβάνουν οι Καλαματιανοί δικηγόροι Ν. Κουλουμβάκος, Γ. Δάλλας, Θ. Κορμάς, Ι. Παναγιωτόπουλος και Ν. Νικολόπουλος, πολλοί από τους οποίους στα χρόνια που ακολούθησαν εξελίχθηκαν σε ανώτατα στελέχη της Αριστεράς.
Το δικαστήριο καταδίκασε το Χρ. Νιάρχο (34 χρονών λιμενεργάτης από του Μπάλα - Ταξικά Συνδικάτα) σε φυλάκιση 18 μηνών και 2 χρόνια εξορία στον Αγιο Ευστράτιο, τον Στάθη Σταθάκο (από την Καλαμάτα - Εργατικό Κέντρο) σε φυλάκιση 10 μηνών και τους Π. Αντώνακα (λιμενεργάτης από την Καλαμάτα - Ταξικά Συνδικάτα) και Γ. Ξενάκη (34 χρονών τσαγκάρης από του Μήλα - Ταξικά Συνδικάτα, μετέπειτα πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, εκτελέστηκε με λιθοβολισμό στην Αλαγονία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου) σε φυλάκιση 7 μηνών. Οι κατηγορίες για μεν τον Χρ. Νιάρχο ήταν ότι «επωφελούμενος της απεργίας των μυλεργατών και λιμενεργατών προκάλεσε ταραχάς και συγκρούσεις» για δε τους υπόλοιπους ότι «προεκάλεσαν και διήγειρον κατά των νόμων και των νόμιμων διαταγών της αρχής»
Τα λιμενεργατικά της Καλαμάτας αποτέλεσαν κορυφαία εκδήλωση της κοινωνικής αγανάκτησης για τη βαθιά οικονομική κρίση. Και προάγγελο της μεγάλης εξέγερσης των σταφιδοπαραγωγών την επόμενη χρονιά.[5]
Βιβλιογραφία - Ηλεκτρονικό Αρχείο:
1. Παναγή Χ. Κουμάντου «Το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα Καλαμάτας 1900-1960», Καλαμάτα 1997.
2. Δημήτριου Ν. Ζέρβα «Το κίνημα της Καλαμάτας - Η σφαγή των λιμενεργατών το 1934», Καλαμάτα 2009.
3. Δημήτρη Λιβιεράτου «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1932-1936)» Δ' τόμος, Αθήνα 1994.
4. Ηλεκτρονικό αρχείο "Ριζοσπάστη" στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
5. http://www.eleftheriaonline.gr/koinonia/item/37275-limenergates-kalamata, 80 χρόνια από την εξέγερση των Λιμενεργατών Καλαμάτας , άρθρο του Ηλία Μπιτσάνη , 09/05/14
6. Διαδικτυακή Εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια λήμμα: Λιμενεργατικά της Καλαμάτας

Οι Μύλοι σήμερα
[1] http://www.eleftheriaonline.gr/koinonia/item/37275-limenergates-kalamata
[2] http://www.eleftheriaonline.gr/koinonia/item/37275-limenergates-kalamata
[3]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%B9%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B1%CF%82
[4] http://www.eleftheriaonline.gr/koinonia/item/37275-limenergates-kalamata
[5] http://www.eleftheriaonline.gr/koinonia/item/37275-limenergates-kalamata
Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020
23 Μαρτίου 1821: Προσκλητήριο Αγωνιστών
© SanSimera.gr









των σπαρτιατικών στρατευμάτων Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής συγκλήτου
.
Παρασκευή 17 Μαΐου 2019
Μια σπάνια απεικόνιση του Κάστρου της Καλαμάτας γύρω στα 1930, μάλλον από τον Πέτρο Καλονάρο.

Μια σπάνια απεικόνιση του Κάστρου της Καλαμάτας γύρω στα 1930, μάλλον από τον Πέτρο Καλονάρο.
[Φωτό από το delcampe.net]
Πέμπτη 18 Απριλίου 2019
Τετάρτη 17 Απριλίου 2019
Πέμπτη 11 Απριλίου 2019
Δευτέρα 1 Απριλίου 2019
Ποιητικός περίπατος στα βήματα της Μαρίας Πολυδούρη
Απ’ το επεισόδιο «Μαρία Πολυδούρη»
της σειράς ντοκιμαντέρ «Εποχές και Συγγραφείς» του Τάσου Ψαρρά, πληροφορούμαστε
ότι το σπίτι που γεννήθηκε η Καλαματιανή ποιήτρια βρισκόταν στη συμβολή των
οδών Μπενάκη και Τζάννε (πίσω από το κτίριο της Δημοτικής Φιλαρμονικής
Καλαμάτας). Το δυστύχημα είναι πως στις μέρες μας, το οίκημα δεν έχει διασωθεί.
Πριν ανατάτουμε την βραχεία και
πολυπλάνητη ζήση της Μαρίας Πολυδούρη, αξίζει να προσεγγίσουμε έστω και νοερά
την Καλαμάτα των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Η πόλη περιστοιχίζεται
απ’ το βενετσιάνικο κάστρο (φρούριο για τους παλαιότερους), το οποίο ορθώνεται
σ’ έναν λόφο στα βορειοδυτικά της πόλης. Σκόρπια σπίτια υπάρχουν στην οδό Αριστομένους,
τη Φαρών, την Ακρίτα κι ένας πυρήνας στην παραλία. Κεντρική πλατεία της πόλης
είναι η (οδός) 23ης Μαρτίου, ενώ έχουν οι ανοιχθεί οι οδοί Υπαπαντής και
Σιδηροδρομικού Σταθμού και συνεχίζεται η διευθέτηση της κοίτης του Νέδοντα
(έργο που ολοκληρώνεται το 1939).
Την περίοδο 1882-1901 αιώνα
χτίζεται το λιμάνι της Καλαμάτας, το 1896 επιτυγχάνεται η σιδηροδρομική σύνδεση
με την Αθήνα και μετά το 1905 η πόλη λογίζεται ενιαίο πολεοδομικό
σύνολο [1], καθώς επάνω πόλη και Παραλία συνδέονται
πλέον με κάθετους δρόμους. Η διαφαινόμενη ανάπτυξη, απότοκο της διάνοιξης του
λιμανιού, έδωσε νέα αίγλη στην πόλη. Το 1899 έχουμε ηλεκτροφωτισμό, το 1904
δεύτερο σιδηροδρομικό σταθμό και το 1910 ηλεκτροκίνητο τραμ. Την ίδια περίοδο
κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα νεοκλασικά κτίρια που πιστοποιούν την
ανάπτυξη μιας τοπικής αστικής τάξης.
Η Καλαμάτα χαρακτηρίζεται «Μασσαλία
του Μοριά» και ζει την δική της belle époque, γεγονός που έχει αντίκτυπο στις
τέχνες και τον πολιτισμό. Σταδιακά, κάνουν την εμφάνισή τους λέσχες, σωματεία,
θέατρο, κοσμικά κέντρα, δημόσια και ιδιωτικά σχολεία και εκδίδονται εφημερίδες.
Με φροντίδα της Ρεγγίνας Πανταζοπούλου το 1911 ανοίγουν οι πύλες της
Λαϊκής Σχολής. Χαρακτηριστική είναι και η αύξηση του πληθυσμού της πόλης
(Δήμος Καλαμών: 15.479 κάτοικοι το 1889, 28.960 το 1928), δεδομένης και της
άφιξης των προσφύγων, στα 1914 και 1922, οι οποίοι εγκαθίστανται στις παρυφές
της πόλης επεκτείνοντας τον γεωγραφικό της χάρτη.
Επιστρέφοντας στην απάνω πόλη,
αξίζει να σταθούμε στη διασταύρωση των Οδών Μπενάκη και Τζάννε. Σ΄ αυτό το
σημείο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη και μελετητή της νέας ελληνικής
λογοτεχνίας Τάσο Ψαρρά σ’ ένα «φωτεινό σπιτάκι γεμάτο φως»[2] - σήμερα δυστυχώς δεν σώζεται - «είδε τα πρώτα
φώτα του έαρος»[3] το δείλι της 1ης Απριλίου 1902 η Μαρία
Πολυδούρη, κόρη του φιλελεύθερου φιλόλογου Ευγενίου Πολυδούρη από τη Μικρομάνη Μεσσηνίας
και της Κυριακής Μαρκάτου, φεμινίστριας και αναγνώστριας της Εφημερίδας των
Κυριών της Καλλιρόης Παρρέν.
Η Μαρία ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές
της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του
Γυθείου και των Φιλιατρών και σε ηλικία 16 ετών διορίζεται, ύστερα από
διαγωνισμό, στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το προοδευτικό κλίμα που επικρατούσε στην
οικία Πολυδούρη επηρέασε την Μαρία, η οποία είδε με θετικό μάτι την Οκτωβριανή
Επανάσταση και πίστεψε στην ισότητα των φύλων. Σε ηλικία 17 ετών, μάλιστα,
συνεχάρη μέσω τηλεγραφήματος τον φιλελεύθερο βουλευτή Θάνο
Τυπάλδο-Μπασιά, ο οποίος πρότεινε στο Κοινοβούλιο την κατοχύρωση της
ισοπολιτείας των γυναικών.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία
Αττικοβοιωτίας. Η άφιξή της στην πρωτεύουσα σηματοδοτήθηκε από την εγγραφή στην
ανδροκρατούμενη Νομική Σχολή των Αθηνών, όπου έγινε δεκτή με επευφημίες. Εμφορούμενη
από την πίστη στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου, κάνει παρέα με άνδρες – ιδίως διανοούμενους και καλλιτέχνες – καπνίζει, πίνει και επιδίδεται στη
γραφή. Να
μην προσπεράσουμε και ότι ενοικίασε διαμέρισμα στην καλλιτεχνική περιοχή των
Εξαρχείων (Οδός Ιπποκράτους και Μεθώνης 7).
Τα παρθενικά ποιητικά σκιρτήματα
της Μαρίας μπορούν να αναζητηθούν στο Γύθειο και τα μανιάτικα μοιρολόγια – σύμφωνα
με μαρτυρίες της αδερφής της Βιργινίας επισκεπτόταν κηδείες και γυρνούσε στο
σπίτι αργά με κλαμένα μάτια – που άρδευσαν το ποιητικό της έργο. Ενδεικτικό
παράδειγμα το πρωτόλειό της πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», που αναφέρεται
στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των
Φιλιατρών. Στα λυκειακά της χρόνια θέλγεται από την λυρική ποίηση και
ιδίως από τη Σαπφώ, ενώ αργότερα μεταφράζει τους Γάλλους καταραμένους
ποιητές. Σταθμός για την πορεία του έργου της υπήρξε και η γνωριμία της με τον
Κώστα Καρυωτάκη. Στη θεματική της, μόνες ακατάλυτες δυνάμεις στέκουν ο
έρωτας κι ο θάνατος. Υπό το κράτος τους, το ποιητικό υποκείμενο, διαπνεόμενο
από πηγαία λυρική έξαρση και ρέμβη, ωθείται στη θλίψη και αγγίζει τα όρια της
συντριβής.
Γραμματολογικά, η Μαρία Πολυδούρη
εντάσσεται στους «νεορομαντικούς και νεοσυμβολικούς» ποιητές του Μεσοπολέμου με
πιστούς συνοδοιπόρους τον Τέλλο Άγρα, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Κώστα
Ουράνη, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Μήτσο Παπανικολάου και προεξάρχοντα τον Καρυωτάκη.
Πρόκειται εν ολίγοις για την ποιητική Γενιά που επηρεάζεται από την κοινωνική
και πολιτική ζωή της εποχής (Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Εκστρατεία και
Καταστροφή, προσφυγιά, πολιτική αστάθεια, επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική
ζωή, εργατικό κίνημα) και κυμαινόμενη στο σταυροδρόμι παράδοσης και
νεωτερικότητας, πασχίζει να μετουσιώσει σε στίχο τα προσωπικά της αδιέξοδα,
αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την αισθητική αρτιότητα της γενιάς του 1880 και τα
συλλογικά οράματα, γεγονός που συνετέλεσε στην απαξίωση τους από τους
Αριστερούς διανοουμένους που δε διστάζουν να τους θεωρήσουν «παρακμίες». Ενδεικτική της περιρρέουσας πνευματικής
ατμόσφαιρας της εποχής, η σταδιακή αμφισβήτηση της ποιητικής πρωτοκαθεδρίας του
πολυγραφότατου εθνικού βάρδου Κωστή Παλαμά, την ώρα που κέρδιζε έδαφος η
ευσύνοπτη και στραμμένη στα ενδότερα γραφίδα του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Οι περισσότεροι Μεσοπολεμικοί
ποιητές φτάνουν στο χάος νωρίς και χάνονται με τραγικό τρόπο. Η Μαρία
μετά τον χωρισμό της με τον Καρυωτάκη, αφού απολύθηκε ως αργόμισθη από το
δημόσιο και διαγράφηκε από τη Νομική, αρραβωνιάστηκε τον εύπορο δικηγόρο Αριστοτέλη
Γεωργίου και στράφηκε στο θέατρο. Φοιτά, μάλιστα, στη Δραματική Σχολή του
Εθνικού Θεάτρου (δάσκαλοί της ο Φώτος Πολίτης και η Μαρίκα Κοτοπούλη) και στη
Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πρωταγωνιστεί στην παράσταση το Κουρέλι του
Ντάριο Νικοντέμι, ενώ λίγο πιο μετά διαλύει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου
και φεύγει στο Παρίσι, προκειμένου να σπουδάσει ραπτική. Το 1928 προσβάλλεται
από φυματίωση και επιστρέφει στην Αθήνα, έχοντας απωλέσει την περιουσία της.
Νοσηλεύεται στο σανατόριο Σωτηρία σ’ ένα δωμάτιο της
τρίτης θέσης. Εκεί δεχόταν τη φροντίδα της αδερφής της Βιργινίας και τις
επισκέψεις λίγων φίλων ανάμεσά τους η Μυρτιώτισσα, ο Άγγελος Σικελιανός, οι
«ήσσονες» ποιητές Μίνως Ζώτος, Γιάννης Παπαδάκης και Γιάννης
Χονδρογιάννης [4] και ο φανατικός θαυμαστής της Βασίλης
Γεντέκος. Στη Σωτηρία νοσηλευόταν και ο Γιάννης Ρίτσος, στον
οποίον η ποιήτρια αφιέρωσε το ποίημα «Θυσία». Στον χώρο του σανατόριου, όπου
υποδέχθηκε για τελευταία φορά τον Καρυωτάκη, πληροφορήθηκε τον Ιούλιο του 1928
τη συνταρακτική είδηση της αυτοχειρίας του…
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη
της ποιητική συλλογή με τίτλο Οι τρίλλιες που σβήνουν και
τον επόμενο η στερνή με τίτλο Ηχώ στο Χάος. Στην εργογραφία
της συμπεριλαμβάνονται ακόμα κάποια ανέκδοτα ποιήματα, το Ημερολόγιό της
και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία στηλιτεύει τον συντηρητισμό και την
υποκρισία της εποχής της. Αυτή η νουβέλα συμπεριλαμβάνεται στον τόμο: Μαρία
Πολυδούρη, Άπαντα, Επιμέλεια: Τάκης Μενδράκος, Αθήνα: Αστάρτη, 1989
με τον τίτλο Μυθιστόρημα. Οι τελευταίες εκδόσεις του έργου
της Τα Ποιήματα και Ρομάντζο και Άλλα πεζά κυκλοφορούν
από την Εστία το 2014, με επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά.
«Το πιο λεπτό άνθος με το πιο
δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση»[5], όπως εύστοχα και η ίδια προέβλεψε στη συλλογή
Οι Τρίλλιες που σβήνουν, πέθανε «μιαν αυγούλα μελαγχολική του
Απρίλη» στην Κλινική Χρηστομάνου. Σύμφωνα με τη Λιλή Ζωγράφου, εκπονήτρια
εμπεριστατωμένης μονογραφίας για την ποιήτρια, η Πολυδούρη χρησιμοποίησε τις
ενέσεις μορφίνης που προμηθεύτηκε από τον φανατικό θαυμαστή της Βασίλη
Γεντέκο. Ήταν μόλις 28 χρόνων.
Το 1922, ανήμερα 20ων της
γενεθλίων σε ανεπίδοτη επιστολή είχε σημειώσει:
«Ο μήνας που
μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια
μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης
με πεθαίνει. Απρίλιε…Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου
θυμίζεις ό,τι μου λείπει…με απελπίζεις».
[1] Μέχρι τότε Καλαμάτα και Παραλία λογίζονταν
διαφορετικό πολεοδομικό συγκρότημα.
[2] φράση από το Ημερολόγιο της
ποιήτριας
[3] Ό. π.
[4]Γνωστός
ο σφοδρός έρωτάς της με τον Κώστα Καρυωτάκη και λιγότερο γνωστή – έως απολύτως
άγνωστη – η πλατωνική ερωτική της σχέση με τον Κερκυραίο ποιητή Γιάννη
Χονδρογιάννη (1903-1987). Λίγο προτού πεθάνει, του γράφει: «Βλέπετε… πρέπει
να με λησμονήσετε, όπως τόσο φρόνιμα εκάματε έως τώρα. Είμαι μια αλυσσίδα από
κόκκαλα, δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα ’μουν ένα ωραίο στολίδι για την αγάπη
σας! Αντίο Γιάννη. – Μαρία». (Στοιχεία από δημοσίευμα του Σωτήρη Τριβιζά,
περ. Πόρφυρας, τ. 151-152).
[5] Χαρακτηρισμός του Χονδρογιάννη.