Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Θανάσης Βαλτινός-Το συναξλαρι του Ανδρέα Κορδοπάτη

«Κανένα χρόνο δουλέψαμε καλά. Το ΄97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα
έγινε μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν... Τα χωριά στέναξαν. Καρπός
δεν βρισκόταν πουθενά. Οι μανάδες έστελναν τα παιδιά στα ρέματα και μάζευαν
καβούρια, να τα ρίχνουν στα λάχανα να αρτεύονται.
Ύστερα δεν βρισκόντουσαν ούτε λάχανα γιατί φάνηκαν οι ακρίδες και έπεσαν
σύννεφα, τον σκέπασαν τον τόπο. Όσο που μαύρισε το μάτι καμπόσων από αυτό
το κακό και βγήκαν ληστές.»
Και για τον Αργυρόπουλο, έναν από τους ληστές, μας γράφει:
«Από τότε δεν ξαναφάνηκε, παρά ρεμπέλεσε χαμηλά στους κάμπους της
Αμαλιάδας. Εκεί ήταν ένας Ηλίας Μόσκοβος από την Κερπινή της Γορτυνίας,
φίλος του πατέρα του και τον τροφοδόταγε. Αυτός κανόνισε τον έβαλε σε ένα
παπόρι φορτηγό που είχε σάκους να φύγει... Έβαλαν σακιά το να μέρος και τ΄
άλλο τετραγωνικά και άλλα από πάνω και έφυγε. Οι δικοί του δεν ήξεραν
τίποτα. Ένα φεγγάρι τον είχαν χαμένο, έπειτα μαθεύτηκε ότι βγήκε αντάρτης
στη Μακεδονία. Στο χρόνο απάνω, λαβαίνουν γράμμα από Αμερική, από Ν.
Υόρκη ότι είναι καλά. Ο ίδιος δεν ήξερε γράμματα, είχε βάλει άλλον να του το
φτιάξει.
Ύστερα τους ξανάγραψε να φύγουν τα αδέρφια του και οι γαμπροί του. Κοντά
σε κείνους πήγαιναν και άλλοι τριάντα, Δαραίοι. Πήγαν και δυο αδερφοί μας
μικρότεροι, ο Γιάννης και ο Δήμος. Για να βρούνε τα ναύλα τους, πουλήσαμε ένα
χωράφι και ένα βόιδι. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι που έφυγαν. Έπειτα έγραφαν ο ένας
με τον άλλον και έπαιρναν κοντά τους τους υπόλοιπους» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου