Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025
Πάνος Κ. Θασίτης, "Πράγματα (2) - Αριθμοί"
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025
Πάνος Θασίτης - Οδοιπόροι
Ερχόμαστε από πολύ μακριά.
Φορούμε χιτώνια που άνθρωποι καλοί μας δώσανε στο δρόμο.
Δεν τραγουδάμε, δεν ονειρευόμαστε, δεν κοιτάζουμε πίσω·
περπατούμε.
Τα βράδια στην περίμετρο της πόλης
ενθ’ αμαυρούται και σιγά η ζωή,
πάνω στα χέρια μας περνούμε γυμνό
μιας φρίκης σταθερής το σώμα
που τ’ αντέχουμε μόνο εμείς.
Με αριθμούς διαλύουμε τη μαγεία της νιότης
του έρωτα τη μαγεία.
Μες στο σκληρό μυαλό μας σηκώνουμε
το είδωλο τού κόσμου αληθινό.
Φως πραγμάτων περιρρέει τη ζωή μας που αποσύρθηκε
όταν η αρετή σκοτώθηκε κι απ’ το καλό κι απ’ το κακό.
Πράγματα, 1950.
Πέμπτη 3 Απριλίου 2025
Πάνος Θασίτης - Blocus animae
Ποιος ήρθε;
Δεν περιμένουμε δε θέλουμε κανέναν.
Έτοιμοι! Όχι ταξίδια.
Δώστε ξηρά τροφή γι’ αυτούς πού δεν επιστρέφουν
και δε φεύγουν.
μόνο γι’ αυτούς πού απόμειναν εδώ στην πατρική την πόλη
- όταν όλοι τρέχανε στα πλοία να σωθούν
αυτοί γυρίσανε στα σπίτια τους ορθοί, αντίθετα στο ρεύμα
ήρεμα αποκρούοντες προτάσεις σωτηρίας,
φίλοι πιστοί φριχτών πραγμάτων...
Αλλά ποιος ήρθε; τι καινούργιο πια μπορεί να φέρει κι επιμένει;
Διώξτε τον!
- Πράσινο φύλλο στα μαλλιά και στη φωνή του ασήμι.
Η ανάμνηση καλείται: σημείο νεκρό.
Πράγματα, 1957
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025
Πάνος Θασίτης, Υπηρέτες
Εμείς στη στεριά, μπροστά σε κάθετα κτίσματα
Δεδομένα σημεία, άλφα μικρά και άλφα μεγάλα
Βάση για το διαβήτη που μας τρυπά
Βάση για τις συντεταγμένες του κανονιού
Βάση της αρωματοποιίας – καίτοι βρωμάμε.
Πάνω στ’ άσπρο χαρτί καρφωμένοι, ομοειδείς
Κέρματα σε φυλάκια αιμοσταγή
– Την άλλην όψη του χαρτιού συλλογιστείτε
του νομίσματος την άλλην όψη.
Όταν οι κύριοι αποσύρονται
Λύνουμε την τάξη και κοιταζόμαστε.
Έχουμε μάτια αληθινά!
Έχουμε φωνή
Χέρια ζεστά
Έχουμε σκέψη
Τα πιάνα έρχονται, γεμίζουν το ξερό πετσί μας
Οι τοίχοι διαλύονται, ορμά το φως και μας ζαλίζει
Οι στέγες ξεκολλούν
Ο ουρανός είναι τα φτεροκοπήματα όλων των πουλιών
Αιώνια γνέφει η άρκτος.
*
Όμως ακούονται βήματα: Οι κύριοι! Οι κύριοι επιστρέφουν.
Η παράβαση «όνειρο» «όνειρο φτωχό» διακόπτεται.
Μαύροι μεγάλοι χάρακες μας σκεπάζουν.
Από τη συλλογή Πράγματα (1957)
Κυριακή 24 Μαρτίου 2024
Πάνος Θασίτης - Δυτικά προάστια
Στ’ αριστερά ο ηλεχτρικός πορτοκαλιώνας. Χειμώνα-καλοκαίρι
ανάβει κάθε νύχτα, αυτό το περιβόλι.
Βουνό από άδειο πετροκάρβουνο, το αίμα του καμένο, καπνός και σφυρίγματα
κι έργο για το καλό και το κακό, ξετελειωμένα. Σωροί τα κυβικά
του σκοταδιού, ξετροχιασμένα τραίνα, άχρηστο υλικό, το φάντασμα
του μηχανοδηγού ανάμεσα στις ράγες και τ’ άλογο μαρμαρωμένο,
οι ράγες δένουν και χωρίζουν, στιλπνές ολόγυμνες ψυχές
κάτω απ’ το νικέλινο φεγγάρι, ελίσσονται, αδιάκοπα φεύγουν-γυρίζουν
και δε γυρίζουν, βουλιάζουν στ’ απροσδόκητο σκοτάδι, κι όλα
τα μαντήλια σταματημένα ξαφνικά στον αέρα∙
απολιθωμένη στρώση του χιονιού από παλιούς χειμώνες.
Πιο κάτω η Σίβυλλα του κάμπου, η λάσπη του Δέλτα
η νεκρή θάλασσα που μαντεύεις, γιατί είναι νύχτα
κι η νύχτα φέρνει κι αυτή το δικό της σκοτάδι
κι η μαντική, το μόνο φως που σου δόθηκε να πορεύεσαι,
να περάσεις ψηλαφώντας την ψυχή του δροσερού καλαμιώνα,
στο ποτάμι, που από κύκλο σε κύκλο κατεβαίνει
γυρεύοντας τη θάλασσα, τη μητέρα.
*
Μετά τη στροφή, φέρε φωτιά, μπορώ να την αγγίξω,
να την κρατήσω σφιχτά. Έχω μάθει τις φωτιές,
αυτές που καίγουνε απ’ έξω και την άλλη,
που πάει βαθιά, συντρώγει κόκαλα και σπλάχνα
πυρπολεί το αίμα και τ’ αλλάζει.
Μιλώ για την αγάπη, αν το ’χετε ξεχάσει.
Φωνή στη γη, στον ουρανό για την αγάπη,
αιώνια σπασμένο κλωνάρι, χρυσός μύλος για τις ψυχές μας που βιάζονται,
το μαχαίρι και το ψωμί, αλλάζοντας χέρια.
Φώτα μεγάλα, σταθερή πορεία, χιλιάδες μίλια άσπρη ερημιά.
Ο ουρανός του γκαζιού πάνωθέ μας κι η άσπρη φονική αιθάλη
κατεβαίνοντας αργά, ενώνοντας τη μέρα και τη νύχτα
στο χημικό ευλύγιστο κορμί της, καταργώντας τη μέρα και τη νύχτα
κι ο ήλιος στην αποθήκη και το φεγγάρι στα οξέα.
Κάτω από τις ελεφάντινες φυλλωσιές του μετάλλου
τ’ αυτοκίνητο τρέχει,
τάσι ανοιχτό με τις ψυχές μας που παραμιλούν.
Το θρόισμα κι η μεγάλη σιωπή των μαλλιών της και ο τοίχος
που προχωρεί αντίθετα κι ο ίσκιος του πάντα μας προφταίνει.
Ξενοδοχείο Αύγουστος, μαύρα σίδερα σταυρωτά, μαίανδροι
και πουλιά από πυρακτωμένο ψευδάργυρο,
ανώνυμη γεωμετρία του τοίχου. Στη σκοτεινή θύρα που έκλεισα
η βούλα της ερυθρής Αφροδίτης, το μάτι του ξενοδόχου στη σκάλα σα φίδι κι ύστερα,
η μεγάλη πυρά της αγάπης κατακαίγοντας τον πηλό,
ελευθερώνοντας την ήσυχη άσπρη ανταύγεια της καρδιάς
την ακύμαντη τάξη των άστρων που σου ’δειχνα τις νύχτες.
*
Η συνοικία πεθαίνει νωρίς. Όπου φως, αγρύπνια
για τ’ άρρωστο κορμί, για την ψυχή που παραδίνεται και πάει.
Το κορίτσι στο κατώφλι, γυμνό ως τη μέση βαστά τον καθρέφτη
που σε δείχνει. Σκούρα μεγάλα δάση οξειδωμένα, πλαστικά πουλιά
άνθη πορφυρά γύρω-γύρω, πληγές από σωριασμένο φθόριο
σκεπάζουν το κορμί του, τέλια χρυσά, ηλεχτρικά αηδόνια
και στη μέση ο πληρωμένος τραγουδιστής με το κουτί της αγάπης
και το κουτί του καημού, με το κουτί που ναρκώνει
κι αυτό που τρελαίνει. Και δίπλα η λίμνη σου κι ο πιστός αντικατοπτρισμός
κι η όχθη εγώ που σε περισφίγγει, θησαυρίζοντας την κρυφή διδαχή.
*
Αυτό είναι τ’ όνειρο μες στη χαρτοπετσέτα, πάνω στο τραπέζι
του χαμένου καφενείου. Αν ανοίξεις, πρόσεξε αυτό το πουλί
κι αυτό το φυτό και τη θάλασσα που καίγεται στα δάχτυλά σου
και τ’ άσπρο και το γαλάζιο που ικετεύουν,
τον πήλινο ύπερο και τον πήλινο κάλυκα και τη χρυσή σκόνη
ανάμεσά τους, τον πολλαπλασιαστή. Και στ’ αφανέρωτα βάθη,
τόσες προσμίξεις μ’ άγνωστα μέταλλα και στα ρήγματα
πολυώροφα σκοτάδια, βουνά της Περσεφόνης από γαλαζόπετρα,
ο τυφλός Ορφέας κι η Ευρυδίκη η ελαφίνα αποσβολωμένη
στα νύχια του γρίπου.
Ακριβώς στη στροφή, μετά το κίτρινο βενζινάδικο,
που πήρε φωτιά και ουρλιάζει.
Από τη συλλογή Εκατόνησος (1971)
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024
Πάνος Θασίτης -Απ’ το παράθυρο
τμήματα σπιτιών και δρόμων,
ακούω φωνές, αποσπάσματα ομιλιών,
στίγματα που αναζητά η αίσθησή μου, απαθή∙
αθανασία ασήμαντη πραγμάτων χωρίς μνήμη
που δεν περνούν, καθώς εμείς οι άνθρωποι περνούμε.
Στέκομαι και βλέπω απ’ το παράθυρο...
Πόσο πουλάνε τα μαντίλια στο λιμάνι;
Μαντίλια γι’ αποχαιρετισμούς που φεύγουν
απ’ τα χέρια σαν πουλιά
σαν άνθρωποι που γίνανε πουλιά και μας γυρεύουν
άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και μεις δεν τους αναζητούμε∙
άνθρωποι μαντίλια άνθρωποι.
Από τη συλλογή Πράγματα (1957)
Πάνος Θασίτης - Λευκές νύχτες
Ποτέ μου δεν είχα τσεκ να μοιράζω
Μήτε ετοιμοπαράδοτη ευγένεια μήτε στιλέτα
Μήτε θέσεις στους αγαπητούς συγγενείς μου: αργομισθίες.
Ήμουν πάντα ένα τέλειο στίγμα
Ένας αδιόρθωτος, όπως έλεγαν, ένας αδέξιος που δεν ήξερε
Παρά να ονειρεύεται και να περιφρονεί
Χωρίς επάγγελμα χωρίς θεό.
Πρώτη φορά που κατάφερα κάτι
Ήταν για μια υπόθεση ξένη γεμάτη περιπέτεια και φαντασία
Κι ήταν για ένα πολύ άρρωστο κορίτσι – τα μάτια του άναβαν κι έσβηναν πολύ μακριά.
Οι φίλοι μου ευκίνητοι σαλταδόροι, Εβραίοι κι επαναστάτες
Αφανίζονταν να κλαιν και ν’ αγαπούν μέσα σε μια πόλη
Από τσιμέντο και σιωπή
Κάπνιζαν χωρίς ανάπαψη
Και κουδούνιζαν άστρα στις τσέπες τους
Μέσα σε τρώγλες ιστορικές που κάποτε θα πάω και θα τις προσκυνήσω.
Γυρίζω αυτούς τους μήνες μέσα σε μια αφιλόξενη πόλη
Και ματώνω με τον σκελετό μου το νυχτερινό της δέρμα που διασκεδάζει.
Στήνω το σχήμα μου παγίδα κάτω απ’ τον ύπνο
Κάτω απ’ αυτό το κλεμμένο βελούδο των προνομιούχων.
Είμ’ ένας εμπόλεμος τάφος που ανασαίνει και προχωρεί στα θεμέλια τους
Έτοιμος ν’ αλαλάξει και να σωπάσει μαζί τους
Παντοτινά.
*
Εκείνο που θα μείνει
Θα ’ν’ ένα μαδημένο στέρνο που ορκίζομαι ήθελε πολύ ν’ αγαπήσει
Κι αυτός εδώ ο εφιάλτης
Να θυμίζει.
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951)
Πάνος Θασίτης - Ποιήματα
ΒΡΕΧΕΙ
Σάββατο 5 Αυγούστου 2023
Πάνος Θασίτης - [άτιτλο]
Βάλτε πλαστικούς λοβούς στα κεφάλια σας, θα σας προσαρμόσουν
ανώδυνα στο Μέλλον.
Σοφά θα πολλαπλασιαστεί, θα κατανεμηθεί η ζωή.
Ανιόντες-κατιόντες, ίσιες ατέλειωτες σειρές
πάνω στο σύμβολο της γης.
Όλες οι δυνατές ανέσεις στους ενοίκους, αυτόματα αεροσόκ
και θυρωροί ηλεγμένοι. Και για τ' απομεινάρια σας
ο σκουπιδιάρης απορροφητήρας.
Πάνος Θασίτης, Σχιστολιθικά, 1983.
Τρίτη 4 Ιουλίου 2023
Πάνος Θασίτης - Ο νεκρός ποιητής
Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.
Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.
Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.
Τι γυρεύω.
Πάνος Θασίτης, Από τη συλλογή Σχιστολιθικά (1983)
Πάνος Θασίτης - Η εκδίκηση του προσώπου μου
Μάτια και χέρια αναπαμένα πάνω σ’ αυτό το ήμερο λιβάδι
Πάνω σ’ αυτό το πρόσωπο.
Αισθήματα κι απάτες που αμέριμνα το σημαδεύουν
Φιλίες παλιές και μίση σίγουρα για τη γνώση τους και τη ζωή τους.
Η συνήθεια του καθρέφτη
Κι η πανάρχαιη δύναμη της μέρας
Η μνήμη
παντοδύναμη σοφία των μικροαστών.
Ατέλειωτος ύπνος βολεμένος πάνω στο πρόσωπό μου.
*
Μάτια που αναποδογυρίζουν και πέφτουνε μες στα κρανία τους
Χέρι που σπαράζει κάτω απ’ το καρφί.
Μέρα ντροπιασμένη
Γνώση που κλαίει για την αφέλειά της
Μνήμη που δε μπορεί τίποτα να θυμάται
Σύγχυση, τρόμος στους καθρέφτες και στα ειδύλλια
Επιδημία και θάνατος
Απέραντος εφιάλτης πάνω στο πρόσωπό μου
Τώρα που σκίζεται
Κι από μέσα του πηδά
Εβένινο
Απελπισμένο
Αμολόγητον έρημο τ’ αληθινό μου πρόσωπο
Καθώς το φως σφυρίζει και καταστρέφεται πάνω του
Σ’ εκατομμύρια λυσσασμένα βεγγαλικά.
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951) του Πάνου Θασίτη
Πηγή: Πάνος Θασίτης, Τα ποιήματα 1946-1979 (Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, 1990)
Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023
Πάνος Θασίτης - Γυναίκα
Έρχεσαι δυνατή ζεστή αγαπημένη
Σαν τη νοτιά μεσάνυχτα του Αυγούστου
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Έρχεσαι χορεύοντας
Πάνω στα γυμνά στιλέτα του πάθους σου
Ξεντύνεσαι τους ίσκιους
Κι ολόγυμνη σαν το κύμα ζυγώνεις
Αλαφροτρέμοντας
Έρχεσαι! Έρχεσαι!
Όμως εγώ είμ’ ένα πνεμάτι αράχνης στη μασχάλη του φθινοπώρου
Που δεν μπορεί ν’ αγγίξει ο ερχομός σου
Αν και περνάς από μέσα μου γλυκοσφυρίζοντας
Αν και τα μάτια σου παρακαλάνε
Χαμηλώνοντας κατά τη μαλακιά δοξαριά του δέρματός σου
Αν και κάθε αυγή
Δένω τις σπασμένες κλωστές μου
Και περιμένω να ξανάρθεις και να ξαναφύγεις
Σαν τη νοτιά
Από σάρκα κι άνεμο γυναίκα.
Τρίτη 25 Απριλίου 2023
Πάνος Θασίτης - Να προσπαθήσει
Πληρώνοντας όσα όσα.
Να προσπαθήσει πάλι να ταξιδέψει.
Μ' αυτό ή τ' άλλο ζωγραφισμένο καράβι.
Πάνος Θασίτης
Από τη συλλογή Σχιστολιθικά (1983)
Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023
Πάνος Θασίτης - Ο κανόνας
Δουλεύει, πληρώνεται, τρώει
κοιμάται. Κάνει παιδιά –ή τ’ αποφεύγει.
Βρυχάται στα γήπεδα τις Κυριακές.
Κάθε βράδυ βαρκάδα με την πολυθρόνα στα κανάλια.
Για τα λοιπά
βιβλιάρια ασφαλίσεως κατά παντός κινδύνου
στοχαστικά.
Τα ουσιώδη αυτά και τα συνηθισμένα, η ζωή του.
Γι’ αυτά και πέφτει –αν χρειαστεί-
Ηρωικά μαχόμενος στην ιερή κουζίνα
στη σάλα, στον μπιντέ, στην άβατη παστάδα
Απών στα ταξικά οδοφράγματα
κωφάλαλος στων Ιδεών τη σκοτεινή βοή
αμέτοχος στα «μεγάλα» -ποια μεγάλα;- γεγονότα.
(Παθός – μαθός, αδιαφορεί για τα κοινά φρονίμως).
Ο άνθρωπος αυτός δεν είν’ εξαίρεση.
Είν’ ο κανόνας. Έστω το υλικό του κανόνα.
Και τώρα, μην ανησυχείτε πάλι σύντροφε Brecht.
Οι βολεμένες μάζες δεν ανησυχούν.
(Ίσως, δεν ανησύχησαν ποτέ).
Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022
Πάνος Θασίτης - Αυτάρκεια
Με την ουράνια μοναξιά του βουβό το νερό
περνάει στην ψυχή μου.
ο κόσμος επέστρεψε στην πέτρα.
Ποιος κάρφωσε τα παράθυρα μ’ αυτά τα μαύρα ξύλα;
Ποιος χτυπά και φωνάζει;
Δεν τον ακούω!
Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022
Πάνος Θασίτης - Με τόλμη ολίγη...
Ήμουν κι εγώ ενάρετος.
Χρόνια και χρόνια
στην έρημο του καλού κ’ αγαθού.
Βιδωμένος στο κενό.
Κατεψυγμένος.
Όμως θα ξέρεις από βιολογία
για το αίμα μας που δεν αλλάζει
την αυτοσυντήρηση, την αναπαραγωγή, το κατούρημα
τα θηλυκά, τις κενώσεις
-γι’ αυτά τ’ ανθρώπινα απ’ τα πιο ανθρώπινα.
Άρχισε και το εποικοδόμημα να με πιέζει.
Μια θέση κι εγώ, δίπλα σε τόσους άλλους
ν’ αποφύγω τα χτυπήματα -πέφταν βροχή στον καιρό μου-
να επιβιώσω, με τα εν χρήσει μέσα να επιπλεύσω.
Πατώντας εν τέλει αυτά που όλοι πατούν
λέγοντας τα ίδια αναπόφευκτα ψέματα
κρύβοντας τις ίδιες, πάγκοινες αλήθειες.
Με τόλμη ολίγη.
Και -κατ’ ανάγκη- λιγότερη αρετή.
«…ΕΛΕΕΙΝΟΝ ΘΕΑΤΡΟ…» (β’ 1974-76)
Κυριακή 21 Αυγούστου 2022
Πάνος Θασίτης - Απ’ το παράθυρο
Στέκομαι και βλέπω απ’ το παράθυρο
τμήματα σπιτιών και δρόμων,
ακούω φωνές, αποσπάσματα ομιλιών,
στίγματα που αναζητά η αίσθησή μου, απαθή∙
αθανασία ασήμαντη πραγμάτων χωρίς μνήμη
που δεν περνούν, καθώς εμείς οι άνθρωποι περνούμε.
Στέκομαι και βλέπω απ’ το παράθυρο...
Πόσο πουλάνε τα μαντίλια στο λιμάνι;
Μαντίλια γι’ αποχαιρετισμούς που φεύγουν
απ’ τα χέρια σαν πουλιά
σαν άνθρωποι που γίνανε πουλιά και μας γυρεύουν
άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και μεις δεν τους αναζητούμε∙
άνθρωποι μαντίλια άνθρωποι.
Από τη συλλογή Πράγματα (1957)
Πηγή: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6826.60
Σάββατο 13 Αυγούστου 2022
Πάνος Θασίτης - Θαλασσινό φεγγάρι
Του φεγγαριού βροχή ασημένια
πάνω στους μεθυσμένους ώμους του νερού
ως πέφτεις, από το σιωπηλό της πλώρης μας δρεπάνι
θερισμένη, πιο βαθιά
κι απ’ τη θνητή ψυχή μας φτάνεις.
Στενάζοντας σε δέχεται ο βυθός κι ανοίγει
Κύμα το κύμα η άμμος σε φιλεί
Όλα τα δάση των φυκιών λυσίκομα κυλούνε
και κυλούνε αγκαλιασμένα.
Κι ο πελαγίσιος Πάνας ο ερμαφρόδιτος ο αχτινωτός
στα βουβά των κοχυλιών κατώφλια σκούζει.
Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022
Πάνος Θασίτης-Ποιήματα
κράτησέ με ζωή που υπάρχεις
μέσα στα λόγι’ αυτά που ονειρεύονται
Ήρθες και τίποτα δεν άντεξε πλάι σου
Έφυγες και τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Στα χέρια μου κρατώ και την ελπίδα και τη μνήμη σου
Το αίμα μου περνάει μέσ' από σένα
Μοίρασα τον ίσκιο μου με σένα
Τίποτα δε μου λείπει∙ γιατί τίποτα δε χάθηκε μαζί σου
Εσύ ήσουν η αγάπη. Ίριδα ανοιχτή, απ' το πορτοκαλί
ως το χρυσό κι ως τ' άσπρο που τυφλώνει,
δρασκελώντας κρεμαστά νερά και κρυφά στερεώματα,
έρημη μεγάλη νύχτα, πάνδημο μεσημέρι.
Μαλλιά -- ποτάμια που με πνίγατε
η γη κι ο πυρωμένος σπόρος της βαθιά,
ο ουρανός κι η αφανέρωτη όψη του,
μισό κι ολόκληρο του φεγγαριού,
φέξη και χάση του κόσμου.
Η προσευχή κι εικόνισμα για προσευχή,
ασήμαντα χαμένα λόγια την ώρα της καταστροφής,
τρίξιμο της θύρας για ζωή και για θάνατο.
Ναι ή όχι: κι υπάρχεις, δεν υπάρχεις.
*
Εσύ που ήσουν η αγάπη, πες μου τώρα πώς σταματούνε
το μυαλό, πώς το σκοτώνουν.
Ω μονοκύτταρο απολιθωμένο στο νεκρό σημείο,
κλειστό στο ναρκωμένο τείχος∙
και τ' αυλάκι για το αίμα κομμένο∙
κι η φωνή, αγέρας που ζει και φέρνει τον άνθρωπο στον άνθρωπο, φευγάτη∙
κι ο χτύπος της καρδιάς, ένας ρυθμός στ' ανώνυμο ρολόγι
και το κορμί απονευρωμένο κι η σάρκα στο έλεος της βροχής.
Ένα μάτι, γι' αυτό που λένε φως∙ τ' άλλο για το σκοτάδι.
Ο ήλιος, πυρωμένο τρελό πορτοκαλί
κι η νύχτα, μαύρη κυκλοδίωκτη αμμουδιά όπου βουλιάζεις.
Η θρέψη, η πέψη, ο ύπνος.
Οι άλλοι: τα διπλανά μονοκύτταρα, στη σειρά.
Από τη συλλογή Εκατόνησος (1971)
Από την έρημη βουή του δάσους
Απ’ τα κοράλλινα χαλάσματα της πιο παλιάς αυγής
Από την πετρωμένη ρυτίδα του ορίζοντα
Από το τρυπημένο χέρι της ελπίδας
Από το αίμα το ξεριζωμένο
Από την πρώτη περπατησιά της άνοιξης
Απ’ τις κερήθρες κι απ’ τα χαμομήλια
Από τα μάτια των μικρών πουλιών
Από τα πρωτοβρόχια που θερίζουν τις χαρές
Απ’ τις ειρηνικές μασχάλες της μοναξιάς
Απ’ τις μέρες που πέρασαν κι’ απ’ τις μέρες που θάρθουν
Από τον κόρφο της ανάμνησης κι απ’ τ’ άγνωστο που φτάνει
Απ’ τη μοναδική στιγμή κι απ’ το χρόνο
Από την άγνοια κι απ’ τη στερνή πικρή μου γνώση
Απ’ την αρχή και το τέλος Αρχίζεις από παντού
Απέραντη ρίζα αγαπημένη
Για ν’ απομείνεις ολομόναχη
Πέρ’ από τη σιωπή
Πιο ξένη από τη σιωπή
Μονάχη με τον εαυτό σου
Καθώς αγέραστο ελάτι με τον ουρανό σου
Στοιχειωμένο απ’ το χαμόγελο του κόσμου.
Ο νεκρός ποιητής
στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.
Σάββατο 28 Μαΐου 2022
Πάνος Θασίτης - Μέρες Θεσσαλονίκης
Άσε με να πιστεύω
Πως μπορούμε να κινήσουμε από δω
Όπου μασούμε τον ήλιο με τα δόντια μας
Και διώχνουμε το φως απ’ τα δωμάτιά μας ως να μας λησμονήσει.
Εδώ τα ξέρουμε και τα μισούμε όλα
Σαν τις χαρακιές του προσώπου μας
Και σαν τους τάφους τους οικογενειακούς
Όλο πικρή σοφία
Σαν την πανάρχαιη Καλημέρα
Χάρτινο χαμόγελο και προδοσία κι επιμονή.
*
Άσε με να πιστεύω
Πως πέρ’ από το σύρμα του ορίζοντα
Δε θα μας αγαπούν μήτε θα μας αρνιούνται,
Να πιστεύω
Πως υπάρχει αλλού ένα δέντρο
Άξιο για τα νεύρα του κεραυνού
Ένα μαχαίρι που δε γνώρισε σπλάχνα
Κι ένα ποτήρι μ’ απρόσιτα χείλη
Να πιούμε!
Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951)
http://www.translatum.gr/forum/index.php/topic,6826.msg157308.html#msg157308