1
Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..
Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…
«Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο…»
Ποιος λοιπόν θα βάλει
τα παιδιά να κοιμηθούν;
Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα;
Η ποίηση,
Πράξη
καιρών
λυπημένων…
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά
να φωτίσω το σκοτάδι μου…
***
«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-— οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…
***
Πέρασαν εκατό χρόνια μοναξιάς
να σ αγαπάω’
Γέρασα τώρα,
δε σκύβω στο πηγάδι,
μην αντικρίσω τον Καιρό…
Έβαλα
το μαχαίρι
στη θήκη του
τίποτα πια δεν περιμένω
***
Που ξέρεις,
μπορεί ό θάνατος και να νικήσει·
το Καράβι μας
αραγμένο αιώνες τώρα στο λιμάνι
—μέσα στην ιστορία νεκρό—
να σαπίσει,
φορτωμένο τόση μοναξιά…
Ίσως ωστόσο,
και αν πεθάνεις,
κάποτε να γεννηθείς πάλι,
μην αντέχοντας στη Σιωπή…
Βλέπω
τις νύχτες
το ίδιο αστέρι,
πού μέσα στο Έρεβος
μας φώτιζε…
***
Τά δέοντα τελέστηκαν λαμπρά,
κηδείες, μνημόσυνα,
γιορτές για την πρώτη χιλιετηρίδα,
και άλλες γιορτές
για τη δεύτερη…
Περίμενα αυτός ο θάνατος
να μάς ενώσει
— όμως εσύ δε φάνηκες·
ή Άβυσσο βυθίστηκε
είκοσι αιώνες ακόμα,
μέσα στην ’Απουσία…
***
Μου έλειψε ο αχνιστός καφές σου
από το όρος Χορτιάτη
αγναντεύω,
—σε ποιά γη κρύφτηκες,
Δίχως εσένα όλα Άβυσσος…
Θα βλαστήσεις πάλι, άραγε,
την άνοιξη τούτη;
***
Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα·
τρόμαξες·
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη·
— και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.
Ποιος σήκωσε τα κύματα
καί τούς ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;
Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.
Πότε θα έρθεις;
***
Κάτω από τη σελήνη
κοιμάται ωχρή
ή ’Επανάσταση…
Ο θόρυβος του δήμου κόπασε,
οίκαδε, οίκαδε οδεύει
τώρα
η ιστορία…
Μήπως δεν έρθεις —το πρωί—
ηγεμόνας
ο ήλιος;
***
«…το καράβι τοϋ Έρωτα
συντρίφτηκε ατά βράχια
της καθημερινότητας…»
ΒΛ. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΥ
Μέσα στη σπηλιά του νεκρού Έρωτα
ΕΙΣΑΙ…
Ποιος θα μαζέψει τα συντρίμμια,
ποιος θα ετοιμάσει την πυρά
για να πυρποληθούμε;
Είμαι ακόμα μες στους ζωντανούς
τρεις χιλιάδες χρόνους
μετά την ’Απουσία…
Ποιος ουρλιάζει ότι ο Έρωτας
καρφώνει τον Καιρό στη Μνήμη;
***
στον καπετάν Αποστόλη Σαρίδη
που πυρπολήθηκε με το καράβι του
στη ρότα του Σεβάχ,,.
Πώς να κοιμάσαι ήσυχος
σε αυτή την όχθη;
—- Πρέπει να διαβείς τον ποταμό…
Σε περιμένει
όρθιος
πάνω στο καράβι του
ό θάνατος…
Σε περιμένει
Εκείνος,
ο γνήσιος,
ο Αδύναμος,
Αυτός που τόλμησε,
Αυτός που δεν τόλμησε,
η μυστική χοάνη·
— ο Αποστολής…
***
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει;»
Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Προχτές»
Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»
Το ταξίδι τέλειωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·
όλα από καιρό έχουν σιγήσει…
Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
— ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή ή ιστορία…
***
Έδυσε
και η πανσέληνος
του Μάη…
Έμεινα μόνος,
στη σκοτεινή πλευρά
Εγώ και το βλέμμα Σου…
Σε ποιά χοάνη μυστική,
σε ποιο θάνατο
να Σε γυρέψω;
Ξέρεις,
δε φοβήθηκα ποτέ
την πυρκαγιά…
***
«Μα εσύ βέβαια σκοτώθηκες νωρίς»
’Άλλοι όμως επέζησαν
συγκατοικούμε χρόνια
— μαζί όσοι πάθαν και μάθαν
και όσοι
δεν πάθαν και δε μάθαν…
Η Επανάσταση
κρύφτηκε
Μέσα στην Άβυσσο
επέλεξα
να πορευτώ
ευθυτενής…
2
ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΑΙ
Σε ποιάν ’Άβυσσο, σε ποιά χοάνη μυστική να ψάξουμε
να βρούμε τον Έρωτα πού τον οδηγήσαμε στο θάνατο,
για να μη μάς πυρπολήσει;
Και γιατί τελικά να μη μάς πυρπολήσει; Στην
Πράξη του λαού μας μες στον Καιρό, στη ζωντανή
διαχρονική μας παράδοση, όπως εκφράζεται στο Λόγο,
το κέντρο της ζωής, η «θεότητα», με τη θεολογική
συμβολική αυτής της παράδοσης, είναι η πυρπολούσα
το Εγώ μας αγάπη, η «καύση καρδίας», ο «μανικός
Έρωτας». Ευσεβιστές ωστόσο, ολοένα μέσα στη
μεταπρατική, εξαρτημένη κοινωνία μας πιο δυτικότροποι,
επιζητούμε στη ζωή τη μερικότητα, τα επί μέρους
προϊόντα της, όχι την ίδια την ουσία, της, την πιο
βαθιά της υπόσταση: ζητάμε τον πλούτο ή την επιτυχία,
απολησμονώντας πώς ο βασικός πλούτος είναι ο
μανικός Έρωτας, η πυρπόλησή μας για τον Άλλο,
ενσαρκωμένο στο κάθε Εσύ που αγαπάμε, προοίμιο
αναγκαίο για την πυρπόλησή μας για την ανθρωπότητα
ολόκληρη — το Όλο Σώμα μας…
Όπως λέει ό σύγχρονός μας Περουβιανός Αγιορείτης,
ο Συμεών Γρηγοριάτης — τα νυν Σταύρονικητιανός:
«…Νά μη χρησιμοποιείς την Πράξη ως λίπασμα,
για να καρπίσει ένας κόσμος αλλοτριωμένος,
αλλά να τη χρησιμοποιούμε για να ανατινάξει αυτό τον
αλλοτριωμένο κόσμο».
Μετουσιώνοντας τον κόσμο, από ύλη διασκορπισμένη,
ύλη απρόσωπη, ύλη διάχυτη, σε ενσαρκωμένο
Εσύ, απτό πρόσωπο του Καθόλου, ενσαρκωμένο πρόσωπο,
μέσα στο Όλο Σώμα μας, του Έρωτα, ενσαρκωμένο
πρόσωπο της ’Αγάπης, μόνου καταφατικού ορισμού
στην Ορθόδοξη παράδοση, για το επίκεντρο της
ζωής, το «Θεό»…
Ο Έρωτας, καύση καρδίας, πυρπολεί, διαρρηγνύει
το δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας, καταλύει τη μοναξιά
μας, τη βίωσή μας ως μοναχικά εμπορεύματα. Ό
Έρωτας διανοίγει το δρόμο στο Εγώ μας να καταλύσει
αυτή τη μοναξιά του, να βρει την ολοκλήρωσή του, την
πληρότητά του στο Όλο Σώμα μας, το «Εμείς»…
Ανοίγει το δρόμο, μέσα από την ενσάρκωση, τη
συγκεκριμενοποίηση του ’Έρωτα στη πρόσωπο που αγαπάμε,
στο «Εσύ», να διατρήσουμε το δερμάτινο χιτώνα
του Εγώ μας και να συναντήσουμε το συλλογικό
εαυτό μας.
Ωστόσο, μήπως αυτό το «Εσύ» κινδυνεύει να
γίνει αυτοσκοπός, κινδυνεύει νι γίνει «είδωλο», μήπως ο
’Έρωτας από ενοποιός του Εγώ μας με την ολότητα,
το συλλογικό σώμα μας, το Εμείς, κινδυνεύει, αντίθετα,
να γίνει το πάθος που μας χωρίζει, πού δια-βάλλει
από τον Όλο Άλλο; Μήπως αυτή η συγκεκριμενοποίηση
του Έρωτα, αναγκαίο στάδιο για να διατρήσουμε
το δερμάτινο χιτώνα μας και να βρούμε των ολότητα
του σώματός μας, μπορεί ωστόσο αντί θεϊκό, ενοποιό,
να τον αλλοτριώσει σε δια-βολικό, «δαίμονα πορνείας»,
όπως λέει η ασκητική εκφορά της παράδοσής μας,
Έρωτα που δε σε ενώνει αλλά σε χωρίζει -—για μια
προνομιακή διασύνδεση με κάποιο επί μέρους Έσύ- από
τον Όλο ’Άλλο;
3
ΕΝΝΕΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ
Η ψυχή
μάταια ανοιγοκλείνει
τα φτερά της·
ο ποιητής θρυμματισμένος
«σπασμένο κανάτι»
***
«Πάνω νερά»
που διάλεξες να λάμνεις·
τώρα,
σε τούτο τον καιρό,
βλέπω
το Τίποτα
του Πάντα…
***
Γδύσου το πουκάμισο των άστρων
φόρεσε το θνητό δέρμα σου
να σε πλαγιάσω…
***
Η σελήνη περίμενε μάταια ως το πρωί
λουσμένη στο πατσουλί
του έρωτα σου…
***
Γνώρισες το Καθόλου,
έμαθες τα «ναρκωτικά σεντόνια» του…
Ο καιρός,
Εσύ,
χλοερό μου λιβάδι…
***
Ο θόλος μαύρος
από το πολύ σου φως
0 θάνατος
«αναστάσιμη οδύνη»…
***
Το φως, και αυτό μελλοθάνατο,
ωστόσο,
ακόμα σπαράζει…
***
Ξάφνου η ελπίδα
χορτάρι χλωρό·
μην τη θερίσει.
το δρεπάνι.
***
Η φλόγα
τώρα
«δροσερή πικροδάφνη».
Εγώ, όμως, καίγομαι
— με πυρπολείς μες στον Καιρό…
4
ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΑΦΕΝΤΗ
Χαράχτηκες βαθιά στην ύλη μου
εκεί, στο Σπήλαιο,
ανάμεσα στο Κάστρο και στο Καράβι.
Δεν μπόρεσες να μείνεις,
δεν τόλμησες.
Και Εγώ
μοίρασα το σώμα μου
αντίδωρο
στα σκυλιά…
Ωστόσο τις νύχτες στα όνειρα,
αιώνες τώρα,
πάντοτε έρχεσαι…
Ποθώ πάλι να σαρκωθείς, Πατέρα,
να αγγίξω το πέλμα Σου
– το χώμα, απ’ όπου Εσύ, το Φώς,
έχεις βλαστήσει…
3.1.57-26.6.88
***
« Όχι δεν είμαι πια Εσύ. Το σώμα Μου δεν είναι πια
το σώμα Σου. Ό ’Έρωτας Σου», είπες, «σφοδρός, με
κατέλυσε, δεν αντέχω, ξέρεις, τα Μεγάλα…»
Και με άφησες, έτσι, να πλέω μόνος μες στη
συμπαντική Σιωπή. Και να ουρλιάζω πως μανικά ως
τα έσχατα σας αγάπησα. Και να θέλω να γίνω το κάθε
Εσύ…
Ότι κανείς δεν άντεξε το πυρ της αγάπης μου.
Και τρομαγμένος όλος ο κόσμος κρύφτηκε μέσα στο
δερμάτινο χιτώνα του. Και ο Καθόλου έγινε έτσι, δίνοντας
τέλος στην Ιστορία, πάλι ο Θάνατος. Το Τίποτα
ή το πιο Τίποτα…
Άφησε με να αγγίξω το δέρμα Σου Άφησέ με να φιλήσω
το πέλμα Σου. Εκεί απ’ όπου το Όλο Σώμα σου
έχει βλαστήσει. Και δέχομαι, υπόσχομαι σου λέω, να
βγάλω τα μάτια μου, να μην πυρπολώ έτσι πια τίποτα
με τη ματιά μου…
23 Αυγούστου 1988
—από τηλεφώνου—
5
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
«δε θα σε ξεχάσω ποτέ
Ιερουσαλήμ…»
(Υ. AMICAI — «Love Poems»)
Η πυρά σου
δυο χιλιάδες χρόνια τώρα
δεν έσβησε
—όμως, ξέρεις, δε βγάζει πια καπνό…
Σου έδωσα την Ποίηση,
όλα τα αντίδωρα της ζωής
—και του θανάτου.
Σου έδειξα τις επτά αβύσσους, μέσα μου,
και τις άλλες επτά, έκτος μου.
Και Εσύ μου έδειξες το περίπτερο
απ’ όπου αγοράζεις τα αντισυλληπτικά…
Υπάρχουν έρωτες που δε γνωρίζουν
τους τρόπους του θανάτου.
Πεισμώνουν, εμμένουν, δε σήπονται
διασχίζουν τούς αιώνες
—γίνονται ό Θεός
μέσα από τον πολύ πόνο Τους…
«ένα αρχαίο κλάμα
μας ενώνει…»
(Y. AMICAI — «Love Poems»)
Το χέρι σου μελετούσε όλη νύχτα
χειρονομίες που δεν τόλμησες
«από ένα τριμμένο εγχειρίδιο», ερώτων…
Η σελήνη μάς έδειξε και τα επτά της πρόσωπα∙
— με ποιο, άραγε, πάλι θα με αγαπήσεις;
Είχαμε περισσότερο απ’ όλα τα όνειρα∙
τώρα
πρέπει να αποδώσουμε δικαιοσύνη,
στοιβάζοντας
Πράξεις βαριές…
6
Αιώνες υπομονής
αιώνες επιμονής
— το δειλινό σκέπασε
τον κόσμο,
«ματωμένο σεντόνι…»
Τί θα παίξουμε
σήμερα
Καραγκιόζη;
Πηγή: https://whenpoetryspeaks.gr/2017/06/7700/