Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μπαμπασάκης Γιώργος - Ίκαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μπαμπασάκης Γιώργος - Ίκαρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης - Ένα εκλεκτό κείμενο-φλας μπακ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο

 Είκοσι χρόνια (σ.σ. εικοσιδύο πια...) από τότε που την κοπάνησε...σαν σήμερα, μ’ ένα μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ στην τσέπη του άψογου σακακιού του, τραγουδώντας ένα κουπλέ των Kinks κι ένα ρεφραίν του Άκη Πάνου, για τις Ταινιοθήκες του Ουρανού, εκεί όπου το δίχως άλλο θα τα λέει με τον Τζον Φορντ και τον Νίκολας Ρέι, με τον Σταύρο Τορνέ και με τον Αλέξη Δαμιανό, και παίρνω και ξαναδιαβάζω τα κείμενά του για τον κινηματογράφο, συναγμένα όσο ζούσε στον επίτηδες ασπρόμαυρο τόμο "Χρήστος Βακαλόπουλος, Δεύτερη Προβολή" (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), κείμενα γραμμένα με ένταση, μεράκι, γνώσεις, ψάξιμο, ελεγχόμενο πάθος, παθιασμένο έλεγχο, αγωνία, και, κυρίως, ανάγκη γειώσεως σε μια πραγματικότητα που με ρυθμούς ιλιγγιώδεις πάει κι έρχεται χωρίς να μπορείς εύκολα να μαντέψεις πού πάει κι από πού έρχεται. 

Είναι συναρπαστικά εκπληκτικό το ότι κάποια από τα πιο ώριμα κείμενα του Χρήστου Βακαλόπουλου τα έχει γράψει ένας εικοσάχρονος νεαρός (ο Χρήστος γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1956) που ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στην εικόνα και στο λόγο, αφήνοντας αμφότερα να παίρνουν ανάσες, να έχουν ζωτικό χώρο για να αναπτύξουν, και στρατηγικά και άναρχα, τις δυνάμεις τους: ο Βακαλόπουλος, από μικρός, γράφει σαν σκηνοθέτης, και, εν συνεχεία, όταν αρχίζει τη δημιουργική του σχέση με το σελιλόιντ, σκηνοθετεί σαν συγγραφέας.

Και στις δύο περιπτώσεις, η Μουσική ήταν παρούσα, πάντα καλοδιαλεγμένη, ταξιδιάρα, συγκινημένη, ερωτευμένη (Βακαλόπουλος γράφοντας για το Χαράτσι του Παπάζογλου: αυτός ο δίσκος δεν είναι ερωτκός, είναι ερωτευμένος). 

Με συναρπάζει το ότι ο Βακαλόπουλος γράφει για την τότε καινούργια (!) ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι "Επάγγελμα: Ρεπόρτερ" και την χαρακτηρίζει, πάντα η μουσική, μπαλάντα, ναι: μπαλάντα της μοναξιάς και της περιπλάνησης. Μας χωρίζουν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες από κείνο το επίτευγμα του Αντονιόνι και από το κείμενο του Βακαλόπουλου, και διαπιστώνω, βλέποντας ξανά την ταινία και διαβάζοντας προχθές το κείμενο, πόσο δεν έχουν αγγιχτεί από τη φθορά του χρόνου.

Με αποφάνσεις, γερά κρυσταλλωμένες, ο Βακαλόπουλος διεισδύει στην μαγεία του κινηματογράφου που συνοψίζεται στο να σπάζει τον κόσμο και να τον ανασυναρμολογεί ώστε να εξοικειωνόμαστε με την ονειρική του διάσταση, την πιο πραγματική δηλαδή. 

«Ο θάνατος είναι μια περιπλάνηση», αποφαίνεται ο εικοσάχρονος θεατής του Αντονιόνι, μένοντας, και πολύ σωστά, στο περιλάλητο πλάνο των επτά λεπτών, συνδυάζοντάς το με τις μνήμες (φρέσκιες ακόμη το μακρινό 1976) από την όλο ζωή και κίνηση λογοτεχνία της Beat Generation, με την ανάγκη του βλέμματος για περιπλανηθεί στα πράγματα, και έτσι να τα αλλάξει.

«Η περιπλάνηση είναι ανατρεπτική: γιατί εγγράφει τη ροή του πόθου και της επανάστασης, γιατί σαρώνει τις μάσκες, αποκαθιστά τη χαμένη επαφή με την πραγματικότητα», γράφει ο Βακαλόπουλος.

Εντέλει, για τον Βακαλόπουλο ακόμα και το όνειρο, δεν είναι παρά ένα όχημα προς την πραγματικότητα, της οποίας η ονειρική υφή, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο,  μας κάνει πιο γειωμένους στο τώρα, πιο ρεαλιστές.

Για σκέψου! Και, ακόμα πιο πολύ, για φαντάσου!

Μιλώντας για την ταινία του Βιμ Βέντερς "Στο Πέρασμα του Χρόνου", ένα άλλο θρυλικό φιλμ, φαινομενικά εξίσου λιτό, πτωχό, με εκείνο του Αντονιόνι, ο Βακαλόπουλος έχει την οξύνοια, μεσούσης μάλιστα της Μεταπολιτεύσεως, να αντιληφθεί πόσο βαθύτατα πολιτικό είναι ένα έργο που βαθαίνει τα χάσματα, που αποπειράται να απελευθερώσει το βλέμμα, εντέλει να διασχίζει την πραγματικότητα κουβαλώντας, σαν επικίνδυνο δώρο, ερωτήματα, παρά να καθησυχάζει, παρά να προσφέρει ετοιμοπαράδοτες λύσεις.

Εδώ, και εν έτει 1977, ο Βακαλόπουλος επιμένει: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος είναι ένα μεταφορικό μέσο – είναι αυτή η βιομηχανία που μεταφέρει όνειρα», και στο χάσμα που ανοίγουν εκεί οι ταινίες μεταφέροντας όχι μεγάλα νοήματα και μεγάλες σημασίες αλλά απλές εικόνες και ήχους, μπορούν «να διαδραματιστούν οι καταπληκτικές περιπέτειες του βλέμματος».

Ο Βακαλόπουλος, θαρρείς έχοντας αφουγκραστεί το «γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση» του Νίκου Καρούζου, και ενώ ήδη προκρίνει ένα κινηματογράφο των εικόνων που με ακρίβεια μεταφέρουν την ύλη της πραγματικότητας στον ολοένα και πιο εξωπραγματικό κόσμο (γράφει για τον Ταρκόφσκι: «Πρόκειται για κάποιον που άμεσα προσπαθεί να δει και ν’ ακούσει και να υποκύψει σε κάτι, να υποκλιθεί στην πραγματικότητα»), φτάνει, με τόλμη, στην άκρη του πράγματος, φτάνει στον Τορνέ, φτάνει στο Κοάτι και στην Καρκαλού και στον Ερωδιό, φτάνει στον Κασσαβέτη («Ο τελευταίος μεγάλος Αμερικανός κινηματογραφιστής ήταν ο Έλληνας Τζων Κασσαβέτης […] ήταν ο τελευταίος ανθρωποκεντρικός κινηματογραφιστής σε μια χώρα που έχει παραδοθεί στην ειδωλολατρία των εικόνων, στην αυτοκρατορία της τηλεόρασης»).

Ο Βακαλόπουλος δεν ξεπερνάει, δεν φεύγει, δεν αφήνει πίσω του συντρίμμια.

Προσπαθεί να αντιληφθεί τι τον μάγεψε στην περιπέτεια του κινηματογράφου, τι τον κέρδισε στο σχέδιο για την εξιχνίαση του μυστηρίου των φευγαλέων στιγμών που είναι η ζωή μας, και να μιλήσει, με ευγνωμοσύνη, για τους δημιουργούς που μπόρεσαν να βρουν και να πουν αλήθειες. Όχι αλήθεια, αλήθειες.

Μέσα από τις εικόνες, προσδοκούσε την ανακάλυψη και ανάδυση του μύχιου, αυτού που κρύβεται για να το βρεις και να το πάρεις γιατί είναι τιμαλφές, γιατί εντέλει είναι υπόθεση ζωής και θανάτου. 

Γράφει σ’ εκείνο το κείμενο για το ελληνικό βλέμμα, ένα κείμενο που τόσους ξάφνιασε, κοντά ένα τέταρτο του αιώνα πίσω: «Ο κόσμος ξεπερνάει την εικόνα του κυνηγώντας την εσωτερική του αλήθεια.

Οι καλύτερες ταινίες είναι αυτές που υποκύπτουν στο θαύμα της ύπαρξης, αυτές που υπερασπίζονται λιγότερο τον εαυτό τους και περισσότερο τον κόσμο».  Κάθε φορά που βλέπω, ή που σκέφτομαι, μιαν από τις πιο όμορφες και άναρχες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου, και έχω δει χιλιάδες, τους "Ακατανίκητους Εραστές" του Σταύρου Τσιώλη, δεν μπορώ παρά να κουνάω με μελαγχολική περίσκεψη το κεφάλι, να θυμάμαι τις διαφωνίες μου με τον Χρήστο, και να πείθομαι για το πόσο δίκιο είχε όταν έφτανε να πει: «Οι εναπομείναντες κινηματογράφοι μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις μικρές εκκλησίες που συναντάει ο Παπαδιαμάντης στην εξοχή, τις ελληνικές εκκλησίες».

Ο Χρήστος, όπου τον συναντούσα για να ανταλλάξουμε απόψεις και πειράγματα,  είτε στα γραφεία των εκδόσεων Ερατώ, είτε στο Dolce της Σκουφά, είτε στον Ένοικο της Καλλιδρομίου, παρέμενε κάθε δευτερόλεπτο ένας απίστευτα οξύνους και διεισδυτικός ανιχνευτής του εκάστοτε Εδώ και Τώρα, έχοντας μελετήσει το Εκεί και το Τότε, ώστε να μπορεί να ονειρευτεί ένα αν όχι καλύτερο τουλάχιστον περισσότερο κατανοητό Αύριο.

Ο Χρήστος, φαινομενικά εξωστρεφής και πανταχού παρών όλες τις ώρες, φαινομενικά μεταμοντέρνος μείκτης ειδών/ επιτηδευμάτων/ τεχνών/ στυλ, φαινομενικά νοσταλγός ενός κόσμου που χάνεται όχι τόσο σαν κόσμος όσο σαν νιότη, αποκαλύπτεται, δεκαετίες μετά, και για όποιον διαβάσει σαν μυθιστόρημα, δηλαδή κατά λέξη και με προσήλωση στις λεπτομέρειες, τα κινηματογραφικά του κείμενα, ένας μελετητής του μύχιου κόσμου, ένας μοντέρνος ανθρωποκεντρικός («Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση», διατείνονταν οι πρώτοι υπερρεαλιστές), που δεν ανακάτευε κατά το anything goes τα είδη, απεναντίας αγαπούσε την ιδιαίτερη υπόσταση και προσφορά κάθε είδους, και γι’ αυτό ακριβώς μπορούσε να κάνει τον Πάνο Γαβαλά να συνομιλεί (προσέξτε: να συνομιλεί, όχι να ανακατώνεται) με τον Ρέι Ντέιβις, και επίσης μπορούσε να λέει με χαρακτηριστική άνεση, κερδισμένη πάντως από την πείρα που αποκόμιζε περιπολώντας σε ναρκοθετημένες ζώνες, ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας κινηματογραφιστής.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης - Πλατεία Παπαδιαμάντη, 21/VII/2006

 


Ηλίας Λάγιος - Θαυματοποιός


Μπορείτε να γράψετε, κύριε αστυνομικέ, ότι πατρίδα μου εμένα είναι ο φίλος μου ο Σάκης Μανουηλίδης που σκοτώθηκε στα βουνά της Αλβανίας ο συμμαθητής μου Αλέξανδρος Καϊρης που εξετέλεσαν οι Γερμανοί ξημερώματα στο Σκοπευτήριο και ο Νίκος Μαθάς που πέθανε από τις κακουχίες στην Κατοχή. Νίκος Καρύδης, «Στοιχεία Ταυτότητας»

Κάναμε παρέα, στενή, πολύ στενή, κοντά μιάμιση δεκαετία, και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γέλια, πάντα βροντερά, και τα κλάματα, πάντα γοερά, αυτών των δεκαπέντε χρόνων. Ο William S. Burroughs είχε πει για τον Brion Gysin ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσε ευθαρσώς να πει ότι τον σεβόταν. Το έχω πει, πολλές φορές, σε φίλους, σε καφενεία, όχι κατ' ανάγκην κακόφημα, και σε μπαρ, στα οποία πολλοί ευυπόληπτοι Αθηναίοι δεν έχουν πατήσει το πόδι τους ποτέ, ότι ο φίλος μου, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, είναι ο μόνος άνθρωπος που σεβάστηκα. Και φαντάσου, αναγνώστη, ότι στη διάρκεια των κάπου πέντε χιλιάδων εικοσιτετραώρων της φιλίας μας, από τα οποία καμιά τριακοσαριά τα περάσαμε στην ίδια κάμαρα, στο σπίτι μου, στην Κυψέλη, στην οδό Σύρου, ήπιαμε την αξία πάνω από δύο διαμερισμάτων σε ουίσκι, βότκες, ούζα, κρασιά, τεκίλες, και μπίρες, μας δόθηκαν, με εβδομάδες ή άλλοτε μήνες, και σε μία περίπτωση με χρόνια, διαφορά, μερικές πανέμορφες και γενναίες κοπέλες, διαβάσαμε, τουλάχιστον μία φορά, τα έργα του Μεγάλου Βάρδου, διανύσαμε πολλές εκατοντάδες φορές πεζοπορώντας και μιλώντας βραχνά την απόσταση Κυψέλη-Καλλιδρομίου, σπάσαμε κάμποσα ποτήρια, σταχτοδοχεία, βάζα, καρέκλες, προσφέραμε ο ένας στον άλλον πάμπολλα potlatch (στυλό διαρκείας μάρκας Parker, αναπτήρες Zippo, αλλά και Bic, μπλούζες, κασέτες, κασκέτα, και, φυσικά, βιβλία βιβλία βιβλία), παίξαμε άπαξ σκάκι στο «Πανελλήνιον», μια παρτίδα αλλόκοτη λόγω προκεχωρημένης μέθης, κάναμε καντάδες, μεταξύ άλλων, στην Άννα (αντάρτικα, οι αθεόφοβοι!), στην Μαριάννα (λαϊκά), στην Δηώ (ελαφρά), συνεργαστήκαμε στην τελική σύνθεση και στην έκδοση της Έρημης Γης, κάναμε δεκάδες φάρσες, όχι πάντα καλόγουστες, όχι πάντα ευγενικές, είδαμε φίλους μας να αναχωρούν για τους Λειμώνες τ' Ουρανού (τον Βακαλόπουλο, τον Μπαλή, τον Μιχαηλίδη, τον Τζουράκη, ω Χρήστο, ω Νικόλα, ω Σταμάτη, ω Ανδρέα, αθάνατοι!), αφήσαμε εμβρόντητους κάποιους πιτσιρικάδες φίλους μας όταν στου «Γλυκύ» αρχίσαμε να μιλάμε με τη δέουσα παθιασμένη σοβαρότητα για τον στρατάρχη Γκουντέριαν και για την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Ουίνστον Τσόρτσιλ, διαφωνήσαμε έως παρ' ολίγον ξυλοδαρμού για κοινωνικά, πολιτικά και λογοτεχνικά ζητήματα, περάσαμε όλους τους καύσωνες στην Αθήνα (ω Βεϊκου, ω Ουίλιαμ Κινγκ!), κάναμε παρέα όχι μονάχα με τον Κακουλίδη αλλά και με τον Βλαβιανό, φάγαμε και ήπιαμε όχι μονάχα με τον Αρανίτση αλλά και με τον Βαγενά, μπεκρουλιάσαμε όχι μονάχα με τον Γουδέλη αλλά και με τον Τριάντη, καταφύγαμε όχι μονάχα σε μπουζουκομάγαζα αλλά και σε απαστράπτοντα εστιατόρια, χορέψαμε ξανά και ξανά και ξανά ζεϊμπέκικους, βαλς, τάνγκο, αλλά και με τις ώρες τον Χορό του Αλοζανφάν, στις 10 Απριλίου του 1993, αναστατώνοντας τη γειτονιά, καλύψαμε ο ένας τον άλλον πλειστάκις όταν του ενός ή του άλλου η ευφρόσυνη αφροσύνη χτύπαγε κόκκινο, ζήσαμε επί πιστώσει πολλούς απανωτούς μήνες, κουμπαριάσαμε ένα σωρό φορές αλλά μονάχα στα λόγια και ποτέ στην πράξη, τάξαμε γάμους σε τουλάχιστον δέκα εύμορφες, κάναμε ένα μάλλον επικίνδυνο μικροσκάνδαλο στην κηδεία ενός λαοφιλέστατου πολιτικού ηγέτη, δίχως ευτυχώς να ποδοπατηθούμε από το σαστισμένο πλήθος, καταστρώσαμε το σχέδιο συγγραφής ενός βιβλίου αφιερωμένου στους πατεράδες μας, το οποίο όμως ποτέ δεν στρωθήκαμε να γράψουμε, είπαμε εκατοντάδες ανέκδοτα, μας γέμισε τα ποτήρια πάλι και ξανά η Αφροδίτη, μας πρόσφερε ουίσκι πάλι και ξανά η Μάρθα, μας φίλεψε πάλι και ξανά η Μαρία, απείλησε να μας ξεκάνει πάλι και ξανά η Μάγδα, καπνίσαμε πέντε καπνοβιομηχανίες, διαβάσαμε τουλάχιστον πεντακόσια βιβλία από κοινού και χιλιάδες ο καθένας μόνος του, γλεντήσαμε με τον Κοροβέση και με τον Παπαγιώργη και με τον Λεοντάρη και με τον Ροζάνη, εγκωμιάσαμε το φιλμικό western, το noir μυθιστόρημα, τον Παναθηναϊκό της δεκαετίας του εξήντα, τον ακραιφνή επαναστάτη Άγι Στίνα, τον αγέρωχο ποιητή Dylan Thomas, τον μεγάλο κινηματογραφιστή Νίκο Φατούρο, την ανοξείδωτη θεά Άννα Φόνσου, το έξοχο ουζομεζεδοπωλείον «Μετέωρα», μαγειρέψαμε αναρίθμητες φορές για φίλους και φίλες, ήπιαμε και ξαναήπιαμε και δώσ' του πάλι ήπιαμε, και κάτω, Λάγιο μου, όχι, κάτω, Ηλία μου, δεν το βάλαμε ποτέ!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Πλατεία Παπαδιαμάντη, 21/VII/2006
[Δημοσιεύτηκε στο «Αντί».

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης -Το Καλοκαίρι της Παιδικής Ηλικίας

 Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι η ποίηση. Όλα αρχίζουν με την ποίηση, και τίποτα δεν σταματάει εκεί. Χρειάστηκε να περάσουν ῾῾έτη στον πάγο, έτη πολλά᾽᾽, όπως έγραφε ο ποιητής Γιάννης Τζώρτζης ήδη από τη δεκαετία του 1980, για να αντιληφθούμε ότι το πεπρωμένο μας είναι η ποίηση και ότι η ποίηση είναι η διελκυστίνδα μας ανάμεσα στην περιλάλητη φράση του Ζαν-Πολ Σαρτρ ῾῾Ποιητής είναι αυτός που τον εξόρισαν βίαια από την παιδική ηλικία᾽᾽ και τη φράση του Γκυ Ντεμπόρ ῾῾Ω η παιδική ηλικία! Μα αυτή είναι εδώ. Δεν μπορέσαμε να βγούμε ποτέ από αυτήν!᾽᾽, δύο φράσεις-κλειδιά για όποιον όχι μόνον επιμένει να συνθέτει ποιήματα αλλά και να εμμένει στο ποιητικώς ζην, δύο φράσεις-κλειδιά που προσδιορίζουν μιαν ολόκληρη Weltanschauung, μιαν ολόκληρη κοσμοθεώρηση, καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο μπαίνεις στο παιχνίδι του κόσμου, και ορίζουν τη συμπεριφορά σου απέναντι στους ανθρώπους που συναντάς. 

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι ο πραγματωμένος έρως, όχι ο φαντασιακός, όχι αυτός των διαρκών αναβλητικών ονειροπολήσεων και ρεμβασμών τον Δεκαπενταύγουστο, όχι αυτός των απανωτών υπολογισμών για το προς τι, όχι αυτός των μάταιων στεναγμών και της άσφαιρης αναποφασιστικότητας, αλλα ο πραγματωμένος έρως, αυτός που σε κάνει να δίνεσαι ψυχή τε και σώματι στον άλλον και να προχωράς χέρι με χέρι μαζί του στην περιπέτεια του καθημερινού βίου. 

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας ξέρει ότι θα έρθει το ωχρό φθινόπωρο και ο χειμώνας ο βαρύς και η άνοιξη η καμωματού, και γι᾽ αυτό ξέρει να χαμογελάει στις γειτονιές του κόσμου. Το χαμόγελο είναι η καλύτερη διαιώνιση της παιδικής ηλικίας, το χαμόγελο είναι η παιδική ηλικία που δεν παύει να μας συνοδεύει ακόμα και στις πιο κρίσιμες και σοβαρές, ακόμα και αδυσώπητες, στιγμές μας.

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι η αέναη και αιώνια τακτοποίηση της βιβλιοθήκης. Τα βιβλία είναι τα όπλα της παιδικής ηλικίας. Ο αναγνώστης είναι ο φύλακας του κήπου της παιδικής ηλικίας. Ο κήπος της παιδικής ηλικίας είναι η βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη είναι ο πιο πολύτιμος λαβύρινθος.

 Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας δεν είναι όνειρο, δεν είναι χίμαιρα, δεν είναι απάτη, δεν είναι φρεναπάτη. Είναι εδώ και για όλους. Είναι η πραγματική πραγματικότητα για όσους ξέρουν να ποντάρουν τα πάντα σε ό,τι είναι απτό, εφικτό, επιτεύξιμο. Τα επιτεύγματά μας έχουν πάντα να κάνουν με την επιμονή, την υπομονή, τη μέθοδο, και το σύστημα. Οργανώνεις τις επιθυμίες σου και πορεύεσαι προς την πραγμάτωσή τους, πάει να πει προς την πραγμάτωσή σου. Και πραγμάτωση, για όσους εμμένουν στην ποίηση της ζωής, είναι η διαρκής δεξίωση δώρων και η ασταμάτητη προσφορά δώρων.

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι το μέγιστο δώρο της ζωής, το μέγιστο δώρο στη ζωή. Το να διατηρείς την παιδική ηλικία εντός σου ενόσω κυλούν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια, οι δεκαετίες είναι ένα εξόχως σοβαρό επάγγελμα. Και όπως σε κάθε επάγγελμα, υπάρχουν καλοί επαγγελματίες και κακοί επαγγελματίες. Ο κόσμος γίνεται πιο όμορφος όσο αυξάνεται ο αριθμός και βελτιώνεται η ποιότητα των καλών επαγγελματιών στο σοβαρό επάγγελμα που είναι η διατήρηση της παιδικής ηλικίας. 

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι η ευφρόσυνη και δημιουργική μελαγχολία όλων όσοι ξέρουν πολύ καλά πώς να ακούνε το ῾῾βουητό του καταρράκτη του χρόνου᾽᾽. Όταν ζεις μέσα στον ωκεανό του χρόνου, όταν ξέρεις, όπως ο Τζέιμς Τζόις, ότι κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη, δεν μπορείς παρά να περνάς ώρες πολλές μες στη σκιά της μελαγχολίας. Αλλά το τέχνημα, το κόλπο, η ῾῾μόντα᾽᾽ είναι να φωτίζεις αυτή τη σκιά, να μετατρέπεις σε δημιουργικότητα τη μελαγχολία, να τραγουδάς το ῾῾τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο᾽᾽ (άλλος ένας ορισμός της ποίησης, από τον Αντρέ Μπρετόν αυτή τη φορά).

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι η διηνεκής δύναμη της φράσης του Νίκου Εγγονόπουλου: ῾῾Θαν την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου᾽᾽. Και έτσι, με νι, θαν, θαν, και πάλι θαν, έτσι: ῾῾Θαν την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου θα μαχαιρώσω τη μυστική σου χαρά με τ’ άσπρα μου πουλιά που ζουν και φτερουγίζουν μέσα στα μάτια σου᾽᾽. Οφείλεις να τσακίζεις τη νοσταλγία, ιδίως όταν είναι μια νοσταλγία κίβδηλη, μια νοσταλγία-άλλοθι για την ακινησία μες στο παρόν. 

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας σημαίνει ῾῾να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να φροντίζω τα ζώα το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς μου αρέσει, χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός, ή κριτικός᾽᾽. 

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι οι καλύτερες σελίδες της Γερμανικής Ιδεολογίας των Μαρξ & Ένγκελς — θυμάσαι;

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι ο ψυχικός/ πνευματικός/ σωματικός αναρχοκομμουνισμός μας. 

Το καλοκαίρι της παιδικής ηλικίας είναι ήδη εδώ!


Πηγή: https://www.facebook.com/gbabassakis/posts/pfbid02Agrf3MSiMN6uXSMaCn2qgC3U81tfFqnzD8eLBmA1T7cuZFr8phh1ZmsJhmjsHmvxl