Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Πάνος Θασίτης - Λευκές νύχτες



Ποτέ μου δεν είχα τσεκ να μοιράζω
Μήτε ετοιμοπαράδοτη ευγένεια μήτε στιλέτα
Μήτε θέσεις στους αγαπητούς συγγενείς μου: αργομισθίες.

Ήμουν πάντα ένα τέλειο στίγμα
Ένας αδιόρθωτος, όπως έλεγαν, ένας αδέξιος που δεν ήξερε
Παρά να ονειρεύεται και να περιφρονεί
Χωρίς επάγγελμα χωρίς θεό.

Πρώτη φορά που κατάφερα κάτι
Ήταν για μια υπόθεση ξένη γεμάτη περιπέτεια και φαντασία
Κι ήταν για ένα πολύ άρρωστο κορίτσι – τα μάτια του άναβαν κι έσβηναν πολύ μακριά.

Οι φίλοι μου ευκίνητοι σαλταδόροι, Εβραίοι κι επαναστάτες
Αφανίζονταν να κλαιν και ν’ αγαπούν μέσα σε μια πόλη
Από τσιμέντο και σιωπή
Κάπνιζαν χωρίς ανάπαψη
Και κουδούνιζαν άστρα στις τσέπες τους
Μέσα σε τρώγλες ιστορικές που κάποτε θα πάω και θα τις προσκυνήσω.

Γυρίζω αυτούς τους μήνες μέσα σε μια αφιλόξενη πόλη
Και ματώνω με τον σκελετό μου το νυχτερινό της δέρμα που διασκεδάζει.
Στήνω το σχήμα μου παγίδα κάτω απ’ τον ύπνο
Κάτω απ’ αυτό το κλεμμένο βελούδο των προνομιούχων.
Είμ’ ένας εμπόλεμος τάφος που ανασαίνει και προχωρεί στα θεμέλια τους
Έτοιμος ν’ αλαλάξει και να σωπάσει μαζί τους
Παντοτινά.

*

Εκείνο που θα μείνει
Θα ’ν’ ένα μαδημένο στέρνο που ορκίζομαι ήθελε πολύ ν’ αγαπήσει
Κι αυτός εδώ ο εφιάλτης
Να θυμίζει.

Από τη συλλογή Δίχως κιβωτό (1951)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου