Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πιερής Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πιερής Μιχάλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Μιχάλης Πιερής - Πριν έρθεις είδα όνειρο

 

Πριν έρθεις είδα όνειρο και στ’ όνειρο

γκρεμό και ξάφνου θάλασσα, ζεστό νερό

μας δέχτηκε πηχτό σαν να ’τανε γυαλί

γαλάτου πριν κοπεί, κρυστάλλινο

τι θάλασσα είναι αυτή μουρμούρισες

δεν είναι θάλασσα σου είπα είναι ταξίδι

στ’ όνειρο, δεν βλέπεις που όλα γίνονται

σαν να ’ναι η γη καινούρια, σαν κάθε τι

να πλάθεται για τούτη τη στιγμή

και τι θα γίνει αύριο μη ρωτήσεις

γιατί θα βγεις απ’ τ’ όνειρο

και θα ’σαι πάλι στο θνητό καιρό

κρατήσου δίπλα μου γερά, κρατήσου

σου ψιθύρισα φιλώντας το λαιμό σου

και τότε έγινες πουλί και πέταξες

και τότε πέταξες στον ουρανό

φύλλα φτερά και χνούδι έγινες

λέξεις λεξούλες συλλαβές και δάκρυα

της νοσταλγίας, δάκρυα πολλά

με βρέξανε την ώρα που χανόσουν...


Νέκυιες, αποδημίες, επιφάνειες


Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

Μιχάλης Πιερής - Σ'όνειρο η πατρίδα


στον Ηλία Ηλιάδη

Ύστερα κτύπησε το ρολόι βγήκα
απ'το όνειρο. Δεν ήμουν στον αυλόγυρο
της Χώρας.Σ'ένα μικρό δωμάτιο
ήμουν σε πόλη που βυθίζεται στον πάτο
της Ευρώπης.Βιτόριο,πρωτεύουσα
των Βάσκων,βγήκα να περπατήσω σκόνταψα
αέρας μολυσμένος,έως εδώ πώς ήλθαν
τα μαντάτα σκέφτηκα.Ήλθανε με το φαξ
μου είπε ο κύριος πρέσβυς σοβαρός
και μες στο βλέμμα του είδα τον πόνο
καθαρό για τη μικρή πατρίδα.

Δεν είναι τίποτα του είπα ύστερα το βράδυ
σ'ένα μπαρ εσύ κι εγώ και οι φευγάτοι όλοι
με την καρδιά στεγνή στη δίψα της πατρίδας.
Εσύ κι εγώ κι αυτοί που λείπουν χρόνια
να ταξιδεύουν ψάχνοντας κι έχουν
σαν τίμιο ξύλο μέσα τους το σώμα της.

Το μυθικό του ονείρου.

Όσο για το πραγματικό της σώμα; Αυτό
το τρώνε οι όχεντρες τα φίδια του Βορρά.

Οι ξενικοί της πράκτορες κι οι τοπικοί κοπρίτες.

Πηγή: Σ 'όνειρο η πατρίδα,Εκδόσεις Πλανόδιον,1998

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Μιχάλης Πιερής-Ο έρωτας είναι πάντα νέος


Θ' αλλάξει η εποχή, τα χρώματα.
Θα βγουν νέα κρασιά
απ' τα κορμιά που χόρευαν
στο μούστο μεθυσμένα.
Γεύσεις παλιές θα ξεχαστούν
οι έρωτες θα 'ρθουν του Σεπτεμβρίου
και θα σαρώσουν τους παλιούς.
Νέοι θεοί θα προσκαλούν σε νέα ταξίδια.
Καινούργιος νιος πραματευτής
και θηρευτής του αγνώστου
θα πάρεις μυρωδιά θα κατεβείς
θα μπεις σε δάσος σκοτεινό
στο πιο πηχτό απ' τα σκοτάδια
αφήνοντας το σπίτι σου στο φως
στο κάλεσμα το σκοτεινό
του νέου κορμιού
να μην αντισταθείς
του ερωτευμένου.
Να πάρεις και να δώσεις.
Εφ' όρου ζωής σαρκομανής
εμβρόντητος και ενεός
εκστατικός και νέος.
[Σίδνεϋ, Πάσχα 1990]
"Ρυθμού και φόβου", Πλανόδιον 1996]

Αναδημοσίευση από τον Χαρτοκόπτη του Γιώργου Θεοχάρη

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Μιχάλης Πιερής-Μητριά πόλη



Πώς είναι να μισείς την πόλη σου
να νιώθεις την πατρίδα σου σαν ξένη
σαν κάτι που σου δένει στο λαιμό θηλιά
για να σε πνίξει, πώς είναι να μισείς
τον κόσμο που την κατοικεί, τις άθλιες
φάτσες που κυκλοφορούν, ψυχές
αγριεμένες, δοσμένες στο κυνήγι άνομου
διεφθαρμένου κέρδους. Πώς είναι
να μισείς τις μέρες σου, το χρόνο σου
που φεύγει σκοτωμένος στο τερατώδες
σκηνικό που στήνεται τριγύρω.
Πώς είναι να αισθάνεσαι νεκρός
ή σαν σακάτης, αμέτοχος εις τα κοινά
ανήμπορος να κάνεις κάτι, πώς είναι
από την πόλη σου να θέλεις να ξεφύγεις.
Λόγια που βρέθηκαν σʼ ένα χαρτί βρεγμένο
στην πίσω τσέπη του παντελονιού ύστερα
που τον έβγαλαν πνιγμένο απʼ το ποτάμι
το βαθύ μιας ξένης πόλης. Δεν ήξεραν
ποιος είναι κι αν ήταν έγκλημα ή πράξη
αυτοκτονίας. Αργότερα μαθεύτηκε
πως ήταν ποιητής μιας ταλαιπώρου χώρας.


Πιερής Μιχάλης

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Μιχάλης Πιερής-Τρία ποιήματα

 ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ

Περιηγητής που πέρασε πατώντας
τον καιρό σου και το χώμα
στα σκοτεινά τα χρόνια του μεσαίωνα
βιάστηκε το χαρτί να ενοχλήσει και τις λέξεις
στα γράμματα λειψός ο αγύρτης
σαν τους συνέδρους της Μελβούρνης
άσχημες τις είδε τις γυναίκες
του νησιού μαντήλες τυλιγμένες
μαύρες ποδίνες και σαγιές
κούζες στους ώμους με νερά
μωρά κοπέλλια και κλαδιά
μ' ανθούς και κλωνιτάρια
σκυφτές οι ζωγραφιές του Διαμαντή
στον λίβα τα δρεπάνια τους να στρίβουν
της Μεσαρκάς που σκάει ο τζίτζικας σαν ρόδι
όχι στη βράση του χορού
στη μέση του χωριού ν' αστράφτουν.
( Υστερα που γύρισε στο σπίτι απ' την πορεία
άκουσα την πατρίδα μου να κλαίει
γυναίκα που της στέρησαν τον άντρα.)
Και μια στιγμή πως σ' είχα στο πλευρό μου
εθάρησα, καταχτημένη, γυναίκα άσπιλη κι ωραία
όμως ξυπνώντας πήρες δρόμο λυπημένη
σαν το πουλί πετώντας είχες φύγει
ήρθες μακριά στο Νότο.
Ωραία γυναίκα, μεστωμένη
στην ομορφιά του Μόρφου ζυμωμένη
αξόδευτη. Στο χρόνο κρατημένη
με δύναμη. Σαν πολυκύμαντη
οργή του σκοτεινού πελάγου
στο χώμα που σου πήραν τα θηρία
περπάτησες ξανά τρικυμισμένη.
Τα σώματα ξυπνήσαν σκοτωμένων.
Σου γύρεψαν ταυτότητα να δώσεις
τα δάκρυα των άχραντων χαμένων
πίσω ξανά. Εσύ. Ωραία γυναίκα.
Στο πείσμα και στον πόνο γινωμένη.
(«Περιοδικό Ακτή τ. 15», 1993)
ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΛΗΔΡΑΣ
Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.
Είμαι εδώ, σ’ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες, δεν θα ’ναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σ’ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απ' το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.
Είμαι στ’ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.
Λευκωσία, Φεβρουάριος 1998
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Παράξενα δειλός σαν ποιητής που σπάζει
γίνεται διπλός, δανείζεται σε ξένο σώμα
αίμα, φωνή και αίσθημα τούς στίχους
να προσφέρει σ' εκείνη που αγαπά.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Αλλιώς,
για να 'ναι ολόκληρος, θα 'πρεπε μάσκα
να φορά κάθε φορά που τον καλούν.
Στου χρόνου τ' άδειου τη φορά φρικτά
τη μέση να πονέσει. Για δύναμη συγκαιρινή
το στίχο να νοθεύει. Να ξεπουλά εκείνο
που τον τυραννά, τ' αγρίμι μέσα του
βαθιά να τιθασεύει. Όχι, ευχαριστώ.
Τί ποιητής και τι τεχνίτης θα 'μουν
καθώς το είπε ο Ποιητής. Καλύτερα
το ποίημα να 'ναι θυμό γεμάτο, χολή
και περιφρόνηση. Παρά σε Μέγαρο να μπω
να παριστάνω κάτι χωρίς να κάνω τίποτα.
Όχι, ευχαριστώ. Μισώ του κάθε παρα
ποιητή τα πολυώνυμα τεχνάσματα. Σε στίχο
εγώ θα χτίσω το σώμα το χτιστό: την έκπαγλη
ομορφιά, την άφθαρτη ηδονή, τη μνήμη
που επιμένει. Τη μνήμη που πονεί.
Στα τείχη αυτά θ' αποκλειστώ.
Λευκωσία, Απρίλιος 1994
Μεταμορφώσεις πόλεων (Καστανιώτης 1999)
Επιλογή ποιημάτων (1978-1998)

Πηγή: Ανάρτηση του Ανδρέα Καρακόκκινου στο fb

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

Μιχάλης Πιερής-Γράμμα από το Ρέθυμνο σε φίλη κατοικούσα εις Αλεξανδρούπολη (ή αλλιώς: μονόλογος Κ. Γ. Καρυωτάκη)

στην Ελένη Θεοχάρους

Τι να σου γράψω από το Ρέθυμνο
κακό που δεν παλεύεται η επαρχία
συγγράφω έργο θεατρικό
απʼ τη ζωή μου να εξορκίσω
το θέατρο του ασήμαντου
σʼ αυτή τη σκονισμένη πόλη
το παίζω περιηγητής
τάχα δεν είμαι εδώ δε ζω κανονικά
είμαι στο Ρέθυμνο περαστικός
κυκλοφορώ περιεργάζομαι βαριέμαι
δεν μʼ εμπνέει αυτή η θέα
και την αλλάζω
ορίστε: τα έχω όλα ετοιμάσει
ρούχα χαρτιά αισθήματα και ιδέες
όνειρα της ψυχής και του κορμιού
σʼ αυτό το σάκκο
και τώρα συσπειρούμαι
για το γενναίο σάλτο μου προς την ωραία Θράκη.
(Είτε εκεί που βρίσκεσαι είτε εδώ που είμαι
σʼ όλες τις cartes-postales η ίδια θέα)
Μιχάλης Πιερής, Μεταμορφώσεις Πόλεων. Εκλογή ποιημάτων (1978–2008)

Μιχάλης Πιερής-Κατάβαση μιας λυγερής (σε υπόγειο μαγαζί της Λευκωσίας)

 

Επειδή μιλούσα για τη μουσική την άπαιχτη
που παίρνει τη λαλιά και το μυαλό θολώνει
κι άνοιξε πόρτα ξαφνικά κι ενέβεις
ήσουν η προσερχόμενη. Ανάλαφρη κατέβαινες
και σʼ ένιωθα, παράξενο που σʼ έλουζ' ένα φως
μα τι αθώα που τα λες για σπάνιους ήχους
μαγικούς, τα μαύρα τίναξες μαλλιά
και μʼ έκοψε το ρίγος. Εδώ και χρόνια καρτερώ
τι περιμένεις, έτοιμη προχωρούσα, λάμπουσα
και λυγερή και μη πουλώντας τίποτε
γνωρίζοντας πως θα ʼρθεις ακριβέ μου…
Είπες κι αμέσως χάθηκες. Κοιτούσα και δεν ήσουν.
Με ζώναν μυρωδιές τα σωθικά μου ετρέμαν
σα να ʼσουν μέσα μου βαθιά, κατέβεις πάλι
τα σκαλιά σε νέαν έλευση. Ώρες πολλές
σε κάθε βήμα. Kάθε σκαλί κι από 'να ρούχο
ώσπου με σκέπασες κατάσαρκα γυμνή
ηγαπημένη και καλή γυναίκα ετοιμασμένη.
Ταξίδι να με στέλλεις φεγγερό του έρωτα.
Στο σκοτεινό ρυθμό τʼ απανωτού θανάτου

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Μιχάλης Πιερής-[άτιτλο]



Ξύπνησα κι ήμουν στ' όνειρο. Οι τόποι μοιάζαν
γνώριμοι κι ας μην τους αναγνώριζα. Κάπου
τους έχω ξαναδεί, σκεφτόμουν. Περπάτησα
σ' αυτούς τους δρόμους. Θυμάμαι εκείνη
τη στροφή, τα δέντρα, το ποτάμι. Τη γέφυρα
που στάθηκα να με φωτογραφήσεις.

Πώς γίνεται να βλέπω τώρα και να μη βλέπω.
Ή μήπως δεν τους είχα δει πραγματικά. Μήπως
τους ονειρεύτηκα. Και τώρα αυτές οι πύλες μοιάζουν
να είναι πέρασμα. Σ' αυτό που νόμιζα πως είδα.

Μιχάλης Πιερής, Τόποι Γραφής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία  2005.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Μιχάλης Πιερής- Μια νύχτα στη Γρανάδα


Μπήκαμε στην πόλη προς το σούρουπο
την είδαμε την ώρα που αλλάζει
χρώματα και τα νερά σκουραίνουν
στην ώρα την τσακώσαμε του μεταιχμίου
γυναίκα που ετοιμάζεται για έξοδο
της νύχτας, μισόγυμνη, ερωτική
στενά λιθόστρωτα κι οι στέγες κήποι
του ουρανού με γλάστρες που ευωδιάζουν.
Ας είσαι πόλη μαγική, θα ‘σαι και πόλη
μνήμης, ψιθύρισα και ξάφνου νύμφες
γεννιούνταν στα λευκά και το φεγγάρι
φώτιζε για μια στιγμή το πρόσωπό τους
κι ύστερα χάνονταν ξανά, γυρνούσαν
πίσω στη ζωή με μνήμη αυτή τη νύχτα.
Δεν ξέρω τι με φόβισε, δεν θα προλάβω
σκέφτηκα, πότε να μπω πότε να βγω
σε τέτοια πόλη καθώς σκυφτός περνούσα
τη στροφή απ’ τη Δελβίρα Πόρτα, όπου
περνούσε ο Σίντ κι απ’ όπου πέρασες κι Εσύ
τρέχοντας ματωμένος. Τώρα στα δεξιά
το μαγαζί του sex κι αριστερά το «Χάνι
της Αθήνας», δεν ξέρω τι με γέμισε
τόση μελαγχολία, δεν θα προλάβω
το ένιωθα να πάρω τίποτα μαζί μου
δεν θα προλάβω τίποτα να δω – όταν
γυρνώντας σ’ είδα, σ’ ένα κατώφλι
στέκοσουν ωριόπλουμη και δυνατή
κι απότομα με κοίταξες με μια φωνή
μαγνητική στο πυρωμένο βλέμμα.
Ποτέ μην μπεις σε πόλη μυθική την ώρα
που βραδιάζει, που τρεμοπαίζουν όλα
αλλάζοντας μορφές και τα ρυθμίζει
αλλόκοτος ειρμός, χρόνος παλιός
τα κυβερνά λεπτουργημένος μυστικά
στην τέχνη των Αράβων. Ποτέ μην μπεις
σε πόλη προς το σούρουπο με τόση βιάση
γυναίκα λάμια γίνεται με βλέμμα
στοιχειωμένο. Τώρα θα φύγεις λες κι εγώ
θα στρίψω στο στενό και θα χαθώ για πάντα.
Μα έχω στάξει, γνώριζε, φαρμάκι
στην ψυχή σου για να θυμάσαι πάντοτε
πως τίποτα δεν είδες, δεν περπάτησες
σ’ αυτή την πόλη που έτσι εύκολα
τα σκέλια δεν ανοίγει αν δεν τη θρέψεις
μ’ όνειρο, τα εκατό σκαλιά να κατεβείς
μες στους αιώνες – ώρα να φύγεις λες
(να φύγεις!) μα χρωστάς επιστροφή
του έρωτα, μην το ξεχνάς. Στην πόλη
αυτή που καρτερά να κοιμηθείς μαζί της
σπλαχνικά σε νύχτες της Αλάμπρας.

Μια νύχτα στη Γρανάδα, 1999