Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπαδίτσας Δ.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπαδίτσας Δ.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Δημήτρης Παπαδίτσας - Εν Πάτμω



IV


Κι απ’ των κρανίων τα ηχεία
Της κτίσης οι ανεπαίσθητοι
Χτύποι γιγάντιοι φεύγαν
Μα ευθύς τους ήπιε η αχόρταγη
Ματαιότης

Τι κι αν το πρώιμο άνθος
Της πασχαλιάς ευώδιαζε
Κι άφριζαν ιριδένιες
Οι οράσεις; έπεφτε ο ίσκιος
Στα βαθιά σωθικά





VII


Καθώς τα χρόνια επέστρεφαν
Στα λιβάδια της ρέμβης
Φως απ’ το χόρτο ανέβαινε
Κι από τα βήματα
Φθόγγοι γλυκείς εγέμιζαν τον αέρα
Ω η σαγήνη τους

Καθαρό κι άσπρο ανάλαφρο
Πουλί από φως ανέβηκες
Με μιας το τραγούδι σου
Το τίναγμά σου χτύπησε
Του στήθους το σήμαντρο
Κι αντήχησε ο χρησμός
Των θρήνων

Κι όταν το χέρι άπληστο
Κλείδωνε με τη σήψη του
Το φλύαρο στόμα
Στο ξαφνιασμένο απόβροχο
Ουράνιο τόξο φάνηκες
Της ερημιάς, να ενώσεις
Την Πάτμο με το άφωνο





VIIΙ


Μάζευε από το έρεβος
Ο νους χόρτα μα ευθύς
Πέλματα αθώα περπάτησαν
Κι ανέβαζαν το ρίγος
Στα χείλη κι απ’ τα χείλη
Στην οικουμένη

Κι όταν οι αστραπές
Φύτευαν δάση στων ματιών
Τα στιγμιαία χαντάκια,
Θαύμα τα ευώδη χώματα
Κι ο ήχος ο μονάκριβος
Του «δόξα σοι τω δείξαντι
Το φως»





Χ


Ήταν η οργή που κραύγαζε
Κι ανέβαινε η πραότης
Απέραντη απ το στήθος

Μέσα της ο μεγάλος
Μίσχος μονήρης έτρεμε
Κι ανύπαρχτος ευώδιαζε
Τα ουράνια

Τ’ ανύπαρχτα, που θεία
Και βροντερά σκοτείνιαζαν
Χρώματα αιθρίας

Ποιος ανακράζει μόνος
Χωρίς ο ουρανός
Να περάσει το σώμα του
Άγνωστος

Και ποιος δεν έγινε άνεμος
Στον άνεμο, ποιο δέντρο
Στο δάσος; ως δι’ εσόπτρου
Βλέπουμε να διαβαίνει
Ο τρέμων μίσχος





ΧΙ


Α, πόσα έγκατα διάβασε
Ο επίορκος νους κι ο ίσκιος
Στα ιώδη βραδιάσματα
Άγνωστος πάνω σε άγνωστες
Πέτρες καθόνταν

Κι άνοιγε τα κρησφύγετα
Της ησυχίας, μα ο κίνδυνος
Του θείου σεισμού ενεδρεύει:
Της ησυχίας τα ορύγματα
Είναι κεραύνια

Μα ο κίνδυνος ο άλλος
Να ’ναι από μέσα ο άνθρωπος
Δέντρο, δε λιγοστεύει
Όταν της τρυφερής
Ανοίξεως οι κερήθρες
Τον ανυψώνουν

Στ’ ανήσυχα περάσματα
Της σκόνης που ανεβαίνει
Από τα κοιμητήρια
Στην καταιγίδα.








Μέσα σ’ ένα όνειρο μπόρεσα κι έγινα γίγαντας μιας ενάρετης θέας
Το χέρι μου έμαθε τη σαγήνη του βάρους και το ξάγναντο της ελαφράδας
Ήρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των φωνών που μετά βίας τα συγκράτησα
Διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση παρηγορίας
Και διότι ακόμη τα δοξαστικά τους αρώματα με ήθελαν γύρη τους κι εγώ δεν ξέρω πότε κι από ποιον άνεμο σκορπισμένη πάνω στις άλλες γύρινες προετοιμασίες

Ήμουν συντετριμμένος και σκουλήκι μπρος στην αγάπη,που σε στιγμές ηρεμίας προφήτευε βίους ενάρετους και νύχτες έναστρες εντός μου να με απολυτρώνουν από το βάρος της ταπεινής πράξης που σφραγίζει το στόμα κάθε μεγαλείου

Πολλές φορές χωρίς να το περιμένω η ματιά του Ιωάννη σαν αξίνα μ’ έσκαβε κι ύστερα το αδύνατο χέρι του πουθέριζε αστραπές
Μου ’ριχνε μερικούς ταπεινούς σπόρους
Έτσι από μέσα μου ξεπετάχτηκαν τόσα δάση και τόσα θηρία που ταιριάζουν στα δάση
Κι όλα τα μυστικά του θεού που τα γέννησαν δάση

Τώρα μπορώ να σας ρίξω μια ματιά σαν κεραυνός που καίει ένα βοσκό
Και να δείτε μια στιγμή την όψη μου
Να με δείτε στον ύπνο σας εαυτό σας γεμάτο συντριβή για το κακό που έκαμε στον πλησίον και σήμερα απελπιστικά μετανιώνει

Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν τιποτένιος έκρυβα το πρόσω
πο μου

Από τη συλλογή «Εν Πάτμω» (1964).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2025/04/blog-post_22.html?fbclid=IwY2xjawJ0izZleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFMUVJTRTFsNGNtbmdIc1VvAR6hTF5ivgUldoVIal8yRnQZJ59IjEBIGNx8Jpcch-K5gSZjurquMvmxhV8hxg_aem_T5Aq6TC82QSiH9aeVjslWg

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2025

Δ. Π. Παπαδίτσας - Ουσίες [V]


Αυτό το άστρο
Γλίτωσε
Τρύπησε τις πέτρες
Πέρασε τα δέντρα, έκαψε τη στέγη
Κι έπεσε απ’ τα χέρια
Νεκρό

Αυτό το νερό
Έτρεξε απ’ το βλέμμα
Πήρε πολλές κατηφοριές
Καθρέφτισε μια μικρή
Μικρή φτέρη

Παντού τα χέρια παντού η φτέρη
Παντού η ίδια
Πού την περνάω
Η πόρτα.

Δ. Π. Παπαδίτσας ( 1922- 1987 )
Πηγή: ΠΟΙΗΣΗ Ι: Εκδόσεις στιγμή- 1985
Από την ενότητα : ΟΥΣΙΕΣ( 1959-1962)

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Δ.Π. Παπαδίτσας - Το φεγγάρι

Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι
        ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ’χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.

Από τη συλλογή «Νυχτερινά» (1956).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Δ. Π. Παπαδίτσας - Μοριακή Βιολογία (άσκηση)


απουσία πρώτη και απουσία δεύτερη

τέτοια οργανολογία και ψυχοδομή

στροφή αλυσίδας πάνω σε άλλη ο γόνος

ψυχόρμητος


τέτοια υφαρπαγή του μυστικού με το μάτι και το χέρι

με το ρουθούνι και το αρσενικό πήδημα


απλόχερα (αργότερα) είχε μοιράσει πουλιά

φτερουγοπόδαρα και σπόρους άνοιξης

νέφη προάλλης τάξης εαρινές ξυνήθρες και σκορπιούς

κλεψιές που να ’ναι ο χρόνος και ψυχόρμητος

και γρινν οι ρόδινες θρομβίες

και γρινν-γρινν τα σπιθαρίσματα και οι κραδασμοί

οι αυγές εναλλασσόμενες με σύρματα πυρακτωμένα

Και αντλίες του στοπ

συστοιχίες φαιού χαλαζία

πήδημα στο έκτο χάος και ξύπνημα ξανά στο ανδριώτικο περιγιάλι

και στο ζαφειρένιο νερό


το τμήμα μου αυτό σφαιρόμορφο ή ραβδόμορφο

αμινοξύ πυροσταφυλικό πλεούμενο

από αδένα σε οστική δοκίδα

και σε δυο νυχτερίδες που φτεροκοπιούνται στον τοίχο σκορπώντας

                                    μαύρη γύρη

ειδώλιο βαθουλωτού θανάτου σε γαλάζια πτύχωση

αναστάτωση δέντρου στην ανεμοζάλη

(να κι αυτή η απόπειρα να βγει η πρωτάκουστη σφυροκοπιά

                                      του αχνόφεγγου Κρατύλου

να και τα κακά δέντρα με το βρόγχο στο κλαδί)


συνάψεις όλα και ίλιγγοι ιζημάτων

ο έρωτας φωτερό κοιλέντερο σε αυγή τελευταία

πυρσός άλλης δεύτερης νύχτας και άλλης πρώτης αρχή

ισκιερό βουνό μιας άλλης

μιας τρίτης η κατακόρυφη φύτρα στα βαθιά νερά

ο αριθμός Ένα σε μεγέθυνση και δυο

                 κατευθύνσεις

ωσμωτική αναπνοή δρύινης νύχτας πια

διακλάδωση και πολυμερισμός του ανάστροφου του καθενός

έτσι που να ξεκαρδίζεται ο καθένας αναίτια

κι από αρμόδιος να μεταβάλλεται σ’ ερευνητή

                            κι Αριστογείτονα

σε λεξικτόνο ανέκφραστο Ελεάτη

σ’ ανήμπορη ένωση κυμάνσεων

σε νέφος που διαβαίνει καθρεφτισμένο

σε φωτιά κι αστέρι λέξης και ματιού εξίσου.

(Εναντιοδρομία, 1977)

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Δ.Π. Παπαδίτσας - Διάρκεια


                     αλλοτριομορφοδίαιτε

ΟΡΦΙΚΑ

 

Να ένα ψάρι, βουίζει στο σπάραχνό του η θάλασσα

Ένα πουλί, διασταυρώνεται στο μάτι του ο αέρας με τη φωτιά

Εγώ είμαι από ψάρι κι από πουλί

Θέλω να με γνωρίσετε όπως ποτέ άλλοτε

Άσπρο στο κέντρο του βογγητού

Άγαλμα βαθιά στην πέτρα και τη σύμπτωση:

 

Ουράνια σκιά και κατρακύλισμα ψυχής στο αρνητικό της

Πραγματικότητα που ποτέ δεν είναι πραγματική

Κι ας τρέμει στο τύμπανο του αυτιού

Καθώς η ορχήστρα καθεμιάς αίσθησης τη χρυσώνει

 

Δε γράφω λέξεις

Φωνάζω με μέταλλα μ’ αράχνες με ομόχρονα

Από βαθιά σ’ ένα χρώμα χειρονομώ

Και πλάστηκα να ερωτεύομαι τη σύμπτωση

Του να’ μαι δυο μπάλες φως περιστρεφόμενες

Αντίθετες ενός βόγγου στα μάτια μου, που εξορίζει πρώτα εμένα

Στ’ άδυτα του ίσκιου.

 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - Νυχτερινά [ΙΙΙ]


Όλοι εκείνοι που έφυγαν άφησαν αθόρυβα τα μάτια τους
Και τη διάθεσή τους να προσευχηθούν στο δάσος
Κι εσύ μου φάνηκε ότι γέννησες ένα δέντρο
Εγώ ήμουν ο σωρός οι πέτρες
Όχι για να χτιστεί ένας ναός
Αλλά για να τις παίρνεις και να λιθοβολείς τους εχτρούς
Τα δέντρα τη νύχτα δεν έχουν φλούδα
Περιμένουν να ντυθούν των ανθρώπων το μαρτύριο
Το μαρτύριο του ανθρώπου είναι σαν την αγάπη
Προσφέρεται ένδυμα σε όσους κρυώνουν.
Δημήτρης Παπαδίτσας, Νυχτερινά, 1956

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - [άτιτλο]


Εκείνο που τραγούδησε όλα σαν το ένα πουλί
Που το ΄ριξε η περιπλάνηση στο βαθύ σώμα να φτερουγίζει
Με όλα τα χρώματα καρδιά
Εκείνο που γράπωσε το μάτι
Και με της αρπαγής του το μεθύσι γέμισε κωδωνοκρουσίες
το άλλαγμα των ημερών
Και φάνηκε το στόμα λάγνο
Να κατασπαράξει ή να βγάλει το τελευταίο φωνήεν του
μικρό φύσημα
Δεκαπλάσιο ουρανών που αλλάζουν απ τις φωτιές που άναψαν
Και δεκαπλάσιο σπασμών που χύνουν την ψυχή στο σκοτάδι
Εκείνο που τα σύνθλιψε όλα και ήπιαν από γύρω τους
Οι διαβάτες το πιο θαυμάσιο φέγγος
Και τα νερά τα περασμένα τους είδωλα
Με τέτοια δίψα που μόνο ετοιμοθάνατοι θα είχαν
Εκείνο τα σύνθλιψε όλα και να τώρα
Η μέρα που δεν είναι παρελθόν περνάει τα περιστέρια της
Μέσα απ΄ του παρελθόντος το παρόν το μέλλον
Σαν από χίλιες ουρανόφεγγες τρύπες

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας-Χαμηλοφώνος

 Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' το

      φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-

      τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια

Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα

Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο

Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα

      τους φαγώθηκε από παράσιτα

Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου

Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει

      ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού

Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι

      και κοιμάσαι

Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και

      θυμάσαι

Διότι θυμάσαι

Γι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-

      στε μαζί

Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει

      τα δέντρα

...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας

Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν


Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια

      του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της

Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες

      απ' το κόκκινο - σαν τα μάτια τού μπεκρή - λυκόφως

Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-

      μους για τον επιούσιο


Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες

Nά 'ρχονται και να χάνονται

Γι' αυτό σ' αγαπώ

Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά

Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια


Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι

      από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή

Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο

Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων

Γι' αυτό σ' αγαπώ.


Ποίηση,1, Στιγμή 1985


Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - Αίσθηση

 Το πρόσωπό σου είναι ένα μάτσο χρυσά λουλούδια

 Που ο άνεμος τα σπέρνει στην τύχη κάθε πρωί

 Είναι τα μαλλιά σου από χόρτα της Παλαιστίνης

 Όταν τα ψήνει ο ήλιος και τα βράδια κουρνιάζουν

Μέσα τους τριζόνια και σιωπή.


Έρχεται απ’ τα οστά σου μια μεγάλη ευωδιά

Σαν εκείνη που αναβλύζει το Γαλαάδ

Όταν τρομαγμένα ξυπνούν τα ζαρκάδια

Και παν προς τα τρεχούμενα νερά


Γιατί ευωδιάζεις τόσο πολύ; γιατί τα μάτια σου

Σα δυό μικρά αρνιά βόσκουν το μυστήριο;


Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση Ι. Αθήνα: Εκδ. Στιγμή, σ. 59.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - Το «ποίημα-άνοιγμα»


Στη σύγχρονη δημιουργική ποίηση νομίζει κανείς πως δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί οι κατάλληλοι εκείνοι υποδοχείς, που θα ταιριάξουν σαν το κλειδί στην κλειδαριά για να δεχτούν το κάθε τόσο καινούριο προσκομιζόμενο ποιητικό υλικό. Η σύγχρονη ποίηση είναι π ο λ υ δ ι ά σ τ α τ η και για να υπάρξει θα πρέπει ο άλλος, ποιητής ή αναγνώστης, να ταυτιστεί στιγμιαία ή μέσα στη διάρκεια μαζί της. Μέσα στο ποίημα οι εικόνες π. χ. δε θα πρέπει να παράγουν το αποτέλεσμά τους αποκομμένες από τη μουσικότητα του στίχου ή αυτή η μουσικότητα του στίχου, διαχυμένη σε ολόκληρο το ποίημα, δε θα πρέπει να αποκλείει μια ταυτόχρονη συμμετοχή της ψυχής, του νου κι’ όλων μαζί των αισθήσεων. Το ποίημα δε θα πρέπει να τελειώνει στον τελευταίο του στίχο, αλλά στο τελευταίο απόθεμα δεκτικότητας του άλλου. Αυτό το «τέλος» μπορεί να μη συμβεί ποτέ και πολύ περισσότερο να μη συμπέσει με τον τελευταίο του στίχο, αν για όλα υπάρχει μια π ο ι η τ ι κ ή εξήγηση και έκφραση. Δε θα πρέπει το ποίημα να ’ναι μια παρένθεση, αλλά ένα ά ν ο ι γ μ α σε μια ποιητική αναγωγή των φαινομένων, όπως στη φιλοσοφία η αναγωγή του πλήθους των φαινομένων σε μια πρωταρχική έννοια, δεν είναι ούτε αφετηρία ούτε τέλος, αλλά αυτή η ίδια η φιλοσοφική σκέψη που διαλογιζόμενη με τον εαυτό της «συνειδητοποιεί» το βάθος και τις δυνατότητές της. Μέσα από το «ποίημα-άνοιγμα» αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότητα. Δεν είναι η πραγματικότητα των υπερρεαλιστών, που έχει σαν υπόβαθρό της το όνειρο και το τυχαίο παιχνίδι της φαντασίας και της σκέψης, ούτε η πραγματικότητα-σύγκρουση του μαρξισμού και των φροϋδοϋπαρξιακών. Είναι η πραγματικότητα που αναλάμπει μέσα στην «ασάλευτη» ροϊκότητά της και ελευθερώνεται απ’ τον κλοιό του βιολογικού μας «μέτρου», που περνάει τις δονήσεις της μέσα σ’ ένα στίχο, σ’ έναν αριθμό, σε μια λέξη, σ’ έναν σπόρο. Η πραγματικότητα που τελικά κάνει το «ποίημα-άνοιγμα» πύλη ή –ας πούμε– μεμβράνη όσμωσης ανάμεσα στο ποιητικό γίγνεσθαι και στα οριοθετημένα απ’ την καθημερινή μας εμπειρία πράγματα ή συμβάντα.
«Εναντιοδρομία», 1977, από τον τόμο: Δ. Π. Παπαδίτσα, «Ποίηση», εκδόσεις Ευθύνη, Μέγας Αστρολάβος, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1987, προμετωπίδα-κοσμήματα Γ.Βαρλάμου, σσ. 305-306.

Πηγή: https://www.facebook.com/costasreousis/posts/pfbid029x6JYPtbU3YhFzxCkZXsQJ9ifG1pKPis5tF8ZsEn39h7cpjmcDqhmjXb9DGZdNYEl

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - Ποιήματα

ΓΡΑΦΤΟ ΣΤΗ ΔΗΛΟ

1

Κοίταξε με μισόν
μισοφέγγαρον
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ’ το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ’ άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματος σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη

Αυτό το νησί σου λέω λίγο-λίγο με τρώει και πάω να του
μοιάσω
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι

Κι εδώ τ’ άλλο βήμα πάνω απ τη δίψα
πλάι στο ψηφιδωτό μου κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω

Εδώ είμαι πανέξυπνος εμπρός στο αγκάθι
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο απ΄ το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ΄ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μου απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη

Και τι δεν έχω
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια

2

Μη με ξυπνάτε, πεθαίνω στα ξερόχορτα
τα μάτια μου τροχίζουν γύρω-γύρω μια πέτρα κι ετοιμάζουν
τη Νιόβη
έτλη ες άντα ο τάφος της ήταν
και είμαι θαμμένος λέω λάφυρο της καρποδότρας γης
κάτω από ένα λόφο χώμα κοντά στις Μυκήνες
κι όσοι δεν ξέρουν σκάβουν στον Ορχομενό

και φτερουγούσαν οι πράξεις γύρω στο κεφάλι μου, μα εκείνο
όλο και καταντούσε άσπρο κόκαλο
κι άσπρα γινόντουσαν όλα όπως τα δόντια του στην απριλιά-
τικη φύση

έτλη ες άντα γοργωδυψηλ μαντήια γέλια πάντα
και πολλά άλλα χρώματα και καρποί του νου
του νου που το ψέμα του λάμπει απ΄ άκρη σ’ άκρη

μαντήια λοιπόν πάλι
και πάλι τα κομματάκια (μας) πού φυτρώνουν εδώ κι εκεί.
ως και στη Δήλο (τι ήταν να το πω αυτό το νησί
και με χιλιοδιαβήκαν οι σαύρες
και τα χρυσάφια και τα μουρμουρητά των καθαρμών)
κι έχω στ’ αυτιά μου το κοπάνισμα του σταριού και της
κανέλας
και το φτέρνισμα απ’ το τριμμένο πιπέρι
και την τριζοβολιά της φωτιάς του φούρνου
και το βροντερό «έκτανε Λητοϊδην» που ακούστηκε τη νύχτα
κι έβγαιναν ένα-ένα τα κεφάλια απ’ τις πόρτες
όπως αναμμένα λυχνάρια
μη με ξυπνάτε
τώρα με περιδινίζει το απέραντο άσπρο
κι όπως μινωικό λουλούδι
πια δεν μπορώ να μιλήσω.

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

1

Ο χαλαζίας αναμετράει χιλιάδες μίλια απ’ τη φωνή ώς την
ερωτική κρωξιά του φρύνου
απ’ τη φωνή ως τη βουβή απόκριση ότι πέθανα δέκα χιλιά-
δες φορές
χωρίς ούτε μια να λάμψω (εγώ όμως ξέρω το πρωί τι είμαι
και ξέρω το πολλαπλάσιο μου ότι έρχεται απ’ αλλού και
προς αλλού πάει, μαζί και η άγνωστη αρτηρία μου και
η δνοφερή της απειλή)

Το ένα κι ένα κάνει δυο το διαψεύδει η αφή μου
το μυαλό μου είναι ο διαιρέτης του πέντε και του εφτά
τί όμως σημαίνει πέντε ή εφτά τίποτα δεν μου το λέει
ούτε το ιλιγγιώδες κλάσμα πού με συμπληρώνει

Γι΄ αυτούς όλους τους λόγους περιφέρομαι στην Τροία και
οσμίζομαι του Αϊαντα το αίμα
Με το να λέω «ον» δεν σώζω κανένα δέντρο κι ούτε το φυ-
τεύω
κι ούτε μιγνύω το είναι μου στη φωτοσύνθεση
γίνονται μόνο ερωτικά τα. μάτια μου και με γδέρνουν θη-
λυκά νιάτα
Οι στίχοι μου λένε ότι είναι αστρικοί μα όποιος τους βλέπει
τα χαράματα είναι φαιοί αρουραίοι που τρυπούν τη χαρά

Περιφέρομαι λοιπόν στην Τροία μακρυμάλλης Αχαιός ή
ξυρισμένος Αρπαλίων
Έκτωρ στην καρδιά και Διομήδης στο χέρι, αλαλάζω κι
αλαλάζω
Ο Κάλχας —φωνάζω— αχ ο Κάλχας ο ψεύτης,
κι ό Κάλχας είμαι εγώ
Και βροντούν μες στο θάνατο οι πανοπλίες που τις σκυλεύει
ο αδελφός
κι ο αδελφός είμαι εγώ

Κι άκουσα τότε ένα τικ-τακ, κι ήταν ή τελευταία φορά που
ρώτησα αν ήταν η καρδιά μου ή αν ήταν μια παλλόμενη
ραδιοπηγή ή το τικ-τικ-τικ της φωτοσύνθεσης
αν ήταν της σμυρτιάς η φλούδα ή ένα βουνό που πρόκειται
να σπάσει σε δέκα αιώνες

Περιφερόμουν λοιπόν στην Τροία όπως περιφέρομαι τώρα
σε νησιά αχρηστεύοντας κάθε συμβατική μου συμπερι-
φορά και πρώτα απ’ όλα χειρονομίες και λόγια
και τα βαθιά μου τα μάτια που κλείνουν το φεγγάρι τους
καθρεφτισμένο

Αν θέλω να δείξω ότι τώρα έφτασα από κάπου, δεν θέλω να
μου το πουν ούτε οι μικρές ρυτίδες των ημίκλειστων
ματιών των άλλων, ούτε τα χρώματα, ούτε οι αδιόρατες
εκκρίσεις πού συρρικνώνουν μέχρι δακρύων τα χείλη
απλώς δανείζομαι το δολιχόσκιον έγχος του Ατρείδη
φαντάζομαι θαμμένα γέλια Δρυάδων σε απάτητες χαράδρες
κι αυτό σημαίνει «έφτασα από κάπου» χωρίς να το απο¬-
δείχνουν μ’ όλους τους τρόπους τους οι άλλοι˙
κι όχι μονάχα έφτασα από κάπου, αλλά το κορμί μου ξανα¬-
γεννημένο αχολογάει στις επίγειες κερήθρες του και στο
άσβηστο μυαλό μιας Βάκχης
αχολογάει ζωές επερχόμενες

Σήμερα είναι η χιλιοστή μέρα που τα χέρια μου ζεστάθηκαν
σε δάση παλαιολιθικά
ώ πόσο με καινούριες αισθήσεις συνδαυλίζω τον κόσμο

Ανακάλυψα το αριθμητικό μου αντίστοιχο, βρήκα τα νιτρι¬-
κά μου σφαιρίδια και τα σθένη του άνθρακα,
σαλέψανε στις δρασκελιές μου φτέρες κι έκατομμύρια δρο-
σοστάλες,
ο νους μου είναι ο πρώτος κεραυνός που ορθάνοιξε τα μά-
τια ενός βρέφους
είναι το αντίβαρο αναπόφευκτων κύκλων

Όλα τα ζώα και τα πετρώματα μ’ έχουν δικό τους σαν
να ‘χω βγει από μέσα τους
οι κομήτες και τα λουλούδια με κάνουν θρήσκο

Είμαι πια αγνός
και τα φυλλοκάρδια μου διαιωνίζουν τη ζωή

(Δ.Π.Παπαδίτσας, Ποίηση, Μέγας Αστρολάβος-Ευθύνη, 1997)


Πηγή: https://www.poiein.gr/2007/09/29/adhdhadhaassooao-adhaaaaessa-1986/

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - Τα παραμιλητά του Τιθωνού


με κάτι μέσα μου ένας τζίτζικας με δένει
Δ.Π.Π. (1941)

1.

Το μάτι αυτό το αράγιστο το διπλό μάτι
ό,τι κοιτάξει μες στο φως το πυρπολεί
δες με, της λέω, αν είσ’ εσύ το χέρι του υπνοβάτη
κι εγώ η ματιά που σε ονειροπολεί

τα σκόρπια μες στη μνήμη οστά σου συναρθρώνει
και ξαναπιάνομαι κρυφό βαθιά σου φως
κι είσαι το δέντρο που ψηλά ή στη γη φυτρώνει
κι εγώ το αρχαίο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

Αιώνιος μισοαθάνατος όσο γερνάω συ μένεις
κορίτσι δεκαοχτάχρονο που μ’ έχεις στην κοιλιά
ούτε είμαι γιος σου ούτ’ έχεις πια το χέρι αγαπημένης
για τ’ όλο ζάρες σώμα μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά.

2.

Ποιος κλαίει πικρά, ποιος τους κινδύνους του αποβάλλει
και σερπετά τα λόγια του δαγκώνουν την ουρά τους;
έχω μια λάμψη ανόλεθρη κρυμμένη στο κεφάλι
στον ήλιο είμαι ένα δέντρο με καρπούς αοράτους.

Μαθαίνω το αύριο μου στο φως όσο με τρώει
κι όσο με θάβουν χρώματα και φέγγη θηλυκά
οι αισθήσεις μου χορεύουν σε ύψη, μυστικοί θρόοι
μού ’ρχονται και αναλύομαι σε ουρανικά υλικά.

Ποιος κλαίει πικρά; τα λόγια είναι πηγάδια, η στέγνια
το φίδι η αράχνη και η τσουκνίδα που τα κατοικούν,
η ροδοπέταλη μορφή η άγρια Ερινύς και η έγνοια
η μια την άλλη δεν ακούν.

3.

Ψάξε το σώμα σου, άκουσα από μέσα να μου λέει
ο αντίλαλος που χάθηκε απ’ το μάτι του Πανός
τα γερασμένα χέρια και τα πόδια σου τα καίει
χωρίς να τ’ αφανίζει η αργή φωτιά του μηδενός.

Πίσω απ’ την αίσθηση μονιάζει ο χρόνος πλάι στο χέρι
που και στον τάφο φλέγεται από χάδι ερωτικό
σώμα μου αστράφτεις το ίδιο κάθε νύχτα ή μεσημέρι
στης Ηώς τα μάτια ως ξαναλάμπεις νεανικό.

4.

Βαθιά σου αντιζυγιάζεται το νάτριο με το χλώριο
σταλαγματιά αστροθάλασσας φωτιάς πολλοστημόριο.

Ω νά ’κουγες το στρόβιλο της αρμονίας των ιόντων
κραύγαζε μες στη δίψα σου το μυστικό των όντων.

Το κάλιο δίνει στη φωτιά τη λάμψη, το μαγνήσιο
κάμνει να δείχνει πιο όμορφο το ψεύτικο απ’ το γνήσιο

κι ο άνθρακας ψευδάργυρους σμίγει ν’ αναμετρήσει
τη ρίζα από το φύλλωμα το σύννεφο απ’ τη βρύση.

Σαν το άστρο, τό ’χεις μέσα σου που θα σε τρώει το στόμα
τα γηρατειά αντιμάχονται τις στάχτες και το χώμα

κι ακόμη στων καλοκαιριών τη φλόγινη ανυδρία
στάλα τη στάλα μέσα σου σε ξεδιψάει μια υδρία

και κάτι από τα σπλάχνα σου φτερό πάει να φυτρώσει
φτερό διπλό σε φτερωτό να σε μεταμορφώσει.

5.

Όλα τα ρυάκια τις βροχές τα νέχταρά σου φύση
τα ζαρωμένα μάτια μου στο φως έχουν ρουφήσει.

Μια σε κοιτάζω μέσα μου και μια σε βρίσκω απ’ έξω
στο κάλεσμα του μυστικού σου είμαι έτοιμος να τρέξω

με αδύναμα νεφρά καρδιά και με κομμένα μέλη
και με τη μνήμη ολόξερη κερήθρα δίχως μέλι.

Μα ολόστεγνο προτού βρεθώ κουφάρι το χειμώνα
το κορμί βόγκαε μέσα του βαριά κι ανυπομόνα’

να γίνουν διάφανα φτερά τό ’να και τ’ άλλο χέρι
και τζίτζικας να τραγουδάω μόνο ένα καλοκαίρι.

6.

Σαν ρόδι που έσκασε κι έπεσε απ’ τη ροδιά
τα λόγια μου είναι τα σπυριά του που έχουνε σκορπίσει
σπίνοι μυρμήγκια σκώληκες κι ότι προστάζει η μυρωδιά
ζητούν από το θάνατο το αθάνατο μεθύσι.

«Ποιος είσαι;» τις χιλιάκουγα να με ρωτούν φωνές
μα έσβηνε κι όλο μού έσβηνε η φωνή μου ν’ απαντήσει
μόνο το φως σου έβλεπε το μάτι μου απλανές
που τύλιγε το σάπιο μου κορμί για να το ντύσει

μα εκείνο βόγκαε μέσα του να γίνει ένα τζιτζίκι
κι από τα μάτια της θεάς στα δέντρα έχει κρυφτεί,
αμέριμνο όπως κάθεται σε ταπεινό ένα ρείκι
ακούγεται στον πλάτανο ή σε μια ιτιά σκυφτή.

Τα μάτια του είναι αμέτρητα τη ροδαυγή ως κοιτάζουν
κι έχει μια διάφανη κοιλιά που τρέμει μες στο φως
και διαμαντένια της Ηώς τα μάτια δάκρυα στάζουν
μα αθέατο μένει κι άπιαστο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

7.

Ποιος με κοιτάει; ξυπνάει μέσα στο χνούδι μου ένα ρίγος
και του πουλιού είμαι η χόρταση στην αντηλιά
μες στη σιωπή μου αρχίζει η ανθοβολή και ο τρύγος
κι ο καρπός δένει στην ελιά.

Καμπύλο είναι το βλέμμα μου τ’ άστρο με τ’ άστρο ως δένει
και τ’ όνειρό μου μαγνητίζει φωτεινές τροχιές
είναι η φωνή μου με το ηλιόκαμα ζευγαρωμένη
κι ό,τι μου δίνει η κάψα μού το παίρνουν οι βροχές.

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; το μυστικό είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

* * *

Όλες οι αισθήσεις μου μαζί στον ήλιο αεροτρεμίζουν
σαν φύλλα που στο πέταγμά του τράνταξε ο ερωδιός
άρπα μονόχορδη το σώμα μου το φωτοαγγίζουν
τα ρημαγμένα ουρανοδάχτυλα της Ηώς.

* * *

Πέτα όπου θες, τι τά ’χεις τα νιοφύτρωτα φτερά
κι εντός σου έχεις τη δύναμη για να σηκώσεις και όρη
σ’ αγκάθια και σε βάτα μέσα αστραφτερά
γίγαντα η μέρα από ψηλά σ’ εκυοφόρει.

Νά ’σαι της νύχτας —ρώταγε η ερωτοδότρα αυγή—
νά ’σαι της νύχτας το ένστικτο κι η αγρύπνια;
κι αν η ψυχή σου λαχταράει μ’ ένα άσμα σου να βγει,
σαν Ενδυμίωνα σού ’δωσαν για θάνατο τα ενύπνια.

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; Το μυστικό είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

* * *

Είπα δεν έχω πια φωνή κι ούτε με φύτεψε ον
είναι σαν να με γέννησαν ερωτοανάσες θεών.

Ο καθείς έχει δυο φτερά για να πετά εδώ κάτου
ο θεός εχτές που τά ’δωκε τα θέλει αύριο δικά του.

Όσο πετάω και τραγουδώ ποτέ δεν θα πεθάνω
κι όλα αν αλλάζουν γύρω μου, εγώ στο δέντρο επάνω

θά ’μαι μονάχα μια φωνή στη φύση που απεκρίθη
ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
Νεβρόπολις Ταυρωπού
Καλοκαίρι 1984

Πηγή: Δ. Π. Παπαδίτσας, Το Προεόρτιον, Στιγμή, Αθήνα 1986.
Αναδημοσίευση από: https://neoplanodion.gr/2022/06/13/papaditsas-paramileta-tithonou/

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

Δ. Π. Παπαδίτσας - Τριόπτριον




1


Τό ἄστρο δέν ἢτανε ξένο
εἶχε προορισμό:


ἐβλέπετο
ὅπως λιθάρι παραλίας
στρόγγυλο ὅσο ποτέ
ἰονόσφαιρο ἲσως
ὀφθαλμοειδές καί ζέον
ὑπάρχον στίς καμπύλες
καί στ' ἀριθμητικά του


ἀλλά μή ὑπάρχον
στά ἀπό χρόνους πολλούς
ἐξαντλημένα ἐπίθετα
και οὐσιαστικά του.




2


Κι ὁ λόγος χτες περί φωνῆς:
δέν εἶμαι σύννεφο
ἀδειάζω ὅλα τά πρόσωπα
καί πρῶτα ἀπ' ὅλα τό δικό μου


γι' αὐτό δέν ψάχνω, οὒτε κανείς
καί μ' ἒχει ψάξει, ἀχανής
ἀκινητῶ στόν ἑαυτό μου.


3


Σπάω πότε-πότε μέ τά μάτια
ἓνα κλαδί
ἢ τό γυρίζω χρυσό ἀπό τ' ἂστρα
καί τό φυτεύω στό μυαλό
νά τραγουδεῖ.


Ρείκια Κυλλήνης 2.8.1983



Δ.Π.Παπαδίτσας - Το Προεόρτιον - εκδ.Στιγμή, Αθήνα 1986

Δ. Π. Παπαδίτσας - Ποιήματα

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΝΥΧΤΩΝ


                                                                                                του K. Friar

Ι


Όταν ήταν σκοτεινά σαν τότε που η απάντηση
Ήλθε πολύ κρυφά κι ανέβηκε απ’ τη γη στα μάτια
Όπως ανεβαίνει ο υδράργυρος του θερμομέτρου
Ή όπως το ήρεμο τριφύλλι πάει στον ουρανό
Σαν τότε που είχαν βρεθεί χιλιάδες στόματα
Για την εξόριστη φωνή, άλλοι στο δρόμο
Από χέρι σε χέρι κουβαλούσαν τη ζωή τους
Άλλοι κουνούσαν τα χέρια τους και αποχαιρετούσαν
Άσπρα βαπόρια από σύννεφο με γυαλιστερά φινιστρίνια
Σαν κοριτσίστικα μάτια πρωί-πρωί που ανοίγουν

Οι βιαστικοί τρέχαν να προλάβουν κάποιον
Να τον καλωσορίσουν για να κοιμηθούν ήσυχοι.




ΙΙ


Αυτά ήταν τα όστρακα τ’ ασημένια, τα μάζεψα
Ένα-ένα απ’ της πίκρας σου τ’ αυλάκι
Αυτές ήταν οι πεταλούδες με τα μισοκαμένα φτερά
Μια-μια τις μάζεψα
Από το δέρμα σου που −όπως σε προσκλητήριο
Μετά απ’ τη μάχη δε λέει «παρών» ο στρατιώτης
Που έπαιζε οκαρίνα και διασκέδαζε το λόχο−
Το δέρμα σου δε λέει «παρών»

Αυτά τα όστρακα κι αυτές τις πεταλούδες
Σ’ τα δίνω και τα ξαναπαίρνω
Μέχρι να παλιώσουν
Σα χαρτονομίσματα
Που παν από χέρι σε χέρι
Ή από φόνο σε φόνο

Καληνύχτα ώρα να φεύγουμε
Γαυγίζει το θάνατο
Το σκυλί.




ΙΙΙ


Κοιτάζει, κάνει μια τελευταία προσπάθεια
Εν ανάγκη σκουπίζεται με το μαντήλι του
Μέχρι να ξεβάψει
Μετά βγαίνει έξω με το φυσικό του χρώμα
Όπως όταν σε υπόγειο φυτρώνει
Μια τρυφερή φασουλιά που τεντώνεται
Και ξεμυτίζει απ’ τη χαραμάδα που μπάζει φως

Συναντάει ένα γνωστό τον χαιρετά και του λέει
Ότι στον τέταρτο όροφο περιμένει μια κυρία
Που τα μάτια της κλείνουν και ανοίγουν
Κάθε φορά σε άλλη σελίδα
Έτσι που να μαθαίνεις άκρες-μέσες
Το περιεχόμενο του βιβλίου
Παίρνεις το χέρι της το κρύβεις σ’ ένα κουτί
Και το ’χεις πάντα στη διάθεσή σου
Ακόμα κι όταν λείπουν τα τριζόνια
Και το συρτάρι παίρνει φωτιά με τα χειρόγραφα

Αυτά σκεφτόμουν και ήξερα πόσο γρήγορα
Παν τα τηλεγραφήματα με τις ευχές
Ή με την αγγελία θανάτου.




VII


Τώρα δώσ’ μου μια λέξη σου
Να σκάψω το στήθος μου να της βρω
Το πιο φωτεινό μέρος
Κι ας φύγει αργότερα όπως φεύγει η προσευχή

Αλήθεια πώς φυτρώνει πώς μεγαλώνει
Πόσο χορταστική είναι η προσευχή.




ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ


…αίφνης η ανάγκη της νύχτας σε φέρνει εδώ
Αισθάνομαι το στόμα σου μικρή θαλασσινή σπηλιά
Στον αριστερό μου ώμο
Δεν έχω τίποτα να εκφράσω αφήνομαι στα χέρια μου
Ταχτοποιώ κι ετοιμάζω τις φωτιές του μεσημεριού

Πάνω στην άσπρη ζωή
Η σκέψη μια θολή ευθεία

Σαν μικρά χωριά που τα είδα απ’ το πλοίο
Σαν ξαφνικοί θόρυβοι τη νύχτα στην άκρη της θάλασσας
Που μας τρομάζουν για πολύ λίγο
Ήσουν την τελευταία ημέρα.





Από την ποιητική συλλογή «Εντός παρενθέσεως» (1945).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2020/04/blog-post_20.html

Δ. Π. Παπαδίτσας - Αποφθέγματα

Τα ποιήματα, όπως και τα νησιά, 

είναι οι προς τον ουρανό συνέχειες του βυθού. 

.......................................................................................................................................................................

Η ίδια η ποίηση καθορίζει τη γλώσσα της. Και δεν υπάρχει πιo σαφής γλώσσα απ'την ποιητική, ακόμα κι εκεί που η ποίηση φαίνεται σκοτεινή, ακατανόητη, δυσανάγνωστη. Κι αν όλα της τ' αφαιρέσουμε, θα της μείνει ο ρυθμός ο σύμφυτος με την ψυχή μας.

.....................................................................................................................................................................

Η ποίηση, είτε το πει κανείς αμέσως είτε απλωθεί σε τόμους, είναι αυτό το ίδιο πνεύμα και η διάρκειά του μέσα στα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας. Τα ποιήματα, όπως και τα νησιά, είναι οι προς τον ουρανό συνέχειες του βυθού.
.........................................................................................................................................................................
Κάθε ποιητής μιλάει σαν νήπιο, δηλαδή ακατανόητα γι' αυτούς που έχουν ξεχάσει την πρώτη τους, την πιο αληθινή γλώσσα.
...........................................................................................................................................................................
 Δεν έμαθα τίποτα, πηγαίνω χιλιοτρυπημένος απ' τον αέρα αιώνιος κι αγαπημένος του όντος.
..........................................................................................................................................................................
Θε μου η ψυχή του πεινασμένου φωτίζει πάντα ένα ψωμί.

Δ.Π. Παπαδίτσας - Διαδρομή


με τον Αντρέα
Και βλέπει κι εκπαιδεύει τη γεύση του
πάει κι έρχεται μια λάμψη απ΄τη μιάν άκρη στην άλλη
φουντωμένο από μέσα δάσος με ξέφωτα περασμένης ζωής
ένας απέραντος κάμπος μ΄ένα άλογο στη μέση
κι ένας γυπαετός στην κορυφή της δίνης του να προφητεύει
από πηγή σε παρελθόν
από χνούδι οπώρας σε ουρλιάσματα επαναστατών
από μυδράλια σε καύκαλα που λάμπουν στο γρασίδι όμοια
γαλβανικές βελόνες αχανούς
που εξανεμίζουν κύτταρα κι αδένες
το ξέρει ότι δε βλέπει τ΄ολοφώτεινο δάχτυλο που δείχνει
κατά που θα πάει το πλήθος
να γκρεμοτσακιστεί ή να παλέψει πελεκώντας με κραυγή
και κραυγή και κραυγή την πέτρα της ελευθερίας
δροσερή από αφρικάνικη εξέγερση, όμως
το έργο της τριβής τινάζει σπίθες και ουράνια τόξα καταποντισμένα σε βάραθρα, όπου
πυρετικό το κεφάλι του Πρωταγόρα φωσφορίζει και βγάζει απ΄τα βουνά λαούς
όπως ταχυδακτυλουργός ρολόγια απ΄το καπέλο του σημαίες και περιστέρια
Έργο τριβής και σμυριδόπετρα η κατηφόρα στη Ραφήνα
με κυπαρίσσια σφηνωμένα στ΄όνειρο και στο μυαλό
κι ύστερα οι άγριοι Τρίτωνες να λιάζονται σε χλιαρά αλατονήσια
(ήταν Γενάρης, κατακόρυφος ο ήλιος, το φεγγάρι στη χάση)
Ήταν Γενάρης, τ΄αυτοκίνητα μας έκλεβαν σπειρί-σπειρί το σώμα
κι έτσι εξηγείται
πώς βρέθηκαν δυό σκελετοί στο ακροθαλάσσι
κι ακόμα

Δ. Π. Παπαδίτσας - Τα μικρά συμβάντα του βίου


Τα μικρά συμβάντα του βίου
Παρηγορούν τις άγριες από δίψα ψυχές


Απ' τα μικρά συμβάντα του βίου
Προσφέρονται το πρωί στα πτηνά σπόροι, σκουλήκια
Και άλλα βιολογικά περίεργα
Ενώ χάμω κείτονται
Λείψανα άλλων πτηνών στο βίο που τους έλλειψε
Η καλωσύνη


Τα σκόρπια εδώ κι εκεί οστά
Η ελευθερία του βλέμματος εύκολα παρομοιάζει
Με σπάνιους αδαμάντινους συνδυασμούς ή άνθη πολύχρωμα
Που εκτοξεύουν την υφή τους την υγρή
Στα σύννεφα


Αυτά, τα μικρά συμβάντα του βίου, συνθέτουν
Αενάως συνθέτουν
Τον έκπαγλο της φύσεως προορισμό.




Από τη συλλογή Ουσίες
Ποίηση, 1
Αθήνα: Πρώτη Ύλη
1963, σ. 110

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Δ.Π. Παπαδίτσας: Διάρκεια (V)


Η δίοδος ολοένα πλαταίνει

Η άσπρη ουσία μας από ήχους από δρόμους αιωρείται στα όρια όπου η φθορά παρ' όλη την κραυγή της που ανεβαίνει κλίμακες εμβρύων

Παρ' όλες τις αποφυάδες της σε λίμνες σε χώματα σε σχήματα

Στις δίνες των νερών και των σταλαχτιτών

Θριαβευτής αιώνων τρυπώνει πάλι στα φαντάσματα της μνήμης

Κι εκεί ετοιμάζει τον ήρωα και τον όχλο να τον κατατρώει

Τον Άγιο και το λάκκο του


Εμένα αν η φθορά μ' αγγίξει θα 'ναι άγγιγμα σε χορδές άρπας

Θα 'ναι το αρίφνητο πετράδι που το παίρνει απ' το μάτι το ουρανογέννητο μάτι

Θα 'ναι η σπίθα μιας ολόκληρης φωτιάς που άναψε η πέτρα με την πέτρα

Εμένα αν η φθορά μ 'αγγίξει θα μου γεμίσει το στόμα μου λόγια

Αόγια που θ' ανάψουν κεφάλια προγόνων μου κι απ' το άσπρο μου είδος θα κυλήσει

Το καθαρό μου φεγγαρόχυτο άγαλμα στη χλόη


Εμένα αν η φθορά μ' αγγίξει

Στη φεγγαρόχυτη χλόη

Θ' αστράψει το κεφάλι μου, ο Ιλισσός του θ' ακουστεί στ' αρχαία βατράχια

Τ' όνειρό του θα σκάψει την κοίτη του ως την Αχερουσία

Κι ως το πολύτροπο σώμα παραλυμένο απ' το κεντρί της θεάς

Θ' αστράψει το κεφάλι μου, μέσα του ο νους ωραίος

Θα δέσει σάρκες και νεύρα γύρω στα κόκαλα των ανδρών που τα 'γλυψε η λαίλαπα της Ιωνίας


Κεφάλι μου πυρακτωμένο απ' το φεγγαρόχυτο πνεύμα

Κεφάλι μου θαλασσοταραχή, αναμμένο δέντρο που το φυσούσαν οι Εννεάδες

Αναστημένο κεφάλι μου από το γιαταγάνι της τουρκιάς

Ταξιδιάρικο τώρα στο υποχθόνιο βουητό της ζωής


Εμένα αν η φθορά μ' αγγίξει θα 'ναι άγγιγμα φρύγανου στη φλόγα


ΔΙΑΡΚΕΙΑ (1972)

Δ.Π. Παπαδίτσας - Ελεγείο

 Γυρίζω απ' τα φύλλα

είμαι από μέσα μου πλήθος, ο θάνατος μ' έχει μπολιάσει παντού

τα μέλη μου είναι ποτάμια κι αφρίζουσες κρήνες

κάθε σπηλιάς ηχώ, αντί φωνή τριπλασιάζω σπιθοβόλα αινίγματα


Εσύ μόνο μπαίνεις σε κάθε μου πράξη

εσύ που ξεκινάς απ' την άκρη μου και φτάνεις στη βαθύσπορη αίσθηση

κι είσαι τ' αυτί και το μάτι μου το άντικρυ σ' ελισσόμενα αόρατα αίτια


μπαίνεις σε κάθε μου πράξη κι ανατέλλεις καιρός

καιρός από απέραντη θάλασσα και βογγητό

από ψυχή που φτερουγίζει να πιει ζωντανές πεθυμιές


Ω γιατί τώρα το διάφανο χέρι σου πουλί άλλου κόσμου

κάθησε στ' ανεμόδαρτα φύλλα μου;


λίγο-λίγο περνάς τις κλειστές μου αισθήσεις

τι ουρανός με γεμίζει κι αφρίσματα φέγγους


μπορεί να 'μαι ο αστροδίαιτος κόσμος

μπορεί βαθειά θάλασσα

όμως καίομαι και στόμα δεν έχω


ΔΥΟΕΙΔΗΣ ΛΟΓΟΣ (1980)