Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Χειμερινοί Κολυμβητές-Μπακιρτζής Αργύρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Χειμερινοί Κολυμβητές-Μπακιρτζής Αργύρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Χειμερινοί Κολυμβητές - Ο Ήλιος και το Φεγγάρι


 Ο ήλιος και το φεγγάρι συμφωνήσανε τα δυό,

να σε κάνουν τέτοια νέα, να μαραίνεις κάθε νιό.


Τ' απεφάσισα να γίνω στην Αγιά Σοφιά κουμπές,

να 'ρχονται να προσκυνάνε μαυρομάτες και ξανθές.


Αν εσύ δε μου το δώσεις το φιλί που σου ζητώ,

θα σ' το πάρω με το ζόρι κι ας με φέρουνε νεκρό,

τέσσερις θα με περάσουν απ' την πόρτα σου νεκρό.


Άσπρη, μαρμαρένια βρύση, πως κρατάς κρύο νερό,

έτσι κι εγώ υποφέρω της αγάπης τον καημό.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Χειμερινοί Κολυμβητές-Κυρα Τζένη

 

Στίχοι-Μουσική-ερμηνεία:Αργύρης Μπακιρτζής


Γειά σου κυρὰ Τζένη πού ῾ρθες ἀπ᾿ τὸ Δοξᾶτο

στὴ Θάσο νὰ μαλώνεις μὲ τὸν πολιτσμάνο·

μὲ τὸν πολιτσμάνο ποὺ δουλειὰ δὲν ἔχει

παρὰ μόνο ἐσένα νὰ ἐλέγχει.


Εἶσαι ἡ πιὸ φίνα καὶ ζόρικια κυρία,

μὲ γροθιὰ σφιγμένη στὰ συλλαλητήρια,

στὶς διεκδικήσεις καὶ στὰ πανηγύρια

πάντα στὸν ἀγώνα, πάντα στὸν ἀγώνα.


Πάντα στὸν ἀγώνα γιὰ μία ἄλλη κοινωνία,

ποὺ δὲν θά ῾χει φτώχεια, μίση καὶ κακία·

μόν᾿ ἔρωτα, φιλία, δουλειὰ καὶ κομπανία

καὶ συντρίμμια θά ῾ν᾿ ἡ ἐξουσία.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Το καλοκαίρι...

Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος

κι ο χιμώνας μου φαίνεται βαρύς.

Τι σύντομα που τέλειωσε κι ο τρύγος!

Δεν πρόφτασες, καρδιά μου, να χαρείς…


Κι όμως και τι, και τι δε σου είχαν τάξει

Τα δειλινά του τα χιμαιρικά!

Γιατί να μη μπορέσει να βαστάξει

τουλάχιστον, απ’ όλα, μερικά;…


Το καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος,

κι ο χειμώνας απλώθηκε βαρύς:

αχ, φέτος, ο καιρός αυτός, ο λίγος,

ήτανε μιας ορφάνιας φοβερής!


Κι όμως και τι δε σ’ έκανε να ελπίσεις,

με την παραμυθένια του φωνή…

Τα παραμύθια πέθαναν, επίσης,

– κι εγώ το περιμένω να φανεί!


Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, Ζήτρος 1997.


 Αργύρης Μπακιρτζής, Γιώργος Κωστογιώργης - Το καλοκαίρι


Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ανδρίκος Βέττας - Ερημικός βίος



Θέλω να πάρω τα βουνά και τους κρημνώδεις βράχους,
να αποφύγω λογισμούς φριχτούς, πολυταράχους,
να `χω θηρία συντροφιά και βράχους κατοικία,
γιατί η καρδιά μου μαύρισε στου κόσμου την κακία.

Καλύτερα στην ερημιά μακράν της κοινωνίας
παρά χειλέων γέλωτες να `ναι πληγαί καρδίας,
παρά χειλέων γέλωτες να `ναι πληγαί καρδίας.

Και να μην βλέπω τ’ άγρια πάθη της κοινωνίας
και να διάγω άλαλος και φίλος της αγνοίας,
να `χω αδέλφια λέοντας και τίγρεις και παρδάλεις
και βράχους ως αντίτυπα της μητρικής αγκάλης.


Καλύτερα στην ερημιά μακράν της κοινωνίας
παρά χειλέων γέλωτες να `ναι πληγαί καρδίας,
παρά χειλέων γέλωτες να `ναι πληγαί καρδίας.

Δε θέλω ως ηθοποιός στον κόσμο για να ζήσω
κάλλιο άλαλος στην ερημιά, τα μάτια μου θα κλείσω
κι άμα θα βλέπω άνθρωπο θα φεύγω προς τα πίσω
δε θέλω ούτε να ιδώ, ούτε να του μιλήσω.

Καλύτερα στην ερημιά μακράν της κοινωνίας
παρά χειλέων γέλωτες να `ναι πληγαί καρδίας
παρά χειλέων γέλωτες να `ναι πληγαί καρδίας.

                                                  Αργύρης Μπακιρτζής - Ερημικός βίος

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης - Η τρελή ροδιά

Πρωινό ερωτηματικό

κέφι à pleine haleine*

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;
     
Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;


Προσανατολισμοί
, Ενότητα: «Η θητεία του καλοκαιριού»



                                  Χειμερινοί Κολυμβητές - Η τρελή ροδιά

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Νίκος Καββαδίας-Παραλληλισμοί



Τρία πράγματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.


Πηγή:Νίκος Καββαδίας - Μαραμπού (1933)


                                           Νίκος Καββαδίας-Παραλληλισμοί (Διαβάζει ο Νότης Περγιάλης)



                                                Χειμερινοί Κολυμβητές - Παραλληλισμοί 


Χειμερινοί Κολυμβητές - Αρζεντίνα


 

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Κώστας Βάρναλης-Το πέρασμά σου



                    
Κώστας Καράλης - Το Πέρασμά Σου (μελοποίηση : Γιάννης Σπανός)


Χειμερινοί Κολυμβητές-Το πέρασμά σου


Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,στη γης αυτή που μας μισεί,κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,που περπατούσαμε τυφλάκι ανθός για μας δεν είχε ανθίσεικι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,όραμα θείο και ξαφνικό,και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξειτούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…Έφυγες κι έχουμε ρημάξειξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
ΠΟΙΗΤΙΚΑ 

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Γιώργος Σεφέρης - Ερωτικός Λόγος


Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ


                                Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.

                                Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...
Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

                                Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.
Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...

                                Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

                                Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30



«Στροφή» , 1931

(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)