Μουχλιασμένοι δρόμοι
παράθυρα εξορυγμένα απ’ το σκοτάδι λάμπες των είκοσι πέντε γλείφουν
νυχτωμένα πρόσωπα, δωμάτια
που μυρίζουν σιωπή και παραίτηση.
Οι άνθρωποι,
με τα χέρια στην απόγνωση
κι ο χρόνος σωριάζει ανελέητα τις ανάγκες,
μικραίνουν, οι νύχτες τους δολοφονούν,
στις γωνίες η αγωνία, η πίκρα
γεμίζουν οι καπνοδόχοι αιθάλη,
τα μάτια θολώνουν κ’ η ψυχή τήκεται.
Οι άνθρωποι ωριμάζουν
με σιωπή και στέρηση.
Από τη συλλογή Χωροστάθμηση (1965)
Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8468.60
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου