Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Χορν Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Χορν Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Μ. Χατζιδάκις-Το πάρτυ - (Οδός Ονείρων) Δημήτρης Χορν


Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί, κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα΄ θελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία μέσα σ αυτό το δρόμο γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, μαζί με μας και τα όνειρά μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας. Γι' αυτό ένα πάρτυ σ' αυτό το δρόμο είναι πιο θλιβερό και από τον ίδιο το θάνατο, είναι ένα γραμμόφωνο που ολοένα ξεκουρδίζεται, δυο ιδρωμένα χέρια στο άσπρο φόρεμα ενός κοριτσιού, ένας σκύλος που απορεί, ένα ποτήρι αδειανό στην άκρη της αυλής μου, μια κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της, ένας κρυφός αναστεναγμός, ένα αρπαχτικό βλέμμα θηρίου που δεν τολμάει να αγγίξει, ένα κλουβί στην πόρτα σου με ένα πουλί που κοιμάται... Γι' αυτό ένα πάρτυ στην Οδό των Ονείρων είναι στιγμή πιο θλιβερή και από τη στιγμή του ονείρου, είναι ένα ξέφτισμα ζωής, ένα παιχνίδι χάρτινο στα χέρια των αγγέλων. Κοιτάχτε τούτο το κλουβί είναι λιγάκι πιο μεγάλο από την καρδιά μου, κι όμως δεν μπορεί να χωρέσει την αγάπη μου, κοιτάχτε και τούτο το κορίτσι θα του χαρίσω το κλουβί κι ένα τραγούδι θα μου πει... για το πουλί που χάθηκε, για το πουλί που πια δε ζει Από τη μουσική παράσταση "Οδός Ονείρων" σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Χορν

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Δημήτρης Χορν-Ο Ηθοποιός


 Άλμπουμ: Οδός ονείρων (1962)

Συνθέτης: Χατζηδάκις Μάνος

Στιχουργός: Χατζηδάκις Μάνος


Ηθοποιός σημαίνει φως.

Είναι καημός πολύ πικρός

και στεναγμός πολύ μικρός.


Μίλησε, κλαις;

Όχι δε λες.

Μήπως πεινάς;

Και τι να φας!

Όλο γυρνάς, πες μου πού πας;


Σ’ αναζητώ στο χώρο αυτό,

γιατί είμ’ εγώ πολύ μικρός

και θλιβερός ηθοποιός.

Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.

Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.


Σαν καλαμιά θα σ’ αρνηθώ,

θα σκεπαστώ, θα τυλιχτώ

μ’ άσπρο πανί κι ένα πουλί,

άσπρο πουλί που θα καλεί τ’ άλλο πουλί,

το μαύρο πουλί.


Παρηγοριά στη λυγαριά, υπομονή!

Αχ πώς πονεί!

Κι ύστερα λες για δυο τρελές

που μ’ αγαπούν γιατί σιωπούν,

γιατί σιωπούν……


Έλα στο φως, παίζω θα δεις.

Είμαι σοφός μην απορείς,

έλα στο φως, παίζω θα δεις.


Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις

είναι καημός πολύ πικρός

και στεναγμός πολύ βαθύς.


Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός

είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ είσαι παιδί,

που καρτερεί κάτι να δει.

Πιες το κρασί, στάλα χρυσή

απ’ την ψυχή, ως την ψυχή.

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

T.S. Eliot-Το ταξίδι των μάγων

Δημήτρης Χορν - Το ταξίδι των μάγων



...............................................................................................................

The journey of the Magi


"A cold coming we had of it,
Just the worst time of the year
For a journey, and such a long journey:
The road was deep and the weather sharp,
The very dead of winter."
And the camels galled, sore footed, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
And running away, and wanting their liquor and women,
And the night fires gong out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty, and charging high prices.:
A hard time we had of it.
At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly.

Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine skins.
But there was no information, and so we continued
And arrived at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you may say) satisfactory.

All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we lead all that way for
Birth or Death; There was a Birth, certainly,
We had evidence and no doubt. I have seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death.
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.

...........................................................................................................................

Κρύο ταξίδι κάναμε.Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.
Και τι μακρύ ταξίδι.Οι δρόμοι αδιάπατοι, ο καιρός αψύς στην καρδιά
του χειμώνα.Και οι γκαμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες,
έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε
τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές, τα περιβόλια, τα μεταξένια
κορίτσια που μας έφερναν δροσοστικά.Και οι αγωγιάτες έβριζαν,
γκρίνιαζαν και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.
Και οι φωτιές σβυστές, κι ούτε μια σκέπη.Οι πόλεις εχθρικές και τα
χωριά αφιλόξενα, τα σπίτια βρωμικα μας έκλεβαν στο νοίκι .
Σκληρό ταξίδι κάναμε. Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε
όλη νύχτα και να κοιμόμαστε κλεφτά.Και οι φωνές στ’ αυτιά μας
τραγουδούσαν κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.


Το ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα, χλωρή, βρεμμένη
παρακάτω από τα χιόνια, μ’ ένα ρυάκι που έτρεχε κι έναν νερόμυλο
που χτυπούσε στο σκοτάδι και τρία δέντρα στον χαμηλωμένον ουρανό
κι ένα άσπρο, γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λειβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα που την ίσκιωνε κληματαριά.
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευαν ασήμι και πόδια που
κλωτσούσαν τ’ άδεια ασκιά.Μα κανένας δεν ήξερε τίποτε.
Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα, την τελευταία ώρα βρήκαμε
τον τόπο, και ήταν, θα `λεγε κανείς, επιτυχία.

Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες, παλαιές αναμνήσεις και θα πήγαινα
ξανά, μα ένα δεν ξέρω, ένα δεν ξέρω.Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα
ή θάνατο; Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να
ξεχωρίζω.Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.
Ήταν η γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος.Σαν το
δικό μας θάνατο.
Γυρίσαμε στα παλάτια μας, σε τούτα τα βασίλεια, όχι πια
βολεμένοι στα παλιά προνόμια.Έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.
Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.



Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Νότης Περγιάλης-Ηχώ και Νάρκισσος


Του Νότη Περγιάλη: Ακούγονται οι ηθοποιοί Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν, Αντιγόνη Βαλάκου, Τώνια Καράλη, Μαρία Μιχαλοπούλου, Μιχάλης Μπούχλης, Νίκος Φιλιππόπουλος, Άννα Λώρη, Στέλιος Βόκοβιτς.


Ολόκληρο το θεατρικό έργο



Απόσπασμα

Αποτέλεσμα εικόνας για νοτης περγιαλης
Νότης Περγιάλης (απαντάται και ως Νότης Περιγιάλης, 16 Αυγούστου 1920 - 10 Νοεμβρίου 2009)

Διαλεχτή Ζευγώλη - Γλέζου- [Πέρασε κι’ έσβυσε]

Πέρασε κι’ έσβυσε το χτες και πάει με τ’ άλλα τα σβυστά. Kι’ εξέφτυσε το σήμερα σα ρόδο απάνω στο κλωνί. Tο αύριο, το μεθαύριο, μοιάζουνε βλέφαρα κλειστά που των ματιών δε ξαίρομε μαύρο το χρώμα γιά ουρανί.
Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου (1907–1996)

(από τα Τραγούδια της Μοναξιάς, Μουσικά Χρονικά 1931) 

Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=258&author_id=64


                                              Διαβάζει και τραγουδάει ο Δημήτρης Χορν

Κ. Γ. Καρυωτάκης-Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Kαι γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Aγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Tα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,
και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκια
γλυκά. Kαι τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Kυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Tο χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται –ωχρή– σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Kαι το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν.

Νηπενθή


Διαβάζει ο Δημήτρης Χορν

Διαβάζει ο Ηλίας Λογοθέτης

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Οδυσσέας Ελύτης- «Το Μονόγραμμα»




Το Μονόγραμμα

Θα πενθώ – μ’ ακούς; – για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

 

I

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα “πίστεψέ με” και τα “μη”
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δύο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με το κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ’ στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η σταλιά στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόση η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μέσ’ στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν το αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μέσ’ στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μέσ’ στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού με πας και ποιος, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ’ ακούς
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σε άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα και από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μέσ’ στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και με αντάρτες απόμαχους
Από το να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας
θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω πού θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μέσ’ στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη – άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βότανα

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου άλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκεται μέσ’ στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μέσ’ στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μέσ’ στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μέσ’ στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιουλ-μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε κι ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσ’ στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μέσ’ στον Παράδεισο.


Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

Πηγή:http://dide.fth.sch.gr/culture/monogrammaOElyths.htm

..................................................................................................................................................................
Ο Δημήτρης Χόρν διαβάζει ένα απόσπασμα από  το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη (1992)

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Αλέξανδρος Μπάρας - H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»


Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…

Η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
Η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κι η «Θεοδώρα»
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι – si j’étais roi! –
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην «Kλεοπάτρα», τη «Σεμίραμη», τη «Θεοδώρα»,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.

Αλέξανδρος Μπάρας (πραγματικό όνομα: Μενέλαος Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντινούπολη, 1906 - Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1990)

[Αλέξανδρος Μπάρας, Ποιήματα 1933-1953, Ίκαρος, Αθήνα 1954, σ. 9-11]

πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C113/351/2368,9032/extras/texts/index08_17_parallilo_baras.html






Ο Δημήτρης Χορν διαβάζει Αλέξανδρο Μπάρα (1962)

Κ. Π. Καβάφης - Η πόλις


Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»


Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.

[1910] 

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)


 

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Κ.Π. Καβάφης-Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.


[1911]

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Edouard Vuillard - Τhe Window