Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Adonis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Adonis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Άδωνης - [Η αρχή της ποίησης]


Το πιο αληθινό απ’ αυτό που είσαι αναστατώνει το διάστημα 

Κι οι άλλοι –κάποιοι σε νομίζουν κάλεσμα, 

Κάποιοι σε νομίζουν ηχώ. 

Το πιο αληθινό απ’ αυτό που είσαι είναι να’ σαι απόδειξη 

στο φως και το σκοτάδι 

Το τέλος κάθε λόγου γίνεται μέσα σου του λόγου αρχή 

Κι οι άλλοι –κάποιοι σε βλέπουν σαν απαύγασμα 

Κάποιοι σε βλέπουν σα δημιουργό. 

Το πιο αληθινό απ’ αυτό που είσαι είναι να ’σαι το τέλος, να ’σαι ο στόχος, να είσαι – 

σταυροδρόμι 

στη σιωπή και στο λόγο. 

[Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου]

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Adonis - Γεννιούνται τα μάτια του


Μες στην πέτρα την τρελή
που γυρίζει ψάχνοντας τον Σίσυφο,
γεννιούνται τα μάτια του
γεννιούνται τα μάτια του
σ' ένα βλέμμα σβησμένο, αμήχανο
που αναζητά την Αριάδνη
γεννιούνται τα μάτια του
σε πορεία που κυλάει σαν το αίμα
από το πτώμα του χώρου,
σ' έναν κόσμο ντυμένο με του θανάτου το πρόσωπο,
που καμιά γλώσσα δεν τον διαβαίνει μήτε φωνή -
γεννιούνται τα μάτια μου.

Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, εκδόσεις Άγρα, εισαγωγή - μετάφραση Μάρκελλος Πιράρ.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Άδωνις-Ο Χρόνος



᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς· 
 Ποιό, τὸ αἷμα ποὺ τὴν ἄμμο αὐλακίζει, καὶ ποιά, τούτη ἡ δύση;
Πές μας, φλόγα τοῦ παρόντος, τί θὰ λέμε;
Στὸ λάρυγγα μέσα, τῆς ῾Ιστορίας τὰ συντρίμμια
Καὶ στὸ πρόσωπο, τὰ σημάδια τοῦ θύματος
Πόσο πικρή ᾿ναι ἡ γλώσσα τώρα, πόσο στενὴ ἡ πύλη τοῦ ἀλφάβητου
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
… δήμιος κατάντησε ἕνας φίλος; Μήπως
εἶπε γείτονας· Πόσο ἀργεῖ ὁ Χουλακοῦ*; Ποιός χτυπᾶ τὴν πόρτα;
῞ Ενας εἰσπράκτορας τοῦ φόρου;
Δῶσ᾿ του τὸν φόρο … Σχήματα γυναικῶν
κι ἀντρῶν … εἰκόνες βαδίζουνε/γνέψαμε,
κρυφομιλήσαμε, - τὰ βήματά μας,
ἕνα νῆμα φόνων/
Λὲς νἆναι ὁ φόνος σου ἀπ᾿ τὸν θεό;
Λὲς νἆναι ὁ θεὸς ἀπ᾿ τὸν φόνο σου;

- Σάστησε μὲ τὸ αἴνιγμα,
λίγησε σὰν τόξο τρόμου πάνω στὶς κυρτές του ἡμέρες.
- ῾Ο ἀδερφός μου χάθηκε, ὁ πατέρας τρελλός, τὰ παιδιά μου νεκρά
Ποιός θὰ δεχθεῖ τὶς ἱκεσίες μου; Τὴν πόρτα ν᾿ ἀγκαλιάσω; ῍Η
μήπως
νὰ πῶ τὸ παράπονό μου στὸ χαλάκι τῆς προσευχῆς;
- Ζαλίστηκε. Φέρε τὰ φάρμακα
καὶ μὲ τῶν σοφῶν τὰ φίλτρα γιάτρεψέ τον.
Πτώματα ποὺ ὁ φονιὰς διαβάζει σὰν ἀνέκδοτα/στοῖβες κόκκαλα,
κεφάλι παιδιοῦ αὐτὸς ὁ σωρὸς ἢ κομμάτι κάρβουνο;
Σῶμα, ἐκεῖνο ποὺ διακρίνω ἢ σκελετὸς ἀπὸ πηλό;
Σκύβω, διορθώνω δυὸ μάτια, μπαλώνω ἕνα πλευρό,
῎ Ισως μὲ βοηθήσει ἡ λογικὴ καὶ μὲ ὁδηγήσει ἡ λάμψη τῆς μνήμης;
᾿Αλλὰ μάταια ψηλαφῶ τὰ λεπτὰ νήματα,
μάταια συνδέω ἕνα κεφάλι, δυὸ χέρια καὶ δυὸ πόδια,
νὰ φανερωθεῖ τὸ σκοτωμένο πρόσωπο
- Ποιός διδάσκεται ἀπὸ τὸ μερμήγκι;
Γιατί ἡ ἔκπληξη; Εἶναι ποίηση
νὰ σμίγεται ἡ τραγικὴ σπίθα μὲ τὸ μάτι; Μήπως ἔκσταση
νὰ βλέπεις τὸ σπίτι σου νὰ τινάζεται
συντρίμμια στὸν θεό;
Τοῦ μάντη ἡ κουκουβάγια ἔκρωξε σὲ μιναρὲ ἀπάνω,
Μὲ τὴν κραυγή της ἔπλεξε οὐράνιο τόξο
Κι ἔκλαψε πνιγμένη ἀπ’ τὴ χαρά της
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
…/Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Χρυσοχοεῖο αὐτὸς ὁ ἀνυπόταχτος χρόνος,
Τέλμα γεμάτο προφῆτες.
Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Θάνατος ἡ ἀλήθεια θἆναι
῾Ο θάνατος, ψωμὶ γιὰ τοὺς ποιητές
Κι ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάστηκε ἢ ἔγινε πατρίδα·
Κάποια ἐποχὴ ποὺ πλέει στὸ πρόσωπο τοῦ χρόνου.
Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Ποῦ’ ναι τὸ κλειδί σου, περίλαμπρο κύμα; Πλημμύρισέ με,
σὲ ἱκετεύω,
καὶ πάρε τὶς τελευταῖες μου ὄχθες, πάρε με
μὲ μάγεψε μιὰ φλεγόμενη ἄβυσσος,
μὲ μάγεψε ἕνα ἄχυρο ποὺ καίγεται,
μὲ μάγεψαν δρόμοι ποὺ τρομάζουν τοὺς δρόμους
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Λησμόνησε ἡ ψυχή μου τὶς ἀγάπες της
Λησμόνησε τὴν κρυμμένη κληρονομιά της στὸ σπίτι τῶν εἰκόνων
Πιὰ δὲν ἀναπολεῖ ὅ,τι λέν᾿ οἱ βροχές, ὅ,τι γράφει τῶν δέντρων
τὸ μελάνι
Δὲν ζωγραφίζει παρὰ
κάποιο γλάρο ποὺ τὸ κύμα στὰ καραβόσκοινα ἐκτοξεύει
Δὲν ἀκούει παρὰ
τὴν κραυγὴ κάποιου μετάλλου· ἰδοὺ τῆς πολιτείας ἡ καρδιά·
φεγγάρι ποὺ κόβεται στὰ δυό, δεμένο μὲ τὸν ἀφαλὸ
ἑνὸς πύρινου τέρατος
Δέν ξέρει πιὰ πὼς ὁ θεὸς κι ὁ ποιητὴς εἶναι δυὸ παιδιὰ
ποὺ κοιμοῦνται πάνω στῆς πέτρας τὸ μάγουλο.
Λησμόνησε ἡ ψυχή μου τὶς ἀγάπες της
Γι᾿ αὐτὸ μὲ τρομάζει τὸ σκοτάδι - τὸ προμελετημένο αὔριο
Γι᾿ αὐτὸ μὲ κυριεύει ἡ ἀμφιβολία, μοῦ ἀντιστέκεται τ᾿ ὄνειρο
Δέσμιος τρέχω ἀπὸ φωτιὰ σὲ φωτιά
Μ᾿ ἔπνιξε ὁ ἱδρώτας ποὺ στάζει ἀπ᾿ τὸ κορμί μου
καὶ μὲ τοὺς τοίχους μοιράστηκα
τὴν ἀϋπνία τῆς νύχτας / (τὰ βήματα τῆς νύχτας, ἀγρίμια …)
Συχνὰ εἶπα τῆς ποίησης ποὺ καταστάλαξε στὴ μνήμη μου
Ποιό εἶναι τὸ πριόνι πάνω στὸν τράχηλο
ποὺ μοῦ ὁρίζει τὸ σῆμα τῆς σιωπῆς;
Σὲ ποιὸν τὴ στάχτη μου ν᾿ ἀφηγηθῶ;
᾿ Εγὼ ποὺ τὸν παλμό μου ἀγνοῶ πῶς νὰ τὸν ξεριζώσω
καὶ σ᾿ ἕνα τραπέζι νὰ τόνε ρίξω,
᾿ Εγὼ ποὺ ἀρνιέμαι νὰ κάνω τὸν καημό μου τύμπανο γιὰ τὸν
οὐρανό
῍ Ας πῶ τότε· ἦταν ἡ ζωή μου οἶκος φαντασμάτων κι ἀνεμόμυλος
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Τὰ δέντρα τῆς ἀγάπης στὸ Κασάμπιν* γίναν ἀδέρφια
μὲ τὰ δέντρα τοῦ θανάτου στὴ Βηρυττό, κι ἐδῶ
τὸ δάσος τῆς μυρτιᾶς παρηγορεῖ
τῆς ἐξορίας τὸ δάσος - ῞Οπως εἰσέρχεται τὸ Κασάμπιν στοῦ
χορταριοῦ
τὸν χάρτη καὶ διυλίζει τῶν λιβαδιῶν τὰ ἔγκατα
εἰσῆλθε ἡ Βηρυττὸς στὸν χάρτι τοῦ θανάτου / οἱ τάφοι
σὰν κῆποι, καὶ χωράφια τὰ λείψανα
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ξεχύνει τὸ Κασάμπιν στὴν Τύρο καὶ Σιδόνα,
καθὼς ἡ Βηρυττὸς ξεχύνεται;
Ποιό, τὸ ἀπόμακρο πράγμα ποὺ πλησιάζει;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ στὸν χάρτη μου ἀναδεύει αὐτὰ τὰ αἵματα;
… Στέγνωσε τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ φθινόπωρο δὲν ἦρθε
Μὲς στὴ μνήμη τῆς γῆς ἡ ἄνοιξη μελάνιασε / ὁ χειμώνας,
ὅπως τὸν ζωγραφίζει ὁ θάνατος· ψυχορράγημα ἢ αἱμορραγία
᾿Εποχὴ ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὴ φιάλη τοῦ προορισμοῦ
καὶ τὴν παλάμη τοῦ πεπρωμένου
᾿ Εποχὴ περιπλάνησης ποὺ τὸν χρόνο αὐτοσχεδιάζει
καὶ τὸν ἀγέρα ἀναμασάει,
Πῶς, ποῦθε θὰ τὸν ἀναγνωρίσετε;
Φονιὰς δίχως πρόσωπο/ντυμένος ὅλα τὰ πρόσωπα …
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
᾿ Εξαντλημένος ἔγειρα τὴν κεφαλὴ κι ἀγναντεύω τὰ πέρατα -
Ποιά τὰ κουρέλια; Χρονικά; Χῶρες; Λάβαρα στὴν ἀκτὴ
τοῦ σούρουπου κρεμασμένα;
᾿ Ιδού, μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ διαβάζω γενεές, καὶ σ᾿ ἕνα πτῶμα
μύρια πτώματα
᾿Ιδού, μὲ κατακλύζει ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνοησίας,
Τὸ σῶμα μου ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου
Τὸ πρόσωπό μου δὲν φαίνεται πιὰ στὸν καθρέφτη του
Τὸ αἷμα μου δραπετεύει ἀπὸ τὶς φλέφες του …
Μήπως διότι βλέπω τὸ φῶς ποὺ τοῦ πηγαίνει τὰ ὄνειρά μου;
Μήπως διότι εἶμαι ἡ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ποὺ οἱ ἄλλοι εὐλογοῦν
κι ἐγὼ ἀναθεματίζω;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ξεριζώνει τὰ κατάβαθά μου καὶ φεύγει
ἀνάμεσα σὲ θάμνους ἀπὸ ἐπιθυμίες, σὲ χῶρες-ὠκεανοὺς ἀπὸ
δάκρυα
καὶ φυλὲς ἀπὸ σύμβολα;
ἀνάμεσα σὲ ἔθνη καὶ γένη - ἐποχὲς καὶ λαούς;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ κόβει στὰ δυὸ τὴν ψυχή μου;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ μὲ καταστρέφει;
Μήπως εἶμαι σταυροδρόμι;
Μήπως ἔπαψε ὁ δρόμος μου, σὲ στιγμὴ ἀποκάλυψης, νἆναι
ὁ δικός μου;
Μήπως πολλαπλασιάστηκα, μήπως εἶν᾿ ἄβυσσος ἡ ᾿Ιστορία μου
καὶ μοῖρα ἡ πυρπόληση;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀναδύεται, μ᾿ ἕναν καγχασμό, ἀπ᾿ τὰ πνιγμένα
μέλη μου;
Μήπως πολλαπλασιάστηκα, ὁ ἕνας ρωτώντας τὸν ἄλλον·
Ποιός εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
Μήπως εἶναι τὰ μέλη μου δάση μαχῶν
… μέσα στὸ αἷμα ποὺ ἔγινε ἄνεμος, μέσα στὸ σῶμα
ποὺ ἔγινε φύλλο;
Τρελλάθηκα; Ποιός εἶμαι σ᾿ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι; Δίδαξέ με, τρέλλα,
κι ὁδήγησέ με
Ποιός εἶμαι, φίλοι μου, ὁραματιστὲς καὶ διωγμένοι;
Νὰ μποροῦσα ἀπ᾿ τὸ πετσί μου νὰ βγῶ, δίχως νὰ ξέρω ποιὸς ἤμουν
καὶ ποιὸς θὰ εἶμαι
ἕνα ὄνομα ψάχνω καὶ κάτι νὰ ὀνοματίσω,
τίποτα ὅμως δὲν ὀνομάζεται
ἐποχὴ τυφλὴ καὶ ῾Ιστορία τυφλωμένη
ἐποχὴ λασπωμένη καὶ ῾Ιστορία συντριμμένη
Δαμασμένος ὁ ἄρχοντας, σκοτάδι δόξα σοι
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
῾ Ο σημίτης πρόγονός μου ἐξεπλάγη ἀπ᾿ ὅ,τι γέννησε
Τὸ τυφλὸ πεπρωμένο,
Παπαγάλος; ῍Η προφήτης ποὺ κατάντησε μούμια;
῏Ω πρόγονε ποὺ τὸν δρόμο σου τώρα ἐγκαταλείπω
Καλῶς, ἐσὺ ποὺ κατοικεῖς τὸ μόριο τοῦ νεροῦ καὶ τὰ στρώματα
τοῦ οὐρανοῦ
Εἶναι λογικὸ νὰ ὁδεύεις, καθὼς ὁδεύεις, ὑπερήφανος, πρὸς τὰ ὀπίσω
᾿ Εσὺ τὸ μυστήριο καὶ τὸ πλούσιο ἀπὸ προφητεῖες βασίλειο -
᾿Εγὼ ὁ ἀνύμπορος νὰ σὲ ἀντιληφθῶ, ὁ ἀπολωλὸς
στὴν πλάνη του, ἐσὺ τὸ θαῦμα.
῏Ω πρόγονε τώρα σὲ ἀπορρίπτω, ἀγάπησα ὅμως τὴν πλάση
μὲς στὸ δημιουργικό σου εἶναι, δὲν θὰ μὲ ἀναγνωρίζεις πιὰ
καὶ τίποτα δὲν θὰ μᾶς συνδέει
παρὰ ἐκεῖνο τὸ ἐρείπιο ποὺ καταστάλαξε στὴν ψυχή μου - κλαίει
καὶ μὲ κάνει νὰ σὲ κλαίω.
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔβρεχε ἀργιλάσβεστο ἀνταμώνει
τὴν ἀρχὴ τῆς ἐποχῆς ποὺ βρέχει πετρέλαιο
῾Ο θεὸς τῆς φοινικιᾶς σκύβει
σὲ κάποιον σιδερένιο θεό,
κι ἐγὼ ἀνάμεσά τους, αἷμα ἐκχεόμενο καὶ καραβάνι ποὺ
ὀπισθοδρομεῖ
᾿Εμβαθύνω στὴν σβησμένη μου φωτιὰ
καὶ κοιτάζω πῶς νὰ καλοπιάσω
τὸν δύστροπο μὲς στὴν ἔρημό του θάνατό μου,
καὶ λέω· τὸ σύμπαν τὸ ὑφαίνει τ᾿ ὄνειρό μου …/Τὰ νήματα
ξηλώνονται
Βλέπω τὸν ἑαυτό μου σὲ μιὰν ἄβυσσο κι ἀφήνομαι στῆς
πτώσεως
τὴ νύχτα
Βλέπω τὰ πράγματα· κύκλος καπνοῦ
Βλέπω τὸν κόσμο· κυνήγι,
τὸ τραπέζι στρωμένο, - ἀρτύματα τὰ σώματα
καὶ δοχεῖα τὰ κεφάλια
ὁ θεὸς κάθεται στὸ τραπέζι, ψωμὰς ἦταν
ἕνα ζαρκάδι καὶ στρατιώτης μιὰ σαύρα/ἕνας θεὸς
τρώει τὸ θήραμα, ἢ τὸ θήραμα τὸν θεό;
Ψεύτης ὁ δρόμος καὶ ἡ ὄχθη προδότης
Πῶς νὰ μὴ σὲ κεραυνοβολήσει τώρα ἡ τρέλλα;
῎Ετσι αὐτὸν ποὺ τρώγει ἀπαρνιέμαι καὶ τὴν τροφή
Καὶ ἡ καθεμιὰ μ᾿ ἀνακουφίζει περιπλάνηση
Παρηγοριά μου· νὰ εἰσελαύνω στ᾿ ὄνειρό μου, - περιπλανιέμαι,
κυμαίνομαι,
τραγουδάω τὸν πόθο γι᾿ ἄρνηση καὶ παραληρῶ -
Κρίκος τῶν ἡμερῶν μου, τὸ ἄστρο τῆς ᾿Αφροδίτης, καὶ βραχιόλι
ὁ Αἰγόκερως,
Λέω· οἱ ἀνθοὶ μὲς στοὺς κάλυκές τους
ἀνοίγουν σὰν ἐξῶστες …
Παρηγοριά μου· νὰ εἶμαι ἀντάρτης - ἐπιστρατεύω τῆς ἀνταρσίας
τὰ ρήματα
Σ᾿ ἐκείνους τοὺς δύστροπους ἀνέμους βάλτε χαλινάρι
Σφαγμένη ἡ ῾Ιστορία καὶ ἴσα ποὺ ἀρχινάει ἡ σφαγή
᾿Αφῆστε τὸν φονιά, τὸ θύμα καὶ τὴ σφαγὴ μάρτυρες
Μὲ τ᾿ ἀπομεινάρια σκεπᾶστε με καὶ ζωγραφίστε με
᾿Ερείπειο ἀνάμεσα στὰ ἐρείπεια.
῎Ετσι τὴ σοφία θ᾿ ἀντλήσω ἀπὸ τὴν πηγή της
Κραυγάζοντας· καλῶς ἤρθατε ἀπομεινάρια μου, σὲ καλωσορίζω παρακμή.
Αὔριο θὰ μὲ σβήσει ὁ θάνατος μὰ δὲν θὰ σβήσω
Αὔριο θὰ πηγαίνω ἀπὸ ἕνα φῶς σὲ ἄλλο,
᾿Αλήθεια, πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ μιὰ κλωστὴ
μὰ καὶ πιὸ ἔξοχος ἀπ᾿ ὅποιον θεό
῎Ετσι ἀρχινάω
᾿Αγκαλιάζω τὴ γῆ μου καὶ τοὺς μυστικούς της πόθους -
᾿Αγαπάει τῆς θάλασσας τὸ σῶμα, μιὰ ἀγάπη ποὺ ἔχει τὸν ἥλιο
γιὰ χέρια
Σῶμα - ἀποθήκη τῆς βροντῆς κι ἄγκυρα τῆς τρυφεράδας
Σῶμα - ὑπόσχεση ὅπου ἐγὼ λείπω
ἐγὼ ὁ ἀναδυόμενος ἀπ᾿αὐτὴ τὴν πρόκληση
Σῶμα/σκεπᾶστε μὲ τὸ φῶς τῆς ἐρωτευμένης βροχῆς
τὸ πρόσωπο τῆς μαργαρίτας,
Γένοιτο …
ἀγκαλιάζω τὴν ἐρχόμενη ἐποχὴ κι ὁδοιπορῶ
δύστροπος, μὲ καπετάνιου ὕφος, τὴν χώρα μου σημαδεύω, -
ἀνηφορίστε στὶς πιὸ ψηλές της κορφές,
κατεβεῖτε στὰ κατάβαθά της
τρόμο δὲν θὰ βρεῖτε μήτε ἁλυσίδες - σὰν νὰ ἦταν τὸ πουλὶ
κλαδί,
ἡ γῆ παιδὶ καὶ τὰ παραμύθια γυναῖκες
῎ Ονειρο;
᾿Αφήνω στὶς ἑπόμενες γενιές μου αὐτὸ τὸ διάστημα νὰ κατακτήσουν
Τὸ δέρμα μου δὲν εἶναι κάλυβα στοχασμῶν, μήτε
τὸ πάθος μου ξυλόκοπος τῆς μνήμης, -
ἄρνηση τὸ γένος μου, κι ὁ γάμος μου γονιμοποίηση
ἀνάμεσα σὲ δυὸ πόλους, δική μου τούτη ἡ ἐποχή,
δικοί μου ὁ νεκρὸς θεὸς καὶ ἡ νεκρὴ μηχανή - ᾿Εποχή μου
νὰ κατοικῶ τῶν ἐπιθυμιῶν τὴ δεξαμενή,
νὰ εἶναι τ᾿ ἀπομεινάρια μου τ᾿ ἄνθη μου, κι ἐγὼ
τὸ ἄλφα τοῦ νεροῦ καὶ τὸ ὠμέγα τῆς φωτιᾶς - ὁ τρελλὸς τῆς
ζωῆς.
Φανερώνοντας στὸν χρόνο τὰ μυστικὰ τοῦ πάθους του,
῎Ετσι ὁμολογεῖ·
Εἶναι ὁ ἀπολωλός, ὁ ἀντάρτης, ὁ διάφορος.


(Βηρυττός, 4 ᾿Ιουνίου - 25 ᾿Οκτωβρίου 1982)
Μετάφραση: Μάρκελλος Πιράρ

* Χουλακοῦ· Αὐτοκράτορας τῆς Μογγολίας - Πολιόρκησε τὴν Βαγδάτη τὸ 1258, τερματίζοντας τὴν ἐποχὴ τοῦ Καλιφάτου.
* Κασάμπιν · Χωριὸ τῆς Συρίας - Γενέτειρα τοῦ ῎Αδωνι.

Πηγή: Πηγή: poiein.gr

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Adonis-Στη σκιά των πραγμάτων


Προτιμώ να μένω στο ημίφως,
να μένω στο μυστήριο των πραγμάτων.
Μ΄αρέσει να μπαίνω μες στα πλάσματα.
Να σφάλλω σαν ιδέα.
Παράξενος όπως η τέχνη.
Ανώνυμος,
αβέβαιος,
και ξεχασμένος.
Να γεννιέμαι, πάλι
κάθε μέρα.

Ali Ahmad Said Esber (Σύριος ποιητής, που έγινε γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο '' Άδωνις '' )

(Απόδοση, από τα ισπανικά:Γιώργος Μίχος)

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Adonis- ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη





1.
Ως τώρα, η γη ζωγραφιζόταν σαν αχλάδι
εννοώ σαν στήθος
Όμως η διαφορά στήθους και ταφόπλακας είναι μονάχα ένα γεωμετρικό τέχνασμα:
Νέα Υόρκη,
ένας πολιτισμός με τέσσερα πόδια. Κάθε κατεύθυνση ένας φόνος
κι ένας δρόμος προς τον φόνο,
στις αποστάσεις ανάμεσα το βογκητό των πνιγμένων.

Νέα Υόρκη

Μια γυναίκα – ένα άγαλμα γυναίκας
Στο ένα της χέρι σηκώνει ένα κουρέλι που το ονόμασαν ελευθερία
τα σκουπίδια που ονομάσαμε ιστορία
στο άλλο της χέρι πνίγει ένα παιδί που το λένε γη.

Νέα Υόρκη

Σώμα στο χρώμα της ασφάλτου. Γύρω απ’ τη μέση της ένα νωπό ζωνάρι,
το πρόσωπό της ένα παράθυρο κλειστό… θα το άνοιγε ο Ουόλτ Ουίτμαν – 
λέω
το αρχέγονο σύνθημα», αλλά το άκουσε μόνο ένας θεός που δεν βρίσκεται πια
στη θέση του. Οι φυλακισμένοι, οι δούλοι, οι άθλιοι, οι ληστές, οι άρρωστοι ξεπηδούν απ’ το λαιμό του, κανένα άνοιγμα, κανένας δρόμος. Η γέφυρα
του Μπρούκλυν! Είπα. Μα αυτή είναι η γέφυρα που συνδέει τον Ουίτμαν
με τη Γουόλ Στριτ, τα Φύλλα Χλόης με τα φύλλα των δολαρίων…

Νέα Υόρκη – Χάρλεμ

Ποιος έρχεται μέσα σε μεταξένια γκιλοτίνα, ποιος φεύγει μέσα σε τάφο μακρύ
σαν τον Χάντσον; Ανατινάξου, τελετουργία των δακρύων, λιώστε, πράγματα της κούρασης. Μπλε, κίτρινο, ρόδα, γιασεμιά, το φως ακονίζει τις βελόνες του
και μέσα από το τρύπημα γεννιέται ο ήλιος. Πήρες φωτιά κρυφή πληγή ανάμεσα στα πόδια μου; Ήρθε κοντά σου το πουλί του θανάτου, άκουσες τον επιθανάτιο ρόγχο του; Ένα σχοινί, ο λαιμός πλέκει τη θλίψη και μες στο αίμα οι μελαγχολίες της ώρας…

Νέα Υόρκη – Μάντισον – Παρκ Άβενιου – Χάρλεμ

Οκνηρία που μοιάζει με εργασία, εργασία που μοιάζει με οκνηρία. Οι
καρδιές
στουμπωμένες με σφουγγάρια και τα χέρια φουσκωμένα καλάμια.
Απ’ τους σωρούς βρομιάς και τις μάσκες του Εμπάιρ Στέιτ η ιστορία αναδύεται, οσμές αιωρούνται σε στρώσεις:

Δεν είναι η όραση τυφλή μα το κεφάλι,
δεν είναι τα λόγια βουβά αλλά η γλώσσα.

Νέα Υόρκη – Γουόλ Στριτ – 125η Οδός – 5η Λεωφόρος

Ανάμεσα στους ώμους ξεφυτρώνει το φάντασμα της Μέδουσας.
Ένα σκλαβοπάζαρο κάθε ράτσας. Ανθρώπινα πλάσματα ζουν σαν φυτά μέσα σε κήπους γυάλινους. Άθλιοι αόρατοι διεισδύουν στον ιστό του διαστήματος σαν σκόνη – θύματα σπειροειδή,
ο ήλιος νεκρώσιμη τελετή
κι η μέρα μαύρο τύμπανο

2.
Εδώ,
σε τούτη την πλευρά του κόσμου όπου τα βράχια σκεπάζονται με βρύα,
όπου κανείς άλλος δεν με βλέπει εκτός από έναν νέγρο σε λίγο δολοφονημένο ή ένα πουλί σε λίγο νεκρό, σκέφτηκα:
Ένα φυτό που ζει μέσα σε μια κόκκινη γλάστρα μεταμορφώνεται,
κι ενώ απομακρυνόμουν από το κατώφλι, διάβασα:
Για τους αρουραίους στη Βηρυτό κι αλλού που περπατούν καμαρώνοντας μες στο μετάξι ενός Λευκού Οίκου οπλισμένοι με χαρτί και ροκανίζουν
το ανθρώπινο είδος,
για τα απομεινάρια γουρουνιών στο περιβόλι του αλφάβητου που ποδοπατούν την ποίηση, και είδα:
όπου και να βρισκόμουν – Πίτσμπουργκ (Ιντερνάσιοναλ Πόετρυ Φόρουμ), Τζονς Χόπκινς (Ουάσινγκτον), Χάρβαρντ (Κέιμπριτζ, Βοστόνη),
Ανν Άρμπορ (Μίσιγκαν, Ντιτρόιτ), Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, Αραβική Λέσχη Ηνωμένων Εθνών (Νέα Υόρκη), Πρίνστον, Τέμπλ (Φιλαδέλφεια)
Είδα:
τον αραβικό χάρτη σαν φοράδα να σέρνει τα πόδια της, τον χρόνο σαν σαμάρι να κρέμεται τρεκλίζοντας προς το υπόγειο ή τη σκοτεινότερη σκιά, προς τη σβησμένη φωτιά ή τη φωτιά που σβήνει. Η χημεία της άλλης διάστασης αποκαλύπτεται στο Κιρκούκ, στο Δαχράν και στα ερείπια των κάστρων της Αραβικής Αφρασίας. Και ναι, ο κόσμος ωριμάζει μες στα χέρια μας. Χα! Ετοιμάζουμε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και ιδρύουμε το πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο γραφείο ανταποκριτών για να διαπιστώσουμε ότι:
1. Σ’ εκείνη την περιοχή υπάρχει μια βραδιά τζαζ
2. Σ’ εκείνο το σπίτι υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από μελάνι
3. Σ’ εκείνο το δέντρο υπάρχει ένα πουλί που κελαηδά

και για να ανακοινώσουμε ότι:
1. Ο χώρος υπολογίζεται σε κλουβιά ή σε τοίχους
2. Ο χρόνος μετριέται με σχοινί και βούρδουλα
3. Η αρχή της θεμελίωσης του κόσμου είναι: Φόνευσε τον αδελφό σου
4. Το φεγγάρι και ο ήλιος είναι δυο ντιρχάμ που λάμπουν κάτω από τον θρόνο του Σουλτάνου

Είδα:
αραβικά ονόματα ν’ απλώνονται σ’ όλη τη γη, πιο συμπονετικά κι από μάτια, να λάμπουν όπως λάμπει ένας πλανήτης αποδιωγμένος «δίχως προγόνους, με ρίζες του τα βήματά του…»

Εδώ,
σε τούτη την πλευρά του κόσμου όπου τα βράχια σκεπάζονται με βρύα, μαθαίνω, ομολογώ. Θυμάμαι ένα φυτό που το έλεγαν ζωή ή χώρα μου, θάνατο ή χώρα μου – έναν άνεμο παγωμένο σαν σεντόνι, ένα πρόσωπο που σκοτώνει το παιχνίδι, ένα μάτι που κυνηγά το φως, κι επινοώ το αντίθετό σου, χώρα μου,

Κατεβαίνω στην κόλασή σου και κραυγάζω:
Αποστάζω ένα δηλητήριο – ελιξίριο για σένα και σε ζωντανεύω
Ομολογώ: Νέα Υόρκη, έχεις στη χώρα μου στοά και κλίνη, καρέκλα και προσκέφαλο. Κι όλα είναι προς πώληση: η μέρα και η νύχτα, η πέτρα της Μέκκας και το νερό του Ευφράτη. Ανακοινώνω: Ασθμαίνουσα ωστόσο, παραβγαίνεις στην Παλαιστίνη, στο Ανόι, σε Βορά και Νότο, Ανατολή και Δύση, ανθρώπους που δεν έχουν άλλη ιστορία απ’ τη φωτιά,

Και λέω:
Μετά τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, όλοι μας κουβαλάμε τα κομμένα μας κεφάλια σε πιατέλες, περιμένοντας την αναγέννηση.

3.
Αγάλματα της ελευθερίας γκρεμιστείτε, καρφιά εσείς, χωμένα στα στήθη με μια σοφία που παριστάνει αυτήν του ρόδου. Ο άνεμος φυσά ξανά από την Ανατολή ξεριζώνοντας σκηνές κι ουρανοξύστες. Και δυο φτερά εκεί, γράφουν:
Ένα δεύτερο αλφάβητο ανατέλλει στο τυπογραφικό ανάγλυφο της Δύσης
κι ο ήλιος είναι παιδί ενός δέντρου στο περιβόλι της Ιερουσαλήμ.

Ανάβω λοιπόν τη φλόγα μου. Εκ νέου ξεκινώ, σχηματίζω και ορίζω:

Νέα Υόρκη

Μια γυναίκα από άχυρο και το κρεβάτι κλυδωνίζεται ανάμεσα στα κενά, ιδού, η οροφή ξηλώνεται: Κάθε λέξη ένα σημάδι πτώσης, κάθε κίνηση ένα φτυάρι ή ένα τσεκούρι. Στα δεξιά και στα αριστερά σώματα που επιθυμούν ν’ αλλάξουν την αγάπη, την όραση, την ακοή, την όσφρηση, την αφή και την αλλαγή – ανοίγουν τον χρόνο σαν πύλη, τη σπάζουν, και τις ώρες που απομένουν, αυτοσχεδιάζουν πάνω στο σεξ, την ποίηση, τα ήθη, τη δίψα, τον λόγο, τη σιωπή, και πετούν τις κλειδαριές.

Είπα: Προκαλώ τη Βηρυτό.

«Αναζήτησε τη δράση. Οι λέξεις πέθαναν» λένε άλλοι. Οι λέξεις πέθαναν γιατί οι γλώσσες σας εγκατέλειψαν τη συνήθεια των λέξεων για τη συνήθεια του πιθηκίζειν.

Η λέξη; Θέλετε να ανακαλύψετε τη φωτιά της; Τότε γράψτε. Λέω γράψτε, δεν λέω πιθηκίστε, ούτε λέω αντιγράψτε. Γράψτε – απ’ τον ωκεανό ως τον κόλπο δεν ακούω ούτε μια γλώσσα, δεν διαβάζω ούτε μια λέξη. Μόνο ένα βουητό από φθόγγους. Γι’ αυτό δεν βλέπω ούτε έναν να εκτοξεύει φλόγες.
Η λέξη είναι το ελαφρύτερο πράγμα αλλά σηκώνει το φορτίο όλων των πραγμάτων. Η δράση είναι κατεύθυνση και στιγμή, κι η λέξη οι
κατευθύνσεις όλες και ο χρόνος όλος.
Η λέξη – το χέρι, το χέρι – το όνειρο

Σε ανακάλυψα φωτιά πρωτεύουσά μου,
Σε ανακάλυψα ποίηση,
Και προκαλώ τη Βηρυτό. Με φορά και τη φορώ. Σαν αχτίδες περιπλανιόμαστε και ρωτάμε: Ποιος διαβάζει, ποιος βλέπει;
Το Φάντομ του Νταγιάν και το πετρέλαιο κυλά προς τον προορισμό του. Ο θεός είπε την αλήθεια και ο Μάο δεν έσφαλε: «Τα όπλα είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στον πόλεμο, μα όχι καταλυτικός. Ο άνθρωπος, αυτός είναι ο καταλυτικός παράγοντας» και δεν υπάρχει τελική νίκη ούτε τελική ήττα.

Επανέλαβα τέτοια γνωμικά και αποφθέγματα, όπως κάνει ένας Άραβας στη Γουόλ Στριτ, εκεί όπου ποταμοί χρυσού κάθε χρώματος αναβλύζουν από τις πηγές. Κι είδα ανάμεσά τους, τα αραβικά ποτάμια να μεταφέρουν εκατομμύρια διαμελισμένα θύματα και να τα προσφέρουν στο είδωλο του αφέντη. Κι ανάμεσα στα θύματα, τους ναύτες να γελάνε δυνατά κατρακυλώντας από το Κράισλερ Μπίλντινγκ για να επιστρέψουν στις πηγές.
Ανάβω λοιπόν τη φλόγα μου,
Ζούμε μέσα σ’ ένα μαύρο πανδαιμόνιο για να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας
με τον αέρα της ιστορίας. Αναδυόμαστε μέσα από μαύρα μάτια περιφραγμένα σαν νεκροταφεία για να νικήσουμε την έκλειψη,
και ταξιδεύουμε μέσα στη μαύρη κεφαλή για να συνοδέψουμε τον ερχομό του ήλιου.

4.
Νέα Υόρκη, εσύ γυναίκα καθιστή στο τόξο του αγέρα,
σχήμα πιο μακρινό κι από το άτομο
κουκίδα που καλπάζει στο διάστημα των αριθμών
ο ένας μηρός μες στο νερό ο άλλος στον ουρανό

Πες μου, που είναι το άστρο σου; Η επικείμενη μάχη θα διεξαχθεί ανάμεσα στη χλόη και τους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους. Η αιωνιότητα όλη αναρτημένη σ’ έναν τοίχο, ιδού η αιμορραγία. Ψηλά, ένα κεφάλι ενώνει τους δύο πόλους, στη μέση η Ασία και χαμηλά δυο πόδια από ένα σώμα αόρατο.
Σε γνωρίζω πτώμα που κολυμπάς στον μόσχο των παπαρούνων, σε γνωρίζω παιχνίδι στήθος με στήθος. Σε κοιτάζω κι ονειρεύομαι το χιόνι, σε κοιτάζω και περιμένω το φθινόπωρο.
Το χιόνι σου φέρνει τη νύχτα, η νύχτα σου, φέρνει τους ανθρώπους σαν νεκρές νυχτερίδες. Κάθε τοίχος μέσα σου ένα νεκροταφείο. Κάθε μέρα ένας μαύρος νεκροθάφτης
που φέρνει ένα μαύρο καρβέλι, ένα πιάτο μαύρο
σχεδιάζοντας μ’ αυτά την ιστορία του Λευκού Οίκου:

Α.
Εκεί τα σκυλιά δένονται σαν δεσμά. Εκεί οι γάτες γεννούν κράνη κι αλυσίδες. Και στα σοκάκια που γλιστρούν πάνω στις ράχες των αρουραίων, οι λευκοί φρουροί αναπαράγονται σαν μανιτάρια.

Β.
Μια γυναίκα προχωρά, πίσω της ο σκύλος της σελωμένος σαν άλογο. Ο σκύλος περπατά σαν βασιλιάς και γύρω του η πόλη έρπει σαν στρατός δακρύων. Εκεί όπου παιδιά και γέροντες στοιβάζονται σκεπασμένοι με μαύρο πάγο, η αθωότητα του μολύβδου μεγαλώνει σαν φυτό, κι ο πανικός χτυπά το στήθος της πόλης.

Γ.
Χάρλεμ – Μπέντφορντ Στίβενσον: Άμμος ανθρώπων πυκνώνει φτιάχνει πύργους. Τα πρόσωπά τους υφαίνουν τις εποχές. Τα σκουπίδια φαγοπότι για τα παιδιά και τα παιδιά φαγοπότι για τους αρουραίους… Στο αιώνιο γλέντι μιας άλλης Τριάδας: Φοροεισπράκτορας, αστυνομικός, δικαστής – εξουσία του φόνου, σπαθί γενοκτονίας.

Δ.
Χάρλεμ (Ο Μαύρος μισεί τον Εβραίο)
Χάρλεμ (Ο Μαύρος δεν αγαπά τον Άραβα όταν θυμάται το δουλεμπόριο) Χάρλεμ – Μπρόντγουεϋ (Οι άνθρωποι ως ασπόνδυλα εισέρχονται σε αποστακτήρες αλκοόλ και ναρκωτικών).
Μπρόντγουεϋ – Χάρλεμ, γιορτή αλυσίδων και κλομπ, η αστυνομία το μικρόβιο της εποχής. Με μια σφαίρα δέκα περιστέρια. Τα μάτια θήκες μέσα τους κολυμπά κόκκινο χιόνι. Ο χρόνος ένα χωλό μπαστούνι. Τραβώντας
προς την κούραση γέροντα νέγρε, νεαρέ νέγρε. Προς την κούραση πάλι και πάλι.

Χάρλεμ

Δεν είμαι ανίδεος: Ξέρω το άχτι σου, ξέρω το γλυκό ψωμί του. Δεν είναι ο λιμός παρά αιφνίδια βροντή, δεν είναι οι φυλακές παρά αστροπελέκι βίας. Κοιτάζω τη φωτιά σου να περνά κάτω απ’ την άσφαλτο μέσα σε μάνικες και μάσκες, σε στοίβες σκουπιδιών που τα αγκαλιάζει ο παγωμένος θρόνος του αέρα, μέσα σε βήματα απόβλητα, πεταλωμένα την ιστορία του ανέμου. 

Χάρλεμ,

ο χρόνος ξεψυχά κι εσύ είσαι η ώρα:
Ακούω δάκρυα να βρυχώνται σαν ηφαίστεια,
βλέπω σαγόνια να τρώνε τους ανθρώπους σαν ψωμί
Είσαι η σβήστρα που θα σβήσει το πρόσωπο της Νέας Υόρκης,
Είσαι η καταιγίδα που σαν φύλλο θα τη σηκώσει και θα την
πετάξει.

Νέα Υόρκη = ΙΒΜ + ΣΑΜΠΓΟΥΕΫ Έρχονται από τον βούρκο και το έγκλημα. Πηγαίνουν προς τον βούρκο και το έγκλημα.
Νέα Υόρκη = μια τρύπα στην ατμόσφαιρα της γης απ’ όπου αναβλύζουν ποταμοί παραφροσύνης.

Χάρλεμ,

η Νέα Υόρκη ξεψυχά κι εσύ είσαι η ώρα.

5.
Μεταξύ Χάρλεμ και Λίνκολν Σέντερ

Προχωρώ σαν αριθμός χαμένος σε μια έρημο, σκεπασμένη από τα δόντια μιας μαύρης αυγής. Ούτε χιόνι, ούτε αέρας. Ήμουν σαν κάποιον που ακολουθούσε ένα φάντασμα (το πρόσωπό του δεν ήταν πρόσωπο αλλά
πληγή ή δάκρυα, η μορφή του δεν ήταν μορφή αλλά τριαντάφυλλο αποξηραμένο), ένα φάντασμα (ήταν γυναίκα; άντρας; άντρας – γυναίκα;)
που κρατούσε στο στήθος του τόξα και παραμόνευε τον χώρο. Πέρασε μια γαζέλα και την φώναξε γη. Φάνηκε ένα σπουργίτι και το φώναξε φεγγάρι. Κι έμαθα ότι έτρεχε για να παραστεί στη μετενσάρκωση του κόκκινου Ινδιάνου… στην Παλαιστίνη και τις αδερφές της,

κι ο χώρος φυσιγγιοθήκη,
κι η γη οθόνη πτωμάτων.

Ένιωσα ότι ήμουν ένα άτομο που κυλούσε μέσα σ’ έναν βόλο που κυλούσε προς τον ορίζοντα τον ορίζοντα τον ορίζοντα. Κατέβηκα κοιλάδες που εκτείνονταν παράλληλα, και ξαφνικά αμφέβαλα για τη σφαιρικότητα της γης…
Στο σπίτι ήταν η Γιάρα,
η Γιάρα και η Νινάρ είναι οι δύο πόλοι μιας άλλης γης.
Έβαλα τη Νέα Υόρκη μέσα σε μια παρένθεση και περπάτησα σε πόλη παράλληλη. Τα πόδια μου γέμισαν δρόμους, ο ουρανός μια λίμνη όπου κολυμπούσαν τα ψάρια των ματιών και της αμφιβολίας, και τα ζώα των σύννεφων. Ο Χάντσον φτεροκοπούσε σαν κόρακας ντυμένος το σώμα αηδονιού. Η αυγή με πλησίαζε σαν παιδί που βογκούσε δείχνοντας τις πληγές του. Φώναξα τη νύχτα αλλά δεν απάντησε. Σήκωσε το κρεβάτι της
και παραδόθηκε στο πεζοδρόμιο. Έπειτα την είδα να σκεπάζεται μ’ έναν άνεμο τόσο φτενό σαν τοίχος και σαν στύλος… μια κραυγή, δυο κραυγές, τρεις… κι η Νέα Υόρκη αναπήδησε σαν μισοπαγωμένος βάτραχος που χοροπηδά σε λίμνη άνυδρη.

Λίνκολν

Ιδού η Νέα Υόρκη: ακουμπισμένη στο μπαστούνι του γήρατος περιδιαβαίνει τους κήπους της μνήμης, κι όλα υποκλίνονται στα ψεύτικα λουλούδια.
Καθώς σε κοιτάζω, ανάμεσα στο μάρμαρο και την Ουάσινγκτον, βλέπω κάποιον στο Χάρλεμ που σου μοιάζει και σκέφτομαι: πότε θα έρθει η επικείμενη επανάστασή σου;
Η φωνή μου δυναμώνει: απελευθερώστε τον Λίνκολν από το λευκό του μάρμαρο, από τον Νίξον, τα σκυλιά – φύλακες και τα κυνηγόσκυλα.
Αφήστε τον να διαβάσει με φρέσκο μάτι τον αρχηγό των Ζεντζ Άλι μπιν Μοχάμαντ, και τον ορίζοντα που διάβασε ο Μαρξ, ο Λένιν ο Μάο Τσετούνγκ και ο Νιφάρι, εκείνος ο επουράνιος τρελός που έκανε τη γη τόσο ισχνή ώστε να ζει ανάμεσα στη λέξη και το σύμβολο. Να διαβάσει αυτόν που άρεσε στον Χο Τσι Μιν, τον Όρουα μπιν αλ Ουάρντ: «Διαιρώ το σώμα μου σε σώματα πολλά…». Ο Όρουα δεν είχε γνωρίσει τη Βαγδάτη, κι ίσως είχε αρνηθεί να επισκεφθεί τη Δαμασκό. Έμεινε εκεί όπου η έρημος ήταν άλλος ένας ώμος για να μοιραστεί μαζί του το βάρος του θανάτου. Κι άφησε για όσους αγαπούν το μέλλον, ένα κομμάτι ήλιου μουσκεμένου στο αίμα μιας γαζέλας που τη φώναζε: Αγαπημένη μου!
Κι έκλεισε συμφωνία με τον ορίζοντα, να γίνει το τελευταίο του σπίτι. 

Λίνκολν,

Ιδού η Νέα Υόρκη: καθρέφτης που αντανακλά μόνο την Ουάσινγκτον.
Ιδού η Ουάσινγκτον: καθρέφτης που αντανακλά δυο πρόσωπα – τον Νίξον και τον θρήνο του κόσμου. Μπες στον χορό του θρήνου, σήκω. Υπάρχει ακόμα ένας τόπος, υπάρχει ακόμα ένας ρόλος… Λατρεύω τον χορό του θρήνου που μεταμορφώνεται σε περιστέρι, κι εκείνο σε κατακλυσμό.
«Η γη χρειάζεται έναν κατακλυσμό…»
Είπα θρήνος κι εννοούσα οργή. Εννοούσα ερωτήσεις: πώς να πείσω την αλ Μαάρατ για τον Άμπου αλ Άλα; Πώς ν’ αλλάξω το κράνος με στάχυ;
(κάποιος πρέπει να βρει το θάρρος να κάνει κι άλλες ερωτήσεις για τον Προφήτη και το Βιβλίο του),
Λέω και διακρίνω ένα σύννεφο που μιμείται τη φωτιά. Λέω και βλέπω ανθρώπους να κυλούν σαν δάκρυα.

6.
Νέα Υόρκη

Σε κλείνω σε δύο λέξεις, σε συλλαμβάνω σε κυλώ σε γράφω και σε σβήνω. Ζεστή κρύα χλιαρή. Κοιμισμένη ξύπνια βασιλεμένη. Κάθομαι πάνω σου κι αναστενάζω.
Προχωρώ μπροστά και σου μαθαίνω να περπατάς πίσω μου.
Σε συνέθλιψα με τα μάτια μου, εσένα τη συντετριμμένη από τον τρόμο. Προσπάθησα να προστάξω τους δρόμους σου: ξαπλώστε ανάμεσα στα πόδια μου για να σας δώσω έναν νέο ορίζοντα. Προσπάθησα να προστάξω τα πράγματά σου: πλυθείτε για να σας δώσω ονόματα καινούρια.

Δεν έβρισκα διαφορά ανάμεσα σ’ ένα σώμα με κεφάλι ντυμένο κλαδιά που
το λέμε δέντρο, και σ’ ένα άλλο με κεφάλι ντυμένο κλωστές που το λέμε άνθρωπο. Μπερδεύτηκα ανάμεσα στο δωμάτιο και το αυτοκίνητο, τα παπούτσια στις βιτρίνες έμοιαζαν με αστυνομικά κράνη και το καρβέλι σαν τσίγκινο πιάτο.

Κι όμως, η Νέα Υόρκη δεν είναι ασυναρτησία αλλά λέξη. Κι όμως, σαν
γράφω: Δαμασκός, δεν γράφω μια λέξη αλλά αντιγράφω μια ασυναρτησία. ΔΑ ΜΑ ΣΚΟΣ… συνεχίζει να είναι ήχος, δηλαδή κάτι αέρινο.
Που κάποτε δραπέτευσε από το μελάνι και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο χρόνος στέκει σαν φρουρός στο κατώφλι, ρωτώντας: πότε θα επιστρέψει, πότε θα μπει; Κι έτσι η Βηρυτός το Κάιρο η Βαγδάτη όλα είναι ασυναρτησίες σαν του ήλιου τη σκόνη…

Ένας ήλιος, δύο ήλιοι, τρείς, εκατό…

(Ο τάδε ξύπνησε και στα μάτια του η γαλήνη έγινε ένα με την αγωνία. Εγκαταλείπει τις γυναίκες του και τους γιούς του και βγαίνει έξω
κρατώντας το τουφέκι του. Ένας ήλιος, δύο ήλιοι, τρείς, εκατό… Να τος, σαν κλωστή ηττημένος κρύβεται στο καβούκι του. Κάθεται στο καφενείο. Το καφενείο γεμίζει με πέτρες και ανδρείκελα που ονομάζουμε άνδρες, με βατράχια που ξερνούν λέξεις και λερώνουν τα καθίσματα. Πώς μπορεί ο
τάδε να εξεγερθεί όταν το μυαλό του είναι γεμάτο με το αίμα του και το
αίμα του γεμάτο αλυσίδες;)
Σε ρωτώ, εσένα που μου λες:
Αγνοώ την επιστήμη αλλά είμαι ειδικός στην αραβική αλχημεία.

7.
Η κυρία Μπρούινγκ, μια Ελληνίδα στη Νέα Υόρκη. Το σπίτι της είναι μια σελίδα από το βιβλίο της Μεσογείου – της Ανατολής. Μιρέν, Νέματ αλ Λαχ, Υβ Μπονφουά… κι εγώ σαν χαμένος, να λέω πράγματα που δεν λέγονται. Το Κάιρο διασπειρόταν ανάμεσά μας σαν τριαντάφυλλα ανίδεα για τις εποχές, κι η Αλεξάνδρεια αναδευόταν με τη φωνή του Καβάφη και του Σεφέρη. «Αυτό είναι ένα βυζαντινό εικόνισμα…» είπε κι ο χρόνος κόλλησε πάνω στα χείλη της σαν κόκκινο άρωμα. Ο χρόνος έσκυψε και το χιόνι έγειρε πάνω του, (μεσάνυχτα, 6 Απριλίου 1971)

Το πρωί σηκώθηκα με μια κραυγή
λίγο πριν την ώρα του γυρισμού: Νέα Υόρκη!

Αναδεύοντας παιδιά και χιόνι, φτιάχνεις το κέικ του αιώνα. Η φωνή σου οξείδιο, δηλητήριο που ξεπερνά κάθε χημεία και το όνομά σου αϋπνία και ασφυξία. Το Σέντραλ Παρκ στήνει γλέντι για τα θύματά του, κάτω απ’ τα δέντρα φαντάσματα πτωμάτων και στιλέτα.
Για τον άνεμο μόνο γυμνά κλαδιά και για τον ταξιδιώτη μόνο ένα αδιέξοδο.
Το πρωί σηκώθηκα με μια κραυγή: Νίξον, πόσα παιδιά σκότωσες σήμερα;
– «Δεν έχει σημασία αυτό!» (Κάλλεϋ)
– «Αυτό είναι αλήθεια ένα πρόβλημα. Δεν είναι εξίσου αλήθεια όμως ότι έτσι μειώνεται ο αριθμός των εχθρών;» (Αμερικανός στρατηγός)

Πώς να δώσω στην καρδιά της Νέας Υόρκης άλλο σχήμα;
Άραγε η καρδιά μπορεί να διευρύνει τα όριά της;

Νέα Υόρκη – Τζένεραλ Μότορς του θανάτου,

«Θα αντικαταστήσουμε τους άντρες με φωτιά!» (Μακναμάρα)
– αποξηραίνουν τη θάλασσα όπου κολυμπούν οι επαναστάτες, «φτιάχνουν από τη γη μια έρημο, κι αυτό το λένε ειρήνη!» (Τάκιτος).
Σηκώθηκα πριν την αυγή και ξύπνησα τον Ουίτμαν.

8.
Ουόλτ Ουίτμαν

Βλέπω επιστολές που γράφτηκαν για σένα, να πετούν τους δρόμους του Μανχάταν. Κάθε επιστολή ένα καρότσι γεμάτο γάτες και σκυλιά.
Ο εικοστός πρώτος αιώνας είναι για τις γάτες και τα σκυλιά,
για τους ανθρώπους ο εκμηδενισμός:
Ιδού ο αμερικανικός αιώνας!

Ουίτμαν

Δεν σε είδα στο Μανχάταν ενώ είδα τα πάντα. Το φεγγάρι μια φλούδα πεταμένη απ’ τα παράθυρα κι ο ήλιος ένα ηλεκτρικό πορτοκάλι.
Όταν ξεπήδησε απ’ το Χάρλεμ ένας μαύρος δρόμος στρογγυλός σαν φεγγάρι που ακουμπούσε πάνω στις βλεφαρίδες του, υπήρχε πίσω από τον δρόμο ένα φως που σκορπίστηκε κατά μήκος της ασφάλτου και βυθίστηκε σαν σπόρος μόλις έφτασε στο Γκρίνουιτς Βίλλατζ,, εκείνο το άλλο Καρτιέ Λατέν, εννοώ τη λέξη που σχηματίζεται αν πάρεις τη λέξη χομπ και βάλεις μια τελεία κάτω από το Χα. (Θυμάμαι πράγματι πως αυτό το είχα γράψει στο εστιατόριο Βάισροϊ στο Λονδίνο, κι είχα μαζί μου μόνο μελάνι. Η νύχτα μεγάλωνε σαν
το χνούδι των πουλιών.)

Ουίτμαν

«Η ώρα ανακοινώνει τον χρόνο» (Νέα Υόρκη – η γυναίκα είναι σκουπίδι και το σκουπίδι χρόνος που κατευθύνεται προς τη στάχτη).
«Η ώρα ανακοινώνει τον χρόνο» (Νέα Υόρκη – μέθοδος του Παβλόφ κι οι άνθρωποι σκυλιά – πειραματόζωα… στον πόλεμο στον πόλεμο στον
πόλεμο!).
«Η ώρα ανακοινώνει τον χρόνο» (επιστολή που ήρθε από την Ανατολή.
Την έγραψε ένα παιδί με τις αρτηρίες του. Διαβάζω: η κούκλα δεν είναι πλέον περιστέρι.
Η κούκλα είναι κανόνι, πολυβόλο, τουφέκι… Πτώματα πάνω σε φωτεινές λωρίδες που ενώνουν το Ανόι με την Ιερουσαλήμ,
την Ιερουσαλήμ με τον Νείλο).

Ουίτμαν

«Η ώρα ανακοινώνει τον χρόνο» κι εγώ
«βλέπω ό,τι δεν βλέπεις και ξέρω ό,τι δεν ξέρεις».
Κινούμαι σε μια ύπαιθρο από κουτιά στοιβαγμένα
σαν κίτρινα καβούρια μέσα σ’ έναν ωκεανό εκατομμυρίων νησιών – ανθρώπων,
ένας στύλος το καθένα τους με χέρια πόδια και κεφάλι σπασμένο.
Κι εσύ «κακούργε, εξόριστε, μετανάστη»
δεν είσαι παρά ένα καπέλο φορεμένο από πουλιά που ο ουρανός της Αμερικής δεν αναγνωρίζει!
Ουίτμαν, ας έρθει τώρα η σειρά μας. Από το βλέμμα μου φτιάχνω μια σκάλα, από τα βήματά μου υφαίνω ένα μαξιλάρι κι ας περιμένουμε. Ο άνθρωπος πεθαίνει μα είναι πιο ανθεκτικός από τον τάφο. Ας έρθει τώρα η σειρά μας, περιμένω να κυλήσει ο Βόλγας ανάμεσα στο Μανχάταν και το Κουίνς, περιμένω να χυθεί ο Χουάνγκ Χο στις εκβολές του Χάντσον. Παραξενεύεσαι; Κάποτε δεν χυνόταν ο Ορόντης στις εκβολές του Τίβερη; Ας έρθει τώρα η σειρά μας. Ακούω έναν κραδασμό, έναν βομβαρδισμό. Ο Ουόλτ Ουίτμαν και το Χάρλεμ συναντιούνται – το χαρτί και η βροντή, η σκόνη και η καταιγίδα. Ας έρθει τώρα η σειρά μας. Τα όστρακα χτίζουν τις φωλιές τους στα κύματα της ιστορίας. Το δέντρο ξέρει το όνομά του. Τρύπες στο δέρμα του κόσμου, ένας ήλιος αλλάζει πεποίθηση αλλάζει τέλος και θρηνεί μέσα σε ένα μαύρο μάτι. Ας έρθει τώρα η σειρά μας. Μπορούμε να γυρίσουμε πιο γρήγορα κι από τροχό, να συντρίψουμε το άτομο και να κολυμπήσουμε μέσα σε έναν ηλεκτρονικό εγκέφαλο θαμπό ή αστραφτερό, άδειο ή γεμάτο, να κάνουμε το πουλί πατρίδα μας. Ας έρθει τώρα η σειρά μας. Ένα μικρό, κόκκινο βιβλίο αναδύεται. Όχι η σανίδα που ξηλώνεται κάτω από τις λέξεις αλλά η σανίδα που πλαταίνει και μεγαλώνει, σανίδα μιας σοφής τρέλας, και βροχή που ξυπνά για να διαδεχτεί τον ήλιο. Ας έρθει τώρα η σειρά μας. Νέα Υόρκη, βράχος που κυλά πάνω στο μέτωπο του κόσμου. Η φωνή της μέσα στα ρούχα σου και στα δικά μου, τα κάρβουνά της μπογιατίζουν τα άκρα σου και τα δικά μου… Μπορώ να δω το τέλος, μα πώς να πείσω τον χρόνο να με κρατήσει ώσπου να δω; Ας έρθει τώρα η σειρά μας. Κι ας κολυμπήσει ο χρόνος στα νερά ετούτης της εξίσωσης:

Νέα Υόρκη + Νέα Υόρκη = Τάφος ή οτιδήποτε έρχεται από τον τάφο
Νέα Υόρκη – Νέα Υόρκη = Ήλιος

9.
Στα ογδόντα γίνομαι δεκαοχτώ. Το είπα και το επαναλαμβάνω μα η Βηρυτός δεν με ακούει.
Πτώμα: Εκείνο που ενώνει την επιδερμίδα με το ρούχο
Πτώμα: Εκείνο που πλαγιάζει σαν βιβλίο δίχως μελάνι
Πτώμα: Εκείνο που δεν κατοικεί στη σύνταξη του σώματος και στη γραμματική του
Πτώμα: Εκείνο που διαβάζει τη γη σαν πέτρα και όχι σαν ποτάμι
(ναι αγαπώ ενίοτε τα γνωμικά και τα αποφθέγματα,
Αν δεν παθιάζεσαι, τότε είσαι πτώμα!)
Λέω και επαναλαμβάνω,
η ποίησή μου είναι δέντρο, ανάμεσα στα κλαδιά και ανάμεσα στα φύλλα υπάρχει μόνο η μητρότητα του κορμού
Λέω και επαναλαμβάνω,
η ποίηση είναι το ρόδο των ανέμων. Όχι του ανέμου μα της πνοής του, όχι της περιστροφής μα της τροχιάς.
Καταργώ λοιπόν τον κανόνα και ορίζω έναν κανόνα για κάθε στιγμή. Πλησιάζω και δεν αποχωρώ. Αποχωρώ και δεν επιστρέφω. Κατευθύνομαι προς τον Σεπτέμβρη και τα κύματα.
Κουβαλώ λοιπόν στους ώμους μου την Κούβα και στη Νέα Υόρκη, ρωτώ: Πότε θα φτάσει ο Κάστρο; Κι ανάμεσα στο Κάιρο και τη Δαμασκό περιμένω, πάνω στον δρόμο που οδηγεί…
…Συναντήθηκαν ο Γκεβάρα με την ελευθερία.
Βυθίστηκαν μαζί στο στρώμα του χρόνου και
κοιμήθηκαν. Κι όταν ξύπνησε δεν τη βρήκε εκεί.
Άφησε τον ύπνο και μπήκε στο όνειρο,
στο Μπέρκλεϊ, στη Βηρυτό στ’ απομεινάρια των κυττάρων, εκεί όπου το καθετί ετοιμάζεται να γίνει κάτι.

Έτσι,
Ανάμεσα σ’ ένα πρόσωπο που κλίνει προς τη μαριχουάνα και το φέρνει η οθόνη της νύχτας, κι ένα άλλο πρόσωπο που κλίνει προς την IBM και το φέρνει ένας παγωμένος ήλιος,
έβαλα τον Λίβανο να ξεχυθεί σαν ποταμός οργής, φάνηκε ο Γκιμπράν στη
μία όχθη κι ο Άδωνις στην άλλη.
Άφησα την Νέα Υόρκη, όπως αφήνω το κρεβάτι:
Η γυναίκα είναι ένα σβησμένο άστρο και το κρεβάτι σπάει σαν δέντρο
δίχως χώρο, σαν χωλός αέρας και σαν σταυρός που λησμόνησε τ’ αγκάθια. 

Και τώρα,
στο καρότσι του πρώτου νερού, ένα καρότσι εικόνων που πληγώνουν τον Αριστοτέλη και τον Ντεκάρτ, μοιράζομαι ανάμεσα στην Ασραφίγια και τη βιβλιοθήκη της Ρας Μπεϊρούτ, ανάμεσα στο Ζάχρατ αλ Ιχσάν και στα τυπογραφεία Χάγιεκ και Καμάλ, όπου η γραφή μεταμορφώνεται σε φοίνικα και ο φοίνικας σε τρυγόνι.

Όπου οι Χίλιες και Μία Νύχτες πολλαπλασιάζονται κι εξαφανίζεται η Μπουθάινα και η Λέιλα.
Όπου ο Τζαμίλ ταξιδεύει ανάμεσα στις πέτρες. Και κανείς δεν βρίσκει πια το Κάις.
Όμως,
Χαίρε σε σένα ρόδο της σκοτεινιάς και της άμμου
Χαίρε σε σένα Βηρυτέ. 

Πηγή: Άδωνις – ένας τάφος για τη Νέα Υόρκη, Ποίηση (1949 – 2008), Εκδόσεις Πατάκη | Μετάφραση από τα αραβικά: Αγγελική Σιγούρου

Επίμετρο: Ο Άδωνις, ψευδώνυμο του Άλι Άχμαντ Σαϊντ Έσμπερ, γεννήθηκε το 1930 στη Συρία. Ο Γάλλος ποιητής Eugene Guillevic, γράφει το 1983 σ’ ένα προοίμιό του για τον Άδωνη: «Αν ήμουν Θεός θα σ’ έβαζα στα δεξιά μου, θα σου έδινα εξουσία και θα σε κοίταζα να γεννιέσαι και να κυβερνάς». Το 1993, συμμετέχει σε μια ποιητική συνάντηση επιδοτούμενη από την Ουνέσκο, στη Γρανάδα, λόγος για τον οποίο δύο χρόνια αργότερα αποβάλλεται από την Ένωση Αράβων Συγγραφέων, εξαιτίας των επαφών του με τους Ισραηλινούς λογοτέχνες. Αρνείται τις θρησκείες, αρνείται κάθε μεσιτεία ανάμεσα στον άνθρωπο και το σύμπαν. «Η ποίηση είναι πράξη χωρίς αρχή και τέλος. Είναι υπόσχεση μιας αιώνιας αρχής».

Επιλογή – Επιμέλεια: Ευθύμιος Λέντζας

Πηγή:https://exitirion.wordpress.com/2019/03/03/adonis-enas-tafos-gia-ti-nea-yorki/?fbclid=IwAR070fwHLZuYNoO_VkwUF9_SURYBIKWPznwQPZw2wXcNw8Yanu-Ct4kuPoY