Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βαλτινός Θανάσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βαλτινός Θανάσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Θανάσης Βαλτινός- Εξ αγχιστείας (απόσπασμα)

 

Όταν χήρεψε η μάνα μας, τριάντα δύο χρονών, αυτός κόντευε τα σαράντα. Κι όταν έκλεισε ο πρώτος χρόνος του πένθους της, μόνος του αυτός πήγε βρήκε την πεθερά της, δηλαδή τη γιαγιά μας, τη μάνα του πατέρα μας, και της γύρεψε να κουβεντιάσουν.

-Έχω τη δουλειά μου, της είπε. Παιδιά δεν κάνω. Και θέλω να την παντρευτώ τη Μαρίτσα.

Τη γιαγιά μας τη θυμάμαι αμυδρά, αλλά πρέπει να ήταν δυνατή γυναίκα. Έχοντας χηρέψει και η ίδια νέα, με τέσσερα μωρά επίσης, πίεσε τη μάνα μας που, δέσμια ενός αρχαίου ηθικού κώδικα, δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα, και την ανάγκασε να δεχτεί το γάμο.

Ο πατριός μας ήταν βαγενάς.

Κάθε καλοκαίρι, κατά τα μέσα Αυγούστου, έπαιρνε σ’ ένα ζεμπίλι τα εργαλεία του και κατέβαινε στον κάμπο της Μαντινείας να δουλέψει. Εκεί καθότανε μέχρι που άρχιζε ο τρύγος, επιδιορθώνοντας παλιά βαρέλια. Άλλαζε σάπιους παζούς, σπασμένες δόγες, τέτοια μερεμέτια. Ύστερα, με το τέλειωμα της εποχής, γύριζε πάλι στο χωριό.

Εμείς, που ακόμα δεν είχαμε συνείδηση του χρόνου, καταλαβαίναμε ότι ζύγωνε η ώρα  να  τον  ξαναδούμε,  από  την  ανησυχία  της  μάνας  μας.  Για  καμιά  βδομάδα  η ανησυχία της αυτή εκδηλωνόταν με ένα είδος μανίας για την πάστρα. Σάρωνε την αυλή, ασβέστωνε τις ξερολιθιές της μάντρας, έλιωνε και ξανάλιωνε τα νύχια της σφουγγαρίζοντας το πάτωμα με καρυδόφυλλα. Την τελευταία πια μέρα φαινόταν να καλμάρει λίγο. Σηκωνότανε πρωί, ζύμωνε, σκέπαζε το ψωμί να γίνει, κι όσο εκείνο φούσκωνε κι ανέβαζε αθόρυβα την υπομονή της, μας έλουζε, μας έδινε μια βρεγμένη φέτα στρωμένη με ζάχαρη και μας έστελνε να τον υποδεχτούμε στις Πλάκες.

Αν δε με γελάει η μνήμη μου, έχω κάνει αυτή τη διαδρομή τέσσερις ή πέντε φορές. Ωστόσο, θαρρείς και όλες ήσαν πανομοιότυπες, μέσα μου έχουν μείνει σα μία. Έμπαινε μπροστά ο Ντίνος κρατώντας την Όλγα από το χέρι και ακολουθούσαμε ο Βλάσης κι εγώ. Οι Πλάκες βρισκόντουσαν μια χιλιάδα μέτρα ψηλότερα από το σπίτι μας, ένα σύνορο που δεν το είχαμε ξεπεράσει ποτέ. Το έλεγαν έτσι το μέρος γιατί παλιά ήταν τούρκικο νεκροταφείο και σώζονταν ακόμα κάμποσα στενόμακρα αγκωνάρια, μπηγμένα κατακόρυφα στο χώμα. Πίσω από κει απλωνόταν ο υπόλοιπος κόσμος.

Φτάνοντας απάνω, η μέρα ντάλα  κι έρημη, καθόμασταν αράδα και τα τέσσερα, χωρίς να μιλάμε στην αρχή, αγναντεύοντας το μουλαρόδρομο που χανόταν τον κατήφορο. Από το δρόμο αυτό θα ερχόταν ο «πατέρας» μας.

Εκτός από την Όλγα, τη μικρότερη, οι άλλοι ξέραμε ότι δεν ήταν ο αληθινός μας πατέρας. Όμως πλάγιαζε με τη μάνα μας στο ίδιο κρεβάτι, μας αγόραζε παπούτσια δυο φορές το χρόνο και, όταν αρρωσταίναμε, μας κουβαλούσε στο γιατρό. Καθόμασταν λοιπόν και τον περιμέναμε. Σχεδόν πάντοτε αργούσε να φανεί. Κι εμείς στο τέλος, μην αντέχοντας άλλο να δακρύζουν τα μάτια μας από την ένταση, το ρίχναμε στο παιγνίδι. Έτσι, κάθε φορά ήταν τότε, όταν πια είχαμε ξεχάσει για ποιό λόγο βρισκόμασταν κει πάνω, που μας κεραύνωνε η φωνή του:

– Παδιά, σας έπιασα!

Σα να είχε έρθει δρασκελώντας τις κορφές, γυρίζαμε ξαφνιασμένοι και τον βλέπαμε λίγο μακρύτερα, έναν όρθιο Δία — το ζεμπίλι με τα εργαλεία ακουμπισμένο δίπλα του.

Η αμηχανία μας τον διασκέδαζε αρκετά, κι όταν η Όλγα πρώτη, η πιο αθώα, αμολιόταν  τρέχοντας  κατά  το  μέρος  του,  εκείνος  γέλαγε  τρανταχτά,  έπεφτε  στα τέσσερα  κι  άρχιζε  να  την  κυνηγάει,  γαβγίζοντας  σα  σκύλος.  Με  αυτό  τον  τρόπο γινότανε μπροστά μας η επανανθρωποποίησή του, και τότε μπαίναμε όλοι στο χορό, μέχρι που απόκανε ο ίδιος, σηκωνότανε λαχανιασμένος, έφτιαχνε τη λουρίδα του κι έλεγε:

– Πάμε τώρα, γιατί θα μας σκοτώσει η μάνα σας.

Άρπαζε την Όλγα από τις μασχάλες, […], την κάθιζε στο μπράτσο του, έπαιρνε με το άλλο χέρι το ζεμπίλι και κινάγαμε.

Η είσοδός μας στο χωριό ήταν ένας θρίαμβος. Όλοι όσους απαντάγαμε στη διαδρομή ήθελαν να καλωσορίσουν τον πατριό μας και σταματάγαμε σε κάμποσες αυλές. Σα να είχε λείψει πια χρόνια στην ξενιτιά. Δεν ξέρω αν όλοι τον αγάπαγαν, πάντως όλοι επέμεναν να τον κεράσουν και να αλλάξουν δυο κουβέντες μαζί του. Στο βάθος αυτές οι δυο κουβέντες δεν ήταν παρά το πρόσχημα – η ανάγκη μιας ζωικής εντελώς συνάφειας. […]

(Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, Άγρα, 1992)

αγχιστεία: η συγγένεια που δημιουργείται με το γάμο, σε αντιδιαστολή με τη συγγένεια αίματος.

2 βαγενάς = βαρελάς

3 παζός: η βάση του βαρελιού

4 δόγες = κυρτές σανίδες βαρελιού

5 πάστρα = καθαριότητα

6 ντάλα = καταμεσήμερο με πολύ δυνατό ήλιο

7 απόκανε = σταμάταγε από την κούραση

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Θανάσης Βαλτινός - Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα)

 Μπήκα στο τρένο, μέσα στο βαγόνι είδα έναν που έμοιαζε ξενοφερμένος. Έκατσα κοντά του και πιάσαμε κουβέντα.
Τον ρώτησα που ήταν.
Στην Αμερική.
Τώρα έρχεσαι;
Μάλιστα.
Από ποιο μέρος;
Από το Σικάγο.
Γνώρισες κανέναν Δαραίο εκεί;
Ναι, τον Αναστάσιο Μεγρέμη.
Είναι καλά;
Καλά.
Από ποιο μέρος είσαι του λόγου σου;
Από το Άργος, το χωριό Μπερμπάτι.
Το όνομά σου;
Γρηγόριος Γκορίτσας.
Πώς περνάγατε στην Αμερική;
Πολύ καλά, ό,τι θέλαμε τρώγαμε. Φτηνά πράματα, ρούχα, παπούτσια.
Το μεροκάματο;
Άλλος δυο δολάρια, άλλος ένα κι εβδομήντα πέντε, άλλος ενάμισι.
Δουλειές πολλές;
Πολλές. Γραμμές, μίνες για τον χρυσό, για κάρβουνο και άλλες.
Και τι ήθελες στην Ελλάδα;
Ήρθα να δω τους γονιούς μου και θα φύγω πάλι.
Τότε έκανες καλά. Εδώ μεγάλη φτώχεια. Ο κόσμος κιντυνεύει, σήκωσε φτερό για έξω. Κάργα τα καράβια με τρεις χιλιάδες το καθένα, όλο παιδαρέλια. Δω εκεί κανένας σαραντάρης.
Φτάσαμε στο Άργος κι εγώ κατέβαινα για Μύλους.
Αυτός θα έμενε.
Γεια σου, του λέω, φίλε, χωρίζουμε.

Θανάσης Βαλτινός - Χωρίς μαγνητόφωνο (απόσπασμα)

...Κοιτάξτε, είναι πολύ εγωιστική πράξη το γράψιμο. Το κάνει κανείς για τον εαυτό του. Τα υπόλοιπα –ότι γράφει για ν’ αλλάξει τον κόσμο και την κοινωνία– είναι μεγάλα λόγια. Παράλληλα όμως, έχει κι έναν ερωτικό χαρακτήρα η τέχνη. Ησυχάζει κανείς όταν επιβεβαιώνεται κι από δυο τρεις άλλες συνειδήσεις. Η σωστή σχέση με τον άγνωστο αναγνώστη αρχίζει όταν τον σκέφτεσαι ως ελεγκτή της ειλικρίνειας και της συνέπειάς σου...

 Θανάσης Βαλτινός (1932-2024)

(από το Χωρίς μαγνητόφωνο, εκδ. Πόλις)

Απ' το προφίλ της Αθανασίας Δρακοπούλου στο fb.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Θανάσης Βαλτινός - Ειδύλλιο

 Δεν ήταν ακριβώς του δρόμου. Από κάπου πρέπει να το είχε σκάσει. Ήταν καθαρή και υγιής. Το τρίχωμά της γυάλιζε-εξαιρετικά νέα δηλαδή. Ενάμισι-δύο χρόνων;

 Διασχίζοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας, από Πλουτάρχου προς Ριζάρη, με πήρε από πίσω. Ήταν χαρούμενη. Με προσπερνούσε φερμάροντας , προχώραγε, ξαναγύριζε κοντά μου. Χαρούμενη. Με ακολούθησε έτσι έως τη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Την περάσαμε μαζί. Μπήκαμε στην Αντήνορος. Έφυγε πάλι μπροστά. Πάντα τρέχοντας, πάντα φερμάροντας. Διαδήλωνε με αυτόν τον τρόπο την ευφροσύνη της. Ευφροσύνη που ζούσε, που ξαναγύριζε πίσω και με κοίταζε στα μάτια, που με εμπιστευόταν. 

Στην Αστυδάμαντος σταμάτησα. Έβγαλα τα κλειδιά μου. Είχε φτάσει η ώρα. Εκείνη έπαψε να τρέχει. Ακίνητη. Ήταν μια πρώτη ραγισματιά αμφιβολίας. Είχα ψηλά ένα μεγάλο μπαλκόνι, αυτό ήταν όλο. Να την κάνω τι; Έβαλα το κλειδί στην πόρτα προσπαθώντας να μην την κοιτάξω. Συμπεριφορά δειλού. Δεν τα κατάφερα. Το μάτι μου την αναζήτησε από μόνο του. Πάντα ασάλευτη, με μιαν αξιοπρέπεια στην ακινησία της με παρακολουθούσε που την έκλεινα έξω. 

Πηγή: Θανάσης Βαλτινός, ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΑΝΑΓΚΗ ΕΛΕΟΥ. Αθήνα, Εστία, 2015, σελ. 55-56.

Θανάσης Βαλτινός - Μπλέ βαθύ, σχεδόν μαύρο (απόσπασμα)


Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις - και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια λάθος ηλικία επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τρακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω μ' αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς. 

Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο. Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί. Χτυπιέται κι ύστερα αποκάνει κι εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη, ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία. Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που τις δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει, πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά. 

Αλλά τώρα πρέπει να φύγω.

 Μπλέ βαθύ, σχεδόν μαύρο, εκδόσεις της Εστίας.

Θανάσης Βαλτινός - Επείγουσα ανάγκη ελέου

Eίχαν ανάψει κεριά όλοι, αλλά δεν έκαναν τον σταυρό τους. Oι ίδιοι είχαν φέρει και τα κόλλυβα από την Aθήνα. Δεκαπέντε μέλη των οικογενειών Λεών, Kαμχή, Mόλχο. Tρεις γενιές.

O παπάς, με την ελαφρά ένρινη φωνή του, πρωτοστατούσε. Tούτο ήταν το παράξενο: ένα χριστιανικό μνημόσυνο οργανωμένο από Eβραίους.

O Γιώργος Mητζελιώτης, παλαιός πρόεδρος της Γλώσσας Σκοπέλου, πέθανε το 1993, ογδόντα πέντε χρονών. Στο Άλσος των Δικαίων, στο Iσραήλ, έχει το δέντρο του.

Στην εκκλησία ήσαν άλλοι μια τριανταριά παρόντες, ντόπιοι αυτοί. H Nίνα τους κοίταζε. Άγνωστα τοπία. Oι τραχιές καταπτώσεις στις ρυτίδες των προσώπων, οι χαρακωμένοι αυχένες. O παπάς τελείωσε, κάποιος σήκωσε τον δίσκο με το βρασμένο σιτάρι και τον σταυρό από ασημοκούφετα. Mια γιαγιά πλησίασε τή Nίνα. Xαμογέλαγε αβέβαιη. Eίσαι το «κουνούπι»; ρώτησε δειλά. Ήταν το «κουνούπι». Πενήντα δύο χρόνια πριν. Tριών ετών, με λιγνά ποδαράκια. Σκορπισμένοι στις μικρές καλύβες. Kάποιοι τους έφερναν φαγητό τις νύχτες.

Aπό ποιά βάθη αναδύθηκε η μορφή της; H Bασιλική με τις δυο μακριές πλεξίδες, σβέλτη νεαρή γυναίκα. Συχνά έπαιρνε τη Nίνα στην πλάτη της, κι άλλοτε, στην άκρη του γκρεμού, πάνω από τη θάλασσα που στράβωνε, την πέταγε ψηλά και την ξανάπιανε, κάνοντάς την να χάνει την ανάσα της. Bασιλική, είπε η Nίνα, και αγκαλιάστηκαν με τη γιαγιά.

Tο 1943 έφτασε στη Γλώσσα ένα τηλεγράφημα. Aπό Θεσσαλονίκη. «Σωτήρη Mητζελιώτη, πρόεδρο κοινότητας. Eπείγουσα ανάγκη ελέου». Mε έψιλον. Γιώργο, πρέπει να είναι για σένα αυτό, είπε ο ταχυδρόμος. O Γιώργος ήταν ο μοναδικός Mητζελιώτης στο νησί. Tο υπόγραφε ο Zακ Λεών. Mε τον Zακ Λεών συνεργάζονταν από παλιά. Aπό πριν τον πόλεμο. Λάδια ― κυρίως παλιόλαδα, μούργες για σαπούνι. Σωτήρη Mητζελιώτη. Eκείνος κατάλαβε. Όχι την «ανάγκη ελέου». Όχι τον «έλεο». Tο «Σωτήρη» κατάλαβε.

Ήταν τριαντάρης, νιόπαντρος. Nαύλωσε ένα μικρό καΐκι. Tο ναύλωσε για Xαλκιδική, να φορτώσει σιτάρι. Ήταν Aπρίλης, είχε βγάλει καιρό, αλλά ο «Tαξιάρχης» άντεχε. Έριξαν άγκυρα στη θάλασσα της Eπανομής. Tην άλλη μέρα ο Γιώργος Mητζελιώτης πήγε στη Θεσσαλονίκη οδικώς. Πήγε στα Λαδάδικα. Bρήκε το μαγαζί του Zακ σφραγισμένο. Σκέφτηκε να πάει στο εργοστάσιο. Σαπουνοποιία Λεών-Γιάκος. Tελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Ένας φόβος τον κράτησε. Σκέφτηκε να βρει φίλους, να ρωτήσει. Δεν βρήκε κανέναν. Kάποιο “σύρμα” πρέπει να δούλεψε πάντως. Eίχε απελπιστεί ― και τότε παρουσιάστηκε ο Zακ χωρίς το κίτρινο αστέρι στην καρδιά. Tο είχε σκάσει από το γκέτο, κρυβότανε. Kόντευε πια να βραδιάσει. Δεν είπαν πολλά. Δεν είπαν σχεδόν τίποτα. Mπήκαν στο τελευταίο γκαζοζέν που έφευγε για Eπανομή.

Kοιμήθηκαν στον «Tαξιάρχη». Tο πρωί τράβηξαν προς Nέα Hράκλεια. Θα παραλάβαιναν εκεί το σιτάρι. Eφτά-οχτώ σακιά. O Γιώργος Mητζελιώτης είπε στον Zακ να κρυφτεί όσο θα περίμεναν το φορτίο. Tον πήγε ο ίδιος κάμποσο μακριά. Tον άφησε σε κάτι σκληρά, αλατισμένα βραχάκια της ακτής. Aργά το απόγευμα γύρισε και τον ξαναπήρε.

Έβαλαν πλώρη για Nέα Mουδανιά. Nύχτωνε, και τη νύχτα απαγορεύονταν οι πλόες. Στα Mουδανιά είχε Γερμανούς. O καπετάνιος έλεγε να μείνουν εκεί. Λογόφεραν με τον Γιώργο Mητζελιώτη. Kάποια στιγμή τα ντόπια ψαροκάικα άρχισαν να ετοιμάζονται. Σ\ αυτά επιτρεπόταν να ανοίγονται. Γρι-γριά με πυροφάνια. Ήταν αυτή η ευκαιρία. O Γιώργος Mητζελιώτης κατέβηκε ο ίδιος στη μηχανή και έβαλε μπροστά. Έτσι αμίλητοι, με τον καπετάνιο χολωμένο, γλίστρισαν ανάμεσα στους άλλους.

Tα γρι-γριά τράβηξαν τέσσερα-πέντε μίλια, πήραν θέσεις και έσβησαν τις μηχανές. Έκανε το ίδιο και ο Γιώργος Mητζελιώτης. Άνθρωπος θαλασσινός, δυνατός, ψύχραιμος πολύ. Συνέχισαν να πλέουν μέσα στη νύχτα με τα πανιά.


O θείος Zακ πήγε πρώτος στη Σκόπελο, είπε η Nίνα. Ήταν ο διανοούμενος της οικογένειας. Διάβαζε τις γραφές. Διάβαζε τους Έλληνες. Eμείς φύγαμε αργότερα. Ή ίσως πιο πριν. Πολύ πιο πριν. Aυτά δεν είναι αναμνήσεις. Eίναι όσα μου έλεγαν μετά. Ήταν ο γιατρός Kαλλινικίδης. Aφροδισιολόγος. Πήγαιναν σ\ αυτόν οι Γερμανοί στρατιωτικοί. Πόντιος, όπως λέει το όνομά του. Ήρθε στο γκέτο ― πώς ήρθε; Mπάρον Xιρς. Έμενε στην Aγία Σοφία. Γύρεψε ένα αγόρι να το κρύψει, αλλά εκείνο ήθελε να μείνει με τους δικούς του. Kαι έμεινε για πάντα. Έτσι πήρε τον Nίκο. Eγώ τριών, ο Nίκος έξι. O μπαμπάς μας είχε δώσει αυτά τα ονόματα. Nίκος και Nίνα. O μπαμπάς κρυβόταν κάπου. H μαμά ήταν κόρη Mόλχο. Bικτώρια Mόλχο. Aπό αυτούς δεν έμεινε κανένας. Mόνο η μαμά και ο θείος Σόλων, που ήρθε μαζί μας. Θέλω εδώ να πω την ευγνωμοσύνη μου για τον γιατρό Παντελή Kαλλινικίδη, που δεν τον θυμόμουν και τον ξανασυνάντησα πολύ αργότερα. Xρόνους αργότερα. H γυναίκα του ζει ακόμα. Πήρε τον Nίκο. Mετά πήγε και η μαμά εκεί, με εμένα. Mας κράτησε. Mας έκρυψε. Δεν ξέρω πότε φύγαμε. Aν ρωτήσω τον θείο Mωρίς, ο θείος θα θυμάται. Eίχε σημειώσει διάφορες λεπτομέρειες. Φύγαμε πάντως. Όχι όλοι μαζί. Mε αυτοκίνητο, με μουλάρια. O μπαμπάς είχε έξι αδέρφια. Eκτός από τον θείο Zακ, οι άλλοι κατέβηκαν στην Aθήνα. Kατερίνη-Λάρισα. Στη Λάρισα έπρεπε κάπου να μείνουμε. Kάποια πόρτα να χτυπήσουμε. Δεν μας δέχτηκαν πουθενά. Kαταλήξαμε σ\ ένα φτηνό ξενοδοχείο με πουτάνες. Mείναμε εκεί τρεις-τέσσερις ημέρες. Ήταν τόσο καλές. Mε έπαιρναν αγκαλιά, με έπαιζαν, μου έδωσαν διάφορα μικροπράγματα. Ένα στρογγυλό παφιλένιο καθρεφτάκι, υπάρχει ακόμα κάπου.

O θείος Mωρίς έφτασε στην Aθήνα ως καρβουνιάρης στην ατμομηχανή του τραίνου. O παππούς Iσαάκ και η γιαγιά Eνριέττα Λεών, επίσης με το τραίνο. Aυτοί δεν ήξεραν καν ελληνικά. H γλώσσα τους ήταν τα ισπανικά. Σεφαραδίτικα. Λαμία-Θερμοπύλες. Φτάσαμε στην Aθήνα. Mας περίμενε ο φαρμακοποιός Mηνιάδης. Kουνιάδος του γιατρού Kαλλινικίδη. Πόντιος επίσης. Mας έκρυψε στου Γκύζη, κάπου. Δεν ξέρω για πόσο. Στην Aθήνα ήσαν οι Iταλοί. Tα πράγματα ήσαν καλύτερα. Ύστερα κατέρρευσε η Iταλία. Ήρθαν οι Γερμανοί. Δηλαδή ανέλαβαν αυτοί, μόνοι. Tότε έπρεπε να φύγουμε πάλι. Eίχε γίνει κάποια επαφή με Σκόπελο, με τον θείο Zακ. Ήξερε ότι ζούμε.

Ήρθε στην Aθήνα ο Γιώργος Mητζελιώτης και μας μάζεψε όλους. Φύγαμε με λεωφορείο γκαζοζέν για Eύβοια. Φτάσαμε στην Aγία Άννα. Tην άλλη μέρα φάνηκε ο Στέφανος Kορφιάτης με τη βενζίνα του. Γαμπρός του Γιώργου Mητζελιώτη. Έτσι περάσαμε στη Γλώσσα, μ\ αυτήν τη βενζίνα. Aύγουστος 1943. Στο Λουτράκι, λιμάνι της Γλώσσας, υπήρχε γερμανική φρουρά. Aνεβήκαμε στο χωριό. Δεκατρείς νοματαίοι. Mονάχα ψυχές:

Iσαάκ Λεών και Eνριέττα Λεών. Παππούς και γιαγιά.

Mπέρτα Mαταθία (Λεών), Mωρίς Λεών.

O Έλι Kοέν και η Zάν Kοέν (Λεών).

Γιουδά και Bικτώρια Λεών (Mόλχο), μπαμπάς και μαμά.

Nίνα Λεών (τώρα Kαμχή, εγώ).

Nίκος Λεών.

Σόλων Λεών.

Σόλων Mόλχο.

Σαρίνα Σαλτιέλ, αδελφή του Έλι.

Iσαάκ-Ίνο Pούσο, φίλος του θείου Σόλων.

O θείος Zακ ήταν ήδη εκεί. Mας έβαλαν σε διάφορες καλύβες. H γυναίκα του Γιώργου Mητζελιώτη Mαγδαληνή. Kαι του Στέφανου Kορφιάτη Mαγδαληνή. Oι δύο Mαγδαληνές ζύμωναν το ψωμί και μας το έστελναν κρυφά. Kρυφά από τους Γερμανούς. Oι κάτοικοι της Γλώσσας ήξεραν όλοι. Kανείς δεν μας πρόδωσε. O Γιώργος Mητζελιώτης, ως πρόεδρος της κοινότητας, έβγαλε ταυτότητες στους μεγάλους. O μπαμπάς ήταν Γιάννης Γρίβας. Γραμμένη με το χέρι του η ταυτότητα, τη φυλάω.

Kάποτε ήρθαν τα SS στο νησί. Ίσως κάτι να είχε ακουστεί. Tότε μας έστειλαν πιο μακριά από το χωριό. Mείναμε στην Παναγιά την Eλιώτισσα. Mέσα στη μικρή εκκλησία. Mέσα στο δάσος. O Στέφανος Kορφιάτης μας έφερνε νερό και τρόφιμα. Παρέκαμπτε με τη βάρκα του το Λουτράκι τραβώντας κουπί, μες στη νύχτα. Στην Eλιώτισσα ήρθε ένας νεαρός παπάς να μας προστατέψει. Eίχε ένα πιστόλι κάτω από τα ράσα του. Nα μας προστατέψει με την παρουσία του, να μην φανούμε Eβραίοι.

Ύστερα έφυγαν τα SS και πήγαμε στον Mαχαλά. Σημερινό Aθέατο. Στη μητέρα του Γιώργου Mητζελιώτη, ογδόντα ετών. Eίχε εκεί μερικά παιδιά, είχε ζώα. Παίζαμε. Kαι εγώ έπεσα μέσα στις κοπριές. Έσκισα το γόνατό μου, φάνηκε το κόκαλο. Θυμάμαι τα ουρλιαχτά μου. Έφεραν τον γιατρό από τη χώρα πάνω στο μουλάρι και με έραψε. Mε είχαν δέσει σε ένα τραπέζι ― εγώ ούρλιαζα. Eίχαν βράσει νερό.

Θυμάμαι επίσης αυτό: Περπατάω με τον θείο Έλι στο χωριό και πίσω μας ακούγονται μπότες. Aρχίζω να τρέμω. O θείος Έλι με κρατάει από το χέρι. Mην κοιτάζεις πίσω, μου λέει. Προχώρα, προχώρα. Kαι η παλάμη του είναι πνιγμένη στον ιδρώτα.

O παππούς και η γιαγιά έμεναν σε δική τους καλύβα. Kι αυτό το θυμάμαι: Πηγαίνουμε να τους δούμε με τον Nίκο αλλά δεν υπάρχει μονοπάτι. Πηγαίνουμε πάνω στα χόρτα και τα χόρτα που πατάμε μυρίζουν έντονα. Tώρα κάθε φορά που είμαι ανήσυχη νιώθω αυτή τη μυρουδιά και με ηρεμεί. Έρχεται από εκείνη την εποχή.

Πέρυσι αγόρασα στο Παλιό Kλήμα έξι στρέμματα. Eίναι από την άλλη μεριά του παλιού Mαχαλά. Oυσιαστικά τον τόπο τον έμαθα μετά το μνημόσυνο. Kαι τους ανθρώπους. Eίπα αυτός ο τόπος μου αρέσει. Πήγα να δω εκείνο το μικρό κτήμα. Eίχε ωραία θέα στη θάλασσα. O πωλητής με κοίταξε εξεταστικά. Mου λέει. Λίγο μεγαλύτερος από μένα. Ίσως. Έχεις έναν αδελφό Nίκο; Nαι. Mην έχεις ένα σημάδι στο γόνατο; Nαι. Eίσαι λοιπόν το «κουνούπι».

Tριών χρονών αδύνατη και τα μπράτσα μου γεμάτα στίγματα από κουνούπια. Nαι, ήμουν το «κουνούπι» κι αυτό το παιδί, που παίζαμε τότε και τώρα ήταν εξηντάρης, με θυμήθηκε. Aχ Θεέ μου. O ήχος από τις μπότες των Γερμανών, η μυρουδιά των πατημένων χόρτων, τα ουρλιαχτά μου. Tα υπόλοιπα μου τα έχουν διηγηθεί.

O παππούς Iσαάκ, η γιαγιά Eνριέττα, δεν υπάρχουν. O μπαμπάς, η μαμά, δεν υπάρχουν. Eγώ έχω τώρα έναν γιο και μια κόρη. Δεν έχω ακόμα εγγόνια. Tη Σαρίνα Σαλτιέλ και τον Ίνο Pούσο δεν τους ξαναείδα ποτέ. Oύτε έχει μείνει κάτι από τις μορφές τους μέσα μου. Aναρωτιέμαι, υπήρξαν άραγε ζευγάρι; Eίχε ωραία μπλε μάτια, έλεγε η μαμά για τη Σαρίνα Σαλτιέλ. Tον Ίνο Pούσο τον έλεγαν Senegal. Ήταν μελαχρινός και γέλαγε πάντα. H σκέψη ότι μέσα σε εκείνον τον ζόφο οι άνθρωποι μπορούσαν να ερωτευτούν είναι παρήγορη.

O Γιώργος Mητζελιώτης πέθανε το 1993. H γυναίκα του Mαγδαληνή το 1997. O Στέφανος και η Mαγδαληνή Kορφιάτη ζουν ακόμα. Πρέπει να βάλω κοντά τους τον φαρμακοποιό Mηνιάδη, της Aθήνας.


Tον Oκτώβριο του 1944 έφυγαν από τη Γλώσσα οι Γερμανοί. H είδηση σκόρπισε παντού. O Γιώργος Mητζελιώτης ήρθε, πήρε τον μπαμπά, ανέβηκαν στό κωδωνοστάσιο της εκκλησίας και άρχισαν να χτυπάνε τις καμπάνες. Λυσσασμένοι, τρελοί. Όταν πιάστηκαν τα χέρια τους, κάθισαν κάτω, δίπλα-δίπλα, και έκλαψαν πάνω στα γόνατά τους.

O μπαμπάς έφτασε τα 83. Θυμόταν πάντα αυτούς που είχαν ταξιδέψει. Tον Ίνο Pούσο, τη Σαρίνα Σαλτιέλ. Όσους βιάστηκαν. Πέθανε το 1985.


Θανάσης Βαλτινός, "Επείγουσα ανάγκη ελέου", Επείγουσα ανάγκη ελέου (διηγήματα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2015, σ. 112-123 

Θανάσης Βαλτινός - Ως ωραίοι οι πόδες της ευαγγελιζομένης την αγάπη, της ευαγγελιζομένης τον έρωτα.





Παναγής Πετάτζης. Το 1936 γιόρτασε τα 24α γενέθλιά του. Είχε μόλις επιστρέψει από την Ιταλία, γεωπόνος. Αυτός έφερε την πρώτη μοτοσικλέτα στο νησί. Δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερός μου. Και εγώ Παναγής Πετάτζης. Απλή συνωνυμία, που δηλώνει πάντως κάποιον μακρινό οικογενειακό ανταγωνισμό. Ο παππούς μου τούς αποκαλούσε σφετεριστές. Ποτέ δεν εξήγησε τι σφετερίστηκαν. Πιθανόν το όνομα. Επί 300 χρόνια μόνο μια γυναίκα από τη δική μας οικογένεια πήγε σ' αυτούς. «Αυτοί από εκεί». Ήσαν υπερόπτες. Διατήρησαν τις γαίες τους ακέραιες. Λιοστάσια,
αμπελώνες και τέτοια. Διά της ολιγοτοκίας. Λέγεται ότι το πρόβλημα της
βιολογικής ανανέωσης το έλυναν αλλιώς: εξώγαμα με τις κολλήγες. Διασφάλιζαν
έτσι όχι μόνο ακατάτμητη την περιουσία τους αλλά και πιστά εργατικά χέρια.
Ένα σύστημα που φαίνεται λειτούργησε. Ακόμα σήμερα διακρίνει κανείς στα πρώην
χωριά τους μερικά ίδια χαρακτηριστικά προσώπου. Ίδια πράσινα ψυχρά μάτια, ίδια
ρούσα μαλλιά, κυρίως ίδιες δυνατές επιμήκεις γνάθους. Αλογίσιες.
Οι περιουσίες μας, παρ' όλο που η δική μας εξακολουθούσε να μικραίνει σταθερά,
γειτνίαζαν. Μια διπλή ξερολιθιά - σύνορο στις πλαγιές του βουνού διατηρείται
ακόμα για καμιά 800 μέτρα. Ανάμεσά τους ελίσσεται το μονοπάτι που οδηγεί στη
σκήτη του οσίου Μανουήλ. Η σκήτη είναι μια γυμνή, μάλλον ευρύχωρη σπηλιά. Στην
είσοδό της υπάρχει ένα μεταγενέστερο χτιστό εικονοστάσι. Μέσα μπορεί κανείς να
δει την κλίνη του οσίου, λαξευμένη από τον ίδιο στο βράχο. Η θέα από κει προς
τη θάλασσα είναι εξαίσια. Η θάλασσα.
Ο ναός χαμηλά στη μέση του παλαιού υποστατικού αφιερωμένος στη μνήμη του οσίου
χτίστηκε περί τα μέσα του 19ου αιώνα από τον άρχονται Πέτρο Πετάτζη - δικό μου
προπαππο. Την ιστόρησή του έκανε ο φημισμένος της εποχής τοιχογράφος
κυρ-Αντώνιος Μεσαρίτης. Επρόκειτο για μια επίδειξη ισχύος της οικογένειας. Από
την οικογένεια, άλλωστε, προερχόταν και ο ίδιος ο όσιος. Ο κατά κόσμον Παναγής
Πετάτζης, εκοιμήθη ως Μανουήλ ο νέος ελεήμων την 16η Νοεμβρίου 1742 «ζήσας τα
πάντα έτη εβδομήκοντα και μικρόν τι προς» κατά τον συναξαριστή του, ιερομόναχο
Θεοδώρητο τον Ναυπλίο.
Ηπεποίθηση επί την αγιότητα του Μανουήλ ήταν κοινή μεταξύ του τοπικού κλήρου,
του ευρύτερου κύκλου των μαθητών του αλλά και του μικρού λαού, ζώντος ακόμα
του ιδίου. Έτσι «επειδή ην αδύνατον κρύπτεσθαι η του αγίου αρετή, διά τούτο
μετά τον αυτού θάνατον ηβουλήθησαν ποιήσαι ανακομιδή του λειψάνου, ήτις και
γέγονε παρά του εξάρχου τού τότε τον θρόνο της βασιλευούσης πόλεως
διευθύνοντος κυρίου Γαβριήλ Ρουσάνου, κανονικώς και νομίμως εν έτει 1745».
Κατά την εκταφή το σώμα του οσίου βρέθηκε άθικτο φθοράς. Παρ' όλα αυτά «πολλοί
των εναντίων, προς κατηγορίαν της εκκλησίας ημών κινούμενοι, ελάλουν
ασέβειαν».
Κατά πόσο οι καχύποπτοι ήσαν επιχώριοι ή επρόκειτο για αντίδραση κατευθυνόμενη
από τον εγκατεστημένο στην νήσο λατινικό κλήρο δεν είναι σαφές. Εν πάση
περιπτώσει ο παριστάμενος πατριαρχικός έξαρχος, είτε για να αποτρέψει τις
μεταξύ των πιστών των δύο δογμάτων προστριβές, είτε για να διαλύσει κάθε
αμφιβολία, εισηγήθη την εκ νέου ταφή. «Εάσαντες ουν το ιερόν εκείνο σκήνος εν
τη γη μέχρι της αρμοδίας διορίας και πάλιν δευτέραν ποιήσαντες ανακομιδήν
εύρωμεν τούτο ακέραιον, πάσης ευωδίας και θείας χάριτος και ιαμάτων ανάπλεον.
Παρέμεινε δε εν τω ζόφω, τι πρώτον - τι ύστερον, χρόνους δύο και μήνες οκτώ».
Ο κανονισμός του Μανουήλ, δηλαδή η ανακήρυξή του σε όσιο, έγινε το 1762 επί
πατριάρχου Ιωαννικίου του ΣΤ'. Με σχετικό σιγίλλιο θεσπιζόταν όπως ο Μανουήλ ο
και νέος Ελεήμων επικαλούμενος «ετησίαις ιεροτελεστίαις και αγιαστίαις τιμώτο
και ύμνοις εγκωμίων γεραίρητο και εν' αριθμώ των οσίων και αγίων ανδρών
καταλέγητο από του νυν και εις τον εξής αιώνα και επί πάσης της από περάτων
έως περάτων της οικουμένης των ευσεβών εκκλησίας».
Σήμερα το σκήνωμα του οσίου απόκειται στη φερώνυμη μονή στο Κάστρο του κόλπου
του Αλατιού. Είναι ντυμένο με υποκίτρινα άμφια και καλογερικό κουκούλιο. Η
μνήμη του άγεται την 16η Νοεμβρίου και μέχρι την 23η του αυτού μήνα κάθε χρόνο
εκτίθεται σε προσκύνημα. Κατά το παρελθόν έχει συχνά λιτανευθεί σε ανομβρίες,
κυρίως, αλλά και σε σιτοδείες και λοιμούς. Σε μια από αυτές, την τελευταία αν
θυμάμαι καλά, συμμετείχα. Έγινε τον Ιούλιο του 1934. Ήμουν 6 ετών. Δεν είχε
βρέξει από το Μάρτιο μήνα. Ο πατέρας μου με το φαρδύ κουκουλάρικο κοστούμι του
και το παναμά στο χέρι ακολουθούσε το λείψανο περιστοιχισμένος από τον
Επίσκοπο Ιεζεκιήλ και τους παπάδες του νησιού. Κατά κάποιο τρόπο ήταν το
τιμώμενο πρόσωπο. Ήταν ο νόμιμος κληρονόμος.
Η πομπή ακολούθησε μια τριγωνική πορεία 6 περίπου χιλιομέτρων. Μπορώ να το
υπολογίσω τώρα αυτό. Διασχίζοντας τον μικρό κάμπο και μέσα από
διασταυρούμενους μουλαρόδρομους ανεβήκαμε κατά σειρά στους τρεις υπερκείμενους
λόφους για να δεηθούμε στα εξωκλήσια που δέσποζαν στις κορυφές τους. Η πομπή
ξεκίνησε μετά τη λειτουργία κατά τις 9 και τέλειωσε στις 1 το μεσημέρι. Μέσα
στην ανελέητη κάψα και στα κενά των αναμελπομένων παρακλήσεων ο Ιεζεκιήλ
έβρισκε το σθένος να υποτονθορίζει στο αυτί του πατέρα μου πιπεράτα ανέκδοτα.
Αυτό ήταν μια ένδειξη εύνοιας από μέρους του. Το γεγονός μού το εμπιστεύθηκε
αργότερα ο ίδιο ο πατέρας στις λίγες στιγμές οικειότητας που επέτρεπε στον
εαυτόν του, όταν πια είχε γεράσει και η μοναξιά τον είχε γλυκάνει. Η φήμη του
βωμολόχου, ως αρετή πάντως, ακολούθησε τον Ιεζεκιήλ ακόμα και μετά θάνατον.
Ήταν ένας καλός Επίσκοπος. Χωρίς να αρνηθεί τις χαρές της ζωής ενήργησε
συστηματικά για να ανακουφιστεί ο κοσμάκης με έργα στέρεα. Το γηροκομείο στην
πρωτεύουσα, όπως και το μικρό νοσοκομείο στα ορυχεία της Πλάκας, είναι,
ανάμεσα σε άλλα, δικά του επιτεύγματα. Θρυλείται επίσης ότι κατέλειπε
απογόνους - με τη μέθοδο του κούκου πάντα.
Έκανα όλη τη διαδρομή των τριών ωρών πεζή κρατώντας τη μητέρα μου από το
φουστάνι. Εκείνη κουβαλούσε τη δίχρονη Ρωξάνη στην πλάτη της. Τον επόμενο
χρόνο μάς άφησε. Ακολουθούσαμε τον κλήρο σε κάποια απόσταση, και για τους
επισήμους η λιτανεία κατέληξε σε ένα μικρό υπαίθριο τσιμπούσι οργανωμένο από
το Επισκοπείο. Περιγράφω το χώρο από μνήμης. Το κεφαλάρι του νερού είχε
στερέψει σχεδόν αλλά τα τεράστια πλατάνια που σκέπαζαν το μικρό εκκλησάκι
έθαλλαν ακόμα, και θρόιζαν στις μεσημεριανές ελαφρές αύρες. Τόπος αναψύξεως.
Ένα στενόμακρο ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο στον ίσκιο τους. Η μητέρα έδωσε τη
Ρωξάνη στον πατέρα και πατώντας σ' έναν μικρό πέτρινο πάγκο προσπάθησε να
ισιώσει τις σκονισμένες μεταξωτές κάλτσες της. Μια κίνηση ασυναίσθητης ίσως
κοκεταρίας. Έβαλε τα χέρια κάτω από το φουστάνι ανεβάζοντάς τα, εναλλάξ, πάνω
προς τους μηρούς της. Μέσα από αυτούς τους μηρούς είχα γλιστρήσει στη ζωή. Τα
παπούτσια της με τα τετράγωνα στέρεα τακούνια και τα κουμπωμένα λουράκια, ήσαν
καταγδαρμένα. Τέτοιες λεπτομέρειες καίνε ακόμα. Και η ματιά του Ιεζεκιήλ
επίσης. Ο πατέρας πλάτη, με τη Ρωξάνη στην αγκαλιά του, κουβέντιαζε με τον
Επίσκοπο. Ο Επίσκοπος χαριεντιζόταν με τη νυσταγμένη μικρή. Και ξαφνικά το
βλέμμα του πάγωσε. Έπιασα συμπτωματικά εκείνη τη ματιά που ήταν καρφωμένη
στους λιγνούς γοφούς της σκυμμένης μητέρας μου. Φευγαλέα. Κανείς από αυτούς
δεν ζει πια. Ούτε η Ρωξάνη.
Ο οικογενειακός ναός, ο αφιερωμένος στη μνήμη του οσίου Μανουήλ, έχει γίνει
σήμερα ενορία. Το παλιό υποστατικό, κατακερματισμένο σε μικρές ιδιοκτησίες,
μετατράπηκε προοδευτικά σε οικισμό συμφεροντολόγων πρώην κολλήγων. Ο άρχοντας
Πέτρος Πετάτζης, κτήτωρ του ναού, πέθανε σε προχωρημένη ηλικία το 1884. Υπήρξε
αντιφατική προσωπικότητα. Η αυστηρότητα του γαιοκτήμονα βρέθηκε συχνά
αντιμέτωπη όχι μόνο με ένα φυσικό αίσθημα δικαίου που κουβάλαγε μέσα του αλλά
και με την κληρονομιά του διαφωτισμού, που ο ίδιος είχε επιμελώς καλλιεργήσει.
Το 1848 κατά τη φαιδρή «επανάσταση του Σταυρού» αρθρογράφησε επανειλημμένως
στην «Αναγέννηση» των αδελφών Ζυμβραίων υπέρ των ακτημόνων εργατών γης και
λίγο αργότερα το 1851 προέβη στην πρώτη παραχώρηση μικρών κλήρων. Μικρών
προικώων δωρεών, σε κορίτσια που είχαν υπηρετήσει στο σπίτι του. Κάποιοι τότε
σχολίασαν κακόβουλα ότι εξαγόραζε το δικαίωμα της πρώτης νύχτας, που εντατικά
δήθεν είχε ασκήσει. Επρόκειτο για καθαρή συκοφαντία.
Ο περιουσιακός ακρωτηριασμός άρχισε επί των ημερών του και ολοκληρώθηκε με μία
ενδημική θηλυγονία που ακολουθεί την οικογένεια για τέσσερις τώρα γενιές.
Είμαι ο τελευταίος Παναγής Πετάτζης. Θα πεθάνω άκληρος. Υπάρχει μια πιο σκληρή
λέξη για αυτό. Μαγκούφης. Τούρκικης βεβαίως καταγωγής. Φυσικά, είναι και οι
άλλοι Πετάτζηδες: αυτοί «από εκεί». Τώρα καταλαβαίνω τον ανομολόγητο φθόνο του
παππού μου. Άτρωτοι εκείνοι από τέτοιες λεπτότητες πνεύματος κραταιώθηκαν και
κυριάρχησαν.
Ο «από εκεί» Παναγής μετά την επιστροφή από Ιταλία επιδόθηκε στον
εκσυγχρονισμό της επικράτειας που είχε ήδη ετοιμαστεί γι' αυτόν. Επέβαλε νέες
μεθόδους στην καλλιέργεια των αμπελιών και το κλάδεμα των οπωροφόρων, αυτό
όμως που σκανδάλισε ήταν οι ζωοτεχνικοί νεωτερισμοί του. Κουβάλησε ένα ταύρο
ράτσας από την Ελβετία - υπόθεση που για τα μέτρα της εποχής και του νησιού
ήταν ήδη τεράστια - και άρχισε να εφαρμόζει, στις μικρές του αγέλες βοοειδών
ελεύθερης βοσκής, την τεχνητή γονιμοποίηση. Το πράγμα εκτός από χλευασμούς και
καλαμπούρια προκάλεσε και άλλες αντιδράσεις.
Ο νεαρός τότε πρωτοσύγκελλος Μιχαήλ Φλαντανελλάς, που μετά τον αιφνίδιο θάνατο
του Ιεζεκιήλ τον Αύγουστο του 1947 τον διαδέχθηκε στο μητροπολιτικό θρόνο,
αναρωτήθηκε από άμβωνος, προσεχτικά και έμμεσα βεβαίως, πού αποβλέπουν και πού
μπορούν να οδηγήσουν πράξεις που παρωδούν τους νόμους του Θεού. Ο «από εκεί»
Παναγής Πετάτζης τα αγνόησε όλα. Πιθανότατα γλένταγε το σάλο που ξεσήκωναν οι
ενέργειές του. Ύστερα παντρεύτηκε τη Ρουφίνα Σίλιτζη. Τη Ρουφίνα. Επικίνδυνη
ομορφιά. Την έβαζε πίσω στη μοτοσικλέτα του ως τρόπαιο και διέσχιζαν τα χωριά
για να κατεβούν στο λιμάνι. Το 1944 τον βρήκαν μέσα στο αίμα του. Πεσμένο στην
πόρτα του σπιτιού του. Λένε ότι τον έσφαξε εκείνη. Για τις απιστίες του. Άλλοι
υποστηρίζουν ότι αυτό το έκανε ο τοπικός ΕΛΑΣ. Είχε αρνηθεί να τον ενισχύσει
οικονομικά. Ταξικές ερμηνείες. Η Τασία, η πιστή δούλα της Ρουφίνας, δεν μίλησε
ποτέ. Είχε παντρευτεί έναν βοσκό που ήρθε στο νησί από τα βουνά της Κυνουρίας.
Σ' ένα χρόνο τον χώρισε. Αυτός έκανε ύστερα το χασάπη στη Χώρα. Το γιο τους
τον υιοθέτησε η Ρουφίνα. Όλη η περιουσία θα πάει σ' αυτόν. Ίσως η παράδοση της
οικογένειας συνεχίστηκε. Πράσινα σκληρά μάτια, ρούσα μαλλιά, αλογίσιες γνάθοι.
Η Ρουφίνα δεν έκανε δικό της παιδί.
Ζήτησα κάποτε τη γνώμη του πατέρα μου γι' αυτό το συμβάν. Δεν μου απάντησε.
Ήμασταν ήδη μέτοικοι στην Αθήνα. Κάθε Τετάρτη βράδυ συνήθιζε να με καλεί σε
δείπνο. Δεν ενέκρινε τον τρόπο ζωής μου. Έπρεπε να είχα μπει στον κόσμο. Το
έλεγε έτσι μ' αυτή τη λαϊκή έκφραση. Στην ουσία αυτό που τον έθλιβε ήταν η
έλλειψη εγγονιών. Το κόψιμο της κλωστής. Προσπαθούσα να μη θυμώνω και φρόντιζα
να αλλάζω κουβέντα. Το ότι δεν είχα μπει στον κόσμο δεν ήταν αποτέλεσμα
περιστάσεων. Στους τρίτους ισχυρίζομαι πάντα ότι είμαι εκ πεποιθήσεως εργένης.
Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς με κυνήγησαν κάποια ινδάλματα. Ένα από αυτά
ήταν το πρόσωπο της μητέρας μου με το ψάθινο καπέλο σ' εκείνη τη λιτανεία. Με
κυνήγησαν τέτοια ινδάλματα και εγώ τα κυνήγησα με τη σειρά μου σε διάφορες
γυναίκες. Αλλά οι έρωτες δεν είναι για να πραγματώνονται. Γιατί τότε τι έρωτες
θα ήσαν.
Αυτά δεν μπορούσα να τα πω στον πατέρα μου. Θα τα εκλάμβανε ως μομφή. Δεν
ήθελα να τον πικράνω στα τελευταία του. Άλλωστε είχε πληρώσει. Είχε ζήσει την
εγκατάλειψή του ως δίκαιη ποινή. Ένα τέτοιο βράδυ του είπα: Τώρα είμαστε
συνομήλικοι. Μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια. Σταμάτησε και με κοίταξε στα
μάτια, χωρίς καμία έκπληξη. Έκπληκτος ήμουν εγώ που το είχα πει αυτό. Γιατί το
είχα πει; Τον επόμενο χρόνο πέθανε.
Πηγαίνω κάθε καλοκαίρι στο νησί για μερικές εβδομάδες. Όχι πάντως τον
Αύγουστο. Τα μελτέμια με ενοχλούν. Πιστεύω ότι ο Σεπτέβρης είναι ο καλύτερος
μήνας. Τότε άλλωστε έχουν αποσυρθεί και οι ορδές των εισβολέων. Οι παλιοί
σκυρόστρωτοι δρόμοι που συνδέουν τα χωριά τώρα έχουν ασφαλτοστρωθεί. Έχουν
διαπλατυνθεί επίσης. Σ' αυτούς τους δρόμους έτρεχε με την μοτοσικλέτα του ο
Παναγής «από εκεί». Υπολογίζω ότι εκείνη η θρυλική του ταχύτητα, που
τρομοκρατούσε μωρά και κοτόπουλα στα χωριά από τα οποία περνούσε, δεν μπορεί
να ήταν μεγαλύτερη από 50-60 χιλιόμετρα. Κάποτε ο πατέρας μου, μου είπε γι'
αυτόν: ήταν μια μετριότης. Έτσι οριοθετούνται τα καλοκαίρια μας.
Οι γιατροί μου συνιστούν καθημερινές πεζοπορίες ως την καλύτερη άσκηση για την
καρδιά. Εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία. Στην Αθήνα δεν μπορείς να περπατήσεις.
Στην άσφαλτο τα πέλματα κουράζονται ομοιόμορφα. Συνήθως παίρνω τους
κατσικόδρομους προς τη σκήτη του οσίου Μανουήλ. Στο συναξάρι του διαβάζω: «ο
τρισόλβιος». Και αλλού: «ημέρωσε καλώς την έρημο του Ιορδάνου, όπου
εγκατεβίωσε επί πενταετίαν εις τας εκεί μονάς προς περισυλλογήν και
αυστηροτέραν άσκησιν». Είναι σαφές ότι την έρημο της ψυχής του προσπαθούσε να
ημερώσει. Έως εσχάτης τής αναπνοής.
Την τελευταία φορά που κατέβαινα από εκεί ακολούθησα το μονοπάτι - σύνορο. Στα
δύσκολα σημεία του είναι στρωμένο με καλντερίμι. Πέτρες που έχουν λειανθεί επί
γενεές από τα πόδια ανθρώπων και ζώων. Έπρεπε να προσέχω τα γλιστρήματα. Έργο
γενεών είναι επίσης οι διπλές ξερολιθιές που το συνοδεύουν περικλείοντάς το.
Αζύγιαστες και αυτοσχέδιες δίνουν την εντύπωση ότι θα σωριαστούν από στιγμή σε
στιγμή. Αλλά είναι εκεί από πάντα - και θα είναι. Ισορροπούν ανάερες,
στηριγμένες στις ανάσες μόχθου αυτών που τις έχτισαν.
Το μονοπάτι ως σύνορο έχει χάσει πια τη σημασία του. Δεν ορίζει τίποτα. Αυτό
μου δημιούργησε κάποια μελαγχολία. Ό,τι έχει μείνει από τις μεγάλες εκτάσεις
της οικογένειας είναι ένα μέρος του πρώην ελαιώνα χαμηλά και το σπίτι στο λόφο
με τα δέκα περίπου μαντρωμένα στρέμματα.
Αλλά και για τους «από κει» τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Οι γαίες τους δεν
έχουν κατατμηθεί αλλά παρακμάζουν ακαλλιέργητες. Περίπου αδέσποτες, με τους
καταπατητές να καραδοκούν. Προσπάθησα να διασκεδάσω τη μελαγχολία μου, χωρίς
αποτέλεσμα.
Στο ύψος του Πύργου των «από κει» ένιωσα να με παρακολουθούν. Σταμάτησα και
γύρισα απότομα πίσω. Στην αρχή δεν την είδα. Και όταν την είδα δεν την
αναγνώρισα. Δεν ήξερα καν ότι ζούσε ακόμα. Αλλά ήταν αυτή. Η Ρουφίνα Σίλιτζη.
Έστεκε ανάμεσα στις γέρικες διψαλέες μυγδαλιές, ψηλή και συρρικνωμένη, ένα
γερασμένο όρνεο που περιμένει να πεθάνει από ασιτία επειδή το ράμφος του
έκλεισε.
Η Ρουφίνα Σίλιτζη! Η εικόνα αναδύθηκε μέσα μου ακαριαία: εγώ βρέφος στην
αμμουδιά και κείνη να έρχεται από τη θάλασσα περιπατώντας επί των υδάτων.
Βγήκε έξω, μέσα στην αποθέωση της γύμνιας της, χωρίς να μου δώσει καμιά
σημασία. Ήταν αυτό που δεν μπόρεσα να αντέξω ποτέ. Άρχισα να κλαίω και το
κλάμα μου την ενόχλησε. Με κοίταξε με τον ίδιο κακό τρόπο όπως τώρα και
σκεπάζοντας με τις παλάμες το ανθισμένο εφήβαιό της μου γύρισε τις πλάτες και
απομακρύνθηκε με το βασιλικό της τρόπο. Σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τότε.

 Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Εθισμός στη νικοτίνη.

Θανάσης Βαλτινός - Φουραντάν

 


Ερώτηση: Τι συνέβη το βράδυ της Κυριακής 13ης Ιανουαρίου τρέχοντος έτους;

Απάντηση: Την τελευταία εβδομάδα είχα θυμώσει με την κόρη μου Σταυρούλα διότι ενώ ήταν έγκυος μου το απέκρυψε στην αρχή. Μετά μου το αποκάλυψε ότι πράγματι ήταν σε προχωρημένο μήνα, χωρίς να μου λέει με ποιον. Στο χωριό είναι μεγάλο σκάνδαλο να γεννήσει μια ανύπαντρη κοπέλα, γι’ αυτό και επειδή έχω άλλα τρία κορίτσια, και ένα γιο, εθόλωσε το μυαλό μου και την Κυριακή το βράδυ, γύρω στις εννιά που το ράδιο έλεγε τις ειδήσεις, έβαλα στα παιδιά μου να φάνε. Αφού έβαλα στα άλλα, φακές στα πιάτα τους, έβαλα και στης Ρούλας. Προτού της το δώσω πήγα στο φούρνο που είναι στην αυλή, πήρα ένα μπουκαλάκι γυάλινο με μαύρο βούλωμα που είχε μέσα δηλητήριο φουραντάν και έριξα λίγο στο πιάτο της. Μετά το έβαλα μπροστά της που καθόταν με τα άλλα παιδιά και είδα ότι το έφαγε όλο.

Το δηλητήριο το είχε βάλει στο φούρνο η Ρούλα και μου το είχε δείξει. Το φέρνουν στην κοινότητα για την καταπολέμηση εντόμων στα χτήματα και παίρνει όποιος θέλει. Μετά από λίγο, που έφαγε, βγήκε έξω από το σπίτι και έκανε εμετό. Γύρισε και αφού κάθισε μισή ώρα είπε ότι την πόναγε η κοιλιά της και πήγε για ύπνο. Εγώ έπλυνα τα πιάτα και κοιμήθηκα μετά από αυτήν, δίπλα της. Την κοίταξα και είδα ότι κοιμόταν κανονικά.

Ερώτηση: Σε ποιο δωμάτιο κοιμηθήκατε και ποιος άλλος κοιμήθηκε εκεί;

Απάντηση: Στο σπίτι μας έχουμε το χειμωνιάτικο και τη σάλα και τους μήνες που κάνει κρύο κοιμόμαστε όλοι μαζί στο χειμωνιάτικο που έχει το τζάκι. Εγώ και στη σειρά τα παιδιά μου στρωματσάδα. Με το φώτημα σκούντησα τη Ρούλα να σηκωθεί και να ανάψει τη φωτιά αλλά δεν κουνιόταν και ήταν παγωμένη. Τότε σηκώθηκα και κατάλαβα ότι είχε πεθάνει.

Ερώτηση: Ποιος υποπτεύεστε ότι ήταν ο αίτιος της εγκυμοσύνης της κόρης σας Σταυρούλας;

Απάντηση: Ο κουνιάδος μου Μιχάλης Ισαακίδης. Ο Μιχάλης ερχόταν στο σπίτι μας συχνά για να έχουν τα παιδιά έναν ίσκιο και με βοήθαγε και εμένα. Με βοήθαγε στις δουλειές, στο αμπέλι κλάδεμα, και άλλες.

Ερώτηση: Διανυκτέρευε στο σπίτι σας ο Μιχάλης Ισαακίδης;

Απάντηση: Καμιά φορά αλλά σπάνια, όταν νύχτωνε και ήταν κουρασμένος για να πάει στο Πλατάνι*. .

Ερώτηση: Οταν διανυκτέρευε στο σπίτι σας ο Μιχάλης Ισαακίδης πού κοιμόταν;

Απάντηση: Στο χειμωνιάτικο αλλά του έστρωνα ξεχωριστά, από τη δική μου μεριά.

Ερώτηση: Πώς και πότε νομίζετε ότι ο Μιχάλης Ισαακίδης εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και αποπλάνησε την κόρη σας;

Απάντηση: Ένα βράδυ στο τέλος του περασμένου Αυγούστου που πήγα στον Πύργο για δουλειά, έμεινε στο σπίτι ο Μιχάλης και τότε το πείραξε το κορίτσι. Την άλλη μέρα που γύρισα το κατάλαβα.

Ερώτηση: Γιατί η κόρη σας δεν σας είπε τίποτα και πώς το καταλάβατε;

Απάντηση: Η κόρη μου ήταν νευρική και επιθετική εναντίον μου. Από καιρό δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά και συχνά με κατηγορούσε, όταν έμενε στο σπίτι μας ο θείος της Μιχάλης. Όταν γύρισα από τον Πύργο την ρώτησα τι είχε, και μου είπε ότι δεν είχε τίποτα. Μου είπε ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σου. Και εγώ της έδωσα ένα σκαμπίλι που μου έβγαλε γλώσσα. Τότε μου είπε, εσύ δεν είσαι μητέρα, και την πήραν τα κλάματα.Ερώτηση: Μετά από αυτό το επεισόδιο ποια ήταν η συμπεριφορά της κόρης σας;

Απάντηση: Ήταν ευερέθιστη και λιγομίλητη. Φαινόταν μοναχή της. Του Αγίου Νικολάου ψιχάλιζε, γύρισε στο σπίτι βρεγμένη και είχε χώματα στο φουστάνι της. Την ρώτησα πού γύριζε. Ήταν απελπισμένη, πήγε να με αγκαλιάσει και εγώ την απώθησα. Ξεσυνερίστηκα το παιδί μου.

Ερώτηση: Ο Μιχάλης Ισαακίδης τι έκανε στο μεταξύ;

Απάντηση: Ο Μιχάλης αραίωσε. Δύο φορές τον Δεκέμβριο ήρθε στο χωριό αλλά δεν ήρθε στο σπίτι μας. Ο Μιχάλης ήρθε μας έβαλε φωτιά και μετά χάθηκε.

Ερώτηση: Έχετε να προσθέσετε άλλο τι;

Απάντηση: Γυρεύω συγνώμη από τον Θεό, τα παιδιά μου και τους ανθρώπους. Ό,τι έκανα το έκανα γιατί η Ρούλα με είχε φέρει σε απόγνωση. Εγώ τριάντα εφτά χρονών έμεινα χήρα και μεγάλωσα πέντε παιδιά δουλεύοντας όλη την ημέρα και δεν ήθελα τα άλλα μου κορίτσια να πάρουν τον δρόμο που πήρε η Ρούλα μας και μας ντρόπιασε όλους. Και τον μικρό μας γιο.

* Πλατάνι =χωριό μόνιμης κατοικίας Μιχαήλ Ισαακίδη

Θανάσης Βαλτινός, Επείγουσα ανάγκη ελέου. 2015: 11-17.

Θανάσης Βαλτινός - Ο Παναγιώτης

Γεννήθηκε στην Κυνουρία, στο χωριό Καράτουλα. Ήταν της κλάσεως του 1919. Το φθινόπωρο του ’20, με ένα χρόνο καθυστέρηση, τον κάλεσαν στο στρατό να γυμναστεί.

Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου –τις εκλογές που έχασε ο Βενιζέλος– στα έμπεδα του 8ου πεζικού συντάγματος. Σ’ αυτά τον κράτησαν τρεις μήνες, τον έκαναν πυροβολητή και ύστερα, μέσω Πειραιώς, τον έστειλαν να πολεμήσει στη Μικρά Ασία.

Εκεί, από τον Μάρτιο του ’21 ως τον Ιούλιο, έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις προς Εσκί Σεχίρ – και διακρίθηκε.

(Ο ίδιος ο στρατηλάτης Κωνσταντίνος, ο γιος του Αητού, στάθηκε μπροστά του στο αρχαίο Δορύλαιο και του κάρφωσε στο στήθος το Παράσημο).

Δυο βδομάδες μετά, είκοσι τριών χρονών, στο μεγάλο ελιγμό της Στρατιάς για το αποφασιστικό χτύπημα, πέρασε την Αρμυρά Έρημο. Ημερόνυχτα πορεία μέσα στον μπουχό και τον ιδρώτα, χωρίς νερό αλλά με ακμαίο φρόνημα, μέχρι το Γόρδιον. Πήγαιναν για την Κόκκινη Μηλιά.

Όταν έσπασε το μέτωπο, το ’22, πολλά χιλιόμετρα πια δώθε από τον Σαγγάριο, στο Αλή Βεράν, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με το στρατηγό Τρικούπη και τα υπολείμματα του Γ’ Σώματος.

Ήταν η τελευταία τους μάχη.

Από το στρατόπεδο του Ουσάκ επέζησε –ένας στους τρεις– και, κοπανώντας για δέκα οχτώ μήνες χαλίκι, έφτασε ως την Κιλικία.

Στην ανταλλαγή, το ’24, εντελώς ανέλπιστα, με άλλους καμιά τρακοσαριά ακόμα, τον κατέβασαν στη Σμύρνη.

Μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού τούς περίμενε στο σταθμό Μπασμά Χανέ, τους παράλαβε χοντρικά, τους φόρτωσε στο ατμόπλοιο Μαρίκα Τόγια από τη Σιδερόσκαλα της Πούντας και, όσο το καράβι ανοιγόταν, ο Παναγιώτης όρθιος στο ψηλότερο κατάστρωμα κοίταζε πίσω του τη στεριά που μίκραινε.

Παρά τους εξευτελισμούς που είχε υποστεί και με όλα τα ράκη που τον σκέπαζαν, η μορφή του εξακολουθούσε να διατηρεί κάτι αρχαγγελικό.

Η αρρώστια τού παρουσιάστηκε πολύ αργότερα, τέλη του ’27. Άρχισε να τρέμει το δεξί του χέρι, ένα είδος Πάρκινσον. Άρχισε επίσης και να τραυλίζει. Οι γιατροί που τον εξέτασαν αποφάνθηκαν ότι ήταν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας.

Ένας κομματάρχης, παλιός συμμαχητής του, τον έσπρωξε να γυρέψει σύνταξη. Τον βοήθησε, έφτιαξαν τα χαρτιά του, τα έστειλε στο υπουργείο και περίμενε. Του απάντησαν σε εννέα μήνες αρνητικά.

Στο μεταξύ πέθανε η μάνα του και ένας μεγαλύτερος αδερφός του, που συντηρούσε και τους δυο.

Κάμποσο καιρό, για να τα βγάλει πέρα, ο Παναγιώτης έκανε θελήματα. Μετά αναγκάστηκε να επαιτεί. Περίεργη επαιτεία: Μάζευε και εμπορευόταν διάφορα χορτάρια, ρίγανη, φασκόμηλο – μικροποσότητες, πρόσχημα για όση περηφάνια τού είχε απομείνει.

Μια γειτόνισσα μοδίστρα, παντρεμένη, παιδικός του έρωτας κάποτε, τον λυπήθηκε και του έραψε μερικά ομοιόμορφα σακκούλια από κάμποτο, με σούρα στο απάνω μέρος. Αυτός τα γέμιζε με υπομονή, τα φορτωνόταν και έπαιρνε τους δρόμους. Η μισή Πελοπόννησος τον έμαθε έτσι: Ο Παναγιώτης.

Καμιά φορά στις δημοσιές, μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, οι ατσίδες οδηγοί των φορτηγών σταμάταγαν, τον ανέβαζαν δίπλα τους και για να σπάνε πλάκα στη διαδρομή, του άνοιγαν χοντρή κουβέντα.

Ακόμα και τα αλάνια στις μικροπολιτείες που διανυκτέρευε τον πείραζαν. Άλλοτε του κρέμαγαν ντενεκέδες, άλλοτε κουρελόχαρτα και του έβαζαν φωτιά.

Δέχτηκε τα πάντα, όχι σα μοίρα – καλόκαρδα. Ίσως να το γλένταγε κι ο ίδιος από μέσα του.

Το ’57, στρατιώτης, κατέβαινα με άδεια από τη Μακεδονία και τον τράκαρα στο Άργος, στις «γυναίκες». Τους πούλαγε σερνικοβότανο. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια εξ αγχιστείας και όταν με είδε κοκκίνισε. Θα κόντευε τότε εξηντάρης.

Το 1973 αποτραβήχτηκε οριστικά στο χωριό του. Είχε γεράσει πια, το φως του είχε αρχίσει να θαμπώνει, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν να κάνει τη γύρα όπως άλλοτε. Τον περιμάζεψαν κάτι μικρανήψια του. Του έδιναν ένα πιάτο φαΐ και μια από τις νυφάδες τού ζεμάταγε κάθε δεκαπέντε τη μοναδική αλλαξιά τα εσώρουχα. Για ανταμοιβή τούς έβοσκε δυο τρεις γίδες που είχαν στο κατώι.

Πέθανε την ίδια χρονιά τον Αύγουστο μήνα. Είχε βγει έξω με τα ζωντανά, δίψασε, κάπου έσκυψε να πιει σ’ ένα λάκκο, γλίστρησε –τέσσερα δάχτυλα νερό– και πνίγηκε.

Το ανωτέρω κείμενο του Θανάση Βαλτινού είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Τραμ το Σεπτέμβριο του 1977 (τεύχος 6, σελ. 490-491). 

Αναδημοσίευση από: https://www.in.gr/


Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Θανάσης Βαλτινός - Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη

 Ήταν Δεκέμβριος, κοντά του Αγίου Σπυρίδωνος. Στις εφτά Οκτωβρίου έφυγα από το χωριό μου, στις δέκα μπήκα στο πλοίο. Ήμουν χαμένος περισσότερο από δύο μήνες. [... ] 

Στρίβω, νύχτα, πηγαίνω κατά πάνω, απαντάω ένα φαρμακείο.

 Πάω λίγο ψηλότερα, γυρίζω πίσω. Δεν ήξερα τι να κάνω. 

Τ’ αδέλφια μου θα κοιμόντουσαν στο σπίτι. Ξαναφτάνω στο πρώτο σαλούνι (= μπαρ), αποφασίζω να μπω. 

Περνάω την πόρτα, κοντοστέκομαι. 

Καλησπέρα, λέω ελληνικά.

 Καλησπέρα, μου λένε. 

Έπαιζαν ζάρια κάνα-δυο και κάνα εξάρι κάθονταν. Ένας ήταν στην μπάρα μέσα μέσα, με ένα κασκετάκι (= καπέλο) πράσινο, ρούχα λευκά. 

 Αποφασίζω και λέω:

 Εσύ Γιάννη; 

Εγώ. Εσύ ’σαι  Αντρέα; 

Τότε αρπαχτήκαμε, φιλιά και κλάματα, που σμίγαμε δύο αδέλφια, χωρίς να γνωριζόμαστε. Γιατί αυτός είχε φύγει εφτά χρόνια μπροστά από μένα και τώρα είχαμε μουστάκι και οι δύο. 

Μου λέει κάθισε. Και ρώτησε τους άλλους τι ήθελε να τους κεράσει.

 Πήραν άλλος καφέ, άλλος κονιάκ, άλλος μπύρα. Τον ρώτησα για τα παιδιά, το Δήμο και Πάνο. 

Μου είπε ότι μένουν στο σπίτι μακριά. 

Περίμενε, θα ’ρθει ένας στις τέσσερες να παραλάβει βάρδια και θα πάμε. 

Ήρθε ο συνέταιρός του, έβγαλε τα ρούχα της δουλειάς και φύγαμε. Πήγαμε πρώτα σε ένα κινέζικο μαγέρικο να φάμε.

 Εκεί τα φέρνουν όλα, πεντέξι πιάτα, από την αρχή. Μέχρι γλυκό. Δεν είχα όρεξη και ο Γιάννης με ανάγκαζε να τρώω.

 Ύστερα σηκωθήκαμε να πάμε σπίτι, που έμειναν τα αδέρφια μας. Έμειναν μαζί με κάτι άλλους συγγενείς από το χωριό, και έναν Καμενιτσιώτη Κώστα Πίφα. Τους βρήκαμε, είχαν σηκωθεί και έφτιαχναν πρωινό. Καφέ, γάλα, έριχναν βούτυρο αγελαδινό και βούταγαν να δυναμώσουν, να πιάσουνε δουλειά στο εργοστάσιο.

 Κάτσαμε εκεί ώσπου φώτισε. Έπειτα οι εργάτες έφυγαν. Ο Γιάννης είχε νοικιασμένο δωμάτιο σε ξενοδοχείο, του έπεφτε μακριά το σπίτι. Έμεινα με τον Πάνο, δεν είχε αρχίσει ακόμα να εργάζεται. Μας πήρε ο ύπνος στην κουβέντα. 

Το μεσημέρι σηκώθηκα και πήγα στο σαλούνι. Ο Γιάννης είχε βρει κάποιον Τζιάν Φόρμαν, ένα μπόση (= αφεντικό), και του είπε αν γινόταν να με πάρει στη δουλειά. Εκεί ήταν και ο Δήμος. Θα του απάνταγε και την άλλη μέρα.

 Την άλλη μέρα μας παράγγειλε να πάω προς αντάμωσή του. 

Ήταν ένα εμποροραφτάδικο κοντά, ενός Εβραίου. 

Πήγαμε, ψωνίσαμε ρούχα ειδικά μπλούζα, χειρόχτια, καπελάκι, μπότες λαστιχένιες, για να αρχίσω. Το πρωί σηκώθηκα αρματωμένος και πήγα στο σαλούνι.

 Λέει ο Γιάννης σ’ ένα βοηθό του, πάρε τον Αντρέα και πήγαινε στο Τζιάν Φόρμαν, να του δώσει δελτίο. 

Πήγαμε σ΄ αυτόν το μπόση και του είπε για τον Γιάννη, ότι είμαι αδερφός του.

 Γνωρίζω, λέει αυτός, αλλά κοίτα ένα τηλεγράφημα, να κόψουμε τόσους ανθρώπους από τη δουλειά. Λυπάμαι για το φίλο μου Ιωάννη, αλλά δεν μπορώ.

 Την άλλη μέρα διώχνουν σαράντα από το εργοστάσιο, την άλλη άλλους. Στο τέλος πήρε το σχέδιο και τον αδερφό μου Δήμο, που είχε έξι χρόνους στην κομπανία. 

Θ. Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Πρώτο, Αμερική, Άγρα. 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Θανάσης Βαλτινός-Οικογενειακή ιστορία

 Προεισαγωγικά θα σας πω την ιστορία του ταγαριού*. Το βρήκα καταχωνιασμένο σε μια παλιά κασέλα. Κι αυτή από το χωριό. Όταν το έδειξα της μαμάς μου γέλασε. Στα φοιτητικά της χρόνια το χρησιμοποιούσε ως τσάντα. Ήταν άβολο γι’ αυτήν τη δουλειά αλλά ήταν τότε της μόδας. Εξέφραζε οικολογικές ανησυχίες επίσης. Μου λέει να το πας της γιαγιάς σου. Ήθελε προφανώς να το ξεφορτωθεί. Δεν ξέρω τι μπορεί να της θύμιζε. 

Η γιαγιά μου επιμένει να ζει στο χωριό. Στο σπίτι της έχει θερμοσίφωνα και τηλεόραση. Την επισκέφτηκα στις διακοπές του Πάσχα. Έχω το όνομά της και είμαι η αδυναμία της. Της έδειξα το ταγάρι και συγκινήθηκε. Το είχε φτιάξει η δική της μαμά στον αργαλειό. Ήταν μέρος της προίκας της. «Πράγματα για μια ζωή» σχολίασε. Φυσικά έκανε λάθος στο μέτρημα. Ήδη το ταγάρι είχε χρησιμοποιηθεί από τρεις γενιές. Ήταν βαμμένο με φυτικές βαφές και είχε ωραία λαμπερά σχέδια. Μου διηγήθηκε τα νυχτέρια** που έκαναν τότε υφαίνοντας στον αργαλειό με το φως του λυχναριού. Η μαμά της. Τα έλεγε αυτά με νοσταλγία. Η γιαγιά.

  Εν τω μεταξύ η ώρα πλησίαζε εννιά και αντανακλαστικά είχε ανοίξει την τηλεόραση για τις ειδήσεις. Της λέω γιαγιά γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μας στην Αθήνα. – Γιατί τι θα έχω παραπάνω εκεί;  


* ταγάρι: είδος τσάντας  

** νυχτέρι: εργασία κατά τη διάρκεια της νύχτας 


  [Θανάσης Βαλτινός, Επείγουσα ανάγκη ελέου. Διηγήματα, Εστία, Αθήνα 2016, σσ. 41, 42].

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Θανάσης Βαλτινός- Η κάθοδος των Εννιά (απόσπασμα)

 Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο. 

Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας. Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ’ τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σα να ‘λιώναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ’ αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το ‘δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα. Ήπιε και ο ίδιος. 

Η Κάθοδος των Εννιά 

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Θανάσης Βαλτινός-Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη (απόσπασμα)


[…]

Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά.

Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαζε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος, και οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.

Έτσι η αμερικάνικη κυβέρνηση έστειλε επιτροπή να επιθεωρήσει πάλι τους ανθρώπους.

Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν έναν.

Όποιος ήταν καλός του ’δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι κι έγραφε απάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ’δινε σκαρτ με κόκκινο.

Καθένας που πέρναγε με μπλε πήγαινε στην επιτροπή, έδινε το χαρτί, το διάβαζαν καλά, τον έδιωχναν.

Τους άλλους τούς έβαζαν κάτω στο αμπάρι. Έφτασε η σειρά της παρέας μου, άρχισαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο που ήμουνα εγώ. Μου ’δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε.

Πάει, γυρίζω πίσω, λέω.

Και οι σύντροφοί μου με κοίταζαν αμίλητοι. Γυρίζω, το σκαρτ είναι γύρισμα το οράιτ όχι.

Πέρασαν όλοι από την επιτροπή, τους έδιωξαν.

Φτάνω εγώ, με παίρνουν με κατεβάζουν κάτω. Πρόλαβα φώναξα του αδερφού μου, είχε είκοσι δολάρια απάνω του. Του είπα να μου αφήσει τα μισά, θα τα χρειαζόμουν.

Κόντευε βράδυ, ο ήλιος έπεφτε.

Του λέω, αν είσαι ακόμα το πρωί εδώ, έλα να ιδωθούμε και φέρε τίποτα καλά.

Δεν ήρθε. Κι έμεινα μαζί με τους άλλους.

[…]

Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή, ανώτερη. Έβαλαν μπροστά και μας εξέταζαν από την αρχή. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε αρρώστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικάνικο έδαφος.

Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γυρίζουν πίσω.

Κακό μού ήρθε να φτάσω στο χείλος της Αμερικής και μονάχα ως εκεί.

Μ’ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους, διάφορες φυλές. Ήσαν και Εβραίοι ανάμεσά μας. Ένας απ’ αυτούς, κάθε που μας έφερναν νερό βούταγε να παίρνει πρώτος. Μια δυο, την τρίτη κάποιος είχε ένα σουγιά της φυλακής, του κόβει μια στα λαγαρά, ήρθε τούμπα.

Ούτε να ξαναπλώσει πια. Κρέας, αν δεν σφάξει ο παπάς τους δεν τρώνε οι Εβραίοι.

Στις τριάντα Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή, έρχεται ο διερμηνέας του πλοίου, ένας Κώστας Πυλίας.

Τι κάνετε, παιδιά;

Του λέμε, πουντιάσαμε εδώ μέσα.

Θα πω να σας βγάλουν σήμερα.

Το μεσημέρι, είχαμε φάει καλά, μας άνοιξαν τις πόρτες να ανεβούμε.

Είχα γράψει στα αδέρφια μου, γυρίζω πάλι για Ελλάδα, αλλά γράφτε μου εις Κώσταν Πυλίαν, κι αν είμαι εδώ το παίρνω.

Μου έγραψαν αυτοί αλλά δεν με πρόλαβε το γράμμα.

Μόλις μας έβγαλαν απάνω, άρχισε ο νους μου να γυρίζει.

Σκεβόμουν να το σκάσω.

Είχα τριάντα δολάρια με αυτά που μου έδωσε ο Πάνος. Είχα χαλάσει πέντε, τα άλλα τα είχα στον κόρφο μου.

Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ, τη νύχτα να σούρω στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό.

Φοβήθηκα μην πνιγώ, δεν το ’βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κουτό να κατεβώ από τη σκάλα.

Βάνω τα χέρια πίσω, κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βαρώ μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει.

Βγαίνω και δεν το πίστευα.

Παίρνω ένα τερσέκι έρημο, κάποιος από πίσω με ακολουθούσε.

Αλλάζω δρόμο, αυτός από κοντά. Τα χρειάστηκα.

Σταματάω στη γωνιά, ο άνθρωπος με προσπέρασε, ούτε γύρισε να με κοιτάξει.

[πηγή: Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2007 (7η έκδοση), σ. 48-52]

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Θανάσης Βαλτινός-Το συναξλαρι του Ανδρέα Κορδοπάτη

«Κανένα χρόνο δουλέψαμε καλά. Το ΄97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα
έγινε μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν... Τα χωριά στέναξαν. Καρπός
δεν βρισκόταν πουθενά. Οι μανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέματα και μάζευαν
καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται.
Ύστερα δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν
σύννεφα, τον σκέπασαν τον τόπο. Όσο που μαύρισε το μάτι καμπόσων από αυτό
το κακό και βγήκαν ληστές.»
Και για τον Αργυρόπουλο, έναν από τους ληστές, μας γράφει:
«Από τότε δεν ξαναφάνηκε, παρά ρεμπέλεσε χαμηλά στους κάμπους της
Αμαλιάδας. Εκεί ήταν ένας Ηλίας Μόσκοβος από την Κερπινή της Γορτυνίας,
φίλος του πατέρα του και τον τροφοδόταγε. Αυτός κανόνισε τον έβαλε σε ένα
παπόρι φορτηγό που είχε σάκους να φύγει... Έβαλαν σακιά το να μέρος και τ΄
άλλο τετραγωνικά και άλλα από πάνω και έφυγε. Οι δικοί του δεν ήξεραν
τίποτα. Ένα φεγγάρι τον είχαν χαμένο, έπειτα μαθεύτηκε ότι βγήκε αντάρτης
στη Μακεδονία. Στο χρόνο απάνω, λαβαίνουν γράμμα από Αμερική, από Ν.
Υόρκη ότι είναι καλά. Ο ίδιος δεν ήξερε γράμματα, είχε βάλει άλλον να του το
φτιάξει.
Ύστερα τους ξανάγραψε να φύγουν τα αδέρφια του και οι γαμπροί του. Κοντά
σε κείνους πήγαιναν και άλλοι τριάντα, Δαραίοι. Πήγαν και δυο αδερφοί μας
μικρότεροι, ο Γιάννης και ο Δήμος. Για να βρούνε τα ναύλα τους, πουλήσαμε ένα
χωράφι και ένα βόιδι. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι που έφυγαν. Έπειτα έγραφαν ο ένας
με τον άλλον και έπαιρναν κοντά τους τους υπόλοιπους»