Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κυρτζάκη Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κυρτζάκη Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

Μαρία Κυρτζάκη - Δύο ποιήματα

 Το τσίρκο

 

Σε βλέπω μέσα από καθρέφτες παραμορφωτικούς

Σε βλέπω στο τεντωμένο σκοινί

Κι από πάνω σου οι δράκοντες με τα φλογισμένα εντόσθια

Κι από πάνω τα νύχια της κακιάς μάγισσας

Τα σύρματα γύρω σου να σφίγγουν.

Να μπήγονται στη σάρκα σου

Και να πέφτει το αίμα

Ν’ απολαμβάνουν το θέαμα οι θεατές.

Με το εισιτήριο στο χέρι

Με την ικανοποίηση.

Κι εσύ δεν πιστεύεις πια στα παραμύθια

Και καλά κάνεις.

Μια και τώρα δεν υπάρχουνε νεράιδες

Που αφανίζουνε τις μάγισσες

Που αλλάζουνε το αίμα σε ρουμπίνια

Που μεταμορφώνουν τα υπόγεια σε κήπους

Μια και τώρα δεν ωφελεί η εγκαρτέρηση

Και σένα δεν σου έπρεπαν οι μασκαράτες.

Σε γέλασαν

Άσκημα σε ξεγέλασαν

Τα σύρματα που σε σφίγγουν να σου τα πούνε δίχτυα σωτηρίας

 

                                                                                        Από τη συλλογή Οι λέξεις (1973)

 


 

Η μουσική

 

Μόλις ασφάλιζε το όνειρο και λόγους ιερούς

γύρω μου έσπειρε

γκρεμός για να φυτρώσει∙ και σαν

ασπίδα του θεού στο μένος των ανθρώπων --

Εκεί μου είπε ν' αναπαύεσαι

δροσιά από φύλλα και νερά

θα σου παρασταθούν

βράχοι γωνίες και στιλπνή -- η επιφάνεια.

Εβγήκε για κυνήγι.

Λέαινας όψη στην γυναίκα

επόθησε να την κατασπαράξει

και την ανάγκη του εκομμάτιαζε

την έσπασε και τσαλαβούτησε

στις λάσπες και στα θρύψαλα εμάτωσε

και λερωμένος ρίχτηκε πίσω από το βουνό

να βρει την ηδονή

πώς ετσακίστηκε

και την ψυχή του που εξενιτεύτηκε το σώμα

κι αφέθηκε αυτό και βούλιαξε

πώς έγινε

κι απ' την ανάγκη του εχωρίστηκε

Να καταλάβει.

Εδοκιμάστηκε σε όλους τους Αγώνες

και τον καιρό τον κράτησε

Μέχρι τα πέντε δάχτυλα.

Στα έξι είπε στα εφτά γίνομαι βασιλέας

κι αρνούμαι την τιμή.

Θέλω να είμαι ας είμαι μουσική.

Έσπασε εκύλησε στο αίμα∙

την ηδονή εγγράφοντας της νύχτας

τον τρόμο της πατώντας.

Ήταν με παύσεις. Με σιωπές

Η μουσική -- μπαγλαμαδάκι αόρατο

και μες στο δέρμα επέρασε

μόνο για μένα ν' ακουστεί

ν' ακούγεται συνέχεια

πιο πριν και πριν απ' τον καιρό Άσμα

απ' την πρώτη την κραυγή

και σαν από όρος εντολή.

Πώς να υπάρξει η ζωή χωρίς

την άλλη όψη της, τον θάνατο;

Ο έρωτας που με κατοικεί

ανθίζει μυστικά.

                                            Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000)


Αναδημοσίευση από: https://booksjournal.gr/poiimata/1811-%CE%B4%CF%85%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CF%85%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Μαρία Κυρτζάκη - Δύο ποιήματα


Από τις Λέξεις (1973), σ. 42

                                                Οι λέξεις

                                    Είναι εύκολο να σου δείξω

                                    Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε

                                    Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη

                                    Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα

                                    Μόνο τις λέξεις μου

                                    Τί να σου πω για τις λέξεις

                                    Αφού κι εγώ δεν ξέρω

                                    Πώς βγαίνουν έτσι

                                    Στραπατσαρισμένες κάθε φορά

                                    Θαρρείς λεηλατημένες

                                    Λειψές.

Από τη συλλογή Περίληψη για τη νύχτα (1986), σ. 150:

                             στ΄. Το φως, πρόσ-ωπο του σκότους, την ημέρα

                                    χρησιμοποιεί την φωνή. Το αβυσσαλέο μά-

                                    τι της μέρας είναι η φωνή, δηλαδή ο λόγος

                                    της ψυχής εσαεί αγριεμένος. Που την ημέρα

αθέατος πίσω από τον εξημερωμένο με την

φωνή διεκδικώντας.

Από τη συλλογή Σχιστή οδός (1992), σ. 233:

                                    Αναλάμπει και έρχεται

                                    τους ειρμούς ενδυμένη

                                    λαμπαδίτσα και έκαιγε πριν την δείξει η νύχτα

                                    σιγανό καντηλάκι τους αιώνες εχάραζε

                                    σαν ψυχή και σημάδι.

                                    ότι πρώτη αυτή των ερώτων η χώρα

                                    αυτή πρώτη του κόσμου στεριά

                                    του ανθρώπου γλωσσάρι και πατρίδας το τίμημα

                                    του ανθρώπου η γλώσσα.

Στη μέση της ασφάλτου, Ποιήματα 1973-2002, Αθήνα, Καστανιώτης, 2006

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Μαρία Κυρτζάκη - Ας μιλήσουμε


Οι καιροί που φτάσαμε
Οι καιροί που δεν προλάβαμε την αντοχή τους
Όλα αυτά μαζί κι ο φόβος
Μαζί κι ο θάνατος
Και το χέρι που δεν άγγιξε το άλλο χέρι
Και τα μάτια του νεκρού που έμειναν μέχρι τέλους
Όρθια
Όσο να πεις όλα αυτά
Και τα άλλα
Στις συνοικίες και τα χωριά
Στις λέξεις και τα σχολεία
Στον εγκέφαλο και τα νοσοκομεία
Όπου προλαβαίνουμε τον αυτοκτονούντα
Με μία πλύση στομάχου
Και χάνονται οι αισθήσεις
Και στις μικρές αγγελίες πλεονάζουν τα «ζητούνε»
Όσο να πεις
Ό,τι να πεις
Ας μιλήσουμε λοιπόν.
Ας δούμε μαζί την αισιόδοξη πλευρά
Του πράγματος. Των πραγμάτων την τιμή
Και το αίμα.
Παντού

Οι λέξεις, 1973.

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Μαρία Κυρτζάκη - «Ημέρια νύχτα»


[ Α' ]
Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο
- με τη ρομφαία
Σαν θάνατος μ' αγκάλιασε
[ Ε' ]
Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει
Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.
Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε
άντρας σαν φύσημα ανέμου
τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε
σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.
( Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία )
[ Ζ' ]
Πάνω μου απλώνεται. Σαν ουρανός.
Ύστερα γέρνει δήθεν ταπεινά
στην πλάτη στην κοιλιά
σαν μέταλλο χυτό στους ώμους μου.
Με ντύνει
[ Θ' ]
Έρχεται προς εμένα
- και υποχωρώ.
Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.
Βυθίζομαι στην κόλασή του
Σαν θέρμες να τον πιάνουνε
σαν να ' μαι στο καζάνι του η φωτιά.
Δροσίζεται επάνω μου
Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι
σαν κάτι ξένο.
Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει
απ' τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.
Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά
μέσα μου να χωθεί
με πρόσωπο και σώμα
[ ΙΑ' ]
Οι φθόγγοι περισσεύουνε
Οι λέξεις μου ασούμπαλες
Κι εγώ σαν έφηβη
σε ρούχο αμερικάνικο
[ ΙΕ' ]
Τραγουδώ τη σιωπή και πιο πέρα
Στο κορμί μου επάνω στερέωσες
χαμηλές σημαιούλες
Με τον πόντο βαδίζεις σαν άγιος
Έναν έναν τους νεκρούς ανασταίνεις
[ ΙΣΤ' ]
Οι τρόποι μου είναι άξεστοι
της επαρχίας
τα δάχτυλα στραβώνουν
κι η ομιλία τους σαν σπαστικού.
Με την εικόνα μου ιδέα δεν έχω τι γίνεται
- φωτογραφίες κάποτε αβέρτα.
Μα όταν μ' άγγιξες
( Τα πρόσωπα έγιναν γραμμές
Οι όμορφες ασχημύναν )
Έμεινα εγώ Στη μέση της πλατείας
Σαν συντριβάνι
[ ΙΗ' ]
Δεν σου στεργιώνω.
Αίλουρος κουλουριάζεσαι
και στο κρεβάτι μου τα ίχνη σου αφήνεις
μη σε ξεχάσω
Τις αποδείξεις να κρατώ
γαμήλια σεντόνια.
Στο φως της μέρας ήλιος γίνεσαι
Κοινός και σαν χυδαίος
Σαν κάμφορα φωλιάζω στην πληγή σου
και υγραίνεις
ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ
ΗΜΕΡΙΑ ΝΥΧΤΑ ( 1989 ) και
στη μέση της ασφάλτου
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1973 - 2002
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2005

Πηγή: https://www.facebook.com/giorgos.alpogiannis/posts/pfbid02cEa12xhqSgM3ueQR6GLx4mFTbDxREtan1pTVf3oCs2D3EBWfqpaotVw5ab6yDkvwl

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Μαρία Κυρτζάκη - Ανίχνευση

 Όσο ακούγεται μουσική

Μπήγεις πιο βαθιά το μαχαίρι

Αποφεύγεις να κοιτάζεις το πρόσωπο

Το κεφάλι στραμμένο στην ανατολή

Τα μάτια σου γυρεύοντας και τη φωνή σου.

Στη σιωπή ακούς τον ήχο από το αίμα σου

Τα χάνεις.

Δεν ξέρεις πού έβαλες το μαχαίρι

Ποια ήταν η τελευταία πληγή.

Στη σιωπή ανιχνεύεις τα μάτια

Στο σώμα του άλλου γυρεύοντας

Τη φωνή σου.


Πηγή: Μαρία Κυρτζάκη, Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1973-2002, Καστανιώτης, 2005.

Μαρία Κυρτζάκη - Όταν



Θα στερέψει η θάλασσα
Το μέτωπο φορτωμένο φύκια
Στο σώμα να κυκλοφορούν τα ψάρια

Συσκευασμένο το αίμα σε κουτιά
Πρώτο και δεύτερο μέγεθος
Θα τ' αγοράζεις στο διπλανό τραπέζι
Θα το πουλάς
Όπως κάθε εμπόρευμα

Όταν πετάξει και το τελευταίο πουλί
Πού να βρεις έναν τόπο
Να κλάψεις

Πηγή: Μαρία Κυρτζάκη, Στη μέση της ασφάλτου. Ποιήματα 1973-2002, Καστανιώτης, 2005.

Μαρία Κυρτζάκη - Εμβόλιμο

 [παιδική εκδοχή για τη νύχτα]


Για να κάνουμε ένα μαγικό λυχνάρι παίρνουμε ένα λυχνάρι κάτι σαν καντήλι βάζουμε λάδι και το ανάβουμε αυτό είναι κανονικό. Για να γίνει μαγικό παίρνουμε την ψυχή από το σώμα ενός ανθρώπου που πρέπει μόλις να 'χει πεθάνει — να προλάβουμε την ψυχή του ανθρώπου που 'χει πεθάνει την ψυχή πριν ζητήσει την ψυχή πριν αφήσει:  Η ψυχή να μην αφήσει  — και την βάζουμε στο λυχνάρι. Τότε το λυχνάρι γίνεται μαγικό και αρχίζει ν' ακούγεται το τραγούδι της νύχτας.


Πηγή: Περίληψη για τη νύχτα, 1986.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Μαρία Κυρτζάκη - [άτιτλο]



Τρίτου όνειρα άνοιξα.

Το μέλλον εκεί σαν κίτρινο ώχρας

Μειδιούσε σε κατώφλι πολέμου.

Κι ο τυφλός αφουγκράστηκε λέει

την τριβή της σιωπής του θανάτου

την λάμψη και ο τρόμος τον τάραξε

ότι ζει τις ζωές των ανθρώπων που

θα’ ρθουν. Και αυτές ραψωδεί



στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη


Λιγοστό και χάνεται, 2002.

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Μαρία Κυρτζάκη - Ενδυμίων

Δεν εγνώριζα

Κι ας μου ήταν γνωστό τ’ όνομά της

— πού ως Ελένη το έψαυσε η ψυχή

του τυφλού και τον ξένο

για άντρα απ’ τους άντρες επέλεξε

ως Ωραία, που τον τόπο του Έλληνα έσυρε

σε δεκάχρονο στέρησης βίο κι αδειανό

την ομοίασε πουκάμισο των ερώτων

η πίκρα αιώνων


γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν

βλέμματα-σώματα σμίγοντας λέξεις

φράσεις ανάκατες οι ζωές των

ανθρώπων τελειώνοντας να εικάζουν το

σχήμα


Ας μου ήταν γνωστό

Δεν εγνώριζα

Τα ονόματα σαν τα δέντρα

πώς έχουν την ρίζα τους

Σκοτεινή και υπόγεια.


’Όντα ζώντα μέσα σ’ άργιλο έδαφος

κατεβαίνουν της Κρήτης

της Μιλήτου θαρρείς τις πλαγιές

Κατεβαίνουν ανοίγοντας μονοπάτια χωμάτινα

Με σφυρίγματα πένθιμα με της Μάνης τραγούδια

Μικρασία που σφάχτηκε

και το αίμα καρδιά μου εδάνεισε την ύστατη ώρα

να κρατήσει να μείνει να μη σβήσει

της αγάπης η θλίψη κι όσα σπάρθηκαν

σε ραχούλες σ’ αμμουδιές κι ακρογιάλια

κι όσα φύγαν και σε χαίτες πετάξαν

των Βορείων της Θράκης


Μακεδόνες ονόματα κατεβαίνουν και πάνε

Σαν σε θάλασσα απάνεμη ήρεμη

της αλός σαν να θέλουν παρά θιν’ ν’ απαγκιάσουν

και πιο μέσα πιο πέρα πιο βαθιά

να κουρνιάσουν κατεβαίνουν

μ’ ανακούφιση τρέχουν

Σαν ακτίνες φωτός ωσάν βόρειος

άνεμος στις κορφές των ορέων

Τραγουδώντας σχεδόν ακατάληπτους

φθόγγους βαρβάρων που αλώσανε

ξένη πατρίδα

Κατεβαίνουν και το σώμα

κλαδώνουν να βλασταίνει, μπουμπούκια

να βγάζει λουλουδάκια αμάραντα τους άνθούς

μη μου άπτου ν’ ανοίγει

και μετά τούς καρπούς του μαραίνοντας

Σαν τούς σβόλους ν’ αφήνει

σε γωνίτσες μισή συλλαβή

άλλη ρίζα να πιάσει


προχωρούν


Προχωρούν

κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο


Κόμπο κόμπο τον δένουν

Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου.

Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου

Αφανώς τις ζωές κυβερνούν


λιγοστό και να χάνεται (2002)

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Μαρία Κυρτζάκη - Η Η γλώσσα η αμίλητη


Δεν γίνεται ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα∙
σαν ψάρι έξω από τα νερά του
και σαν να βγήκε απ’ ό,τι τον προστάτευε
– την γλώσσα του.
Χτίζει τους κήπους τις αυλές
όχι το σπίτι
Κι η μοναξιά – δεν φτάνει δεν αρκεί
να φτιάξει μιας πατρίδας γη.

Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη
την τρομάζεις, χαμογέλασες,
και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη
και γλώσσα τιμημένη.
Τη σέβονται όλοι και υποκλίνονται
και προσπερνούν
Να μη θυμούνται
τον έρωτα που κάποτε
τους άνοιξε πανιά
– κι αυτήν την μόνη και μοναδική
γλώσσα για να μιλήσουν

Που ελησμόνησαν.

Εσύ κι εγώ είμαστε ασφαλείς και
μη φοβάσαι – σαν μοναξιά
κατοίκησέ με μη φοβηθείς.
Και άσε με
τις πόρτες σου ν’ ανοίξω
τα παράθυρα, σαν φως και φυλλαράκι
ίσκιος να εισχωρήσω κι εκεί σε τοίχους
και πατώματα και σε περβάζια παραθύρων
δες, να, εκεί αφήνεται ριζώνει κλαδάκια
βγάζει και καρπούς μυρωδικούς
η αντανάκλαση τού έρωτα κι αντιφεγγίσματα
σωμάτων που επάλεψαν κουράστηκαν τον πόλεμο
και ενοστάλγησαν την μυρωδιά βασιλικού και
μόσχου. Μη φοβηθείς.

Σ’ αυτήν την μαύρη χώρα του φωτός
σαν γη και πώς απλώνεται η όψη σου και συνεχώς
θυμάται και πάντα νοσταλγεί
το φως
το φως
το άλλο φως
Του έρωτα.

Εσύ
ποιαν άλλη χώρα να ζητήσεις
Εγώ
ποιαν άλλη γη.

Από τη συλλογή Μαύρη Θάλασσα (2000) της Μαρίας Κυρτζάκη

Μαρία Κυρτζάκη - Όνειρο



Σ' άλλου όνειρο γρήγορα πέρασα.
Πολύ φως. Μες στο φως κι από φως
σαν αυγή που ξεθώριασε εσύ
τ' όνομά σου εθώπευες να ιάσεις
την κρυφή σου πληγή πως ποτέ
το όνομα αυτό δεν μιλούσε για σένα
Χώρα αν ήσουν ή πρόσωπο
 
Λιγοστό και να χάνεται

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Μαρία Κυρτζάκη - [άτιτλο]



Kαι τι θα πει δεν πέθανα και πώς
τον θάνατο θάνατο ονομάζεις
πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς
να φθογγούται ο θάνατος και πώς
ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»
Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας.
Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή.

Μαρία Κυρτζάκη

(Εντευκτήριο, τχ. 72, 2006)

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Μαρία Κυρτζάκη - Σχιστή ὁδός

 

Καί δέν ἐπέθανες, βεβαίωσε ἡ φωνή
(Ὑπόγειο καλώδιο ἀναγκάζει
τίς συσκευές τοῦ κόσμου νά μιλοῦν)
Ὄχι δέν πέθανα καί ζῶ καί σοῦ μιλῶ
Πουλάκι εἶναι καί λαλεῖ πουλάκι εἶναι κι ἄς λέει
Ἔρχεται πέρασμα στενό ἔρχονται ἀγάπης λόγια
σχιστή τήν γλώσσα διασχίζει ἡ ὁδός
Φάνηκε φόνος.
Γιά θάνατο δέν ξέρει ὁ σκοτωμένος
Μόνο βυθίζεται λές χάνεται Σάν μυστικό
πέτρας παλιᾶς πού σήκωσε πατημασιά ἤ ἀεράκι
που πέρασε ἀπό ὄαση καί τώρα στροβιλίζεται
τά ἴχνη ἀφανίζοντας σέ ἔρημο
ἄνεμος κυκλικός
Γιά θάνατο δέν ξέρει ὁ σκοτωμένος.
Ὅταν τό μαῦρο φῶς σάν ἄσπρο τόν κυρίεψε
Στό ἀνεξίτηλο εἰσχωρεῖ ἀργά Τρομάζει
Βλέφαρο καί ταράζεται ὡσάν
μέ τίς συσπάσεις του νά δύναται
— πώς ναί πώς σώζει τήν φωνή
Γιά θάνατο δέν ξέρει δέν μιλᾶ Ἄπολις παραδίδεται
Ἀμαχητί μές στά δασάκια τοῦ μυαλοῦ ἀναζητᾶ
τίς ζωγραφιές τῶν αἰσθημάτων πώς ὑπῆρξαν.
Γιά θάνατο μιλοῦν οἱ ζωντανοί.
Λίγο μέ χάρτινα στεφάνια κέρματα
δοσοληψίες τῶν χεριῶν στοῦ ὀφθαλμοῦ
τήν ἀδηφάγο κατοχή συμπαραστάτες
Λίγο μέ δόξας ἀποήχους
Λίγο μέ ὕπνο κι ὄνειρα
Σέ περιγράφει ὁ θάνατος
Σάν θάνατος ὁ θάνατος περιγελᾶ Σέ περιφέρει
Ὡς ἐπιτάφιος τό ζῆν καί ἀλήθεια
ὅτι προόρισται γιά κιβωτός θανάτου
Μά δέν ἐπέθανες, βεβαίωσε ἡ φωνή.
Καί τί θά πεῖ δέν πέθανα καί πῶς
τόν θάνατο θάνατο ὀνομάζεις
πῶς νά ὑπάρξει ὄνομα στόν θάνατο πῶς
νά φθογγοῦται ὁ θάνατος καί πῶς
ὁ θάνατος νά καρπωθεῖ τό «ξέρω τοῦ θανάτου»
Εἰδέναι Οἶδα Οἰδίποδας.
Μόνο μέ ψεύδη βεβαιώνεται ἡ ζωή



Σχιστή ὁδός, 1992

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Μαρία Κυρτζάκη - Αναβολή



Στον Γ. Διαμαντίδη

Η χάραξη στα χέρια σου
Το χάραγμα
Παιδεύεις τις λέξεις
Τις λέξεις που σε περνούν
Χαραυγή χαρά λες
Τις λέξεις     Τις λέξεις
Ποια η κραυγή σου
Στις ρωγμές      Ποια η φωνή σου
Το φως και το σκοτάδι
Αυτό ή το άλλο
Το δωμάτιο      Η θαλπωρή
Η μουσική σου
Δεν τους μπορώ λες
Τους ανθρώπους
Δεν τους μπορώ λες
Άσ’ τα για αύριο
Αύριο πάντα
Αύριο η μνήμη
Αύριο ο θάνατος
Εξαρτάται απ’ τη διάθεση
Απ’ τον καιρό
Γλιστρά ο δρόμος
Μαζεύονται οι πόρνες
Μαζεύονται οι μασκαράτες
Μαζεύεσαι στο καβούκι σου
Η εφημερίδα λες
Τα νέα της ημέρας
Αύριο
Αύριο η μνήμη
Ποια μνήμη και πώς
Να συλλογιστείς
Να πεις
Στο κάτω κάτω το δάκρυ
Ο θάνατος
Αύριο
Αύριο, λες


Πηγή: Οι λέξεις (1973), [Ενότητα Ανίχνευση (1968-1971)]

Μαρία Κυρτζάκη - Οι λέξεις



Είναι εύκολο να σου δείξω
Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε
Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη
Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα.

Μόνο τις λέξεις μου
Τι να σου πω για τις λέξεις
Αφού και γω δεν ξέρω
Πώς βγαίνουν έτσι
Στραπατσαρισμένες κάθε φορά
Θαρρείς λεηλατημένες
Λειψές.

Οι λέξεις (1973), [Ενότητα Ανίχνευση (1968-1971)]

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Μαρία Κυρτζάκη -Ημέρια νύχτα (Θ'-ΙΑ')

           


[ Θ' ]

Έρχεται προς εμένα
– και υποχωρώ
Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.
Βυθίζομαι στην κόλασή του
Σαν θέρμες να τον πιάνουνε
σαν να ’μαι στο καζάνι του η φωτιά.
Δροσίζεται επάνω μου
Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι
σαν κάτι ξένο.
Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει
απ' τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.
Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά
μέσα μου να χωθεί
με πρόσωπο και σώμα 

[ Ι' ]

Το σάλιο του ρουφώ        Το αίμα του
Τον λόγο του σαν έρωτα στοιχειώνω
Με τριγυρνάς κι αέναα υποσκάπτεις με
Σαράκι μου Πολύχρωμο πουλί μου
κυλάνε τα νερά μες στα ποτάμια τους
το δέρμα μου σαν νύχτα αλωνίζεις

Ρυτίδα λυγμική        Με σφράγισε

[ ΙΑ' ]

Οι φθόγγοι περισσεύουνε
Οι λέξεις μου ατσούμπαλες
Κι εγώ σαν έφηβη
σε ρούχο αμερικάνικο

Από τη συλλογή Ημέρια νύχτα (1989)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Μαρία Κυρτζάκη: στη μέση της ασφάλτου (2005)

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Μαρία Κυρτζάκη - Η άλλη φωνή (οκτώ σχεδιάσματα)


α’
Ήσυχα έρχονται τρυπώνουν ξαφνικά.
Γιατί η γη κινείται και συνεχώς αναταράζεται
και συνεχώς εκείνο το μαλακό το πράγμα μες στο κεφάλι
που μοιάζει με τη γνώση, αλλά και με τη θάλασσα
που περιζώνει χώμα, όλο θυμώνει κι όλο βγάζει προς τα έξω
να καούν συντρίμματα από ζωγραφιές που
κάποτε αφηγούνταν πόλεις ολόκληρες φωνές
θα το πω άραγε το τραγούδι σου;
β’
Δεν έχω παρά αυτά τα χαραγμένα σχήματα.
Ανάμεσά τους στίγματα υψώνονται οδόσημα
κι άγνωστοι δρόμοι’ δίχως όνομα απάνω κανένα
αφημένο στης γλώσσας την μνήμη Ανατολή
δεν ξεχωρίζω ούτε Δύση – μόνο ότι μιλάς
(Μελωδίες παράξενων ήχων τον κόσμο ξενώνουν
κι ανασαίνουν τα χώματα).
γ’
Δεν ξέρω ποιος είναι ο έγκλειστος, εσύ ή εγώ;
Προς το παρόν να παρακάμψω σκέφτομαι την απειλή
των οπλισμένων σου φρουρών – Άλεφ τους είπαν ή
αλφάβητα τους δούρειους ίππους κάθε λόγου;
(Μες στην μέση τ’ ουρανού η κραυγή).
δ’
Δος μοι τούτον τον ξένον.
(Χάραξε μες στην μέση τ’ ουρανού σαν αυγό πως κρέμεται
η κραυγή. Ζωγράφισε: «μελωδίες παράξενων ήχων τον
κόσμο ξενώνουν». Συλλάβισε: «κι ανασαίνουν τα χώματα»).
ε’
Κι αυτά τα σχήματα, που τα ονόμασα φρουρούς;
Στο χώμα και την πέτρα χαραγμένα κάποτε,
απόηχος μου μοιάζουν μακρινός των σκοτεινών
χρωμάτων: τι μπλε τι κόκκινα και τι μαβιά
μπορούσαν να εξιστορούν τον τρανταγμό που κλόνισε
την βεβαιότητα του φωτός; Κι αποχωρώντας πια το φως πόσο
το μαύρο μέτρησε σαν χρώμα άφωνο; Και πόσο άφωνο;
(Αν η αριθμητική μάς διδάσκει το ερώτημα πόσα
γιατί να μη μας διδάσκει και το ερώτημα πόσο
σκοτεινά; Αναρωτήθηκε ο Λούντβιχ Βίτγκενστάιν).
στ’
Ποτάμι κύλησε κάτω από την γη σιωπηλό
κι αφανέρωτο. Άκουσαν οι ρίζες των δέντρων σαν
φύλλα θροϊζουν αφές μυρωδιές εδώ στα ξένα άνεμος
ξένος εφύσηξε στο χώμα βαθιά φωνή ανθρώπου μύρισε.
ζ’
Ακούνε οι ρίζες των δέντρων, λυγίζουν.
Ακουμπάει βαριά η φωνή, την τυλίγουν.
Σαν νεράιδες φθογγώντας φωνήεντα σύμφωνα
υφάδι στα αισθήματα ανάμεσα πλέκουν. Σιωπηλά
να είναι κι αφανέρωτα. Σφαλισμένα. Σαν
μοίρες το σχήμα σφραγίζουν. Κέλυφος
τώρα το Άλεφ την φωνή περιβάλλει.
η’
Τοσούτα γένη φωνών στον κόσμο, μήνυσε ο Παύλος
στους Κορίνθιους, και ουδέν αυτών άφωνον
κανένα ασήμαντο. Κι αν δεν την δεις τη δύναμη
της φωνής αν δεν γνωρίσεις βάρβαρος θα είσαι γι’ αυτόν
που μιλάει βάρβαρος εκείνος για σένα. Έγκλειστος –
θα το πω άραγε το τραγούδι σου;
(Μες στην μέση τ’ ουρανού).


Περιοδικό Η Λέξη, τ. 183, Γεν. - Μαρ. 2005.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Μαρία Κυρτζάκη- [Άτιτλο]


 Γνωρίζει στο κορμί της και με το σώμα της
τις σκοτεινές διαδρομές που αλώνουν την ψυχή.
Ο έρωτας είναι νυκτώος ξέρει.
Παιδί της νύχτας που ερωτεύτηκε το έρεβος.
Μαζί του επλάγιασε
και μες στη λάβα των αισθήσεων
βασίλισσα σαν Δύση ανατέλλει η Τυφώ
πλημμυρισμένη ευωδιές του έρωτα
μανίες αρσενικό και θηλυκό
η γνώση όλη υψώνεται στο σώμα
εκεί στα χέρια και στα δάχτυλα της ακοής
και τον μικρούλη τον τριγμό πώς τον ακούει
και την οσφραίνεται την απειλή
και γεύεται την ηδονή ως το μεδούλι


[Ενότητα Σκοτάδι σώμα]

Από τη συλλογή Λιγοστό και να χάνεται (2002)


Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Μαρία Κυρτζάκη-Ποιήματα


Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη

Με νταβατζήδες και πρεζάκηδες τελειώνεις τη δουλειά σου

Κι ύστερα ντύνεσαι φτηνά και βγαίνεις

 

Είσαι μια πόρνη σαν κυρία

Προσεχτικά τους επιβήτορες διαλέγεις

Πλάγια μέσα χρησιμοποιείς

Δανείζεσαι ξένα ονόματα

 

Καθόλου αθώα – θύμα των ισχυρών ή κάτι τέτοιο

Την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά

Όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς

Και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό

Μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή μου

(Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ, 1982)

 

ΗΜΕΡΙΑ ΝΥΧΤΑ

 

Α.

Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο

– με τη ρομφαία

Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε

 

Ε.

Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει

Ο ερωτάς του σαν σώμα αφίλητο.

Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε

άντρας σαν φύσημα ανέμου

τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε

σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.

 

(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)

 

Θ.

Έρχεται προς εμένα

– και υποχωρώ.

Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.

Βυθίζομαι στην κόλασή του

Σαν θέρμες να τον πιάνουνε

σαν να ’μαι στο καζάνι του η φωτιά.

Δροσίζεται επάνω μου

Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι

σαν κάτι ξένο.

Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει

απ’ τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.

Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά

μέσα μου να χωθεί

με πρόσωπο και σώμα

 

ΙΕ.

Τραγουδώ τη σιωπή και πιο πέρα

 

Στο κορμί μου επάνω στερέωσες

χαμηλές σημαιούλες

Με τον πόντο βαδίζεις   σαν άγιος

Έναν έναν τους νεκρούς ανασταίνεις

 

ΚΘ.

Σε χωρώ και βαδίζω.

Ενδιάμεσα τους ήλιους μου βάζω

Τη φωνή σου

Σαν φωνή κουλουριάζεται εντός μου

Και τα χέρια σου δένω αλυσίδες.

Πόσος θάνατος με χωράει απόψε

Πόσο φως τη φωνή μου τεντώνει

Ακουμπώ

Στη σχισμή της ημέριας νύχτας

και σαν γύφτισσα το αυτί μου στο χώμα

Βουητό με τραντάζει και σαν γη

το κορμί μου

Το καφέ στων ματιών σου  Ανοίγω

Να με κάψεις  Το μέλι να στάξεις

σαν μαύρο

Του σπινθήρα σου γίνομαι η άκρη

Στο κορμί σου απλώνομαι τέφρα

Μαύρο φως

και σαν ένας πορφυρός

 

και γιγάντιος καθρέφτης

σαν ήλιος

 

ΛΒ.

Ανέωξα σ’ εσένα το σώμα μου

και τη γλώσσα μου χύνω.

Σαν πηγάδι της γης και του χώματος πόρος

Με τραβάς

Και στη νύχτα σου γιασεμί αναδεύω

Ξεπηδάς κι όπως χέρι απλώνεσαι

μυρωδιά μου που αφή με τυλίγεις

Το τραγούδι σου ντύμα μου βάζεις

Δίχως στίχο και χωρίς μουσική

να χορέψω προστάζεις

Διατάζεις και γέρνω σαν κάλυκας

Και τα χέρια σου ράχη κι ορθώνουν

(ΗΜΕΡΙΑ ΝΥΧΤΑ, 1989)

 

ΣΧΙΣΤΗ ΟΔΟΣ

 

Και δεν επέθανες, βεβαίωσε η φωνή

(Υπόγειο καλώδιο αναγκάζει

τις συσκευές του κόσμου να μιλούν)

Όχι δεν πέθανα και ζω και σου μιλώ

 

Πουλάκι είναι και λαλεί πουλάκι είναι κι ας λέει

Έρχεται πέρασμα στενό έρχονται αγάπης λόγια

σχιστή την γλώσσα διασχίζει η οδός

Φάνηκε φόνος

 

Για θάνατο δεν ξέρει ο σκοτωμένος

Μόνο βυθίζεται λες χάνεται Σαν μυστικό

πέτρας παλιάς που σήκωσε πατημασιά η αεράκι

που πέρασε από όαση και τώρα στροβιλίζεται

τα ίχνη αφανίζοντας σε έρημο

άνεμος κυκλικός

 

Για θάνατο δεν ξέρει ο σκοτωμένος

Όταν το μαύρο φως σαν άσπρο τον κυρίεψε

Στο ανεξίτηλο εισχωρεί αργά  Τρομάζει

 

Βλέφαρο και ταράζεται ωσάν

με τις συσπάσεις του να δύναται

– πως ναι πως σώζει την φωνή

Για θάνατο δεν ξέρει να μιλά   Άπολις παραδίδεται

Αμαχητί μες στα δασάκια του μυαλού αναζητά

τις ζωγραφιές των αισθημάτων πως υπήρξαν

 

Για θάνατο μιλούν οι ζωντανοί.

 

Λίγο με χάρτινα στεφάνια κέρματα

δοσοληψίες των χεριών στου οφθαλμού

την αδηφάγο κατοχή συμπαραστάτες

Λίγο με δόξας απόηχους

Λίγο με ύπνο και όνειρα

Σε περιγράφει ο θάνατος

Σαν θάνατος ο θάνατος περιγελά  Σε περιφέρει

Ως επιτάφιος το ζην και αλήθεια

ότι προόρισται για Κιβωτός θανάτου

Μα δεν επέθανες, βεβαίωσε η φωνή

 

Και τι θα πει δεν πέθανα και πώς

τον θάνατο θάνατο ονομάζεις

πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς

να φθογγούται ο θάνατος και πώς

ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»

 

Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας.

Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή

(ΣΧΙΣΤΗ ΟΔΟΣ, 1992)

 

ΕΛΛΗΝΕΣ

 

Σαν Έλληνες που ξέμειναν

σε άλλης γης πατρίδα.

 

Χάθηκε στα βάθη της Ασίας

σε παραλίες φιλοσόφων βούλιαξε

και στα νησιά των ποιητών έγινε κύμα

και αεράκι ήμαρ νοσταλγίας.

 

Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς.

 

Πέρα απ’ του Πύρρου την χαμένη ηδονή

της Πίνδου τα’ αποκούμπι

Πίσω απ’ του Αίμου τις κορφές

στην Θράκη του Ορφέα η Ευρυδίκη

μαύρο μαντήλι να φορεί

ρούχο μακρύ του πένθους

 

Γιατί πενθεί την μουσική.

 

Και ψάχνει ψάχνει στα τρανζίστορ στα FM

κι ύστερα πάλι αίματα μεσαία και

στα βραχέα αίματα τα σκοτεινά και συμπαγή

τα μέλη της το μέλος ψάχνει

λόγο πλάγιο να πει

την μελωδία που άστραψε

και σαν ζωή της φάνηκε.

 

Και σαν ζωή τους φάνηκε

πως νοσταλγούν αυτήν την άλλη την ζωή.

Πίσω από μάρμαρα ερείπια κρυφτήκαν

στον Παρθενώνα γύρισαν  Εκοίταξαν

με τις Καρυάτιδες μαζί περπάτησαν

τον βράχο άκρη άκρη στην πόλη του Ζαλόγγου

μέσα σε κοίλα θέατρα παράστησαν.

 

Όχι. Αυτοί δεν ξέρουν δεν νοούν

Δεν ξέρουν ούτε νοσταλγούν

 

και τα τρανζίστορ παίζουν άλλες μουσικές.


Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/toses-magies-dichos-thama/

Μια ποιήτρια της οδού Ερατοσθένους


Η φωτιά που σε καίει
Κ’ η μοναξιά μου που ψάχνει τις στάχτες
Λένε πως κάποτε τα μάτια γίνονται δυό αιχμές
Τα χείλη κόκκινοι τάφοι
Τα χέρια κισσοί
Τα δάχτυλα μικρές σταγόνες δροσιάς
Λένε
Πώς το κορμί είναι οι στάχτες
Το κορμί η μοναξιά
Μα εμένα τα μάτια μου δυό μικρές θάλασσες
Δίχως καράβια
Δίχως αγέρηδες να φουσκώνουν τα κύματα
Δυό μικρές θάλασσες
Πού αρνήθηκες.


Πηγή: «Η γυναίκα με το κοπάδι» (1982), Στη συγκεντρωτική έκδοση: Στη μέση της ασφάλτου: Ποιήματα 1973-2002. Αθήνα: Καστανιώτης 2005.