Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.2. Μαρωνίτης Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.2. Μαρωνίτης Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Δημήτρης Μαρωνίτης - Παιδεία και εκπαίδευση


Παιδεία και εκπαίδευση

Δύο όροι που συχνά πυκνά εναλλάσσονται, σάμπως να πρόκειται για συνώνυμα, με ταυτόσημο νόημα και στόχο· θεωρητικό και πρακτικό. Στον έλεγχο αυτής της διάχυτης παρεξήγησης, που διευκολύνεται και από την ετυμολογική συγγένεια των επίμαχων όρων, επέμεινε η προχθεσινή μου εισήγηση στην ημερίδα που διοργάνωσε το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών προς τιμήν του Αλέξη Δημαρά, με τίτλο « Συζητώντας και πάλι για την Παιδεία». Οπου ακούστηκαν τρεις εισηγήσεις (του Νίκου Αλιβιζάτου, της Αννας Φραγκουδάκη και της αφεντιάς μου, για να καταλήξει το πράγμα σε συζήτηση στρογγύλης τραπέζης, με παράλληλες επεμβάσεις της Εφης Αβδελά, του Κώστα Γαβρόγλου, του Αλέξη Δημαρά, του Σωκράτη Κουγέα και του Αντώνη Λιάκου).

Η τιμητική αφιέρωση της ημερίδας στον Αλέξη Δημαρά ελέγχεται αυτονόητη, για όσους τουλάχιστον παρακολουθούν με νηφάλια προσοχή την ιστορία της τραυματικής εξαρχής εκπαίδευσής μας και τις αμεταρρύθμιστες μεταρρυθμίσεις της. Η περίπτωση πάντως του Αλέξη Δημαρά πρέπει να θεωρηθεί παραδειγματική εξαίρεση στον κανόνα που λέει ότι: οι περί Παιδείας και Εκπαίδευσης συζητήσεις που γίνονται, χρόνια τώρα, στον τόπο μας πραγματοποιούνται συνήθως από πρόσωπα που δεν έχουν εμπράγματη πείρα της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας· τούτο ισχύει κατ΄ εξοχήν για όσους αναλαμβάνουν από θέσιν ισχύος να ρυθμίσουν τις εκάστοτε επιπλοκές και εμπλοκές της. Αντίθετα στο θολό αυτό ρεύμα ο Αλέξης Δημαράς επέμεινε και επιμένει ανυποχώρητος στον σχολικό χώρο μια ολόκληρη ζωή, αποφεύγοντας δελεαστικούς πειρασμούς για μετακίνηση σε λιγότερο εύφλεκτες εκπαιδευτικές και παιδευτικές περιοχές. Από αυτήν εξάλλου τη μάχιμη συμμετοχή προέκυψαν οι πολύτιμες (ερευνητικές, συγγραφικές και συντονιστικές) προσφορές του. Και τώρα επί του προκειμένου.

Ως ρίζα και κορμός ενός πολύκλαδου δέντρου, η λέξη Παιδεία (δυσμετάφραστη ή και αμετάφραστη στις ξένες γλώσσες) εμφανίζει εξελισσόμενο, σημασιολογικό και λειτουργικό εύρος και βάθος. Οι αρχές της ανιχνεύονται στον Αισχύλο και στον Σοφοκλή, δηλώνοντας κατ΄ αρχήν την τροφή και την ανατροφή ενός παιδιού, αλλά και την καλλιέργεια ενός δέντρου. Στον Πλάτωνα η λέξη σαφώς πλέον αναβαθμίζεται και αναδεικνύεται σε μέτρο γνώσης και αρετής, καλύπτοντας τελικώς τόσο την πλατωνική οντολογία όσο και την πλατωνική επιστήμη. Η ίδια λέξη θεωρείται στην ελληνική αρχαιότητα ενίοτε συνώνυμη της νεαρής ηλικίας, ενώ σκοπίμως συνάπτεται κάποτε τόσο με την παιδεία όσο και με την παιδιά · σημαίνοντας την παιδαριώδη φλυαρία και ανοησία αφενός, το παίγνιο (ως διασκέδαση ή ως φιλόσοφη μέθοδο) αφετέρου. Στους Ρωμαίους η ελληνική παιδεία μεταφράστηκε όψιμα ως humanitas, και με το ιδεολογικό αυτό φορτίο υποστήριξε και υποστηρίζει εφεξή τις λεγόμενες ανθρωπιστικές σπουδές· άλλως πώς (κατά τη γνώμη μου κακώς): πειθαρχίες.

Πλησιέστερη ετυμολογικά και λειτουργικά προς τη ριζική παιδεία αναγνωρίζεται η μεταγενέστερη εμπρόθετη εκπαίδευσις, παράγωγη του ρήματος εκπαιδεύω, το οποίο, όσο βλέπω στα λεξικά, εμφανίζεται πρώτη φορά στον πλατωνικό Κρίτωνα, με τη σημασία του διδάσκω κάποιον κάτι ή εντυπώνω σε κάποιον κάτι με τη διδασκαλία – αυτού του είδους η εκπαίδευση αφορά ενίοτε και την προσαρμοστική άσκηση ενός ζώου.

Παραμένοντας στο κρίσιμο αυτό ζεύγος ( Παιδεία-Εκπαίδευση ) που συνιστά την κοινόχρηστη ως σήμερα ορολογία της σχολικής θεωρίας και πράξης, θα επιχειρήσω την άλλη Κυριακή μια, όσο γίνεται συντομότερη, σύγκριση των δύο ομογενών όρων, προκειμένου να φανούν κάποιες τυπικές συγκαλύψεις και επικαλύψεις, οι οποίες ευνοούν και συντηρούν ουσιαστικές παρεξηγήσεις. Θυμίζω σήμερα τα γνωστά και αυτονόητα: η λέξη εκπαίδευση έχει χρόνια τώρα εγκατασταθεί στη σχολική πρακτική, με ή χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, για να δηλώσει κυρίως τις δύο πρώτες βαθμίδες της. Στις μέρες μας επικράτησαν οι όροι πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε αντικατάσταση της στοιχειώδους και μέσης, που συνολικά ορίζονται ως Γενική Εκπαίδευση. Σε αντιδιαστολή προφανώς ο όρος παιδεία επιφυλάσσεται τιμητικά για την πανεπιστημιακού τύπου ανώτατη (πρόσφατα και ανώτερη) βαθμίδα. Παρά ταύτα η συντομογραφία ΑΕΙ αναλύεται στον επίτιτλο Ανώτατα (και Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, οπότε η παιδεία φαίνεται να συμπάσχει, ονομαστικά τουλάχιστον, με την εκπαίδευση, διατηρώντας ωστόσο την ανωτερότητά της.

Εξάλλου η παιδεία, εκτός τώρα σχολικών ιδρυμάτων, έχει διευρυνθεί και ως περιεκτικός όρος του πολιτισμού, στα κεφάλαια προπάντων των γραμμάτων και των τεχνών. Από την άποψη αυτή η μετάφραση της ελληνικής λέξης παιδεία στη λατινική λέξη cultura έχει το προσόν ότι μας θυμίζει τη ριζική σημασία της ως καλλιέργειας, σε μεταφορικό τώρα επίπεδο. Προφανώς συνεχίζεται.

Το Βήμα, 01/03/2009

Παιδεία και Εκπαίδευση (2)


 Ξαναπιάνω το θέμα από εκεί που το άφησα την περασμένη Κυριακή, επιμένοντας ότι οι όροι παιδεία και εκπαίδευση δεν είναι ούτε ετυμολογικά και σημασιολογικά συνώνυμοι ούτε λειτουργικά ισοδύναμοι. Πράγμα που σημαίνει ότι η ευκαιριακή (μπορεί και σκόπιμη) εναλλαγή τους στη θεωρία και στην πράξη δημιουργεί σύγχυση εις βάρος και των δύο συντελεστών της κρίσιμης αυτής συζυγίας. Ζητούμενο επομένως παραμένει ο νηφαλιότερος έλεγχος, προκειμένου να διαφανούν τόσο τα κοινά όσο και τα διαφορετικά τους σημεία, που επιτρέπουν συγχρόνως τη σύγκριση και τη διάκρισή τους.

Που πάει να πει ότι: παιδεία και εκπαίδευση βρίσκονται εξ ορισμού σε συμμαχική και συνάμα σε αντίπαλη σχέση. Κοινός τους παρονομαστής παραμένει η διαβαθμισμένη γνώση ως μάθηση, ασκημένη κυρίως εντός θεσμοθετημένων θυλάκων της πολιτείας, χωρίς να αποκλείεται και η ιδιωτική τους κηδεμονία, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις παίρνει τη μορφή ταξικής και οικονομικής υπεροχής. Από εκεί και πέρα αρχίζουν προφανείς και λανθάνουσες διαφορές, οι οποίες, ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο, αυξομειώνονται, χωρίς όμως να καταργούνται. Οι διαφορές αυτές μοιράζονται σε θεμιτές και αθέμιτες.

Οι θεμιτές προκύπτουν από τη διαφορετική τους φύση και τον αποκλίνοντα προορισμό τους. Δηλαδή: Η παιδεία είναι περισσότερο μέθοδος· η εκπαίδευση κυρίως πράξη. Η παιδεία είναι (πρέπει να είναι, για να μη παραβαίνει τον εαυτό της) λειτουργία λίγο πολύ ελεύθερη, κάποτε και ελευθέρια- επιλογή που αναγνωρίζεται στις προδρομικές κυρίως εφαρμογές των γραμμάτων και των τεχνών. Αντίθετα η εκπαίδευση ελέγχεται εκ προθέσεως εντεταλμένη. Η παιδεία είναι (οφείλει να είναι) προαιρετική· η εκπαίδευση θεωρείται, και σωστά, υποχρεωτική. Γενικότερα: Η παιδεία είναι σύστημα ανοιχτό, που αντιστέκεται (οφείλει να αντιστέκεται) στον άμεσο έλεγχο της πολιτείας αλλά και των ιδιωτικών φορέων, τουλάχιστον σε θέματα αρχής. Η εκπαίδευση προγραμματίζεται και περιορίζεται, κάποτε σε εκβιαστικό βαθμό, από τις μεταβαλλόμενες συχνά προθέσεις και ορέξεις της κυβερνητικής εξουσίας και του αρμόδιου υπουργείου, το οποίο επιμένει να ονομάζεται στη χώρα μας «Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων». Τέλος, η παιδεία υπόσχεται έρευνα και παραγωγή νέας γνώσης, που συμπληρώνει, διορθώνει ή και ακυρώνει την προηγούμενη. Η εκπαίδευση αντίθετα εκπροσωπεί και μεταδίδει την κεκτημένη γνώση, δυσφορώντας συνήθως με τις πειραματικές μετατροπές και ανατροπές.

Αυτά στη θεωρία, γιατί στην πράξη γίνονται πολλές και αυθαίρετες επιμειξίες (μιλώ περισσότερο για τα καθ΄ ημάς, αλλά όχι μόνον) με μεταφορά αμαρτωλών προτύπων της εκπαίδευσης στον χώρο της ανώτατης (και ανώτερης πρόσφατα) παιδείας, αλλά και αντιστρόφως· χωρίς μάλιστα να προκαλούνται οι αναμενόμενες αντιδράσεις της πανεπιστημιακής ή εκπαιδευτικής κοινότητας, αντιστοίχως. Πρόχειρο και επιδημικό παράδειγμα ο δικτατορικής έμπνευσης και επιβολής θεσμός του ενός και αποκλειστικού διδακτικού συγγράμματος (του διδάσκοντος κατά κανόνα) στα πανεπιστήμια, που ισχύει εδώ και σαράντα χρόνια-μόλις πρόσφατα έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, με τους φοιτητές πάντως να δυσφορούν για την προτεινόμενη αλλαγή και τους περισσότερους καθηγητές σιωπηρώς να επιφυλάσσονται. Ομότροπος θεσμός ισχύει βέβαια και στον χώρο της Γενικής Εκπαίδευσης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας-εκεί μάλιστα θεωρείται αυτονόητος και κρίνεται αμετάβλητος.

Συμπέρασμα: αντί να δημιουργούνται δίαυλοι γόνιμης και ωφέλιμης επικοινωνίας μεταξύ πανεπιστημιακής παιδείας και μέσης εκπαίδευσης, οι δύο περιοχές, φανερά ή κρυφά, ανταλλάσσουν μάλλον τις ανυποχώρητες αμαρτίες τους. Το ζητούμενο δεν είναι σίγουρα η άλωση του εκπαιδευτικού χώρου από την ακαδημαϊκή «αυθεντία», προτού μάλιστα η πανεπιστημιακή κοινότητα θεραπεύσει τις δικές της, εγγενείς και επίκτητες, αδυναμίες. Η οποιαδήποτε συνεργασία προϋποθέτει την αρχή της διαλογικής αμοιβαιότητας, και θα πρέπει να εντοπίζεται καταρχήν σε νευραλγικά σημεία της παιδευτικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ενα από αυτά (μπορεί και το σημαντικότερο) είναι ο τύπος των σχολικών εγχειριδίων, τα οποία στον τόπο μας εξαρτώνται απολύτως από τα εντεταλμένα αναλυτικά προγράμματα, ευνοώντας τη γνωστή, διδακτική και εξεταστική, μηχανή της αποστήθισης και της αντιγραφής. Επ΄ αυτού όμως στο τρίτο ομότιτλο μονοτονικό της επόμενης Κυριακής, εν αναμονή των εαρινών, προβλεπτών και απρόβλεπτων, παθών.

Υ.Σ. Η λέξη παιδία, που σημαίνει παιδαριώδη ανοησία, διορθώθηκε, ως μη όφειλε, στο προηγούμενο μονοτονικό σε παιδεία , καθιστώντας ανόητο το νόημα της φράσης.

Το Βήμα, 08/03/2009

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Δ.Ν. Μαρωνίτης-Μνήμη Σαχτούρη



Δ Ν Μαρωνίτης, 24 Νοεμβρίου 2008, 23:51 Ενημερώθηκε: 10 Απριλίου 2005, 00:00

Εχουν και τα αισθήματα τον χρόνο τους: μπορεί να είναι σύγχρονα ή υστερόχρονα. Τα υστερόχρονα (εύκολα ή και ύποπτα) περισσεύουν – αυτά ακούγονται συνήθως στους επικήδειους λόγους. Τα άλλα, όσα δηλώνονται στην ώρα τους, σπανίζουν. Τούτο ισχύει τόσο στη ζωή όσο και στην ποίηση. Ο Μίλτος Σαχτούρης έζησε την ανισόρροπη αυτή μοιρασιά της κριτικής και του αναγνωστικού κοινού για το έργο του, και την αποτύπωσε σε κάποια ποιήματά του με μαύρο χιούμορ. Ελπίζω η δική μου εκτίμηση για τον ποιητή να μην έφτασε πολύ αργά.

Ομολογήθηκε πρώτη φορά το 1978 σε πανεπιστημιακά μαθήματα, που έγιναν καθ’ οδόν επιφυλλίδες του «Βήματος», προτού συγκροτηθούν σε τομίδιο το 1980. Ο λόγος για το, εξαντλημένο εδώ και χρόνια, βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Μίλτος Σαχτούρης: Ανθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές» (δημοσιεύτηκε στις εκδόσεις Γνώση, με την επιμέλεια του Μάνου Ελευθερίου, στον οποίο οφείλεται και η απογραφή της κριτικής από το 1945 έως το 1980). Αργότερα είδαν το φως δύο ακόμη μελετήματα (το «Αντιχάρισμα» και οι «Παραμορφώσεις του Οιδίποδα στη νεοελληνική ποίηση»), που ενσωματώθηκαν αντιστοίχως στους τόμους «Πίσω Μπρος» (1986) και «Διαλέξεις» (1992).

Ξεκινώντας εκείνο το μακρινό φθινόπωρο του 1977 τα μαθήματα για τον Σαχτούρη στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, παρεκάλεσα τον ποιητή να μας στείλει, αν ήθελε, έναν δικό του χαιρετισμό. Ανταποκρίθηκε αμέσως και ιδού το αποκαλυπτικό γράμμα του, με οκταήμερη ημερομηνία γραφής «17-25 Δεκεμβρίου 1977» και τίτλο «Σαν αυτοπαρουσίαση».

Πρέπει απαρχής να πω ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να εξηγήσω τα ποιήματά μου. Θυμάμαι μόνο πως γράφτηκαν σε ώρες απρόσμενες· νύχτες χειμωνιάτικες, κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα, πεταγόμουν ξαφνικά απ’ το κρεβάτι, σαν μια αστραπή, σαν κάτι κόκκινο να με χτύπησε στο κεφάλι, έφτιαχνα τον σκελετό του ποιήματος κι ύστερα έπεφτα και κοιμόμουνα.

Ομως μέρες πολλές ύστερα τα δούλευα, όπως ο τεχνίτης δουλεύει ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, κι αν στο τέλος δεν με ικανοποιούσε, το έσχιζα και το πετούσα. Τα περισσότερα τα πετούσα. Ποτέ δεν κάθησα a priori να γράψω ένα ποίημα. Ετσι όλα τα έγραψα, όπως λέω παραπάνω.

Αλλα τη νύχτα, άλλα σε παγωμένα καφενεία της Κατοχής, σε έρημες ταβέρνες στο Νέο Φάληρο, ακτή Πρωτοψάλτη, κοντά στο μεσαιωνικό τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου (με τι νοσταλγία τις θυμάμαι!).

Μια φορά συνάντησα τον Σεφέρη σ’ ένα βιβλιοπωλείο (λίγο πριν φύγει για την Αγγλία).

– Γράφετε; με ρώτησε.

– Ναι, συνεχώς, του απάντησα, γράφω και σχίζω.

– E, λοιπόν, μου λέει, να γράφετε, γιατί θά ‘ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να γράφετε τόσο εύκολα.

Τι δίκαιο που είχε ο σοφός ποιητής!

Τώρα βλέπω τα ποιήματά μου όλα μαζί, με αφορμή που τα ξανατυπώνω. Ολόκληρη ζωή τριάντα χρόνων περνάει μπροστά μου.

Βλέπω ότι πολλά έχουν ατέλειες, άλλα είναι σκοτεινά και δύσκαμπτα, αλλά βλέπω ότι είναι α λ η θ ι ν ά και πως δεν θα μπορούσα αλλιώς να τραγουδήσω.

Παράξενα μου φαίνονται τα καινούρια που γράφω (ακόμη και πολλά που περιέχονται στην τελευταία μου συλλογή «Το Σκεύος», 1971).

Σα νά ‘χουν γραφτεί από έναν άλλον άνθρωπο που πέρασε μια κόλαση και τώρα είναι λίγο, πολύ λίγο, πιο ησυχασμένα.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Στο μεταξύ είχε αποτυπωθεί και η φωνή του ποιητή. Στον δίσκο «Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη» ο ποιητής απαγγέλλει τα ποιήματά του σαν παιδί, αμήχανα και αθώα, με ένα είδος παγωμένης συγκίνησης που απαγορεύει την αισθηματολογία και τον ναρκισσισμό. H αίσθηση της φωνής σημαδεύει την αίσθηση της ποίησης, με συντροφική μοναξιά, με φιλάνθρωπη αποκάλυψη, με απορία για τον κόσμο και τα άκοσμά του. Θα κλείσω τη μνημονική ομολογία αντιγράφοντας ένα ποίημα του Σαχτούρη, μπορεί και το καλύτερο που έγραψε. Τίτλος του: Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ.

Το μυαλό μου κουρασμένο / πώς έπεσα / και τσακίστηκα // τώρα / με δεκανίκια / χρυσά τρίγωνα, χρυσά τετράγωνα γύρω κρεμνάω // τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα / τώρα η μαύρη φίλη μου άσπρο φάντασμα / κι εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφί / στον ποταμό / δεν ξέρω ποιος; ο ήλιος ή το χιόνι // δεν ξέρω ποια; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια // μετράω ολοένα μετράω / η μητέρα μου ολοένα κλαίει / μετράει η μητέρα μου ολοένα μετράει.

Πηγή: https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/mnimi-saxtoyri

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Δ.Ν. Μαρωνίτης- Η μικρή Αντιγόνη και ο χορός των Δώδεκα


Η Επιφυλλίδα αυτή αφιερώνεται στους φοιτητές: οι αγώνες τους, το θάρρος και η φρόνησή τους, οι θυσίες και το ήθος τους αποτελούν το πιο ευοίωνο σημάδι στα τελευταία έξη χρόνια. Και μόνο το γεγονός ότι η βιολογική και πνευματική φρεσκάδα τους σαρώνει ήδη στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων τη σκηνοθεσία άλλων «συναρπαστικών» ειδήσεων, δείχνει πώς το χωράφι άρχισε να οργώνεται, η σπορά δεν θα αργήση και όταν κάποτε φτάσει ο καιρός του θερισμού, θα ξέρουμε σε ποιους χρωστάμε τον καρπό.
Ας μου συγχωρεθή η αισιόδοξη αυτή συγκίνηση, πού τη δικαιούμαι, ελπίζω, ως πρώην πανεπιστημιακός δάσκαλος, διωγμένος εδώ και πέντε χρόνια από μια δουλειά που με έτρεφε, την αγαπούσα και μου χάριζε τον ζωντανό διάλογο με νέους ανθρώπους πάνω σε προβλήματα επιστήμης και ζωής. Στο μεταξύ, τα πράγματα έχουν αλλάξει: οι δικοί μου φοιτητές έγιναν πια επιστήμονες ή έκοψαν τις σπουδές τους μέσα και γύρω από τις φυλακές και τις εξορίες. Οι σημερινοί σπουδαστές είναι άγνωστά μου πρόσωπα, που προσπαθώ να συνθέσω την ανήσυχη φυσιογνωμία τους από τον ρωμαλέο και φρόνιμο ήχο της φωνής τους-μισή ίσως παρηγοριά, αλλά ανεκτίμητη σε μια εποχή μάλιστα γενικής σύγχυσης, όπου όψιμες κυρίες και πρόωροι κύριοι ξοδεύουν το αγωνιστικό τους απόθεμα λιανίζοντας το λίγο κρέας που μας απόμεινε. Κάποτε νοιώθει κανείς την ανάγκη να γίνει εξομολογητικός-σε εκείνους που το αξίζουν.
Από τις πολλές και εύγλωττες φοιτητικές χειρονομίες του τελευταίου καιρού (τις αρχαιρεσίες τους, που τις αντιμετώπισαν υπεύθυνα, πληρώνοντας συχνά ακριβό τίμημα, τη θαρραλέα εμβολή τους στον προσχέδιο καταστατικό χάρτη της ανώτατης παιδείας, την αποχή τους από τα μαθήματα, για να ασφαλίσουν στοιχειώδεις συνθήκες περιορισμένης έστω πρωτοβουλίας σε θέματα δικά τους) θα σταματήσω σε δύο χαρακτηριστικές απολογίες: η μια ατομική και η άλλη ομαδική. Η δεύτερη γραπτή, η πρώτη προφορική. Μιλώ για τον πικρό, κατακόρυφο αντίλογο της Βουτσινά στα Γιάννενα και τη σφριγηλή ομολογία των δώδεκα στον πρύτανη της Ανωτάτης. Τα δύο αυτά κείμενα πιστεύω πώς ιστορούν καλά το παρόν και προοικονομούν αισιόδοξα το μέλλον μας. Τα δίδυμα εξ άλλου επεισόδια συνδέονται κι από μια «σύμπτωση»: έξω από τις κλειστές αίθουσες, όπου δινόταν η μάχη, έστεκε επιφωνηματικός ο χορός των φοιτητών, προστάτης και μάρτυρας της κρίσης.
Ντρέπομαι να μεταγράψω τον επίλογο της Βουτσινά. Τη σφραγίζει και της ανήκει απόλυτα. Ο αιχμηρός λόγος της δείχνει το χάσμα που χωρίζει το δικό της ύφος από το ύφος του πρύτανή της: εκείνος κακέκτυπο του Κρέοντα. Εκείνη μια μικρή Αντιγόνη. Θα αισθάνονται, υποθέτω, ησυχασμένοι άξιοι δάσκαλοι σαν τον Κοκκινόπουλο και τον Παπαθωμόπουλο. Όσο για μένα, συχνά συλλογιζόμουνα τον τελευταίο καιρό πως ίσως η πιο άμεση και πιο πειστική αναίρεση κάθε ολοκληρωτισμού, είναι η δροσιά ενός νεανικού κορμιού, που κυκλοφορεί ατίθασα ανάμεσα στις στημένες κρεατομηχανές. Η κοπέλα, από τα Γιάννενα έδωσε πρόσωπο σ’ αυτό το φάντασμα.
Στο «Βήμα» της περασμένης Τρίτης βρήκα στοιχισμένες στην ίδια σελίδα την απολογία των δώδεκα και την απαντητική ανακοίνωση που έδωσε στον Τύπο η Σύγκλητος της ΑΣΟΕΕ. Είναι ευτύχημα που ο πληροφορημένος, αλλά και ο απληροφόρητος αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δη πώς κλείνουν το λόγο τους οι αντίδικοι. Η Σύγκλητος: «καθήκον επιτελούσα απεφάσισεν ομοφώνως όπως ο Πρύτανις καλέση τους υπογράψαντας το έγγραφον ίνα απολογηθούν. Διότι και ο τρόπος της κυκλοφορίας και το περιεχόμενον του εντύπου, ως εξετέθη ανωτέρω, εκρίθησαν πειρθαρχικώς ελεγκτέα. Και αυτή η ενέργεια, η νόμω και ουσία βάσιμος, εσχολιάσθη ποικιλοτρόπως. Η κοινή γνώμη ας κρίνη».
Οι δώδεκα: «Περιμέναμε από σας πρόσκληση για να πάη πιο μπροστά και πιο ψηλά ο διάλογος… Και μας ήλθαν κλήσεις, μετά από κλήσεις άλλης διαδικασίας ‘δι υπόθεσίν σας’. Η διαφορά ανάμεσα στην κάμψη και την ανάταση, την υποτελή έκφραση και τον ελεύθερο λόγο, την περιδεή αυτοσυντήρηση και την έκθετη αυτοθυσία βγαίνει ανάγλυφα από τις δύο αυτές σφραγίδες. Φυσικά και κρίνει η κοινή γνώμη. Αλλά προφανώς δεν φοβούνται την κρίση της οι κύριοι συγκλητικοί. Ή μήπως κάποιος άλλος, υποκείμενος φόβος εξουδετερώνει την ευθύνη τους απέναντι στην κοινή γνώμη, που παρά ταύτα την επικαλούνται;».
Υπάρχει ένα δεύτερο σημείο στην απολογία των δώδεκα, που θα πρέπει για τα καλά να σάστισε τους κριτές τους. Εννοώ την παράγραφο εκείνη που τρυπώντας το κέλυφος του προβλήματος, τολμά να δείξη γυμνό τον πυρήνα του: «Ανατριχιάζουμε» γράφουν οι δώδεκα «μπροστά στην τυποποιημένη σκέψη και έκφραση, στην έλλειψη κάθε φαντασίας, κάθε ανησυχίας, κάθε προσωπικής δομής. Αγωνιζόμαστε να βελτιώσουμε τις πνευματικές δυνάμεις μας, έστω με σφάλματα, έστω με πτώσεις».
Το ρίγος και στο σπασμό αυτής της φράσης δεν έχουν άλλο μέσο να τα αντιμετωπίσουν οι σεμνοί συγκλητικοί από το κουφάρι της καθαρεύουσας ρητορικής τους «χαρακτηρίζοντας τους δώδεκα για το κείμενο που συνέταξαν, την πέτρα του σκανδάλου, γράφουν): «αιτούμενοι, απαιτούντες και αιτιώμενοι με γλώσσαν, τόνον και ύφος καταφανώς απάδον εις την ιδιότητά των…». Κάποτε η γλώσσα εκδικείται, και όσους ακόμη δεν ανατριχιάζουν με τίποτε!
Δεν το έχω σκοπώ να κλείσω απαισιόδοξα σήμερα την επιφυλλίδα. Πλάι εξάλλου στους ανώνυμους συγκλητικούς, υπήρξαν τρεις τέσσερις επώνυμοι δάσκαλοι, που στη δύσκολη ώρα έδωσαν το χέρι στους μαθητές τους. Δεν είναι πολύ. Αλλά δεν είναι και λίγο. Χρειάζεται υπομονή, ωσότου αρχίση να πρασινίζη το χωράφι. Αυτό, υποθέτω, καλύτερα από εμένα το ξέρουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Γι αυτό και δεν επιτρέπουν σε κανένα να σφετεριστή τις πράξεις τους και το βηματισμό τους. Όσο για τη δική μου γραφή, δεν θέλει να είναι παρά μόνο μια μορφή ανάγνωσης του δικού τους λόγου-παλιά δασκαλίστικη συνήθεια.

Πηγή: https://typos-i.gr/article/h-mikrh-antigonh-kai-o-xoros-twn-dwdeka

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Μισέλ Φάις-Η βραχνή φωνή μιας κρίσιμης πνευματικότητας Μισέλ Φάις

 Δάσκαλος, φιλόλογος, μεταφραστής, κριτικός, διανοούμενος, πολίτης. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης λογοδοτούσε με αυστηρότητα και πάθος στην πνευματική γεωμετρία του βίου του, ακόμη και σε καιρούς σκοτεινούς ή αδιάφορους, αδιαλείπτως σχεδόν μέχρι το τέλος του. Οψεις από το πολύτροπο έργο του, αλλά και πτυχές από τις καθημερινές του οικειότητες φωτίζουν και ανασύρουν τα κείμενα που συναρθρώνουν αυτό το μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του. Γράφουν ο Βασίλης Κάλφας (καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ), ο Αρης Στυλιανού (καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ), η Μαρία Στασινοπούλου (φιλόλογος, δοκιμιογράφος και πεζογράφος), ο Αριστοτέλης Σαΐνης (φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας) και ο Γιώργος Κορδομενίδης (εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο»).

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

❖❖❖❖❖

Μόνο η ψυχή, πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει

Του Βασίλη Κάλφα

Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
 δεν συγκρατούν πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκκαλά του∙
όλους τους τα δαμάζει το μένος της πυράς

που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά –
μόνο η ψυχή, πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει

Από τη Ομηρική Νέκυια (λ 242-46), σε μετάφραση, φυσικά, του Δημήτρη Μαρωνίτη.

Ο Μαρωνίτης βάλθηκε να πεθάνει οδυσσειακά. Κι ας λέει ο Αριστοτέλης ότι η ψυχή είναι η εντελέχεια του σώματος. Οσοι τον ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, βλέπαμε μέρα με τη μέρα ένα σώμα να κουράζεται και βαθμιαία να εγκαταλείπει τον αγώνα να συντροφεύσει μια νεανική ψυχή, που δεν έλεγε με τίποτε να γεράσει. Και όμως αυτή η αντίθεση δεν φαινόταν καθόλου να τον πτοεί. Εβλεπε και εδώ ένα δώρο, όπως εξηγεί σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις:

«Οταν φθάνεις στα 86, όπως εγώ… έχεις ένα δίλημμα: τι ακριβώς θα ήθελες; Να ξεκουραστεί το μυαλό από μόνο του, να χαλαρώσεις και εσύ ή να το αφήσεις να δουλεύει κάποτε με ταχύτητες απαγορευτικές και εξοντωτικές; Συμβαίνει, λοιπόν, το δεύτερο και δεν λέει το άτιμο το μυαλό να ηρεμήσει, να ησυχάσει. Αυτό νιώθω ότι είναι το γέρας του γήρατός μου και θα θέλω να συστήσω σε όσους καλούς φίλους μου έχουν απομείνει να κάνουν υπομονή∙ μπορεί να τους συναντήσει το γέρας αυτό».

Με την απώλεια του Δημήτρη Μαρωνίτη χάσαμε ένα ορόσημο της πνευματικής μας πορείας. Χάσαμε ίσως τον μοναδικό μας ολοκληρωμένο διανοούμενο. Παθιασμένος δάσκαλος που επηρέασε την πορεία χιλιάδων μαθητών του, διεισδυτικός μελετητής της αρχαίας και της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και εκπληκτικός μεταφραστής, που έφερε κοντά μας τον αρχαίο κόσμο και μας έκανε να τον αγαπήσουμε.

Αιχμηρός και αυστηρός κριτής της επικαιρότητας, αφοσιωμένος γραφιάς, ακούραστος αναγνώστης και γενναιόδωρος στις κρίσεις του για τους νεoτέρους. Τοποθετημένος πάντοτε σε μια ανοιχτή και δημιουργική Αριστερά, απολύθηκε και βασανίστηκε στη xούντα, αλλά δεν χαρίστηκε έκτοτε σε κανέναν δογματισμό, σε καμία δημαγωγία και πολιτική ευκολία. Και κυρίως μας δίδαξε με τις τολμηρές επιλογές της ίδιας της ζωής του, σε άπειρες και ποικίλες περιστάσεις, πως η τέχνη του βίου είναι εξίσου σημαντική με την τέχνη του λόγου.

Μοναδικέ μου δάσκαλε, αγαπημένε φίλε μου, Μίμη

Πάντοτε πίστευα ότι είσαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Οταν κάποτε διστακτικά σου το είπα, έσπευσες να το αποδεχθείς χωρίς ίχνος συγκατάβασης. Τότε βέβαια είχα στον νου μου τη γεμάτη ζωή σου και κυρίως την Ανθή, που ακόμη πιστεύω ότι ήταν η μεγάλη τύχη της ζωής σου, την Εριφύλη και τη Νίκη.

Τύχη και χάρισμα, όμως, είναι να έχει κανείς ένα μυαλό σαν το δικό σου, για να μπορέσει να το συνδυάσει με μια ακάματη εργατικότητα και να μας δώσει αυτά που μας έδωσες. Τύχη και ταλέντο είναι και η προσωπική σου ακτινοβολία και η θεατρικότητα, επάνω στην οποία οικοδομήθηκε, και πάλι με πολλή προσπάθεια και προετοιμασία, ο ζωντανός ακόμη θρύλος του δασκάλου Μαρωνίτη - γι’ αυτό άλλωστε, αν και πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν τον τρόπο σου, κανείς δεν κατάφερε να διδάξει όπως εσύ.

Τα άλλα όμως όλα δεν είναι τύχη αλλά τέχνη. Η τέχνη σου ήταν ότι κατάφερες να κρατήσεις ενεργές στην προσωπικότητα και στη ζωή σου τις μεγάλες σου αντιθέσεις - κι έτσι κατάφερες να μας πείσεις ότι δεν είναι αντιφάσεις: Τα «ρωμαλέα πάθη» (δικός σου ο όρος) με τη συνέπεια και την αξιοπρέπεια.

Την έμπνευση και τη φαντασία με την καθημερινή σκληρή δουλειά. Την επίγνωση της πολυπλοκότητας με την πίστη στην απλότητα και τη χαρά της ζωής. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια, κάποια από τα οποία κατάφερες να υλοποιήσεις, με την αθωότητα και τον νεανικό ενθουσιασμό. Τη μοναχικότητα του δημιουργού με την πίστη στην ομαδική δουλειά.

Εσύ που είχες τη μοναδική ικανότητα να μιλάς όπως γράφεις, ήσουν ο ίδιος που δεν πήγες ποτέ και πουθενά να μιλήσεις χωρίς γραμμένο κείμενο. Και μεγάλη τέχνη τελικά ήταν ότι ήσουν ένας από τους ελάχιστους που κατάφεραν να συνδέσουν αξεχώριστα τον βίο και το έργο.

Η γενιά μου σου χρωστάει χωρίς αμφιβολία πάρα πολλά. Είναι όμως σημαντικό ότι η αναγνώριση της προσφοράς σου έχει ήδη συντελεστεί - δεν σε άκουσα να μιλάς ποτέ γι’ αυτό, αλλά είμαι σίγουρος ότι το ένιωθες. Αν μπορούσα να το συνοψίσω, θα έλεγα ότι σου χρωστάμε κατά βάση την πνευματική μας αυτοπεποίθηση.

Αυτοπεποίθηση πρώτα απ’ όλα για το γλωσσικό μας παρόν. Ξέραμε όλοι από καιρό ότι η νεοελληνική γλώσσα είναι κατάλληλη για τη μεγάλη ποίηση.

Με τις Δοκιμές του αγαπημένου σου Σεφέρη αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι και ο δοκιμιακός λόγος μπορεί να εκφραστεί άνετα στη δημοτική. Χρειάστηκε όμως να διαβάσουμε το δικό σου βιβλίο, το Αναζήτηση και Νόστος και του Οδυσσέα στο μακρινό 1973, για να συνειδητοποιήσουμε ότι και η επιστήμη μπορεί να εκφραστεί άψογα στην ίδια γλώσσα, ότι ένα επιστημονικό έργο γραμμένο με μαεστρία στη νέα ελληνική μπορεί να καταστεί συναρπαστικό ανάγνωσμα.

Και ήσουν πάλι εσύ, όταν πλέον άρχισες να παρουσιάζεις τις ομηρικές σου μεταφράσεις, που μας έπεισες στην πράξη για την «ισοτιμία» της αρχαίας και της νέας ελληνικής γλώσσας. Διαβάζοντας τις μεταφράσεις σου, και ακόμη περισσότερο ακούγοντας εσένα να τις διαβάζεις, καταλάβαμε πόσο πίσω είχαμε πλέον αφήσει το γλωσσικό ζήτημα που τόσο σας είχε ταλαιπωρήσει, πόσο στιβαρή γλώσσα είναι η νέα ελληνική, πόσο ανθεκτική σε επεκτάσεις και δοκιμασίες, πόσο φιλόξενη σε δάνεια από την αρχαία ελληνική.

Αυτοπεποίθηση όμως αντλήσαμε και για το πνευματικό μας παρόν από την παρουσία σου. Αν το ελληνικό Πανεπιστήμιο διέθετε καθηγητές σαν εσένα, σαν τον Μάνεση ή τον Ανδρόνικο (για να αναφερθώ μόνο στο παράδειγμα της γενέθλιας Θεσσαλονίκης), αν το έργο σας αναγνωρίστηκε και τα αμφιθέατρά σας ήταν γεμάτα από νέους μαθητές, τότε ήταν γεγονός ότι η πνευματική ατμόσφαιρα της Ελλάδας είχε γυρίσει σελίδα.

Ακόμη περισσότερο, όταν είδαμε κάποιους ανθρώπους όπως εσύ, που αντιστάθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους στη δικτατορία, να μην περνούν στο περιθώριο αλλά να διατηρούν το κύρος τους και να συνεχίζουν να επηρεάζουν, χωρίς να μειώσουν την κριτική τους απέναντι στην πολιτική εξουσία. Και σίγουρα αναπνεύσαμε πιο ελεύθερα βλέποντας να χτίζεται βαθμιαία ο μύθος σου, ο μύθος του Μαρωνίτη, γύρω από ένα αντισυμβατικό άτομο που διεκδίκησε με πάθος και τόλμη και κέρδισε την πληρότητα και τη χαρά της ζωής.

Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε μας φίλε

Να ξέρεις ότι θα σε θυμόμαστε πάντα, ελπίζοντας να αντέξουμε και εμείς, αν έρθει, το γέρας που μας υποσχέθηκες.

Εκτός από τον επικήδειο του Β. Κάλφα που δημοσιεύουμε, τον Δ. Ν. Μαρωνίτη αποχαιρέτησαν στις 14 Ιουλίου στο Α’ Νεκροταφείο ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλής Μήτκας καθώς και ο διευθυντής του «Βήματος» Αντώνης Καρακούσης, μια εφημερίδα στην οποία ο εκλιπών αρθρογραφούσε επί μακρόν.

❖❖❖❖❖

Ελλογο πάθος: ο στοχαστικός Μαρωνίτης

Του Αρη Στυλιανού

Τον Μαρωνίτη τον αγαπούσα πολύ και θα τον αγαπώ πάντα, ως μαθητής και φίλος, με μια αγάπη συναισθηματική και λογική, πολιτική και διανοητική. Δεν ξέρω αν υπήρξα καλός μαθητής, ξέρω όμως ότι εκείνος ήταν ανεπανάληπτος δάσκαλος. Ζητώ συγγνώμη για την άκομψη αυτή εξομολόγηση, η οποία πάντως είναι αληθινή και συνδέεται με ό,τι θέλω να πω σε τούτο το αποχαιρετιστήριο σημείωμα.

Στη ζωή και στο έργο του, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης συνδύαζε με ιδιοφυή και εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο το πάθος με τον λογισμό. Στην επιστήμη του, στα δοκίμιά του, στις μεταφράσεις του, η θεωρία και η πρακτική του χαρακτηρίζονταν πάντοτε από μια λογική ή και μαθηματική μέθοδο. Ωστόσο, η αυστηρά δομημένη αυτή μέθοδος εμπλουτιζόταν διαρκώς με στοιχεία παθηματικά και εμπειρικά. Ηταν ίσως ο πιο λογικός και φιλόσοφος μεταξύ των φιλολόγων και, ταυτόχρονα, ο πιο παθολογικός και βιωματικός.

Εκτός από εξαιρετικά γενναίος άνθρωπος, ενεργός πολίτης και κορυφαίος διανοούμενος, ο Μαρωνίτης ήταν στοχαστής. Τόσο ο προφορικός όσο και ο γραπτός του λόγος διακρίνονταν από τη στοχαστική τους διάσταση, από τη θεωρητικοποίηση όλων των ζητημάτων και την οιονεί φιλοσοφική τους πραγμάτευση. Πιστεύω ότι, εάν έγραφε σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή γλώσσα, ο Μαρωνίτης θα είχε σαφώς αναγνωριστεί διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους στοχαστικούς διανοούμενους του καιρού μας.

Η πολιτική του σκέψη ήταν καίρια και οι δημόσιες παρεμβάσεις του γίνονταν με θάρρος και με παρρησία. Η ορθή πολιτική και ηθική στάση ζωής τον απασχολούσε μονίμως με βασανιστικό τρόπο. Ελεγχος, κριτική και αυτοκριτική ήταν μέθοδοι που εφάρμοζε ακατάπαυστα. Ως γνωστόν, στα σκοτεινά χρόνια της χούντας έκανε τις δύσκολες επιλογές, πληρώνοντας πολύ ακριβά το κόστος. Παραδειγματικό κείμενο αυτής της οριακής τραυματικής εμπειρίας αποτελεί η Μαύρη Γαλήνη. Πρόκειται για κείμενο συγχρόνως αυτοβιογραφικό, λογοτεχνικό και πολιτικό. Κείμενο που χαρακτηρίζεται από έλλογο πάθος.

Διαβάζοντας τη Μαύρη Γαλήνη του Μαρωνίτη, 43 χρόνια μετά την πρώτη της δημοσίευση, έχει κανείς την αίσθηση πως το άφατο μιλήθηκε. Τα λόγια, ασφαλώς, δεν μπορούν να εκφράσουν το άφατο σε όλες του τις διαστάσεις, ωστόσο τα γραπτά μένουν και δηλώνουν τα δικά τους σημάδια. Σημάδια που πρώτα εντυπώθηκαν ανεξίτηλα στο σώμα και στην ψυχή, παίρνοντας κατόπιν τον δρόμο για την τυπογραφική τους αποτύπωση.

Τα δύο κείμενα που αποτελούν το βιβλίο («ο τυφλός τοίχος», «η άσπρη πάπια») γράφτηκαν σε οριακές συνθήκες, στην απομόνωση μέσα σε στενά κελιά, ανάμεσα σε ύπνο και αγρύπνια, μεταξύ ζωής και θανάτου. Το μεγαλείο αυτής της γαλήνιας μαύρης γραφής είναι ότι διατηρεί ζωντανό το αίσθημα του κενού, προσπαθώντας, και εν πολλοίς επιτυγχάνοντας, να το γεμίσει και να το πληρώσει. Η πληρότητα εντέλει μοιάζει να επικρατεί του κενού.

Πρόκειται για συγκλονιστικά κείμενα, κατά κυριολεξία. Φράσεις που γράφτηκαν σε χαρτοπετσέτες, αποσπασματικά, για να κρατήσουν τον λογισμό σε εγρήγορση ή έστω σε κάποιας μορφής λειτουργία, ενώ κάθε στιγμή παραμόνευε ο κίνδυνος της παράδοσης στην παράνοια και της καταβύθισης στο απύθμενο πηγάδι της απελπισίας. Είναι μοντέρνα λογοτεχνικά κείμενα, τα οποία συγχρόνως αποτελούν και ντοκουμέντα, πολιτικές μαρτυρίες που προάγουν μια βαθιά προσωπική και συλλογική αυτογνωσία ανθρωπολογικού τύπου.

Ο Μαρωνίτης δείχνει ένα αισιόδοξο παράδοξο: σε τούτη την επικίνδυνη ισορροπία άσπρου και μαύρου, ζωής και θανάτου, εκείνο που αναφαίνεται ως το σημαντικότερο δεν είναι ο θάνατος, αλλά η ζωή. Ισως η ζωή εν τάφω. Οπου ο τάφος, στην προκειμένη περίπτωση, έχει το σχήμα, την όψη και τη μορφή κελιού.

«Το κελί μου αυτό ήταν πολύ μικρό, χωρούσε δε χωρούσε ένα κρεβάτι. [...] Δεν μπορούσα να φανταστώ πιο καλό κελί». Η ιδιότυπη αυτή νέκυια προσημαίνεται ήδη από τις πρώτες λέξεις του κειμένου, που ανοίγει κάνοντας λόγο για το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας στην πάνω πόλη της Θεσσαλονίκης: «ένας χωματένιος δρόμος χώριζε την κουζίνα μας από τα μνήματα». Τάφοι και σταυροί, μνήματα και μνήμες, σήματα και σημασίες, όλα μέσα στο κείμενο, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Αλλο ένα παράδοξο του βιβλίου είναι η συμπάθεια που προκύπτει εξ αντικειμένου για πρόσωπα και πράγματα που λογικά δεν το περιμένεις: πικρή συμπάθεια ακόμα και για τους δεσμοφύλακες, ακόμα και για τους βασανιστές: «Με συμπάθησαν κι οι δυο τους.

Ο ένας από την τρίτη βραδιά, ο δεύτερος λίγο αργότερα, όταν την πιο απελπισμένη Δευτέρα, λίγο πριν κοιμηθώ, μου πέταξε το γκρίζο παντελόνι -το μπλε είχε σχιστεί– κι ένα προσόψι. Ο πρώτος -ένας από όσους μ’ έδειραν- ακόμη και τώρα όταν με βλέπει θέλει χειραψία και ρωτά σχεδόν καλοσυνάτα και φανερά συγκινημένος: ε φίλε, τι γίνεται;». Συμπάθεια για τον Αδη, απόλυτη συμφιλίωση με τον θάνατο, απόλυτη λαχτάρα για τη ζωή.

Η γλώσσα του Μαρωνίτη σ’ αυτά τα γραπτά της φυλακής μοιάζει, αλλά και διαφέρει αρκετά από τη γλώσσα των δοκιμίων του. Εδώ ο λόγος είναι πιο ελεύθερος, παράξενα απελευθερωμένος, λαϊκός και άμεσος, συγχρόνως αισθητικός και αισθαντικός. Η κυριολεξία κυριαρχεί, έστω κι αν περνά μέσα από μεταφορές κι από μετωνυμίες. Οσα αποσιωπούνται, δηλώνονται ευκρινέστερα. Οχι επίθετα, μόνον ουσιαστικά. Τα ουσιώδη.

Κάποτε τελειώνει η ανάγνωση. Είδαμε, όσο αντέξαμε, την απελπισία και τη γαλήνη, μαζί και χωριστά. Το μαύρο δίπλα στο άσπρο, το ένα μέσα στο άλλο, και να μην προκύπτει παρά μόνο άσπρο και μαύρο, ανάμικτα κι όμως ατόφια.

Οπως στα όνειρα («το προηγούμενο βράδυ είχα ονειρευτεί τη μάνα μου»), που είναι πάντα ασπρόμαυρα, σαν βυθιστεί κανείς σε βαθύ, γαλήνιο ύπνο, ίδιο με θάνατο. Ακροβατώντας στο μεταίχμιο θανάτου και ζωής, η γραφή του Μαρωνίτη βαδίζει πλέον μόνη της, ανεξάρτητη, υπερβαίνει τόπο και χρόνο, ανοίγεται στο μέλλον. Στο μέλλον, που διαρκεί πολύ.

❖❖❖❖❖

Δημήτρης Μαρωνίτης: μαθητεία και διδαχή

Της Μαρίας Στασινοπούλου

Πώς να σκεφτεί κανείς ψύχραιμα την ώρα που το άσπρο της ζωής δίνει τη θέση του στο μαύρο του θανάτου; Πώς να αποφύγει τον υπερθετικό της φόρτισης, όταν υπερθετική είναι η όποια αντιμετώπιση της προσφοράς του Δημήτρη Μαρωνίτη στη φιλολογία, την τέχνη, την πολιτική, τη γλώσσα, την εκπαίδευση; Ενας άλλος φόβος εμφιλοχωρεί στη στιγμή που το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο και η προσωπική οφειλή συλλογικό χρέος.

Θεωρώ τον Δημήτρη Μαρωνίτη δάσκαλό μου, όπως και αμέτρητοι άλλοι Ελληνες φιλόλογοι, κι ας μην είχα την τύχη, φοιτήτρια του Αθήνησι γαρ, να τον συναντήσω και να τον απολαύσω στα πανεπιστημιακά έδρανα και στα κατάμεστα αμφιθέατρα ή τα ολιγομελή φροντιστηριακά μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης.

Τον πρωτοσυνάντησα στην εκπνοή της χούντας, εκεί, στην οδό Σίνα, στο Εντευκτήριο της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη, όπου μια ομάδα ανθρώπων με γνώσεις, πνευματική εμβέλεια, ελεύθερο φρόνημα και αδιαμφισβήτητη αξία μάς πρόσφερε «κλειδιά» για να ανακαλύψουμε τη γνώση και τη διδακτική διαδικασία, κάτι που ήταν ανίκανοι να προσφέρουν οι επίσημοι εκπαιδευτικοί φορείς.

Η παρουσία του Μαρωνίτη έκτοτε, σε οποιονδήποτε κύκλο μαθημάτων, αποτελούσε κίνητρο συμμετοχής. Ο διδακτικός του οίστρος και η ιδιαίτερη θέρμη με την οποία πλησίαζε τα κείμενα, παλαιότερα ή νεότερα, είχαν έναν μοναδικό τρόπο να σε καθηλώνουν.

Κατείχε την τέχνη να μεταγγίζει την ισόβια προσήλωσή του –ερμηνευτική και μεταφραστική– τόσο στα ομηρικά έπη, στον λυρικό λόγο και στη δραματική ποίηση όσο και στη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία.

Πρωτότυπες μορφές ερμηνείας εγγράφονται στη μνήμη μας: «Ανάγνωση, Παρανάγνωση και Φιλολογική Ανάγνωση»∙ και άλλες έννοιες που όριζε και καθόριζε επακριβώς. Οι μάχιμοι καθηγητές, από τη μεταπολίτευση και δώθε, του χρωστάνε πολλά.

Το διεθνώς αναγνωρισμένο βιβλίο του Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα, η διαλεκτική της Οδύσσειας, αποτελεί ευαγγέλιο για τον φιλόλογο που θέλει να μυηθεί στον κόσμο του έπους και να διδάξει τους δικούς του μαθητές. Οι μεταφράσεις της Οδύσσειας και της Ιλιάδας, έργα ζωής πολύμοχθα, συνιστούν άθλο ενδογλωσσικής μετάφρασης.

Ο Μαρωνίτης δεν καλούπωνε τη σκέψη, την άνοιγε σε συνδυαστικού και συγκριτικού τύπου αναζητήσεις και ανίχνευε την ουσία και την ιδιαίτερη παρουσία ηρώων και δευτεραγωνιστών. Το μυαλό του ήταν παραγωγικό, γεννούσε ιδέες, ακόμη και όταν κατέφευγε στην επαγωγική συλλογιστική.

Οι οδηγητικοί πρόλογοι στα βιβλία του, ως αυτοβιογραφικά και αυτοαναφορικά ψήγματα, και τα συγκεφαλαιωτικά επιλεγόμενα, σε συνάρτηση με τον επιμερισμό σε κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους, «με θέματα και υποθέματα», «με στημονικά νήματα», οργάνωναν τον στιβαρό του λόγο και υποδείκνυαν τρόπους «στερεομετρικής δομής και συνθετικής άρθρωσης».

Ο Μαρωνίτης πίστευε πολύ στο δίπολο «μαθητής-δάσκαλος» και μάλιστα με αυτή τη σειρά «από τον μαθητή στον δάσκαλο και όχι αντιστρόφως, από τον δάσκαλο στον μαθητή».

Σε μία εκτενή συνέντευξη που του πήρα το 1985 για το περιοδικό Διαβάζω, εύνοια της τύχης γιατί ήταν η αρχή της στενότερης γνωριμίας μας, που εξελίχθηκε σε ακριβή για μένα φιλία, μίλησε για την αγάπη που είχε στους δασκάλους που τον σφράγισαν, τον Γιώργο Μιχαλόπουλο και τον Κωνσταντίνο Μπότσογλου, στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά και για τους πανεπιστημιακούς τους «χειροθέτες», τον Ι. Θ. Κακριδή, τον Λίνο Πολίτη και τον Γερμανό Walter Marg.

Προφητικός φαντάζει συχνά ο λόγος του: «Με ανησυχεί ακριβώς η ασυνέχεια και εν μέρει και η ασυνέπεια που υπάρχει στα πνευματικά πράγματα σήμερα. Εχει παραγίνει ο αποσπασματικός και ασυνεχής τρόπος τους, σχεδόν δεν μπορεί πια κανείς να μιλήσει με ρυθμό.

Οι άνθρωποι ούτε μεταξύ τους ρυθμίζονται ούτε και με τον ίδιο τους τον εαυτό» απαντά το 1985 στην ερώτηση: Πώς βλέπετε τα πνευματικά μας πράγματα σήμερα; Πόσο άραγε η σύγχρονη πραγματικότητα έχει απομακρυνθεί από το ίδιο σύμπτωμα;

Τον είδα για τελευταία φορά λίγες μέρες πριν μπει ανεπίστρεπτα στο νοσοκομείο, αδύναμο σωματικά αλλά ακμαίον πνευματικά, να σχεδιάζει τη μετάβασή του στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσει την παράσταση της Αντιγόνης σε δική του μετάφραση και να ρωτά για τα πρόσφατα ενδιαφέροντα αναγνώσματά μας.

Πίσω από τον ευερέθιστο και συχνά εκρηκτικό χαρακτήρα του υπήρχε πάντα «κρατημένη θλίψη» και κρυμμένη τρυφερότητα. «Δεν θα ήθελα να θεωρηθώ άνετος άνθρωπος, αφού δεν υπήρξα ποτέ άνετος άνθρωπος» έχει πει.

Από τα θετικά ζεύγη «ύπνος – νόστος», τις αντιθετικές συζυγίες «ύπνος – θάνατος» και τη συναίρεση των τριών εννοιών στο τρίπτυχο «ύπνος – νόστος – θάνατος», δικές του επισημάνσεις, ας μείνουμε στην τελευταία και τελειωτική. Σε ευχαριστούμε, Δάσκαλε, για όσα μας έμαθες.

❖❖❖❖❖

«Το μάθημα του δασκάλου» Μνήμη (και λήθη) Δ.Ν. Μαρωνίτη

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

Κανένα μηχανικό μέσο, οσοδήποτε δαπανηρό,
κανένας υλισμός, οσοδήποτε θριαμβευτής,

δεν μπορεί να σβήσει το ξημέρωμα
που βιώνουμε όταν καταλαβαίνουμε έναν δάσκαλο.
Αυτή η χαρά δεν απαλύνει ούτε κατ’ ελάχιστο τον θάνατο.
Μας εξοργίζει όμως η σπατάλη του.
Δηλαδή, δεν υπάρχει χρόνος για άλλο μάθημα;

Τζορτζ Στάινερ

Συνοδοιπόρος εκείνης της μαγικής, χαρισματικής φουρνιάς (από τον Μανόλη και τη Νόρα Αναγνωστάκη στον Κλείτο Κύρου, από τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου στον Βασίλη Βασιλικό και τον Γιώργο Χειμωνά, από τον Κωστή Μοσκώφ στον Διονύση Σαββόπουλο, τη Ρούλα Πατεράκη και τον Γιώργο Βέλτσο) η οποία, ορμώμενη από τη Μητέρα Θεσσαλονίκη του 1960, σημάδεψε κάθε έκφανση του πολιτισμού μας, φίλος των Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Τάσου Χρηστίδη και Παύλου Ζάννα, γίγαντας σε ώμους γιγάντων καθότι μαθητής των Ιωάννη Κακριδή, Εμμανουήλ Κριαρά και Λίνου Πολίτη, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης σφράγισε τη νεοελληνική φιλολογία με την «ποιητική και πολιτική ηθική του», για να θυμίσω τον ευφυή τίτλο που αφιέρωσε στη συναγωγή μελετών του για την τριάδα Αλεξάνδρου-Αναγνωστάκης-Πατρίκιος.

Ανάγνωση και γραφή, μετάφραση και διδασκαλία, να οι τέσσερις πλευρές στις οποίες κλείστηκε η «Ιλιγγιώδης ραψωδία» (τίτλος ομηρικής φαντασίας του Αχιλλέα Κυριακίδη, αφιερωμένης ευλόγως στον εκλιπόντα) της ζωής και του έργου του. Εφορμώντας από ακαδημαϊκή έδρα κλασικής φιλολογίας, κατήργησε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Αρχαίας Ελληνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και Λογοτεχνίας και κινήθηκε με άνεση «πίσω μπρος» από τον Ομηρο, τον Ησίοδο και τον Ηρόδοτο στην ελληνική ποίηση και πεζογραφία (Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Σαχτούρης, Σινόπουλος κ.ά.).

Για χρόνια η πρώτη μας αναφορά τα ξημερώματα της Κυριακής, έναυσμα για προβληματισμό τα αγωνιώδη πολιτικά του σχόλια, πυξίδα για τις μελλοντικές αναγνώσεις μας τα εύστοχα κριτικά του σημειώματα. Κάποιο πρωινό του 1981 πληροφορηθήκαμε για την «πνευματική ευγένεια» της «Remington» του Γιάννη Πάνου, χρόνια αργότερα κληθήκαμε ν’ αφουγκραστούμε την «παραμεθόρια» πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου.

Στο ενδιάμεσο παρακολουθούσαμε για δεκαετίες τη σισύφεια, σχεδόν εμμονική αναμέτρησή του με τον ομηρικό λόγο. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μας ομηρικοί στίχοι από το μεταφραστικό magnus opus του που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Εθνικό Θέατρο.

Μνημείο του νεοελληνικού λόγου πλέον (άξια απόγονος των σεφερικών «Δοκιμών») η κριτική γραφή του, ιδιοσυγκρασιακή και αναγνωρίσιμη, συσπειρώνεται και αποσυσπειρώνεται προσεγγίζοντας επαναληπτικά και κυκλωτικά το κέντρο της με στέρεη φιλολογική υποδομή, στοχαστική ευαισθησία, κριτική οξύνοια και ερμηνευτική τόλμη, με τη θεωρία είτε να έχει αφομοιωθεί είτε να έχει ήδη ξεπεραστεί από την παθιασμένη εμπειρική ανάγνωση.

Οι «Τέσσερις εποχές» του σολωμικού «Κρητικού», η σχέση ποίησης και Ιστορίας στον καβαφικό «Δαρείο», ο πρόλογος στο «Γκρίζο φως» του Σινόπουλου ή η πρόταση ανάγνωσης του πρώτου συνθέματος του «Νεκρόδειπνου», η περιήγηση στην αυτοκτονική νουβέλα του Μητσάκη ή τις βινιέτες του Γονατά είναι μόνο κάποιες από τις κορυφές της.

Εγώ τον γνώρισα κυρίως από τα βιβλία του. Είχα την ατυχία να τον ακούσω μόνο ευκαιριακά, από καθέδρας σε μαθήματα ή συνέδρια. Αξιώθηκα ένα ανάτυπο με αφιέρωση και ένα νεύμα επιδοκιμασίας στο τέλος μιας ανακοίνωσης.

Κάποια φορά, τη χαρά μιας σύντομης κατ’ ιδίαν συζήτησης. Θυμάμαι τη φωνή του. Δεν ήμουν τυχερός να συγκαταλέγομαι στα πολυπληθή ακροατήρια των φανατικών μαθητών του ή των άμεσων, πιστών συνεργατών του. Αναρωτιέμαι, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, μήπως ο Δάσκαλος των Δασκάλων μας είναι δυο φορές δικός μας Δάσκαλος...

Οπως και να ‘χει, αυτή, νομίζω, ήταν πρωτίστως η ιδιότητα του Δ.Ν. Μαρωνίτη: του δάσκαλου που σμίλεψε φιλολογικές συνειδήσεις κι άνοιξε ερευνητικούς δρόμους. Προνομιούχο «επάγγελμα», λέει ο Στάινερ, η τριπλή περιπέτεια της διδασκαλίας: ν’ αφυπνίζεις σε ανθρώπινα πλάσματα όνειρα πέρα από τα δικά σου, να τα παρακινείς ν’ αγαπήσουν αυτά που αγαπάς, να κάνεις το εσωτερικό τους παρόν δικό σου μέλλον.

Δάσκαλος, λοιπόν, και μάλιστα σε εποχή γενικευμένης «ανευλάβειας» σαν αυτή που διανύουμε (η δημιουργική αντιπαράθεση με τον Δάσκαλο, ακόμα και η «θανάτωσή» του, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο) ήταν ο εκλιπών, και τη διδασκαλία θα πρέπει να την αντιληφθούμε ως σύνθετη γνωστική και ψυχική αγωγή, στις πτυχές της οποίας χωράνε μαζί η άσκηση εξουσίας, η έλξη, η αποπλάνηση, ο έρωτας, η φιλία, η προδοσία, η ταπεινοφροσύνη, η αφιλοκέρδεια, ο εξευτελισμός, ο σφετερισμός, η ευγνωμοσύνη, όπως συνοψίζει ο Σεραφείμ Βελέντζας προλογίζοντας «Τα μαθήματα των δασκάλων» του Στάινερ.

Ξημερώματα περασμένης Τρίτης και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυκλοφόρησε το κακό μαντάτο. Ξεφυλλίζοντας ξανά τα βιβλία του, χρόνια μετά την πρώτη ανάγνωση, το μάτι μου έπεφτε σε παλιότερα ερωτήματα, τώρα πλέον λυμένα, και άλλα σημεία μού γεννούσαν νέες απορίες. Καταφύγιο βρήκα και πάλι στην αισιόδοξη απάντηση του ερωτήματος που φαινομενικά αφήνει εκκρεμές το μότο του Στάινερ: «Πάντα πρέπει να υπάρχει χρόνος για άλλο ένα μάθημα»!

Και ας κλείσω με μια «μνεία-μνήμη», όπως θα έλεγε ο ίδιος. Ανάτυπο με ημερομηνία «Απρίλιος του 1995» και τόπο έκδοσης τη Λευκωσία. Διάλεξη στη μνήμη της Ελένης Τσαντσάνογλου, και ο Δ.Ν. Μαρωνίτης αποφασίζει να μιλήσει για τη μνήμη «που τόσο στη ζωή όσο και στην ποίηση, συγχρόνως θυμάται και ξεχνά».

Ακολουθώντας το διαλεκτικό ζεύγος «μνήμη-λήθη» από τις απαρχές (μονόζυγη στην «Ιλιάδα», λαθραία δίζυγη στην «Οδύσσεια», ρητώς και ονομαστικώς μηχανή της ποίησης στα «Ησιόδεια Επη») στον Σολωμό θα καταλήξει: «Η ποίηση είναι εκ φύσεως, ακόμα και κει που τούτο δεν φαίνεται καθαρά, μνημονική, και σκοπεύει στη νάρκη του άλγους εν φαντασία και λόγω, όπως εμμέσως εξομολογείται ο Καβάφης. Γι’ αυτό προσφεύγουμε στην τέχνη της ποιήσεως: ξεχνάμε για να θυμηθούμε, θυμόμαστε για να ξεχάσουμε».

Ισως αυτό είναι το ύστατο μάθημα, αν όχι ένα από τα μεγαθέματα της διδασκαλίας Του.

❖❖❖❖❖

ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ

Ιδιαίτερα με τον Μαρωνίτη

Του Γιώργου Κορδομενίδη

Η εργατικότητά του ήταν απαράμιλλη. Μαθήματα - εξετάσεις - διόρθωση γραπτών, κατά περιόδους διοικητικά καθήκοντα (κοσμήτορας, πρόεδρος τμήματος), η τακτική (από το 1971) στήλη του στο «Βήμα» και εκτάκτως εκτενείς επιφυλλίδες, διαλέξεις, ομιλίες σε ημερίδες και συνέδρια, μεταφράσεις έργων του αρχαίου δράματος και αργότερα των ομηρικών επών (με εντυπωσιακά Επιλεγόμενα για κάθε ραψωδία), το στήσιμο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας…

Αλλά και διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Τα είχε διαβάσει και μιλούσε γι’ αυτά προτού ακόμη εμείς μάθουμε πως εκδόθηκαν!

Παρά ταύτα (ή κοντά σ’ αυτά) ήταν φανατικός της συναναστροφής με φίλους. Οταν δεν πήγαινε σινεμά (πάρα πολύ συχνά) ή στο θέατρο, η συνάντηση της «παρέας Μαρωνίτη» ήταν επιβεβλημένη. Στον «Φαλάκρα» επί της Αλεξ. Σβώλου, σ’ ένα ουζερί στην Κων. Μελενίκου, στο «Τίφανυ’ς» της Ικτίνου, για σουτζουκάκια στο «Αριστον» της Δημ. Γούναρη…

Μερικές φορές η βραδιά συνεχιζόταν σε κάποιο από τα μπαράκια του κέντρου. Την παρέα αποτελούσαν (τουλάχιστον από το 1989 και μετά) η Νατάσα Πεπονή, ο Αρης Στυλιανού, ο Νικήτας Μυλόπουλος, ο Λάμπρος Πόλκας και ο υπογραφόμενος – όχι πάντα σε… απαρτία· αραιότερα, ο Σάκης Σερέφας, ο Βασίλης Αμανατίδης, η Σοφία Νικολαΐδου και κατά περίσταση κάποιος νεοπροσήλυτος.

Τον τόπο και την ώρα της συνάντησης όριζε συνήθως ο ίδιος, τηλεφωνώντας νωρίς το απόγευμα και ορίζοντας την… ημερήσια διάταξη. Γιατί η «έξοδος» με τον Μαρωνίτη δεν ήταν μια «απλή» συνάντηση φίλων γύρω από ένα τραπέζι (άλλωστε, με τον Μαρωνίτη τίποτε δεν ήταν απλό): κάθε φορά υπήρχε μια συγκεκριμένη ατζέντα με θέματα που «έπρεπε» να συζητηθούν. Το σχήμα «κείμενα ή συγγραφείς», που επανερχόταν συχνά: έλεγε από μνήμης μερικούς στίχους και περίμενε να ακούσει τα σχόλιά μας, κρατώντας κρυφό το όνομα του ποιητή.

Ακόμη και τις ώρες της φιλικής συνάφειας είχε έναν γοητευτικό τρόπο, με εκείνην την τόσο γνώριμη βραχνή φωνή του, να καθοδηγεί τα πράγματα, μέσα από ατραπούς μιας γλυκιάς και παιγνιώδους ειρωνείας, μετατρέποντας την ανέμελη σχόλη σε διδακτική πράξη κι εμπειρία.

Αναδημοσίευση από: https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/77036_i-brahni-foni-mias-krisimis-pneymatikotitas

Όμηρος-Ὀδύσσεια (11.215-11.224)

 

«Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο,

όχι, δεν σ᾽ απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.

Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:

δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς

που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά —

μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.

Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,

και μην αργείς· μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,

για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου.»

Μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Κωστής Μοσκώφ-Λαϊκισμός ή πρωτοπορία (απόσπασμα)

Ποιητικός Πυρήνας: Κωστής Μοσκώφ, "Ποιήματα"

Φασισμός δεν είναι μόνο η ανοιχτή δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου, που με τη δυνατότητα υπερεκμετάλλευσης των εργατών δίνει τη δυνατότητα παροχών -και έτσι στήριξης της- και στα μικροαστικά στρώματα χωριού και πόλης.

 Φασισμός είναι η καθημερινή πρακτική της αυταρχικής συμπεριφοράς του Εγώ προς τον Άλλο, αυταρχικής συμπεριφοράς που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση της αδυναμίας του πλησίον του Άλλου- του γονιού προς το παιδί αλλά και του παιδιού προς το γονιό, του άνδρα προς τη γυναίκα αλλά και της γυναίκας προς τον άνδρα, του καθημερινού δίπλα μας πιο καπάτσου, πιο ξυπνού, πιο αδίστακτου, που εκμεταλλεύεται την αγαθότητα ή τη λογική του Άλλου, είναι η μονοδιάστατη και εμπαθής χρήση του Λόγου του Άλλου, είναι να είσαι αδίστακτος τη στιγμή που είσαι δυνατός, να συντρίβεις δίχως αγάπη τον Άλλο όταν δεν μπορεί να αμυνθεί ή δεν θέλει... Και φασισμός είναι η εκμετάλλευση της πιο ανθρώπινης αδυναμίας - η εκμετάλλευση του απελπισμένα παραδομένα, ερωτευμένου Άλλου..."

Ο φασισμός εκφράζεται ως καθημερινή συμπεριφορά που ακινητοποιεί τις αντιστάσεις του Άλλου, όχι για να τον κερδίσει αλλά για να τον συντρίψει, όχι για να προκαλέσει τη συναινετική του συνάντηση αλλά για να προκαλέσει τον αφανισμό του, καθώς βλέπει τον Άλλο ως το διαρκή του εχθρό.

[...] Στον τρομοκρατικό Λόγο - κυρίαρχο Λόγο του σήμερα - ο καθένας εμμένει στο 100% κάποιου δικαίου του, δίχως να συνειδητοποιεί πως η αλήθεια είναι πάντοτε μια σχετικότητα ιστορική και διαλεκτική. Ημιμορφωμένοι, άλλωστε, δίχως αισθαντικότητα και ενόραση, ανέρωτοι και ανέραστοι ˗προϊόντα μιας παιδείας ανάπηρης που τους παρέχει δύσκολα το σύστημα, προϊόντα ακόμα μιας μικροαστικής, μετά την εφηβεία συμβιβασμένης ζωής- πολλοί διανοούμενοι του νεοελληνικού μας σήμερα, ελάσσονες υποτελείς στην άρχουσά μας τάξη και στα οράματα που τους ταΐζει, μπερδεύουν την πραγματικότητα με την οργανική αναπηρία τους -τα μαθηματικά με την ιστορία ή τη φιλοσοφία, το θετικισμό με τη δημιουργία, την "επαρχία" τους με τον σύνολο κόσμο˗ ανίκανοι να δουν τη ζωή ως διαλεκτική ενότητα του Εγώ με τον Άλλο, ανίκανοι να επεκτείνουν το αντικείμενο της μελέτης τους έξω από τον εαυτό τους, ανίκανοι να μεταχειριστούν τη φαντασία τους για να κατανοήσουν το Άλλο και τον Άλλον.

Κωστής Μοσκώφ, Λαϊκισμός ή πρωτοπορία - Δοκίμια III, Καστανιώτης 1985.

............................................................................................................................

«Φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική σου ζωή και να σε ανακρίνουν ιδιωτικά για τις δημόσιες πράξεις σου».


Δημήτρης Μαρωνίτης

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Δ. Μαρωνίτης – Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς

Τον Ιανουάριο του ’68, όταν όλα πια τα έσκιαζε η φοβέρα των δικτατόρων και τα πλάκωνε η σκλαβιά, ο Δημήτρης Μαρωνίτης ανέβηκε στο βήμα του αμφιθέατρου της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Το μάθημα προς τους φοιτητές του θα αποτελούσε, παράδειγμα ευθύνης και δημοκρατικής συμπεριφοράς.


«Το μάθημα τούτο αναγκάζομαι να το κάνω κάτω από απειλητικούς ψιθύρους. Μου λείπει επομένως το κέφι να μιλήσω για τα Κύπρια Έπη, εφόσον μάλιστα ενδέχεται αυτά τα λόγια να είναι και τα τελευταία που ακούτε από το στόμα μου. Γι’ αυτό και παρεκκλίνω από τον ίσιο δρόμο και, ακολουθώντας τον πιο αντιπαθητικό από τους αρχαίους συγγραφείς, λέω να το ρίξω στις υποθήκες, για να εξορκίσω έτσι τον Μεταξά και τους σύγχρονους επιγόνους του:

– Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Μ’ αυτό κυρίως θα πολεμήσετε τη βαναυσότητα της εξουσίας.

– Μην απομονωθείτε. Με το λόγο, τη σιωπή και την πράξη σας σταθείτε πλάι σε κάποιον: στη μάνα σας, στον αδελφό ή στο φίλο σας, και προπαντός στα νεότερα παιδιά, που περιμένουν από σας να δουν αν θα τους φράξετε ή θα τους ανοίξετε το δρόμο της ελεύθερης αναπνοής.

– Μη φοβάστε τους ανθρώπους που έχουν ρωμαλέα πάθη: όσους οργίζονται, πίνουν και αγαπούν. Πολεμάτε μόνο τους κάπηλους της ελληνοχριστιανικής ηθικολογίας. Απομονώστε όσους συνεχώς χαμογελούν, που όταν μιλούν δεν σας κοιτούν στα μάτια, κι όταν τους δίνετε το χέρι, δεν ξέρουν ή δε θέλουν να το σφίξουν. Ανάμεσά τους θα βρείτε τους χαφιέδες.

– Σηκώστε με σεμνότητα το χρέος που σας ανήκει. Φανείτε εις μικρόν γενναίοι».

Από το κατεβατό αυτό δεν θα άλλαζα και σήμερα πολλά πράγματα, θα κατέβαζα μόνο τον τόνο του πιο χαμηλά και θα εξαφάνιζα την αισθηματολογία του, προσθέτοντας έναν ανορθόδοξο ορισμό του φασισμού: φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική ζωή σου και να σε ανακρίνουν ιδιωτικώς για τις δημόσιες πράξεις σου.

Είχε διαδοθεί σχεδόν μυστικά στους φοιτητές ότι ο Μαρωνίτης θα έκανε το τελευταίο μάθημα και γι΄αυτό πάρα πολλοί –αρκετοί που δεν ήταν άμεσοι μαθητές του– προσέτρεξαν να τον ακούσουν. Ήταν και λίγοι συνάδελφοί του, όσοι δεν φοβήθηκαν τις συνέπειες της παρουσίας τους σε μια… αντιχουντική εκδήλωση!

«Το κατεβατό αυτό» ανασυνέθεσε ο ίδιος σε επιφυλλίδα του Βήματος στις 26 Οκτωβρίου του 1974, -ημέρα διττής σημασίας για τη Θεσσαλονίκη, την ιδιαίτερη πατρίδα του,  γιορτή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου αγίου της πόλης, και ημερομηνία απελευθέρωσής της κατά τη «Μεγάλη Εξόρμηση» του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου-, με τίτλο «Πολιτικό μανιφέστο για πολιτική χρήση»


Τρίτη 21 Μαΐου 2019



Εκείνο, λοιπόν, το μεσημέρι έμεινε ανοιχτό για ώρα το διπλανό κελί μου (το 5 ή το 6, εγώ ήμουν τότε στο 4). Δεν έμαθα ποτέ ποιο παλικάρι σφάδαζε στο διάδρομο. Μούγκριζε υπόκωφα, αλλά δεν έβγαλε ούτε μια φορά δυνατή κραυγή. Κάποτε άκουσα να τον σέρνουν στο κελί του, ενώ ο δεσμοφύλακας τον περιέλουζε με βρισιές που δεν φημίζονταν για την πρωτοτυπία τους: <<Ρε π..., βρωμοκομμουνιστή, εδώ θα σαπίσεις>>. Κι ενώ η πόρτα έκλεινε, ακούστηκε μια ήρεμη, καθαρή, απόλυτα ζυγισμένη φωνή: <<Δεν είμαι κομμουνιστής είμαι αναρχικός>>.
Θα ήθελα κάποτε να διηγηθώ το περιστατικό πολύ απλά, κι ύστερα να ζητήσω να μπει στα Αναγνώσματα του Σχολείου. Γιατί αυτή η γενναία, απροσδόκητη απόκριση εμένα τότε με παρηγόρησε βαθιά και μου έδειξε μια και καλή πώς προχωρεί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως το θάνατο.

(Απόσπασμα κειμένου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, Αθήνα, 27 Απριλίου 1975.)

•Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ