Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μάρκογλου Πρόδρομος Χ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μάρκογλου Πρόδρομος Χ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Επί συνόλου


Νύχτα χωρίς βυθό αμόνι
Λέξεις πορώδεις επιλιθωμένες
Σιωπηλά οξειδώνει ο χρόνος
Κ’ η γνώση είναι πάλι μοναξιά

Μεγέθη χωρομετρώντας φωτός
Διαστήματα μνήμης σκοτεινά
Δαγκώνει το παρελθόν φαρμακερά

Ξαναγράφουμε μ’ αίμα τις λέξεις.

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου ( 1935 -2024)
Πηγή: «ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΝΕΦΕΛΗ-ΑΘΗΝΑ 2002

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Δύο ποιήματα

 Η ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

Την παγερή τούτη άνοιξη 

λέω να μαζέψω τα υπάρχοντά μου.


Θα τυλίξω

στο μεγάλο μαύρο μαντίλι

τους ξεθωριασμένους καλοκαιρινούς ήλιους

θαλασσινές ανεμώνες

και τις τελευταίες πευκοβελόνες

από τα μαλλιά σου.

Θα τυλίξω το φαγωμένο δέρμα 

από τις παλιές μας χειραψίες, 

τα κίτρινα γάντια 

με την κηλίδα μελάνης στο δείκτη.


Την παγερή τούτη άνοιξη 

στη μέση του δωματίου 

θ’ ανάψω μια φωτιά 

με τα παλιά σου γράμματα.

Μια φωτιά

για όλες τις παγωμένες 

εποχές που με κατακλύζουν.


Την τελευταία τούτη εαρινή ισημερία.


(Έγκλειστοι, 1962)


A΄ [ΙΧΝΟΓΡΑΦΗΜΑ]

H πολιτεία

πέταλο καρφωμένο στo μέτωπο της θάλασσας.


Με πράσινο σάλι

ριγμένο στους ώμους

είναι όμορφη η πολιτεία μας

σαν το άγουρο στήθος της κοπέλας μου.


Λούζεται στη θάλασσα 

και το αίμα της σπαράζει.


Ένα χέρι βουλιάζει στον πυρετό.


 (Χωροστάθμηση, 1965)

(Έσχατη υπόσχεση. Ποιήματα 1958-2010, 2016)


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Θανάση Μαρκόπουλου


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Ένοχος όλων των ονείρων


Στο φαράγγι των πολυκατοικιών πεζοπορώ

Εκεί την εκπλήρωση απαριθμώ ανεκπλήρωτων πράξεων

Επαίτης της μνήμης στην παγωνιά της λήθης αντιδικώ

Ένοχος όλων των ονείρων που ερμηνεύουν μόνο τη ζωή


Η φωτιά τώρα της ιστορίας στάχτες της ουτοπίας σκορπά

Ποια ελευθερία φάρμακο γεννιέται μιας άτολμης ψυχής 

Πρόσωπα συντρόφων στους δρόμους του θανάτου μετρώ 

Σκοτάδι συμπαντικό στην αλληλεγγύη μένω των απελπισμένων


Αλλοπαρμένη φυσά η σελήνη κρύσταλλο αιμορραγεί 

Τη σιωπή διεκδικώ, κομμάτια των σκοτεινών ονείρων


Έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι απ’ τις πλάνες μας.


Πηγή: Ονείρων κοινοκτημοσύνη, 2002, Έσχατη υπόσχεση. Ποιήματα 1958-2010, 2016.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Ποιήματα

 Η ΔΙΝΗ

Στον Γ. Ξ. Στογιαννίδη
Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει.
Δε μας προδίδει,
ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει.
Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο,
ξεσκονίζουμε τα έπιπλα,
ανοίγουμε το ραδιόφωνο σε όλη την ένταση.
Με το θόρυβο
τα εκτυφλωτικά φώτα
με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες
προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό,
να ξεχάσουμε.
Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει
κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε.
Το κενό όλο μεγαλώνει
ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα,
στριφογυρίζει,
γίνεται δίνη μας παρασέρνει
στο κέντρο της περιστροφής
και πια δεν ξέρεις
αν είσαι αυτός που έφυγε
ή αυτός που έχει μείνει.
*
ΟΚΤΩ ΧΡΟΝΙΑ
Οκτώ χρόνια στήναμε οδοφράγματα.
Όταν ένα χέρι αγαπημένο μπήγει το μαχαίρι
στο πιο τρυφερό σημείο
καταποντίζομαι και το κενό μ' εκμηδενίζει.
Όμως η αγάπη μένει
μια σπιθαμή αίμα στη μέση του δρόμου.
Οκτώ χρόνια
περιεργάζομαι το πτώμα αυτό,
οκτώ χρόνια και δε λέω να το θάψω.
*
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σ' αυτήν τη μαύρη πληγή
μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.
Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο
ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,
αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές
όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.
Στο στόμιο που χάσκει
ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους.
Πλησίασε Ιωάννα
τα κουρασμένα από την περιπλάνηση βήματά σου,
φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ' όνομά μου να κιθαρίσει
στους αρχαίους σταλακτίτες της προσμονής.
Λίγο ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,
στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,
με τους γαλαξίες
των παιδικών σου ελπίδων.
Οκτώβρης 1958 - Απρίλης1962
*
Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ
Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.
Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
κι οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο,
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.
Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους,
κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.
*
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ
Στον μαύρο στέκει ουρανό σιωπηλός
Εκεί στα πόδια του απλώνεται η ιστορία
Βιβλία του Λένιν ποιήματα του Μαγιακόβσκι
Εμβλήματα με σφυροδρέπανο, μανιφέστα ανατρεπτικά
Κι ένα βιβλίο δικό του με ποιήματα υπαρκτικά
Σιγαρέττα καπνίζει μιας δυσοίωνης ουτοπίας
Στον μαύρο στέκει ουρανό, παγώνει
Στο κενό των λέξεων, στον καιάδα της πατρίδας
Κάργες πετούν στη χέρσα γη της ιστορίας
Κι η απόσβεση του χρόνου τον σαρώνει.
*
ΚΕΝΑ ΜΝΗΜΗΣ
Ξαπλωμένο φουρτούνιαζε το φεγγάρι
Όλο το βράδυ πευκοβελόνες ψιθύριζαν στο τζάμι
Τώρα θορυβούν σπουργίτια ασταμάτητα
Καθώς ξυπνώ στο πρωινό σκοτάδι.
Χάνονται στο φως οι λέξεις, εικόνες ανώνυμες φεύγουν
Λευκό το χαρτί της ψυχής μπουκώνει μελάνι
Συλλαβές ανασύρω απροσδιόριστης ευκρίνειας
Καθώς το χέρι οργισμένο θερίζει ψήγματα βουβά
Η γλώσσα φθόγγους αναδεύει δυσπρόσιτης ομιλίας
Γλιστρούν οι λέξεις κι άφωνες μένουν, αδιάβατες μένουν.
Μόνον στα όνειρα τρέχουν τα λόγια χείμαρρος
Στη δίνη βουλιάζουν, στη σκοτεινιά της μνήμης
Και μένει κρύσταλλο στο κενό που πληγώνει,
Και πληγώνει,
Αφού οι λέξεις στην ερημιά χάνονται του κόσμου,
Στην ερημιά μιας άδηλης πραγματικότητας.
Δεκέμβρης 2005
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Ποιήματα 1958 - 2010
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΕΚΕΝ
Θεσσαλονίκη 2016

Απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Τέσσερα ποιήματα

 
20.

Πέτρες φαγωμένες, Γλειμμένες απ’ τη θάλασσα
Τη σκληρή γνωρίζουν
Μοίρα
Του κόσμου


57.


Η ποίηση
Που γράψαμε
Ήταν
Ένα καρφί
Μπηγμένο στο πέλμα.


97.


Σέρνεται η νύχτα,
Ο Μορφέας καθυστερεί,
Σκιές του Άδη
Γλύφουν το πρόσωπό μου.


100.


Είπε: Ήταν.
Κι αυτό,
Ήταν αξεπέραστο.

Πηγή: Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Ριζώματα: (Μικρά ποιήματα), Κουκκίδα.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Πλανόδιος


Στον μαύρο στέκει ουρανό σιωπηλός
Εκεί στα πόδια του απλώνεται η ιστορία
Βιβλία του Λένιν, ποιήματα του Μαγιακόβσκι
Εμβλήματα με σφυροδρέπανο, μανιφέστα ανατρεπτικά
Κι ένα βιβλίο δικό του με ποιήματα υπαρκτικά
Σιγαρέττα καπνίζει μιας δυσοίωνης ουτοπίας
Στον μαύρο στέκι ουρανό, παγώνει
Στο κενό των λέξεων, στον καιάδα της πατρίδας
Κάργες πετούν στη χέρσα γη της ιστορίας
Κι η απόσβεση του χρόνου τον σαρώνει.
(Ονείρων κοινοκτημοσύνη, 2002, Έσχατη υπόσχεση. Ποιήματα 1958-2010, 2016)

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Με τα καθάρματα


Σφυρίγματα το μεσημέρι
Πάνω από μαδημένες λεύκες
Φουντώνει ο καπνός των τραίνων
Ραντίζει φως, στα μάτια αιθάλη
Εδώ με τα καθάρματα
Κάθε μέρα στο αλώνι των δρόμων
Χωρίς λεβεντιά μ’ αηδία
Μέσα στον κίτρινο καθρέφτη
Πρόσωπο χλωμό και άσπρο
Σφυρίζουν τα τραίνα
Αναχωρήσεις ματαιώθηκαν
Δρομολόγια άλλαξαν
Εδώ στο μαύρο δρόμο
Με φως στα μάτια, αποφασισμένοι
Καθώς πέφτει ο καιρός στην καταβόθρα του Γαλαξία
Με υπομονή
Εξαργυρώνοντας το χρόνο
Από δοκάρι σε δοκάρι
Σας περιμένω γυμνός.
(Πάροδος Μοναστηρίου, 1989, Έσχατη υπόσχεση. Ποιήματα 1958-2010, 2016)

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Ριζώματα [ 28 ]


Τα γραμμένα φιλιά

Τα κλέβουν τα φαντάσματα,

έλεγε εκείνος.

Όμως, όλα τα φιλιά, 

Το ξέρεις,

Είναι κλεμμένα. 


Πηγή: Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Ριζώματα, Κουκκίδα, 2021.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Μάνιας Μεζίτη.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: ΙΘ' [τοπίο]



Μουχλιασμένοι δρόμοι

παράθυρα εξορυγμένα απ’ το σκοτάδι λάμπες των είκοσι πέντε γλείφουν


νυχτωμένα πρόσωπα, δωμάτια

που μυρίζουν σιωπή και παραίτηση.

Οι άνθρωποι,

με τα χέρια στην απόγνωση

κι ο χρόνος σωριάζει ανελέητα τις ανάγκες,

μικραίνουν, οι νύχτες τους δολοφονούν,

στις γωνίες η αγωνία, η πίκρα

γεμίζουν οι καπνοδόχοι αιθάλη,

τα μάτια θολώνουν κ’ η ψυχή τήκεται.


Οι άνθρωποι ωριμάζουν

με σιωπή και στέρηση.


Από τη συλλογή Χωροστάθμηση (1965)

Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8468.60

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου- Ναρκοπέδιο


Η πολιτεία ένα ναρκοπέδιο.


Προχωρείς με μάτια ορθάνοιχτα από τη φρίκη.

Η ξιφολόγχη σκαλίζει σπασμωδικά το έδαφος.


Άγρυπνος, νήστις και πένης

σκιά του ονείρου σου.


Προχωρείς στην πολιτεία

ανακαλύπτεις μια, δυο, δέκα νάρκες

τις παραμερίζεις,

μα ο κίνδυνος δεν πέρασε,

το επόμενο βήμα δεν ξέρεις τι κρύβει.

Στιγμή σε στιγμή επίκειται η ανατίναξη.

Φτάνει λίγη αφαίρεση, λίγη αγάπη,

μια κάποια απόκλιση που δεν είχες υπολογίσει.


Προχωρείς

κι η ύπαρξή σου δεν είναι παρά ένα πόδι.


Κάποτε

ο ήλιος, το πολύ φως ή κάποιο χελιδόνι

σε σταματάνε,

κοιτάς τα μακρινά βουνά

ή καθώς το φεγγάρι σκουπίζει το μέτωπό σου

στη μέση της νύχτας

στάζει μέσα σου λίγο φως,

κατεβαίνει φωτοβολίδα με παγερή λάμψη,

φωτίζει απρόβλεπτα.


Τότε ανακαλύπτεις τη νάρκη,

όχι έξω, μέσα στην ύπαρξή σου,

αδιαχώριστη

και τέλος

μα πώς το αγνοούσες τόσα χρόνια

σε αφανίζει.


Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Τέλος του καλοκαιριού


Οι σκοτεινές τους ψυχές
Χέρια ασκημένα κι ανεύθυνα υπάκουα
Η Ελλάς του Απρίλη στις πίσσες των οδοστρωτήρων
Πρέπει η τρομερή όψη πάλι να βγει
Απ’ τα κόκαλα αίμα ποτισμένη
Βράχια των λόφων, τείχη των προγόνων
Βαριά πέσανε πάνω στα μάτια σύντροφοι
Σε πασσάλους οι ψυχές και σύρμα
Τα κύματα με δάκρυα χαιρετάμε της θάλασσας
Ηλιοτρόπια πώς να καρποφορήσουν απ’ τα στήθη σου
Βραδινές βροχές τέλος του καλοκαιριού
Συμπίπτουν με τις νικηφόρες γιορτές των αστών
Και πληροφορίες για συμβούλια παζαρέματα
Μαζί με βεγγαλικά που ανθίζουν νυκτερινές ηδονές
Περιμένουν οι ανίδεοι τις αλλαγές.

Η μέρα σκοτεινή βουρκωμένο ποτάμι κατέβαινε
Σκουπίδια κουβαλώντας κι ήλιους.

Από τη συλλογή Το δόντι της πέτρας (1975)

Αναδημοσίευση από:https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8468.105

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Τα κύματα



Επειδή ο θάνατος
είναι μια λύση που αναιρεί όλες τις λύσεις
γι’ αυτό επιμένω,

η χοάνη των μαλλιών σου αναστρέφει τα όνειρα
βάρκες πολύχρωμες, χωρίς μήκος, ολόφωτες
πλέουν στη νύχτα των ματιών σου,
γιατί τα μάτια σου είναι ευγενές κάρβουνο του Κάρντιφ
διαστημικοί ήλιοι στη νύχτα,

εδώ που στέγνωσαν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου θέρμαναν τον πηλό της σάρκας μου,
μετρώντας τις πληγές και το ξοδεμένο αίμα μας,
εδώ οι σκιές μας σκάψανε τους τοίχους
το πρωί ο ήλιος τις σάρωσε αφήνοντας
μια πίκρα, ένα λυγμό από κλάμα που πήρε πολλές αναβολές
φέρνοντας πάλι τα πρόσωπα στις καθημερινές διαστάσεις,
αυτές που μας διαφεύγουνε μέσα στην έξαρση,
μας επαναφέρουν στη φτωχή επιφάνεια της ζωής μας,

είσαι το τελευταίο πουλί της άνοιξης
κι η κόμη σου διαγράφει στον ορίζοντα
το βαρύ νόημα του ταξιδιού σου.

Στη ζωή μας υπερισχύει αυτό που δεν κατορθώνουμε να πλησιάσουμε
καθώς ένα είδωλο πολλαπλασιάζεται σε παράλληλους καθρέφτες,
σε κενούς εγκεφάλους και το πρόβλημα της αναγνώρισης δυναστεύει χέρι και πόδι,

αν η μνήμη δε μας διασώζει
επενδύοντας με σκηνικά το μέλλον μας
αφού στο τέλος όλα βουλιάζουν και πρέπει τότε μόνος
ν’ αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου
που επανέρχεται ακόρεστος μέσα στις ανάγκες του
άπληστος μέσα στο φόβο
ασυμφιλίωτος μέσα στον κόσμο,
επιτέλους τι απομένει από τόσον έρωτα και τόση φαντασία
από τη μουσική που υφάνανε τα χέρια σου
από τα ταξίδια στο βάθος των σκοτεινών ματιών σου
τους χώρους που γνώρισα ανεβαίνοντας τη στιλπνή σκάλα της κόμης σου,
είσαι η χορδή
και ρίχνω το βέλος στην καρδιά του πέλεκυ,
θέλω να πω:
Τίποτα δε χάνεται κι όλα κάποτε
αθροίζονται στην ψυχή μας.
Φτάσαμε λοιπόν στη μόνωση;
Γιατί πώς να γραφεί ένα ποίημα
όταν οι άλλοι σ’ απωθούν,
εσύ στη γωνιά συνομιλείς με τον εαυτό σου,
τ’ αδέλφια σου δε σε καταλαβαίνουν
γιατί και να σταθείς στο σταυροδρόμι
να μιλήσεις
ακόμη
σπάζοντας με τις φωνές σου
τα γυάλινα παράθυρα των πολυώροφων χτισμάτων
και πάλι δε θα σε πιστέψουν
θ’ αποστρέψουν το βλέμμα κουρασμένοι από τους ρήτορες
απατημένοι από τους δημόσιους αγύρτες
γνωρίζοντας καλά τι ξεφτίδια έχουν καταντήσει οι λέξεις και το αντίκρισμά τους,

τι είναι λοιπόν η ποίηση
και πώς γράφεται ο ποταμός αυτός της ψυχής μας
στις στεγνές, φονικές και σκοτεινές μας μέρες,
πώς να μιλήσω για να με καταλάβετε
αφού έχουν εξαντληθεί τα σχήματα
κι ένα καμίνι πρέπει ν’ αρχίσει να δουλεύει
ακατάπαυστα
για το καινούριο μέταλλο
για την καινούρια αγάπη.

Επειδή ο θάνατος
είναι μια λύση που αναιρεί όλες τις λύσεις
γι’ αυτό επιμένω,
σε κουβαλώ στο στήθος μου κατάσαρκα
κι αισθάνομαι τη φωνή σου στο δέρμα μου
τα κύματα της θάλασσας να χτυπάνε στους βράχους με τις σπηλιές
λέγοντας και πάλι τα λόγια που ειπώθηκαν
ξαπλωμένοι στα θαλάσσια χόρτα
ή ανεβαίνοντας στο λόφο με τις δεξαμενές,
ο έρωτας δεν είναι ένα σχήμα στον τοίχο
αίμα είναι που απλώνει πάνω στις γάζες
όχημα μοναδικό σώζει την ψυχή μας από τη φθορά
αρδεύει βαθιά τα ατίθασα δέντρα
του ύπνου μας.

Τραγουδώ τα μάτια σου
όταν όλα καταποντίζονται καθώς τα πλοία αύτανδρα η θάλασσα τα παίρνει,
την αγάπη σου που έναστρος ουρανός
υπερήφανος σα στήθος
συνοδεύει τις χάλκινες μέρες μου
τις οξειδωμένες.

Κι εσείς που μ’ ακούτε
μ’ αδιαφορία
σκεφτικοί από τις μικρόχαρες έγνοιες του βίου σας
πλέετε μ’ ολάνοιχτα τα πανιά της αποτυχίας
αλαζόνες μέσα στον καταδικασμένο κόσμο σας
στείροι
ανίκανοι ν’ αντιληφθείτε με πόση αγάπη
και θάνατο χτίζεται
η κάθε μέρα
αυτή που είναι το αιώνιο τραγούδι του κόσμου.

2 του Νοέμβρη 1966-του Φλεβάρη 1967

Από τη συλλογή Τα κύματα και οι φωνές (1971)[Ενότητα:  Τα κύματα και οι φωνές: Τα κύματα]

Αναδημοσίευση από:https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8468.105

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Περιδιάβαζε



Περιδιάβαζε

Κομψά επιτήδειος

Συζητώντας για τη μελλοντική επανάσταση

Τις ωραίες γυναίκες

Εξαργυρώνοντας παλιές νεανικές επιδόσεις,

Ενθουσιασμούς που γρήγορα κατάπνιξε,

Αναλύοντας την παρακμή των Αστών

την άνοδο της Εργατικής Τάξης

Καλά βολεμένος

Εύκολα να ελίσσεται μέσα στους ανίδεους.


Βέβαια όταν περνούσε

Απ’ τις παλιές συνοικίες τα εργατικά σπίτια

Μέσα απ’ τα νεανικά του χρόνια

Μια φλέβα ενοχής ξεκινούσε

Ρήμαζε την όψη έθαβε τα μάτια στο χώμα,

Τα αισθήματα διαδικασία παρακμής,

Γρήγορα έβρισκε τον έλεγχο

Ξαναγύριζε η όψη του


Γυμνασμένο

σκυλί χασάπικου.

Πρώτος στο γάβγισμα

Πρώτος να γλείφει το αίμα στους δρόμους.


ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, Το δόντι της πέτρας, 1975

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου -Εσθήρ ή ο δύσκολος τοκετός



Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Δ. Σολωμός

Έτρεχε μέσα στους δρόμους να τη συναντήσει.
Θα την αναγνώριζε.
Με τον αριθμό καταχώρησης Ε3052 στο γυμνό μπράτσο,
τα μαλλιά, μαύρα από τους καπνούς,
ν’ ανεμίζουν πολεμικές σημαίες,
ξεσχισμένες από τον άνεμο που τους σάρωσε.
Εσθήρ, ένα νούμερο, ένα άγνωστο πρόσωπο,
σώμα που δεν είδε ποτέ.
Όσο κι αν βυθίζει τα μάτια στη μνήμη
δυο στιλέτα που προχωρούν, χωρίς να σκοτώνουν.
Μόνο η αφή κρατά την παλιά, βίαιη,
γεμάτη απόγνωση τρυφερότητα, γεύση του ονείρου.
Εσθήρ.

Το τρένο σφυρίζει.

Άκου. Παρακαλώ, αν την γνωρίζετε.
Όχι... Όχι... Εσθήρ... Ε3052... Ναι... τίποτε άλλο...
Δεν ξέρω. Έφυγα πρώτος. Ίσως. Στο Γκέτο της Βαρσοβίας.
Σας είπα.
Μέσα στο βαγόνι. Σε χώρο 3x12. Χιλιάδες άτομα.
Πόσες μέρες κοιμόταν εκείνος ο νεκρός πάνω στο στρεβλωμένο πόδι μου;
Μου ζήτησαν νερό. Δεν την είχα προσέξει.
Όλο το σώμα μου ήταν γεμάτο άνθρωποι.
Δεν είχα. Ούτε ήξερα από πού με ζητούσαν.
Στην κόγχη του αυτιού μου το σώμα της γύρευε νερό.
Δεν υπήρχε ούτε φως. Της είπα να φέρει το κεφάλι κοντά.
Και τότε έδωσα την τελευταία σταγόνα από το σάλιο μου.
Της είπα να γλείψει τα παγωμένα δάκρυα από τα μάτια μου.
Και ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα.
Κι ενώ λέγαμε πως κάπου θα τελειώνει, αυτή γύριζε
και πάλι γύριζε χωρίς ν’ αφήνει ελπίδα φωτός.

Ρώτησε αν θα πεθάνουμε. Ακόμη είχε ελπίδες.
Την ώρα που όλος ο κόσμος ήτανε μια πληγή,
σάπιο φρούτο,
έλπιζε και ζητούσε απάντηση και συμπαράσταση.
Είμαι η Εσθήρ, είπε,
τα μάτια μου είναι γαλάζια σαν τα μικρά λουλούδια της άνοιξης
στις βουνοπλαγιές της πατρίδας μου.
Το τρένο τρέχει. Ο άξονας τρίζει. Οι αλυσίδες...
Οι ράγες μας οδηγούν χωρίς δισταγμούς, χωρίς τύψεις
σε ποιο Άουσβιτς, σε ποιο Μπούχεμβαλτ,
σε ποια Σκύλλα και Χάρυβδη.

Εσθήρ πώς μπορείς και ελπίζεις;
Εσθήρ έχεις μια μικρή ελιά στο λαιμό, μου καίει τα δάχτυλα.
Ναι, εσύ, μέσα στην άγνοιά σου ελπίζεις.
Όμως, αν ποτέ υπάρξει για μας δευτέρα παρουσία,
ω Εσθήρ, εγώ δεν ελπίζω πια,
μα, αν υπάρξει δευτέρα παρουσία,
αν ανοίξουν αυτές οι πύλες
και βγούμε στο φως,
τι θα ’χει μείνει για να γνωριστούμε;
Εγώ έχω αυτό το πικρό χαμόγελο,
έχω αυτό το σπασμένο χέρι,
ποιος ξέρει,
ποιος άνεμος, ποια μουσική σφυρίζει
στο φθαρμένο από τη βροχή και το φως κόκαλο;
Θα μ’ αναγνωρίσεις από τη μουσική.
Θα σ’ αναγνωρίσω από το μικρό διακόπτη του φωτός που κουβαλάς στο λαιμό σου.
Εσθήρ. Ο άξονας. Εσθήρ. Το φως. Εσθήρ χανόμαστε.
Μην αφήνεις το χέρι μου.
Δέκα εκατομμύρια νεκροί κρύβουνε το πρόσωπό σου.

Ε, συ, Μπάρμαν.
Δώσ’ μου ένα κονιάκ. Κέρνα και την γυναίκα.
Ναι αυτήν εκεί στον μπάγκο. Με το σβησμένο πρόσωπο.
Όχι δεν μου κάνει. Ας είναι φτηνή.
Εξάλλου, σου είπα. Γυρεύω την Εσθήρ.
Άλλο ένα. Δώσε και της γυναίκας.
Μην κοιτάς το ρολόι σου για να μας πετάξεις στο δρόμο.
Δεν έχουμε πια πού την κεφαλήν κλίνη.
Οι δρόμοι γέμισαν από παράφρονες.
Τους έχουν κάνει τόσο μεγάλους και μακρείς
που δεν έχουμε πια κουράγιο να τους περπατήσουμε.

Τότε που η νύχτα μάς περιέλουε με την παγερή νύχτα
είχαμε ακόμη κάποια ελπίδα.
Σου είπα. Μα δε με προσέχεις;
Η Εσθήρ έλπιζε. Ελπίζαμε.
Τώρα που το φως δεν κουβαλάει παρά μια άλλη νύχτα
σε τι να ελπίζουμε;
Οι κατασκευαστές της νύχτας μένουν άγρυπνοι
με το χέρι στο διακόπτη του φωτός.
Λοιπόν άλλο ένα.
Κι ας πει αυτή η πόρνη μια κουβέντα.
Θέλω μια κουβέντα. Οποιαδήποτε.
Φτάνει πια. Χρόνια αυτές οι μηχανές μου φάγανε τ’ αυτιά.
Λοιπόν πες μου. Θα σε πνίξω λέγε.
Πως στις βουνοπλαγιές της πατρίδας σου είναι γαλάζια τα λουλούδια.
Μη χαμηλώνεις το φως σαν τ’ ανύπαρκτα μάτια σου.
Εμπρός λέγε. Πληρώνω.
Το φως μην το σβήνεις. Μπάρμαν-εκμεταλλευτή.
Αφού όλα πουλιούνται κι αγοράζονται. Πληρώνω.
Το φως. Μη ρίχνεις αυτό το πρόσωπο στο χάος.

Είσαι η Εσθήρ.
Μην κουνηθείς. Αυτή η ελιά στο λαιμό σου είναι διακόπτης;
Πες μου Ε3052. Για τα λουλούδια.
Τ’ όνομά σου Εσθήρ. Εσ-θήρ.
Περιμένω για να στρίψω τον διακόπτη.
Γιατί δε ρωτάς αν θα πεθάνεις;
Γιατί δε μου ζητάς νερό;
Τώρα έχω μια πηγή. Όχι πια δάκρυα και σάλιο.
Το στόμα μου τώρα μπορεί να γίνει κρήνη.
Εσθήρ πες μου μια κουβέντα.
Μην κοιτάς που έχω καταρρεύσει.
Πες μου.
Να γυρίσω αυτόν το διακόπτη να πέσει το φως στα πρόσωπά μας.
Να γνωριστούμε.
Εσθήρ δες το πρόσωπό μου.
Εσθήρ σήκωσε το κεφάλι να δω τη θέα όλου του κόσμου.
Ναι δεν είμαστε από φως.
Μα το ξέρεις καλά. Πώς μπορεί να μην το ξέρεις!
Πόσο πολύ το ’χουμε ποθήσει αυτό το φως.

Η Εσθήρ μέσα στη νύχτα έλπιζε.
Η Εσθήρ με τα γαλάζια μάτια και την άγνοια έλπιζε.

Ναι. Εγώ η Εσθήρ. Το Νούμερο Ε3052.
Από το Παρίσι μέχρι το Γκέτο της Βαρσοβίας
έστρωσαν το σώμα μου δρόμο για τα κύματα της νύχτας.
Τώρα που δεν έχω πια πρόσωπο, ούτε μάτια,
τώρα που δεν έχω παρά ένα σώμα του σώματός μου
δεν έχω πια μια γωνιά της ψυχής μου αλεηλάτητη
τι ωφελεί ο διακόπτης αυτός στα χέρια σου;
Αφού και τώρα δεν μπορούμε να δούμε τα πρόσωπά μας
έτσι που ο άνεμος τα έχει φθείρει
έτσι που η νύχτα δεν έχει αφήσει ούτε όνειρο
για το φως το φωτός.
Ναι, είμαι η Εσθήρ που ξεδίψασε
με τα παγωμένα δάκρυά σου, την τελευταία σταγόνα του σάλιου σου.
Αυτή που επέζησε από όλες τις νύχτες.
Αυτή που ξεκοίλιασαν τα μαχαίρια των νυχτερινών προβολέων.
Είμαι αυτή που ενώ βγήκα στο φως είδα μια άλλη νύχτα να με κατακλύζει.

Μπάρμαν το φως.
Μα πώς μου βρίσκεις πάντα τέτοιους πελάτες.
Το σώμα του σώματός μου γλείψτε το.
Πληρώνεις και σου δίνω.
Τι μου συζητάς λοιπόν για ψυχή. Για το φως του φωτός.
Για φανταστικούς διακόπτες.
Πάρε με. Το νούμερο Ε3052.
Τι ωφελεί αν επέζησα του κατακλυσμού.
Τη νύχτα τη συντηρούν με κάθε φροντίδα.

Εσθήρ κοίταξέ με στα μάτια.
Μπορώ ν’ αναστείλω ακόμη την κατάρρευση.
Εσθήρ κοίταξέ με.
Κι αν πέφτουμε από τη μια νύχτα στην άλλη.
Κι αν ταξιδεύουμε στοιβαγμένοι σε βαγόνια ανήλιαγα.
Πεινασμένοι. Διψασμένοι. Δολοφονημένοι.
Κι αν συντηρούμε με εκκρίματα την ύπαρξή μας.
Περίμενε. Εσθήρ περίμενε.
Δώσ’ μου το χέρι σου. Φυσάει στον μοναδικό και άδειο κόσμο.
Είναι νύχτα.
Μπορεί να σκοντάψεις μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο με τα άταχτα πεταμένα έπιπλα.
Οι ένοικοι έχουν φύγει ξαφνικά. Απρόβλεπτα.
Χάθηκαν οι άνθρωποι μέσα στους ανθρώπους.

Ε, συ Μπάρμαν, μη σβήνεις το φως.
Πληρώνω όσα όσα. Μην κοιτάς το ρολόι.
Σου λέω πως δεν μπορείς να μας πετάξεις στο δρόμο.
Άφησέ μας. Είναι νύχτα.
Κι ακόμη δεν υπάρχει ένδειξη πως ξημερώνει.
Άφησέ μας. Τα πόδια μας δεν αντέχουν άλλο.
Οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά κι έχουμε χάσει κάθε προσανατολισμό.
Αιώνες τώρα η περιπλάνηση κρατάει μέσα στη νύχτα.
Άφησέ μας. Δε βλέπεις;
Η Εσθήρ είναι σ’ ενδιαφέρουσα.
Και δεν έχω ούτε έναν όνο να την μεταφέρω.

Δεν έχουμε άλλο κατάλυμα κι η Εσθήρ θα γεννήσει.
Άφησέ μας σ’ αυτόν τον τοκετό.
Φτάνει πια. Το παιδί πρέπει να γεννηθεί.
Είναι η τελευταία μας ελπίδα.
Ο μονογενής υιός της Εσθήρ.
Μέσα στη νύχτα, το τελευταίο φως του φωτός.

Σεπτέμβρης 1960

Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)

Πηγή:https://www.translatum.gr/

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Η θηλειά


Του περνούσαν τη θηλειά στο λαιμό,
κάθε μέρα,
και τον αφήναν.
Εκείνος γύριζε μέσα στους τοίχους,
ένα ζώο στη φάκα:
Με το σχοινί κηδεμονία υψηλή.
Βέβαια τον επηρέαζαν
οι ενδείξεις:
Σε πολιτείες και λιμάνια
σπάζανε τα κεκτημένα σχήματα
και τότε ζητούσε ν' απαλλαγεί,
να πιστέψει.
Αλλά κάθε πρωί του φορούσαν τη θηλειά
κι αυτός τη ζητούσε
σχεδόν ανυπομονούσε,
γιατί αν τον ξεχνούσαν
ήξερε
όλα τα σκηνικά θα πέφταν,
αφού τον είχανε πνίξει,
με δόσεις,
σε καιρούς σκοτεινούς σαν τους δικούς μας,
ήδη ήταν ένας νεκρός από χρόνια
που έπαιζε αυτό το άθλιο
παιχνίδι.

Πηγή: Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Τα κύματα και οι φωνές (1971), και στη συγκεντρωτική έκδοση Έσχατη Υπόσχεση, Ποιήματα 1958 -1978, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής 1984.

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Πρόδρομος Μάρκογλου - Μικρή έκλειψη


Γεμάτη φως η θάλασσα και πέρα
Σειρά τα λιόδεντρα ανηφορίζουν με τον μπάτη
Στο μυαλό μου καίγονται δέντρα και κρεμασμένοι
Κ' ένας καπνός πετάγεται φτεροκοπώντας
Κάργιες τότε που ράντιζαν το θάνατο
Στάχτη κι αποκαΐδια στα μάτια που βλέπαν
Το απρόβλεπτο
Μέσ' από καμένο γυαλί πάλι ο ήλιος χαμογελούσε.

Το δόντι της πέτρας, Σκαπτή Ύλη 1975

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Μέχρι εδώ


Μέχρι εδώ
Δεν θ’ ακούσετε πια την ένστασή μου
Δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ
Σταματώ να βάζω ερωτήματα
Δεν θέλω την άποψή σας

Όλα έχουν απαντηθεί

Σιωπηλός παίρνω το λεωφορείο
Γκρίζο πικρό μπαμπάκι στόμα
Διασχίζω σακατεμένους δρόμους
Χωρίς να κρίνω τα βαθιά ανέκφραστα πρόσωπα
Χωρίς να ρωτώ τ’ άγρια μάτια σε τι ελπίζουν

Γεύση στάχτης μπουκώνει το πρωινό
Σιωπηλός παραμένω
Αδιάφθορος
Την ανέκκλητη να εκτελέσω καταδίκη σας

15 του Ιούνη 1983

Από τη συλλογή Πάροδος Μοναστηρίου (1989) 

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Πρόδρομος Μάρκογλου - Εδώ


Κυκλοφορούμε
Οργιές
Κάτ’ απ’ την άσφαλτο
Ένοχα στη σιωπή αθώοι.
Σκοτεινό φως, τσακισμένος καθρέφτης ουρανός
Οργώνουν ιπτάμενες της συμμαχίας μηχανές
Σεισμικά βαρύς βυθίζεται ο ίσκιος
Αλλιώτικα υπνωτίζουν αφίσες πολυδαίδαλες
Και φύλακες ανώνυμοι ανάμεσά μας
Λιγοστεύουν το αίμα και τη ρίζα μας
Στρατοδικεία σαν τις μυλόπετρες
Ακόμη βογκάνε λαγκάδια και ρεματιές και δρόμοι.
Όσοι είναι να δουν ξανά τον ήλιο
Πρέπει να εξαντλήσουν την έρημο.
Από τη συλλογή Το δόντι της πέτρας, 1975

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Πρόδρομος Μάρκογλου - Μερική έκλειψη


Γεμάτη φως η θάλασσα και πέρα
Σειρά τα λιόδεντρα ανηφορίζουν με το μπάτη
Στο μυαλό μου καίγονται δέντρα και κρεμασμένοι
Κ' ένας καπνός πετάγεται φτεροκοπώντας
Κάργες τότε που ράντιζαν το θάνατο
Στάχτη κι αποκαϊδια στα μάτια που βλέπαν
Το απρόβλεπτο
Μέσ' από καμένο γυαλί πάλι ο ήλιος χαμογελούσε.

Πηγή: Το Δόντι της Πέτρας, Σκαπτή Ύλη, 1975.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Απροσδόκητο παράθυρο


Σ’ αυτήν τη μαύρη πληγή
μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.
Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο
ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,
αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές
όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.

Στο στόμιο που χάσκει
ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους.

Πλησίασε Ιωάννα
τα κουρασμένα από τη περιπλάνηση βήματά σου,
φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ’ όνομά μου να κιθαρίσει
στους αρχαίους σταλακτίτες τής προσμονής.
Λίγο ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,
στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,
με τους γαλαξίες
των παιδικών σου ελπίδων.

Οκτώβρης 1958-Απρίλης 1962

Από τη συλλογή: Έγκλειστοι (1962)