Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γεραλής Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γεραλής Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Γιώργος Γεραλής - Πίσω απ’ τους λόφους


Πίσω απ’ τους λόφους άλλοι λόφοι, πίσω απ' τις κορφές
άλλες κορφές για ν' ανεβούμε χέρι-χέρι.
Τα σκοτεινά δασωμένα φαράγγια. Κράταμε.
Αίμα της γης, ανάμνηση θαμπή, πιο θαμπή ελπίδα.
 
Κι από τους λόφους κι απ' τα δάση πέρα, χαμηλά,
η θάλασσα η ατέλειωτη κι ο ανασασμός της.
Το έρημο φως. Κι η ανάμνηση νεκρή, κι η ελπίδα.
Και τα χέρια λυμένα. Η θάλασσα. Μονάχα η θάλασσα.
 
Κι άκουσε το τραγούδι το ασίγαστο από ποια βάθη ανεβαίνει.

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Γεραλής - Αινείτε τον Κύριον


Λοιπόν είναι αλήθεια
τα λεγόμενα παιδιά θαύματα
πολύ σπάνια δικαιώνουνε τις προβλέψεις.
Από τ’ αγόρια της παιδικής χορωδίας
που ακούσαμε κάποτε στο νησί
σ’ εκείνη τη φανταστική
Χριστουγεννιάτικη νύχτα
ακόμη θυμούμαι τα μάτια τους
παράφορα ερωτευμένα με τον ουρανό.
Κανένα δεν είχε την αναμενόμενη εξέλιξη·
δεν έγινε άγγελος.
Όπως έμαθα ανδρώθηκαν, ευδοκιμούν
και φθείρονται ανάμεσά μας.

Γιώργος Γεραλής (1917-1996)

Κλειστός Κήπος, 1966

Πηγή: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=pfbid08kZuoErRbxBdwzqkLUze3qm2JC3Eo89k5URmHZKJq7cCuzoC48S1FZp9nkMb9hm4l&id=100006452492064

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Γεραλής - Σκοτεινό τραγούδι



Είχε νυχτώσει όταν εδιάβηκα τη θύρα
κι η ψυχή μου στο φόβο είχε βουλιάξει.
Όμως οι αισθήσεις μου όλες, καθώς πάλι
στου άχρονου εζύγωναν το χώρο,
τεντωμένες μέ κράτησαν κοντά σου,
— νύχτα, μες στη σκληρή ερημιά της πέτρας,
νύχτα, στη σιωπηλή φρίκη του τέλους,
στο τίποτα και στο ποτέ.

Εκεί σ' αφήσαμε το πρωί... Ένα αλλοιώτικο,
κατάξερο κοιμητήρι· ούτε ίσκιος
κυπαρισσιού, να δροσιστή ο καιρός,
που εδώ ξεπέζεψε, ούτε χλόη
για των πουλιών το καλωσόρισμα. Στεγνό
χώμα και πέτρα, και χώμα και πέτρα,
σάμπως να χτίζονται οι νεκροί στο λόφο επάνω
απ’ την τρελή καλόγρια, που περνώντας
με το τσαπί και με το φτυάρι ανάμεσά τους
πετάει στον άσπρο κουρνιαχτό το φριχτό γέλιο.
Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί, κουνώντας
τα χέρια, όταν χτιζόσουν στην πλαγιά τού λόφου.
Ωστόσο, πάλι εδιάβηκα τη θύρα,
νύχτα κι ο φόβος κάθονταν μολύβι,
στο στήθος μου.
                                   Μα ως έτριξεν η θύρα
— τόσο οί αισθήσεις ήταν τεντωμένες —
ήταν σα να ’τριξεν ό χρόνος και με πήρε
του άχρονου το σύνορο, εκεί που η νύχτα,
νύχτα δεν είναι πιά, το φως φως δεν το κράζουν
κι ο τάφος ίσως λέγεται φωνή, η θύμηση άστρο,
η δυστυχία χαμόγελο, η καρδιά λιθάρι.
Κι αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει είναι μια λέξη,
κι οι λέξεις είναι τα όνειρα μιας άλλης ζωής,
κι η άλλη ζωή, αν ήταν ή αν δέν ήταν,
κανείς δέν ξέρει.

Παράμερα απ’ το σύνορο στάθηκα. Η λάμψη
ενός αθέατου φεγγαριού πλημμύριζε όλη
την ερημιά σου. Και καθώς σε αναζητούσα
με την καρδιά να δέρνεσαι, σε είδα, σκυμμένος
να περπατάς, κατηφορώντας τά τραχιά χαλίκια
όπως και τότε — δε θυμάμαι — με το αδέξιο βήμα
του λαβωμένου πουλιού. Σε είδα και σου είπα,
απλώνοντας το χέρι μου έντρομο: «Πατέρα...»

Με κοίταξες, σαν να μην ήμουνα κοντά σου,
σα να μην είχες ξαναδεί το πρόσωπό μου,
σα να μην είχες ξανακούσει τή φωνή μου.
Τόσο η ματιά σου ήταν απόμακρη και ξένη,
κι από το φως της έλειπα.
Μόνο μουρμούρισες ακατανόητα λόγια
από μια γλώσσα αλλόκοτη, καί προσπερνώντας,
έκρουες κάθε τόσο τούς σταυρούς, καθώς χτυπούμε
εμείς στη «ζωή» μια πόρτα για να βγει ένας φίλος.
Πλήθαιναν γύρω σου οι μορφές, τ’ άγνωστα πρόσωπα
κι όλοι με κοίταζαν καθώς να μην υπήρχα,
κι εσύ με κοίταζες σα να μην είχα υπάρξει, 
ξένος για πάντα και τα χέρια μας λυμένα
για πάντα, — στό τίποτα καί στό ποτέ...
Με πήρε εκεί ένα κλάμα σα βουερό ποτάμι,
με πήρε εκεί ένας ύπνος σα γλυκούλι ρυάκι.

Χαράματα, καθώς ανέβαινε η τρελή καλόγρια,
μέ ξύπνησε χτυπώντας πλάι μου τό τσαπί της:
«Ο κύριος», είπε, «θα χτιστεί, ή θα χτίσει;».
Και τράβηξε, βροντογελώντας, το τραχύ ανηφόρι.

Γιώργος Γεραλής - Εκείνο το άστρο



Εκείνο το άστρο, τόσες νύχτες καρφωμένο
πάνω απ' τα νέα βουνά και τόσο απόμακρο,
σαν την πατρίδα του πόνου μας, σαν κάθε πατρίδα.
Νά' τανε καν ένα όνειρο να μας τυλίξει
μια θαμπή περιπλάνηση, κι από κορφή σε κορφή
κι από πλαγιά σε πλαγιά, να θυμηθούμε.
Κάπου η πηγή αναβρύζει, κάποτε κινήσαμε,
κάπου χαθήκανε τα βήματά μας.

                                                          Είδα,
το χέρι της να υψώνεται μες στην ομίχλη,
κόκκινο, με τη βούλα της πληγής, τρεμουλιαστό,
στη σύσπαση που ξέρει ο θάνατος
γυρεύοντας τη γη,
στη σύσπαση που ξέρει ο έρωτας
ψάχνοντας για ένα δρόμο προς τα άστρα.

 Γιώργος Γεραλής (Σμύρνη, 23 Απριλίου 1917 - Αθήνα, 29 Νοεμβρίου 1996)
Πηγή: Γιώργος Γεραλής, Ανθολογημένος και αυτοανθολογημένος, Επιμέλεια και Ανθολόγηση: Κώστας Στεργιόπουλος, Αθήνα: Ερμής 1997.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Γιώργος Γεραλής - Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες


Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες
ωραίες το βράδυ,
μέσα σε λάμψεις πολύχρωμες
κανένα φως,
στο βουητό το αδιάκοπο
ήχος κανένας,
σε αναρίθμητα πρόσωπα
μορφή καμιά.
Ωραίες το βράδυ,
με την απέραντη μοναξιά
στο κινούμενο πλήθος,
πόση ξεκούραση,
μιλάς δε σ’ ακούνε,
γνέφεις κι εκείνοι ονειρεύονται,
το ποτάμι κυλά
καθρεφτίζοντας άστρα διαλυμένα,
προσωπεία από τη μια
κι από την άλλη όχθη.
Ωραίο μέσα στην πολυάνθρωπη
ερημιά να ξεχνιέσαι,
να μη θυμάσαι αν άκουσες «πνίγομαι»
ή «αγάπη μου, ήρθες αργά»,
ή κάτι ακόμα πιο αδιάφορο:
«να βρεθούμε μια μέρα».
Χέρια που δέρνονται μεθυσμένα,
μάτια ανεξερεύνητα, δεν τα προφταίνεις
και οι συναντήσεις συμπτωματικές και δίχως
μιαν οποιαδήποτε συνέχεια, όπως
οι γνωριμίες στις κλινικές.

Πηγή: Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία και Γραμματολογία, τόμος Ε΄, Αθήνα: εκδ. Σοκόλη 1990.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Γιώργος Γεραλής - Βροχή το βράδυ


Με τη βροχή,
ανοίγει ο έγκλειστος Θεός ένα παράθυρο
στον ουρανό και ρεμβάζει,
η αγαπημένη του άλλοτε σβήνει το φως και συλλογίζεται
κάτι λησμονημένο κι αταίριαστο, όπως
έναν περίπατο στον ανοιξιάτικο ήλιο ή ένα όνομα
σπασμένο τρυφερά. Με τη βροχή,
η Άννα ξεχνάει ό,τι διάβασε, καθώς γυρίζει σελίδα,
αφογκράζεται πουλιά να περνούν τραγουδώντας
την ερημιά μου την ερημιά σου. Με τη βροχή
φαίνει η μητέρα σύννεφο ελαφρό για σκέπη μας,
οι φίλοι αλλάζουν πρόσωπο,τα ποτάμια σιωπή.
Με τη βροχή,οι πεθαμένοι αλλάζουνε πλευρό,
ανοίγουνε τα μάτια και ξανακοιμούνται.

Πηγή: Κλειστός Κήπος

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Γιώργος Γεραλής - 'Ενα κορίτσι κι ένα όνειρο



Γαλάζιος ήλιος γέλασε, Γενάρη μήνα,
στα νοτισμένα βλέφαρα, στη χλωμή πλάση.
Ράθυμο βήμα, φλύαρη καρδιά, χιονάτη ερμίνα,
το κορίτσι που πάει να ονειρευθεί στα δάση.
Κι η δόξα των ματιών μου αβρά την περιντύνει
με άνθη απ’ της Μουσικής τη μετόπη γερμένα.
Χαράζει πορφυρό χαμόγελο και κλείνει
σ'ένα τάχα φιλί τ’ όνειρό της κι έμένα.
Σαν μητρική φωνή, σαν κόρη ερωτευμένη,
το δάσος ταπεινά της χαϊδεύει τα στήθη...
Σ'ένα τοπίο γλυκά θλιμμένο, μάς πηγαίνει
ο αγέρας που φυσάει από το παραμύθι...
...Κι εκεί μας καρτερούν ακρογιαλιές και χέρια
κλαμένα για των χωρισμών την ειμαρμένη.
Κι ένα πλοίο, λευκό, κατάφορτο απ' αστέρια
που κινάει να μας πάει σε μια, εποχή χαμένη.
Και λικνίζουν οι αυγές το φως τους, και βραδιάζει,
και πάνω απ’ τους βυθούς έχει η ελπίδα σκύψει.
Κι εκείνη, εκστατική, στη μορφή μου διαβάζει
μιαν ευτυχία βαριά δεμένη με τη θλίψη.
Μα η χαμένη εποχή αν δεν είναι, δεν εφάνη.
Τα δάκρυα των καιρών ανατέλλουν στα ιστία.
Το πλοίο, με μυθικό στην κόμη του στεφάνι,
μακραίνει ερημικό,και γίνεται ιστορία...
Μα η χαμένη εποχή αν δεν είναι, που με φέρνει
το βήμα το βαθύ και το λικνιστικό της;
Τραγούδι, ξύπνησε η ψυχή μου, κι όλη γέρνει
ν'ακούσει το λησμονημένο μυστικό της...
Στο δάσος μέθυσε ένα σύννεφο και τρέχει
να λιώσει στα χρυσά μαλλιά της, ήλιου στάλα.
Κι η μνήμη στάει θολή βροχή, καθώς να βρέχει
στα παλιά, παιδικά μου μάτια, τα μεγάλα...

Πηγή: Λυρικά Τοπία,1950

Αναδημοσίευση από: https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%B9-%CE%BA%CE%B9-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CF%82?fbclid=IwAR17xO7p1B6SEC8JbIJYd-jBujPPkZzcYaOwCn6RGd9kCa-TBnGYmpHo_hs

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Γεραλής - Ωραία σαν Λύπη


Δε θα την πω ρόδο η αυγή, κρίνο η χαλάζι.
Ήταν ωραία σαν λύπη σε αλλαξοκαιριά,
σα βλέμμα ενός πουλιού που αφέθηκε στο χέρι σου.
Πάντα κοιμότανε όταν την αγκάλιαζα.
Μια φορά μόνο, που έπαιξαν τα μάτια της,
ήταν για να μου πεί πως ταξιδεύει.
Όταν γελούσε, στο βαρύ καλοκαίρι,
πάντα κοίταζε αλλού. Κάποτε μου ’φέρε
ένα πρόσωπο αλλιώτικο, απ’ την πρώτη ζωή μου.
Θα τη θυμούμαι ως το στερνό βασίλεμα.
Έπειτα, όπως βαθιά θα με κοιτάζει,
θα την ξεχάσω.

Τα Μάτια της Κίρκης, 1961, 1963

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Γιώργος Γεραλής - Μυστική φωνή


Τις βραδιές που η «άδικη» λύπη, με πονεί
κι αγρυπνώ γυρεύοντας το χαμένο φως μου,
αγρικώ την απαλή, μυστική φωνή
του δικού μου κόσμου...
Κουρασμένοι στοχασμοί πέρνουνε φτερά
και τα μάτια, ως ξαφνική δόξα τ' απαλύνει,
κλείνονται να ονειρευτούν κάτι σαν χαρά
κάτι σαν γαλήνη...
Κι ούτε ξέρω το γιατί, κι ούτε νιώθω πώς
όσα της ζωής βαριά, μ' έχουνε παιδέψει
γίνονται στα χείλη μου σιγαλός σκοπός
- λυτρωμένη σκέψη...
Κάποτε, σαν η βαθιά λύπη με πονεί
κι αγρυπνώ γυρεύοντας το χαμένο φως μου,
αγρικώ την απαλή, μυστική φωνή
του δικού μου κόσμου...
Κι είναι τότε μια ψυχή σαν να μου μιλεί
που γλυκιά μου, μακρινή γνώρα η εμορφιά της,
κι είναι τότε μια ψυχή σα να με καλεί
για τη συντροφιά της...

περ. Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 40, 4/9/1937

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Γιώργος Γεραλής-Με τι πρόσωπο



Με τι πρόσωπο θ’ αντικρίσουμε εκείνους
που απλώσανε το χέρι τους στη φωτιά,
νηφάλιοι κι ωστόσο περιπαθείς
στην απόφασή τους,
εμείς που σε λόγια αρκεστήκαμε
ζυγιάζοντας το βάρος με τον κίνδυνο,
τα καθημερινά αισθήματα με τις ιδέες;
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους ξαναδούμε;
Εγκάρδια χαμογελώντας πήρανε
το μακρύ δρόμο
μέσα στην πέτρα και στην καταχνιά,
με μια τούφα από ήλιο στο σκισμένο μέτωπο,
μ’ έναν κόμπο φαρμάκι στο ακροχείλι.
Κι ούτε που καταδέχτηκαν να κοιτάξουν βαθιά μας
πόσο μετρούσε η κίνηση της ψυχής,
ποια υπόσχεση κρυβόταν στο αντίο μας.
Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα,
τη δικαιοσύνη αγαπήσαμε, αυτό μονάχα,
κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη,
όμως εκείνοι,
την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε, δίχως λέξη να πούνε.
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους αντικρίσουμε;

Η ελληνική νύχτα (1974)

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021

Γιώργος Γεραλής-[Αν ό,τι σκέφτηκες]



Αν ό,τι σκέφτηκες τον μακρινό καιρό,
βαθιά το είχες σκεφτεί, θα σε κουράζει
κάθε φορά που κάτι φεγγερό,
μια ελπίδα ή μια χαρά, θα σου χαράζει.
Κι όπως θα ψάχνεις μέσα στα θολά
της ύπαρξής σου, σαν ανατριχίλα
για μια στιγμή διαβαίνοντας, δειλά
θα σου αναδεύω της καρδιάς τα φύλλα.


Γιώργος Γεραλής (29 Νοεμβρίου 1996)

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Γιώργος Γεραλής - Αίθουσα αναμονής


Στο θαμπό φως, μια συλλογή κρατάει τους πεθαμένους.

Κάποτε ανοίγει η θύρα και περνά ένας άλλος,

μ’ ένα μισόγελο, κάτι σαν σκιά χαιρετισμού,

χωρίς κανείς να του αποκρίνεται. Τον κοιτούν μόνο

με λοξό βλέμμα, και βυθίζονται ξανά στο θάνατο.

Άγνωστοι, κι έναν άγνωστο χώρο ανιχνεύουν,

καθένας μόνος, με μιαν ηρεμία, μια αποδοχή,

είτε με μια αξιοπρέπεια φοβισμένη. Έπειτα πάλι,

γυρνώντας, σα να μελετούνε ο ένας του άλλου

τη μυστική φθορά, την κρυφή πείρα,

μια σύσπαση που απόμεινε από το ταξίδι,

τον πανικό ενός ίσκιου στα γερμένα μάτια,

που αναζητούνε διέξοδο σε ακατανόητα

περιοδικά, μιας μακρινής χρονολογίας.


Μέσα, ο σοφός καθηγητής ακούει τα βήματα,

προβλέπει τα ενδεχόμενα με ακρίβεια,

εγκάρδιος σε όσους ζύγωσαν κιόλα την πύλη,

φορέσανε τη μαύρη σκέπη, είν’ έτοιμοι.

Τους αποχαιρετά μ’ ένα μειδίαμα.

«Φίλε μου, θα ξαναϊδωθούμε», βέβαιος ότι

εκείνοι αναχωρούν πια για την άβυσσο.

Άλλοτε σιωπηλός, στυγνός, όταν, σκυμμένος,

κουράζεται ερευνώντας μακρινούς θανάτους,

θύελλες βιαστικές, παιγνιώδη σκότη.


Όρθια στην πόρτα, η αδελφή, λευκή σαν το άπειρο,

αμίλητη σαν την ενέδρα, κατανεύει μόνο

στα ερωτηματικά, με μια ανεπαίσθητη

κίνηση, μιαν απόκρυφη ειρωνεία.

Δείχνει το δρόμο ή σταματά ένα πρόωρο ξύπνημα.

«Ω, κοιμηθείτε ακόμα, κοιμηθείτε.»


Γιώργος Γεραλής (1917-1996)

Νεα εστια, τ. 70, 1961

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Γιώργος Γεραλής -Τα μάτια της Κίρκης

Ήταν στο δώμα. Κάτω, η θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς,
μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια.
Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά
πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει
φυλακισμένο το όνειρο,
η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο
μόνο με την αρμύρα του νερού,
της γης την άχνη, του καιρού το ρίγος,
παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο.
Το πόσο περπατήσαμε ο ένας του άλλου
τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει.
Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο
όταν κοιτάει στη χώρα της ανάμνησης,
ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή,
για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα,
ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας
την ερημιά.

Μα ωστόσο, η Κίρκη
ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ’ τις αγρύπνιες μου
χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε,
παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη
στου αγνώστου το καρτέρεμα.

Σκύβοντας, ήπια,
πρώτα, νερό απ’ τα χείλη της. Το καλοκαίρι
τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες
το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα
ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας
παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες
του μέσα κόσμου της, μιλώντας
τα λόγια που είναι σαν φτερά.

Μα η Κίρκη,
με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση,
με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου,
κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό
φυλακισμένο, κι ένα φως που τρέμιζε άχραντο
στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σα να ταξίδευε
με το ζεστό πουλί της αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου.

Είναι μακριά
τώρα το καλοκαιρινό νησί, η χαρά που πέτρωσε,
είναι μακριά και το κορμί της Κίρκης, η γιορτή
του πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά
στην αιώνια νιότη.
Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν
τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ’ το σώμα.
Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου,
παίζουνε πίσω απ’ τα παραπετάσματα,
τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα.
Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου,
μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή και ανεξήγητη,
σαν τη μοίρα της ποίησης,
που αγρυπνάει
στην ψυχή μου.

Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=88

Γιώργος Γεραλής - Δειλινό στο λόφο



Σε ξαναβρήκα όπως ανέβαινα τις ροδοδάφνες.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.

Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.

Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.

Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.

Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»

Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.

Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.

Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.

Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.

Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

Πηγή:http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=238

Γιώργος Γεραλής-Ποιήματα

Η Αγέρινη
Την είδες; Φως νωπό την τραγουδούσε πέρα
Καθώς εδιάβαινε αγκαλιά με τον αγέρα.

Ο τόπος νύσταζε γλυκά στην αντηλιά της
κι ένα μικρό βιολί χορεύει στα μαλλιά της.

Εκεί που σβήνει ο αχός, την ήπιανε οι αχτίδες
Και φέξαν τα νερά του ονείρου. Δε την είδες;

Γοργή σαν τη χαρά, κι όμως την είδε η Πλάση.
Κλείσε τα μάτια σου, να σου χαμογελάσει.



Ωραία σαν λύπη
Δεν θα την δω ρόδο ή αυγή, κρίνο ή χαλάζι.
Ήταν ωραία σαν λύπη σε αλλαξοκαιριά,
σα βλέμμα ενός πουλιού που αφέθηκε στο χέρι σου.

Πάντα κοιμότανε όταν την αγκάλιαζα.
Μια φορά μόνο, που έπαιξαν τα μάτια της,
ήταν για να μου πει πως ταξιδεύει.

Όταν γελούσε, στο βαρύ καλοκαίρι,
πάντα κοίταζε αλλού. Κάποτε μούφερε
ένα πρόσωπο αλλιώτικο, απ’ την πρώτη ζωή μου.

Θα τη θυμούμαι ως το στερνό βασίλεμα.
Έπειτα, όπως βαθιά θα με κοιτάζει
θα την ξεχάσω.



Βραδινή Μουσική
Ο μεσονύχτιος άνεμος ξύπνησε
τις μαρμαρένιες κόρες στον κήπο.
Η καθεμιά πήρε πάλι τη θέση της
στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο,
στη συλλογή, στο ατελεύτητο έργο.

Άλλη κρατάει ροδάνι, άλλη χρυσό σταμνί,
άλλη περνάει χλωμά λουλούδια σε στεφάνι.
Έξω απ’ τα πέρα μνήματα, του αγέρα η κόρη
γυαλίζεται, χτενίζεται, να δείξει πιο όμορφη.
Μιλάει και καμαρώνεται κι ουδέ γρικιέται.

Κι ο καβαλάρης διάβηκε στο πράσινο άλογο
κι εκείνες τον εκράξανε με άλαλα χείλια.
Στην κρυφήν αστραπή της νύχτας τον εκράξανε,
τα χέρια του απλώσανε στο πέτρινο όνειρο,
μάειδε ξοπίσω εστράφη ουδ’ αχνογέλασε,
μόνε στο φως διπλώθηκε και πάει του βάθους.

Η καθεμιά πήρε πάλι τη θέση της
στον πριν καιρό, στον καιρό τον ερχόμενο.
Στου τυφλού ανέμου τ’ όνειρο, στο θαμπό τούτο ποίημα,
στο ατελεύτητο έργο.
Στον αιώνα τον άπαντα.

Γιώργος Γεραλής (1917-1996)

Πηγή: https://edromos.gr/me-oxhma-thn-poihsh-geralhs/