Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κωστήρης Μίμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κωστήρης Μίμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Μίμης Κωστήρης - Νυκτερινή επίσκεψη


της μητέρας μνήμη
Σαν φωτεινό πρόσωπο
απόψε το φεγγάρι
Κι' έτσι
όπως πέρασε ανάερα
απ' το τζάμι
και στάθηκε σιγανά
πάνω απ το κρεββάτι του
λες πως τον χάϊδεψε
λες πως τον φίλησε
Στο άγγιγμα
στο φίλημα το τρυφερό
οι πόνοι
οι τρόμοι του
φτερούγισαν μακρυά
Γλυκός
λυτρωτικός
έκανε να τόνε πάρει
ο ύπνος
Πριν αποκοιμιθεί
σαν γύρισε
γιά μιά στερνή ματιά
γιά ένα καληνύχτισμα
προς τον
νυχτερινό επισκέπτη
πάνω
στον ασημένιο δίσκο
του φεγγαριού
ολοζώντανη η μορφή
της μητέρας του

Μίμης Κωστήρης

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Μίμης Κωστήρης - Κόκκινο


Στην κάμαρα ορθός
ο μπαρμπαδημητράκης
Οστέϊνος
με αδειανά μάτια
με την τρύπα
απ την σφαίρα
στο στήθος
ακόμα ανοικτή
Μπάρμπα χανόμαστε
Φεύγει η ζωή μας
Αδειάσαμε από κόκκινο
Πως θα ζήσουμε χωρίς κόκκινο
Το κόκκινο στέρεψε
Τι χρώμα να βάψουμε
τα φτερά μας
Ξέπνοη η φωνή του
βγήκε
Εμείς είμαστε
τώρα νεκροί
αλλά κι εσείς
το ίδιο νεκροί
είστε θαρρώ
Εμείς
πέσαμε πάνω
στη μεγάλη μάχη
εσείς
αλλοτριωμένοι
πέσατε αμαχητί
Αχ! μωρέ Δημητρό
τόσο κόκκινο
κόκκινο
κατακόκκινο
της καρδιάς
και του ονείρου
που πέταξε
που πήγε
Κρίμα
κρίμα
ψέλλισε περίλυπος
και ευθύς χάθηκε
στο σκοτάδι

Απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Μίμης Κωστήρης - Ποιήματα

 

ΣΤΑΥΡΟΙ

Κεραίες υψώνονταν πάνω απʼ τις ταράτσες

Ένα δάσος πυκνό
μέχρι πέρα μακρυά
όσο πήγαινε το μάτι
όσο απλωνόταν η άχαρη πόλη

Σταυροί έλεγες σε απέραντο νεκροταφείο

Στις πολυκατοικίες μέσα
θαμμένοι οι ζωντανοί …

ΤΟΠΟΣ ΚΛΕΙΣΤΟΣ

Πήγε να γράψει ένα ποίημα από ήλιο
όλη τη μέρα μάζευε βότσαλα λέξεις
επίθετα στιλπνά, χαρούμενα

Ήθελε να το χαρίσει στη μάνα του
Νʼ ανοίξει η ψυχούλα της

Δεν μπόρεσε
Σκόνταψε στης γης τα ουσιαστικά

ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Σε μπαλκόνια σε ήθελα
πύρινος, της ανατροπής ο λόγος
να καίει το στόμα σου

Σε μαρμαρένια αλώνια
άκαμπτος ο δείκτης
να σημαδεύει τους ένοχους
Σε πεδία μαχών
έφιππος να μάχεσαι
τη συννεφιά του Κόσμου

Αρχάγγελο σε ήθελα – όχι γραφιά
Ρομφαία να κρατάς – όχι μολυβάκια

Τώρα ρίψασπις
παίζοντας της ιδιοκτησίας τα κλειδιά
περιφέρεις την αστική σου συνείδηση
στους υποταγμένους δρόμους

Αχ! Αλλιώς σου έπρεπε
κιοτή μου να ζήσεις

Κάλλιο να είχες νικηθεί·
χιλιάδες οι νικημένοι

Εσύ όμως παραδόθηκες!

ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥΝΤΑΙ

Απʼ το στόμα των αποθαμένων
ένα κόκκινο γαρύφαλλο βγαίνει
Το παίρνουν οι θεοί
για να σταλάξουν ελπίδα
στην πληγή μας

Οι Άγγελοι φυλάνε τα μνήματα
ανάβουν τα καντήλια
χαϊδεύουν με τις φτερούγες τους
τις εντάφιες πλάκες
Δεν παύουν νʼ ανθίζουν οι ασφόδελοι

Τα φύλλα της καρδιάς δεν πεθαίνουν
Μόνο ταξιδεύουν
Ταξιδεύουν βουβά στον αέρα
μʼ ένα χαμόγελο αισιοδοξίας
στα ανύπαρκτα χείλη

ΑΚΟΜΑ

Τελευταία το ίδιο όνειρο βλέπω

Ο πατέρας να με καλεί
απʼ τον ανοικτό τάφο

«Έλα άργησες…
Πρέπει να κλείσω…»

Κι η μητέρα πάντα πονόψυχη
να τον μαλώνει

«Άφησε το παιδί έξω να παίξει…»

Από τη συλλογή «Της Γης τα Ουσιαστικά» Χαραμάδα, 2007

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ

Ανθισμένη κερασιά
στρίβει στη γωνία
Φουριόζα
πέφτει πάνω μου

Εγκαταλείπομαι
ανθοβολημένος
στην αύρα της

Πώς να τα βάλεις
με την άνοιξη

ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΩΡΕΣ

Απορεί η νύχτα
Ο χρόνος
αμήχανος στέκει

Το κόκκινο νέρωσε
Τι χρώμα να δώσουμε
στα φτερά μας

Oι ωραίοι νεκροί
μας αποστρέφονται
Ούτε που έρχονται
στα όνειρά μας

Οι πλατείες
γέμισαν άδειους ήχους
Οι δρόμοι
χωρίς βάγια και κλάδους
Χωρίς ωσαννά

Στο σκοτάδι
όλη τη νύχτα έγραφα
έγραφα …

Το πρωί τίποτα δεν είχε μείνει
Λευκό το χαρτί με κοιτούσε

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Το χάος του ασήμαντου
νυχτωμένους μας βρήκε
και μας πέρασε τις χειροπέδες

Τώρα άμετρος λόγος ηγεμονεύει
Κουβέντες κούφιες
άναρθρες κραυγές

Οι καθαρές φωνές
λιώνουν στην απομόνωση

Κι εσύ στην παρανομία περνάς

Τις νύχτες βγαίνεις κρυφά
και στιχάκια γράφεις στους τοίχους

ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ

Αναπαυμένο το σώμα
αγκαλιάζεται
με το γενέθλιο χώμα

Η ψυχή όμως γυμνή
πώς να βιώσει
τόση περιπλάνηση

ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Δεν περνά πια
από εκείνον τον δρόμο

Κουράστηκε κάθε φορά
να ανακαλεί στην μνήμη

σπίτια κιʼ αυλές
φωνές αγαπημένες
και εξαίσια
του γιασεμιού αρώματα

Μα πιο πολύ κουράστηκε
να σκάβει άσφαλτο και πεζοδρόμια
ψάχνοντας απεγνωσμένα για ʼκείνα
των παλαιών βημάτων του τʼ αχνάρια …

Από τη συλλογή «Άγρυπνες Ώρες» Χαραμάδα, 2009


Πηγή: https://www.poiein.gr/2009/05/12/issico-euoothnco-dhiethiaoa-aieieuacocaeuiico-aiyeoio/

Μίμης Κωστήρης - Η σκάφη


της μητέρας μνήμη
Καθώς έβαζε μπρος
το πλυντήριο
λες
πως την είδε από ψηλά
έξω στην παγωμένη αυλή
ξυλιασμένη να σαπουνίζει
στη σκάφη
Είχε
σηκωμένα μανίκια
βρεγμένη ποδιά
κι ένα φωτοστέφανο
στο κεφάλι
Κ' έπειτα του φάνηκε
- τι μαχαιριά -
πως απ τα χέρια της
τα παιδεμένα
έλειπαν τα δάκτυλα
Θαρρείς αυτά
να είχαν φαγωθεί
απ' τη ποτάσα
και τα αφρόνερα
να ειχαν λειώσει
απ τον καημό
και το μόχθο
Σαν έτρεξε στη σάλα
μη μπορώντας
άλλο να βλέπει
Ενα παιδί ισχνό
με κοντοπαντέλονο
έπαιζε βόλους
λυπημένο
στο πάτωμα

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Μίμης Κωστήρης-Αντίσταση

Το χάος του ασήμαντου
νυχτωμένους μας βρήκε
και μας πέρασε τις χειροπέδες

Τώρα άμετρος λόγος ηγεμονεύει
Κουβέντες κούφιες
άναρθρες κραυγές

Οι καθαρές φωνές
λιώνουν στην απομόνωση

Κι εσύ στην παρανομία περνάς

Τις νύχτες βγαίνεις κρυφά
και στιχάκια γράφεις στους τοίχους


Μιμης Κωστήρης


Από τη συλλογή «Άγρυπνες Ώρες» Χαραμάδα, 2009


Αναδημοσίευση από:http://www.poiein.gr/2009/05/12/issico-euoothnco-dhiethiaoa-aieieuacocaeuiico-aiyeoio/

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Μίμης Κωστήρης-H γραφή της



Στον ύπνο μου
ήρθε η μητέρα

Εγώ λέει, στη σάλα
σκυφτός στο παλιό τραπέζι
έγραφα
Όλο έγραφα

Εκείνη αμίλητη
έγειρε για λίγο πάνω μου
πέρασε το χέρι στα μαλλιά μου
με σταύρωσε
κι ύστερα χάθηκε

Το πρωί σαν ξύπνησα
όλα τα γραμμένα μου

είχαν
το γραφικό της
χαρακτήρα

" ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ,, 2014 Μίμης Κωστήρης