Η Επιφυλλίδα αυτή αφιερώνεται στους φοιτητές: οι αγώνες τους, το θάρρος και η φρόνησή τους, οι θυσίες και το ήθος τους αποτελούν το πιο ευοίωνο σημάδι στα τελευταία έξη χρόνια. Και μόνο το γεγονός ότι η βιολογική και πνευματική φρεσκάδα τους σαρώνει ήδη στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων τη σκηνοθεσία άλλων «συναρπαστικών» ειδήσεων, δείχνει πώς το χωράφι άρχισε να οργώνεται, η σπορά δεν θα αργήση και όταν κάποτε φτάσει ο καιρός του θερισμού, θα ξέρουμε σε ποιους χρωστάμε τον καρπό.
Ας μου συγχωρεθή η αισιόδοξη αυτή συγκίνηση, πού τη δικαιούμαι, ελπίζω, ως πρώην πανεπιστημιακός δάσκαλος, διωγμένος εδώ και πέντε χρόνια από μια δουλειά που με έτρεφε, την αγαπούσα και μου χάριζε τον ζωντανό διάλογο με νέους ανθρώπους πάνω σε προβλήματα επιστήμης και ζωής. Στο μεταξύ, τα πράγματα έχουν αλλάξει: οι δικοί μου φοιτητές έγιναν πια επιστήμονες ή έκοψαν τις σπουδές τους μέσα και γύρω από τις φυλακές και τις εξορίες. Οι σημερινοί σπουδαστές είναι άγνωστά μου πρόσωπα, που προσπαθώ να συνθέσω την ανήσυχη φυσιογνωμία τους από τον ρωμαλέο και φρόνιμο ήχο της φωνής τους-μισή ίσως παρηγοριά, αλλά ανεκτίμητη σε μια εποχή μάλιστα γενικής σύγχυσης, όπου όψιμες κυρίες και πρόωροι κύριοι ξοδεύουν το αγωνιστικό τους απόθεμα λιανίζοντας το λίγο κρέας που μας απόμεινε. Κάποτε νοιώθει κανείς την ανάγκη να γίνει εξομολογητικός-σε εκείνους που το αξίζουν.
Από τις πολλές και εύγλωττες φοιτητικές χειρονομίες του τελευταίου καιρού (τις αρχαιρεσίες τους, που τις αντιμετώπισαν υπεύθυνα, πληρώνοντας συχνά ακριβό τίμημα, τη θαρραλέα εμβολή τους στον προσχέδιο καταστατικό χάρτη της ανώτατης παιδείας, την αποχή τους από τα μαθήματα, για να ασφαλίσουν στοιχειώδεις συνθήκες περιορισμένης έστω πρωτοβουλίας σε θέματα δικά τους) θα σταματήσω σε δύο χαρακτηριστικές απολογίες: η μια ατομική και η άλλη ομαδική. Η δεύτερη γραπτή, η πρώτη προφορική. Μιλώ για τον πικρό, κατακόρυφο αντίλογο της Βουτσινά στα Γιάννενα και τη σφριγηλή ομολογία των δώδεκα στον πρύτανη της Ανωτάτης. Τα δύο αυτά κείμενα πιστεύω πώς ιστορούν καλά το παρόν και προοικονομούν αισιόδοξα το μέλλον μας. Τα δίδυμα εξ άλλου επεισόδια συνδέονται κι από μια «σύμπτωση»: έξω από τις κλειστές αίθουσες, όπου δινόταν η μάχη, έστεκε επιφωνηματικός ο χορός των φοιτητών, προστάτης και μάρτυρας της κρίσης.
Ντρέπομαι να μεταγράψω τον επίλογο της Βουτσινά. Τη σφραγίζει και της ανήκει απόλυτα. Ο αιχμηρός λόγος της δείχνει το χάσμα που χωρίζει το δικό της ύφος από το ύφος του πρύτανή της: εκείνος κακέκτυπο του Κρέοντα. Εκείνη μια μικρή Αντιγόνη. Θα αισθάνονται, υποθέτω, ησυχασμένοι άξιοι δάσκαλοι σαν τον Κοκκινόπουλο και τον Παπαθωμόπουλο. Όσο για μένα, συχνά συλλογιζόμουνα τον τελευταίο καιρό πως ίσως η πιο άμεση και πιο πειστική αναίρεση κάθε ολοκληρωτισμού, είναι η δροσιά ενός νεανικού κορμιού, που κυκλοφορεί ατίθασα ανάμεσα στις στημένες κρεατομηχανές. Η κοπέλα, από τα Γιάννενα έδωσε πρόσωπο σ’ αυτό το φάντασμα.
Στο «Βήμα» της περασμένης Τρίτης βρήκα στοιχισμένες στην ίδια σελίδα την απολογία των δώδεκα και την απαντητική ανακοίνωση που έδωσε στον Τύπο η Σύγκλητος της ΑΣΟΕΕ. Είναι ευτύχημα που ο πληροφορημένος, αλλά και ο απληροφόρητος αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δη πώς κλείνουν το λόγο τους οι αντίδικοι. Η Σύγκλητος: «καθήκον επιτελούσα απεφάσισεν ομοφώνως όπως ο Πρύτανις καλέση τους υπογράψαντας το έγγραφον ίνα απολογηθούν. Διότι και ο τρόπος της κυκλοφορίας και το περιεχόμενον του εντύπου, ως εξετέθη ανωτέρω, εκρίθησαν πειρθαρχικώς ελεγκτέα. Και αυτή η ενέργεια, η νόμω και ουσία βάσιμος, εσχολιάσθη ποικιλοτρόπως. Η κοινή γνώμη ας κρίνη».
Οι δώδεκα: «Περιμέναμε από σας πρόσκληση για να πάη πιο μπροστά και πιο ψηλά ο διάλογος… Και μας ήλθαν κλήσεις, μετά από κλήσεις άλλης διαδικασίας ‘δι υπόθεσίν σας’. Η διαφορά ανάμεσα στην κάμψη και την ανάταση, την υποτελή έκφραση και τον ελεύθερο λόγο, την περιδεή αυτοσυντήρηση και την έκθετη αυτοθυσία βγαίνει ανάγλυφα από τις δύο αυτές σφραγίδες. Φυσικά και κρίνει η κοινή γνώμη. Αλλά προφανώς δεν φοβούνται την κρίση της οι κύριοι συγκλητικοί. Ή μήπως κάποιος άλλος, υποκείμενος φόβος εξουδετερώνει την ευθύνη τους απέναντι στην κοινή γνώμη, που παρά ταύτα την επικαλούνται;».
Υπάρχει ένα δεύτερο σημείο στην απολογία των δώδεκα, που θα πρέπει για τα καλά να σάστισε τους κριτές τους. Εννοώ την παράγραφο εκείνη που τρυπώντας το κέλυφος του προβλήματος, τολμά να δείξη γυμνό τον πυρήνα του: «Ανατριχιάζουμε» γράφουν οι δώδεκα «μπροστά στην τυποποιημένη σκέψη και έκφραση, στην έλλειψη κάθε φαντασίας, κάθε ανησυχίας, κάθε προσωπικής δομής. Αγωνιζόμαστε να βελτιώσουμε τις πνευματικές δυνάμεις μας, έστω με σφάλματα, έστω με πτώσεις».
Το ρίγος και στο σπασμό αυτής της φράσης δεν έχουν άλλο μέσο να τα αντιμετωπίσουν οι σεμνοί συγκλητικοί από το κουφάρι της καθαρεύουσας ρητορικής τους «χαρακτηρίζοντας τους δώδεκα για το κείμενο που συνέταξαν, την πέτρα του σκανδάλου, γράφουν): «αιτούμενοι, απαιτούντες και αιτιώμενοι με γλώσσαν, τόνον και ύφος καταφανώς απάδον εις την ιδιότητά των…». Κάποτε η γλώσσα εκδικείται, και όσους ακόμη δεν ανατριχιάζουν με τίποτε!
Δεν το έχω σκοπώ να κλείσω απαισιόδοξα σήμερα την επιφυλλίδα. Πλάι εξάλλου στους ανώνυμους συγκλητικούς, υπήρξαν τρεις τέσσερις επώνυμοι δάσκαλοι, που στη δύσκολη ώρα έδωσαν το χέρι στους μαθητές τους. Δεν είναι πολύ. Αλλά δεν είναι και λίγο. Χρειάζεται υπομονή, ωσότου αρχίση να πρασινίζη το χωράφι. Αυτό, υποθέτω, καλύτερα από εμένα το ξέρουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Γι αυτό και δεν επιτρέπουν σε κανένα να σφετεριστή τις πράξεις τους και το βηματισμό τους. Όσο για τη δική μου γραφή, δεν θέλει να είναι παρά μόνο μια μορφή ανάγνωσης του δικού τους λόγου-παλιά δασκαλίστικη συνήθεια.
Πηγή: https://typos-i.gr/article/h-mikrh-antigonh-kai-o-xoros-twn-dwdeka
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου